Δογματικὸς Διάλογος

Share:
Ορθόδοξος Τύπος Εφημερίδα

Απεστάλη εις τον Ο.Τ. επιστολή του σεβαστού και πολυγραφοτάτου π. Εμμανουήλ Χατζηδάκην απευθυνομένη προς τον Πρωτοπρ. Βασίλειον Βολουδάκην. Η επιστολή αφορά εις παλαιοτέραν κακοδοξίαν δια την φύσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την ανάγκην καταδίκης των νέων υποστηρικτών της. Η επιστολή προωθήθη προς τον π. Βασίλειον και σήμερον την δημοσιεύομεν μαζί με την απάντησιν.

«Περί ενός έως σήμερα αδιατυπώτου δόγματος της Πίστεως»

 Ο τίτλος του άρθρου προέρχεται από μια έκφραση του σεβαστού πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Βασιλείου Βολουδάκη. Εις άρθρο του δημοσιευθέν στον μαχητικό και ορθοδοξότατο ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ της 10-6-2016, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι η επικείμενη ονομασθείσα υπό των οργανωτών της Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί Οικουμενική, πολύ ορθά γράφει ότι ο προσδιορισμός αυτός δεν ισχύει, καθ᾽ όσον δεν προβλέπεται ότι θα ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Θα κάνω μια παρατήρηση στη σημείωσή του ότι καθ᾽ όσον δεν είναι “δυνατόν να υπάρξη κάτι τέτοιο”. Και όμως, είναι δυνατόν, σεβαστέ μου πατέρα. Μάλιστα, ο Ορθόδοξος Τύπος, εις πρωτοσέλιδο άρθρο του (φ. 729 της 30 Ιαν. 1987), με πηχαία γράμματα είχε αναγράψει, “ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΙΡΕΣΙΝ, Συγκλονισμός των ορθοδόξων συν­ειδήσεων”. Εις δημοσιευμένην ομιλία του, ο Μητροπ. Κάλλιστος (Γουέαρ) υιοθέτησε την διδασκαλία του καταδικασθέντος ως αιρετικού Νεστορίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (428-431), ότι ο Κύριος ανέλαβε την πεπτωκυίαν ανθρωπίνην φύσιν. Εις μίαν σύντομον, πλην όμως επακριβή ανάλυση του κειμένου, ο συντάκτης του άρθρου πολτοποιεί τα σαθρά επιχειρήματα του αιρετίζοντος ανορθοδόξου επισκόπου. Ορθώς ο αρθρογράφος δεικνύει ότι ο Σεβ. Κάλλιστος ομολογώντας “ότι εξ αιτίας της σαρκώσεώς Του κατ᾽ ανάγκην εγένετο και ο Χριστος αμαρτωλός και αμαρτίας διάκονος” έθεσεν εαυτόν εκτός Εκκλησίας και ελπίδος σωτηρίας.

Αλλά, τότε, δεν πρόκειται περί νέας αιρέσεως; Και όμως. Η θέση που εκλαμβάνει ο Σεβ. Κάλλιστος δεν είναι ότι δεν αποδέχεται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συν­όδων (καθ᾽ υπόστασιν ένωσις, Θεοτόκος, αναμαρτησία του Κ.Η.Ι. Χριστού). Η διδασκαλία του είναι πιο λεπτή. Είναι αναμάρτητος ο Κύριος όχι επειδή η ανθρώπινη φύσις που ανέλαβε ήταν αναμάρτητη, αλλά επειδή αν και υπόκειτο εις το προπατορικό αμάρτημα αντιστάθηκε εις τους πειρασμούς και παρέμεινε αναμάρτητος. Αλλ᾽εφ᾽ όσον η φύσις αυτή ήταν θνητή έπρεπε να αποθάνει κατ᾽ ανάγκην. Εκεί φαίνεται η παράλογος και βλάσφημος διδασκαλία του π. Κάλλιστου, αλλά δυσ­τυχώς και άλλων (αν)Ορθοδόξων επισκόπων και θεολογούντων. Ένας εκ των ομοίως δοκούντων είναι και ο Αρχ. Αυστραλίας Στυλιανός.

Ένας Χριστός που αισθάνεται μοναξιά, αλλοτρίωση, εσωτερική σύγκρουση και πεθαίνει εξ ανάγκης, ο οποί­ος τελικά δεν μπορεί να σώσει τον εαυτό Του, σίγουρα δεν μπορεί να σώσει κανένα. Δεν είναι ο Σωτήρας μας, εφ᾽ όσον ο ίδιος χρειάζεται Σωτήρα. Να σημειώσω ότι τα ίδια πρέσβευε ο π. Κάλλιστος τουλάχιστον από το 1979 στο βιβλίο του Ο Ορθόδοξος Δρόμος. Κατ᾽ αυτόν, ο μεταπτωτισμός είναι θεολογούμενον (στα οποία συμπεριλαμβάνει και την Αποκατάσταση των Πάντων, το Και εκ του Υιού (Filioque), Θεοπασχιτισμό, Οικουμενισμό, Μεταπατερική Θεολογία, Μεταθανάτια Μετάνοια, Αναλογία Όντος, Αγαπητισμό, Μπαρθισμό, κτλ., κτλ.). Ερωτώ· δεν πρέπει να καταδικαστούν συν­οδικά όσοι κηρύττουν αυτές τις αιρέσεις, νέες η παλαιές; Δεν οφείλει η Εκκλησία να προστατεύσει το ποίμνιό της από τις αιρέσεις και τους αιρετικώς διδάσκοντες—προπαντός όταν παρασύρουν τόσες ψυχές στον όλεθρο;

Για να μη μακρυγορώ, η αιρετική διδασκαλία του Μεταπτωτισμού ξεσκεπάζεται σ᾽ ένα βιβλίο μου που εκδόθηκε εις την Αγγλικήν, με τίτλο, Πεπτωκός ο Ιησούς; Η Ανθρώπινη Φύσις του Χριστού Εξεταζομένη εξ Ανατολικής Ορθοδόξου Προοπτικής (Jesus: Fallen? The Human Nature of Christ Examined from an Eastern Orthodox Perspective, Orthodox Witness 2013). Ευχής έργο θα ήταν αν το βιβλίο αυτό μεταφραζόταν στα Ελληνικά.

π. Εμμανουήλ Χατζηδάκης

Ακολουθεί η απάντησις:

Αι Πανορθόδοξοι Σύνοδοι,
δεν είναι φροντιστήρια δια τον θεολογικόν καταρτισμόν των αμαθών

Ευχαριστώ πολύ τον π. Εμμανουήλ Χατζηδάκη για την ενασχόλησή του με το άρθρο μου «Ο ΣΥΓ-ΚΡΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ  Η ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΩΣΕΩΣ ΤΟΥ», και, επίσης, τον ευχαριστώ διπλά, γιατί με την παρατήρησή του μου δίδει την ευκαιρία να διευκρινήσω την φράση του κειμένου μου, που του έδωσε το κίνητρο να γράψη το άρθρο του «Περί ενός έως σήμερα αδιατυπώτου δόγματος της Πίστεως», και εν συνεχεία να συμφωνήσω μαζί του ως προς το δογματικό λάθος του π. Καλλίστου Γουέαρ, και να αναφερθώ για μια ακόμη φορά στα της Ανθρωπίνης Φύσεως του Χριστού μας.

Γράφει ο π. Εμμανουήλ: «Ο τίτλος του άρθρου προέρχεται από μια έκφραση του σεβαστού πρωτοπρεσβυτέρου πατρός Βασιλείου Βολουδάκη. Εις άρθρο του δημοσιευθέν στον μαχητικό και ορθοδοξότατο ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΤΥΠΟ της 10-6-2016, για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι η επικείμενη ονομασθείσα υπό των οργανωτών της Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί Οικουμενική, πολύ ορθά γράφει ότι ο προσδιορισμός αυτός δεν ισχύει, καθ’ όσον δεν προβλέπεται ότι θα ασχοληθεί με δογματικά θέματα. Θα κάνω μια παρατήρηση στη σημείωσή του ότι καθ’ όσον δεν είναι “δυνατόν να υπάρξη κάτι τέτοιο. Και όμως, είναι δυνατόν, σεβαστέ μου πατέρα».

Στο άρθρο μου, όμως, η διατύπωσή μου είναι αντίθετη από αυτήν που μεταφέρει στους αναγνώστες ο π. Εμμανουήλ. Έγραψα: «…η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή ούτε Αγία, ούτε Οικουμενική, εφ’ όσον, όχι μόνο δεν προβλέπει η θεματολογία της αποφάσεις περί ενός έως σήμερα αδιατυπώτου δόγματος της Πίστεως (αν ήταν δυνατόν να υπάρξη κάτι τέτοιο)…».

Γίνεται, νομίζω, πολύ εύκολα αντιληπτό ότι οι δύο διατυπώσεις είναι διαφορετικές. Άλλο είναι να γράφης «δεν είναι “δυνατόν να υπάρξη κάτι τέτοιο», και άλλο το να γράφης «(αν ήταν δυνατόν να υπάρξη κάτι τέτοιο)…», που σημαίνει ότι αφήνεται κάποιο –έστω μικρό– ενδεχόμενο να χρειασθή στο μέλλον (όταν οι άνθρωποι απομακρυνθούν εντελώς από τα δόγματα της Πίστεως), να γίνη κάποια επί πλέον καταγραφή συσκιασμένης δογματικής Αληθείας.

Ωστόσο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η δογματική κακοδοξία του π. Καλλίστου Γουέαρ, που θίγει ο π. Εμμανουήλ, όχι μόνο δεν χρήζει Συνοδικής νέας δογματικής διατυπώσεως, αλλά έχει καταδικασθεί και από τις Επτά Οικουμενικές Συνόδους(!), και γι αὐτό δεν μπορώ να συμφωνήσω επ’ αυτού με τον σεβαστόν συμπρεσβύτερόν μου, δεδομένου ότι σε αυτές τις Άγιες Οικουμενικές Συνόδους έχουν τα πάντα διατυπωθεί ως προς την Θείαν και την Ανθρωπίνην Φύσιν του Σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, του Αληθινού Θεού μας.

Δυστυχώς, αυτή η κακοδοξία έχει μακρά ιστορία και συμπεριλαμβάνει στους ‘’οπαδούς’’ της πλείστους όσους Επισκόπους, Κληρικούς, Καθηγητάς Πανεπιστημίου κ.α., γι’ αυτό, νομίζω ότι αδικείται ο π. Κάλλιστος, όταν του καταλογίζονται κακοδοξίες που τις διάβασε σε επίσημα συγγράμματα Ορθοδόξων θεολόγων! Εκείνος προέρχεται από τους Προτεστάντες –μάλιστα, το 1987 ήταν σχετικά πρόσφατη η προσχώρησή του στην Ορθοδοξία– και θεώρησε ότι οι δικοί μας θεολόγοι ακολουθούν πιστά τους αγίους Πατέρας μας και την Εκκλησιαστική Αλήθεια της Πίστεώς μας. Όταν, φέρ’ ειπείν, ένας Μέγας Φαράντος, καθηγητής της Δογματικής, γράφει σε επιστημονικό σύγγραμμά του ότι «ο Χριστός ηνωχλείτο υπό των παθών», ποιές ευθύνες να ζητήσουμε από τον π. Κάλλιστον;

Η ιστορία αυτής της κακοδοξίας άρχισε να αντιμετωπίζεται με το δημοσίευμα του «Ορθ. Τύπου» το 1987, που ανέφερε ο π. Εμμανουήλ Χατζηδάκης, και η συζήτηση του θέματος διήρκεσε πλέον της διετίας.

Στην συζήτησή της μέσω του «Ορθ. Τύπου» είχε αναμιχθεί και η ημετέρα αδυναμία με άρθρο μου στις 10 Μαρτίου 1989, με τίτλο «Διεκινδύνευσε ο Χριστός;», το οποίο ο μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης είχε δημοσιεύσει ως οκτάστηλο πρωτοσέλιδο. Το άρθρο μου εκείνο εστρέφετο εναντίον της κακοδοξίας του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Στυλιανού, ο οποίος κατ’ εκείνον τον καιρόν με κήρυγμά του είχε αναθερμάνει με περισσότερη ένταση την κακοδοξία του π. Καλλίστου, και –ω του παραδόξου πράγματος! – αντί να εύρουν τα γραφόμενά μου συνηγορία εκ μέρους των παραδοσιακών Ορθοδόξων θεολόγων, εύρον αντίλογον από τον ευσεβή και παραδοσιακό καθηγητή Ανδρέαν Θεοδώρου! Ακολούθησε επί τρίμηνον ανταλλαγή αντιρρητικών άρθρων μεταξύ του μακαριστού καθηγητού κ. Ανδρέα Θεοδώρου και εμού.

Ο ευσεβής αλλά δογματικά ελλιπής, Ανδρέας Θεοδώρου, αν και καθηγητής της Ιστορίας των Δογμάτων, για να με αντικρούση, υπεστήριξε πολλές αντορθόδοξες και καταδικασμένες από την Εκκλησία μας θέσεις, όπως ότι η μη αναγκαστική λειτουργία των αδιαβλήτων παθών στον Χριστό, συνιστά Αφθαρτοδοκητισμό! Ενδεικτικά αναφέρω (αυτό που έγραψα και στον πρόλογο του τευχιδίου, που εξέδωσα το έτος 1990 , με όλα τα σχετικά άρθρα του μεταξύ μας αντιρρητικού διαλόγου, με τίτλο «Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ»), ότι χρησιμοποίησε «σαν ασφαλή πηγή πληροφοριών περί του Αφθαρτοδοκητισμού ακόμη και το έργο «De Sectis» (που συνεκδίδεται με τα έργα Λεοντίου του Βυζαντίου), αγνώστου συγγραφέως, ο οποίος τελεί σε πλήρη θεολογική σύγχυση, όπως έχει αποδειχθεί σε ειδική θεολογική μελέτη, του εκ Ρουμανίας συνεφημερίου μου, διδάκτορος π. Ηλία Φρατσέα, που ασχολήθηκε με το έργο αυτό και τον συγγραφέα του. Ο συγγραφέας του έργου «De Sectis» επιπλέον υπερασπίζει και θαυμάζει τον πατέρα του νεστοριανισμού Θεόδωρο Μοψουεστίας, τον οποίο κατεδίκασε η Ε  Οἰκουμενική Σύνοδος και κατηγορεί τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό για την καταδίκη αυτή, πράγμα που τον καθιστά άκρως επικίνδυνο»!

Ο Χριστός μας συνελήφθη ασπόρως, και γι’ αυτό χωρίς το προπατορικό αμάρτημα, αφού το αμάρτημα αυτό μεταδίδεται μόνο μέσω του σπέρματος. Η πρόσληψη των αδιαβλήτων παθών μας, έγινε εκουσίως από τον Χριστό, και η λειτουργία τους εγίνετο μόνο όποτε και όσο Αυτός ήθελε και όχι ως αναγκαιότητα της Ανθρωπίνης Φύσεώς Του, η Οποία, λόγω της Υποστατικής Ενώσεώς Της με το Πρόσωπο του Θεού Λόγου εθεώθη εξ άκρας συλλήψεως. Αυτά τονίζονται με κάθε λεπτομέρεια από τον μεγάλον δογματολόγον της Εκκλησίας μας, άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, και με μεγαλυτέρα έμφαση στον Τόμον του Αγίου Λέοντος.

Πολλά, βεβαίως, μπορεί να προστεθούν, διότι για το θέμα αυτό έχω γράψει αρκετά, πέραν του μνημονευθέντος βιβλίου μου, αλλά ο χώρος της εφημερίδος δεν επιτρέπει περαιτέρω επέκτασή μου. Όμως, μετά πολλής χαράς, αν αυτό ενδιαφέρη τον π. Εμμανουήλ, προτίθεμαι να τον καταστήσω κοινωνόν, αποστέλλοντάς του τα σχετικά κείμενα.

Σαν κατακλείδα, και με την αφορμή που μου έδωσε ο καλός συμπρεσβύτερος, επιθυμώ να προσθέσω ότι δεν είναι δυνατόν να συγκαλή συνεχώς η Εκκλησία μας Συνόδους επειδή ορισμένοι μεγαλόσχημοι η μικρόσχημοι Κληρικοί η Θεολόγοι έχουν άγνοια της Δο-γματικής Της διδασκαλίας. Οι Τοπικές, και, πολύ περισσότερο, οι Πανορθόδοξες Σύνοδοι, δεν είναι φροντιστήρια για τον θεολογικό καταρτισμό των αμαθών αλλά πρέπει να συγκαλούνται μόνο για την αντιμετώπιση δογματικών ζητημάτων, τα οποία ενδέχεται να προκύψουν από την παραχάραξη συσκιασμένων και μη λεπτομερώς αναλελυμένων πτυχών της Πίστεώς μας, στα οποία, βεβαίως, δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε τα περί της λειτουργίας της Ανθρωπίνης Φύσεως του Χριστού μας, αλλά ούτε και κανένα, μα ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΝΕΝΑ, από αυτά που συζητήθηκαν στην πολυμελή Σύνοδο της Κρήτης!

Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
Πρωτοπρεσβύτερος

 

 

 

 

Previous Article

Ανασκευάζει τας θέσεις του ο Σεβ. Ναυπάκτου

Next Article

Ο οικουμενισμός είναι προϊόν της μασονίας