Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ ΕΤΟΛMΗΣΕ ΝΑ ΖΗΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΤΑΣ «ΝΕΑΣ ΧΩΡΑΣ»!

Share:
Ορθόδοξος Τύπος Εφημερίδα

Μετά τους δημοσιογραφικούς λιθοβολισμούς ετών δικαιώνεται ο Αγών του «Ορθοδόξου Τύπου».

Ο «Ορθόδοξος Τύπος» από του έτους 2001 έχει επισημάνει την αντικανονικότητα του εκκλησιαστικού καθεστώτος των «Νέων Χωρών» και τον εξ αυτής μέγιστον Εκκλησιαστικόν και Εθνικόν κίνδυνον. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πόσων Εθνών είναι Πρώτος; Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & Πάσης Ελλάδος σιωπά με διάκρισιν και ποιμαντικήν σύνεσιν, δεν ομιλεί, δεν αποκαλύπτει τα συμβάντα.

Του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη

Εγκυρότατες πληροφορίες που περιήλθαν εις γνώσιν μου από κορυφαίους παράγοντες της Πατρίδας μας αποκαλύπτουν ότι ο Παναγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαίος προέβη εις πρωτοφανή, αποτρόπαιον, αντιεκκλησιαστικήν και αντεθνικήν ενέργειαν. Εκορύφωσε τις επιδιώξεις του δια επικυριαρχίαν του επί των «Νέων Χωρών» (κακώς, βεβαίως, αποκαλουμένων τοιουτοτρόπως, εφ’ όσον πρόκειται περί των Μητροπόλεων της ενιαίας Πατρίδος μας, της Ηπείρου και της Βορείου Ελλάδος), ζητώντας από την Κυβέρνηση την επανυπαγωγή των «Νέων Χω­ρων» εις την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως!

Η εγκυροτάτη και εξακριβωμένη αυτή πληροφορία ερμηνεύει και την προ της συγκλήσεως της προσφάτου Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος δημοσιευθείσα είδηση ότι ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος παρέδωσε προς φύλαξιν εις την Κρύπτην της Ι. Συνόδου ογκώδη απόρρητον Φάκελλον, προφανώς με έγγραφα, τα οποία σχετίζονται με αυτήν την υπόθεση.

Η εκκλησιαστική και πνευματική στάση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου μας να παραδώση τον απόρρητο Φάκελλον, τηρώντας απόλυτη σιωπή, μη θέλοντας –προφανώς– να εκθέση το Πατριαρχείο, τον τιμά ιδιαιτέρως αλλά και μας δημιουργεί επιπρόσθετες ευθύνες, διότι πρέπει να αντιδράσουμε ως Σώμα Χριστού και να αντιταχθούμε σε μια εντελώς αντικανονική απαίτηση του Πατριαρχείου, η οποία απαίτηση, όχι μόνο θα εκκοσμικεύση τις Ελληνικές Μητροπόλεις με εκλογές Μητροπολιτών, όπως αυτών που έχει εκλέξει μέχρι σήμερα στην Ευρώπη και αλλού, με τα γνωστά οικτρά πνευματικά αποτελέσματα, αλλά κατακερματίζει και ΣΥΡΡΙΚΝΩΝΕΙ την Πατρίδα μας, στα τμήματα που όριζαν εδώ και χρόνια οι Τουρκικοί Χάρτες της Ελλάδος, που διδάσκονται στα Σχολεία της Κωνσταντινουπόλεως!

Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενομένη και προφανής, ωστόσο μέχρι χθες ελοιδωρούμεθα οι γράφοντες, οσάκις επισημαίναμε τους εκκλησιαστικούς και εθνικούς κινδύνους που εγκυμονούσαν οι Πατριαρχικές κινήσεις που προετοίμαζαν την υλοποίηση των επιδιώξεων του Φαναρίου.

Γράφω αυτά σήμερα με ιδιαίτερο πόνο, γιατί το θέμα αυτό το επεσήμανα πρώτος και μόνος, γράφοντας επ’ αυτού από το 2001!

Συγκεκριμένα, στις 27-7-2001, στο άρθρο μου στον «Ο.Τ.» με τίτλο «Ορατός ο κίνδυνος Βατικανοποιήσεως της Ορθοδοξίας» έγραφα:

«Οι «κάποιες» περυσινές αμφισβητήσεις γιγαντώθηκαν κατά το φετινό χρόνο, με αποτέλεσμα τον διχασμό της Ιεραρχίας μας και τη δημιουργία δύο στρατοπέδων: των φιλοπατριαρχικών και των φιλοαρχιεπισκοπικών. Το εκπληκτικό είναι, πως χωρίς να το καταλάβουν μερικοί Ιεράρχες μας, στην προσπάθειά τους να αντιστρατευθούν τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην απεμπόλησι των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος επ’ ωφελεία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Άλλοτε με τις μομφές τους εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών (όχι για τις θεολογικές η τις ποιμαντικές του επιλογές, αλλά αμφισβητώντας τις αρμοδιότητές του ως Αρχιεπισκόπου Πάσης Ελλάδος), άλλοτε με τις μομφές τους εναντίον του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου και άλλοτε με έμμεσες απειλές για επανυπαγωγή των «Νέων Χωρών» (δηλαδή Ελληνικών Μητροπόλεων) στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στην περίπτωσι που θα άλλαζε το υφιστάμενο σήμερα καθεστώς, που απορρέει από τη Συνοδική Πράξι του 1928. Ένα καθεστώς επικίνδυνο, το οποίο μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκμεταλλευθή ο οιοσδήποτε Πατριάρχης, για να διχάση η να επηρεάζη την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος».

Το έτος 2003, εξ αφορμής της διενέξεως του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και του Πατριάρχου Βαρθολομαίου, έγραψα ένα τευχίδιο με τίτλο «Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΦΩΣ (ΧΩΡΙΣ) ΦΑΝΑΡΙ» (18-10-2003) και σε μια από τις ενότητες του κειμένου μου αυτού επεσήμανα ότι ο «Συνοδικός Τόμος» αχρηστεύει την «Πατριαρχική Πράξη του 1928», που κατακερματίζει την Πατρίδα μας και βεβηλώνει το Κανονικό Δίκαιο.

Έγραφα: «Οι συζητηταί του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας της Ελλάδος και Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως παρασύρονται ως επί το πλείστον σε μια μονοδιάστατη αξιολόγηση της ακανθώδους για τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών Πατριαρχικής Πράξεως του 1928. Βεβαίως και με τη μονοδιάστατη αξιολόγηση της περί ου ο λόγος Πράξεως έχουν διατυπωθεί πολλά και αξιόλογα επιχειρήματα, τα οποία αποδυναμώνουν τις αξιώσεις του Πατριαρχείου. Όμως, ένας συσχετισμός της Πράξεως αυτής με αυτόν καθ’ εαυτόν τον Συνοδικό Τόμο του 1850, ο οποίος προηγήθηκε και ο οποίος εκφράζει με κάθε λεπτομέρεια τις διαθέσεις και το φρόνημα της Κωνσταντινουπόλεως, κυριολεκτικά αχρηστεύει την Πατριαρχική Πράξη του 1928 και αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτή η Πράξη δεν θα είχε ποτέ εκδοθεί, αν επρυτάνευε η λογική και η θεολογική οξυδέρκεια στους τότε εκκλησιαστικώς υπευθύνους. Αρκεί η παράθεση μιας και μόνης παραγράφου του Συνοδικού Τόμου, για να καταπέση η ισχύς της Πατριαρχικής Πράξεως. Την αντιγράφουμε: «…ωρίσαμεν τη δυνάμει του Παναγίου και Τελεταρχικού Πνεύματος δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία αρχηγόν έχουσα και κεφαλήν, ως και πάσα η Καθολική και Ορθόδοξος Εκκλησία, τον Κύριον και Θεόν και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν, υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος …επιγινώσκομεν αυτήν και ανακηρύσσομεν πνευματικήν ημών αδελφήν …και ως τοιαύτην του λοιπού αναγνωρίζεσθαι και μνημονεύεσθαι τω ονόματι «Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος» δαψιλεύομεν δε αυτή και πάσας τας προνομίας και πάντα τα κυριαρχικά δικαιώματα, τα τη ανωτάτη Εκκλησιαστική αρχή παρομαρτούντα…»!

Μετά από αυτό το κείμενό μου ο μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης μου είπε: «Δυστυχώς θα μείνης μόνος»! Και έτσι πράγματι έγινε. Ούτε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος επέμεινε στις απόψεις του και το θέμα έμεινε σε εκκρεμότητα.

Το έτος 2015, σε άρθρο μου στον Ο.Τ., αναιρετικό της κατηγορίας δημοσιογράφου ότι μάχομαι τον Πατριαρχικό θεσμό έγραψα: «Η αμφισβήτηση της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 περί της ομηρίας Μητροπόλεων της Ελλάδος δεν είναι προσβολή του θεσμού του Πατριαρχείου, αλλά αποδοκιμασία μιας Πατριαρχικής Πράξεως–Κερκόπορτας για την διεκδίκηση εδαφών της Πατρίδος μας από αλλοεθνείς. Επίσης, ετόνισα στο άρθρο μου ότι η Πράξη αυτή αντίκειται και στον Συνοδικό Τόμο αλλά και στην πάγια τακτική της Εκκλησίας να «συμμεταβάλλονται τα εκκλησιαστικά πράγματα με τις πολιτειακές εξελίξεις». Η αμφισβήτηση της Πράξεως του 1928 εκ μέρους μου είναι αμφισβήτηση παρανόμου και Αντικανονικής Πατριαρχικής Πράξεως και όχι προσ­βολή του θεσμού του Πατριαρχείου. Η ανατρεπτική άποψη του Πατριάρχου μας «περί της αναγκαιότητος καταργήσεως Ιερών Κανόνων ακόμη και Κανόνων Οικουμενικών Συνόδων»(!), που υποστηρίζει στην διδακτορική του διατριβή είναι εκείνη που προσβάλλει «όλον τον θεσμόν της Εκκλησίας» και όχι η δική μου αμφισβήτηση» (Τίτλος του άρθρου: «Ποιός μάχεται τον Πατριαρχικόν Θεσμόν; 5-6-2015).

Το αποκορύφωμα των φόβων μου για τις ολέθριες επιπτώσεις των Πατριαρχικών διεκδικήσεων διετυπώθη στις 26 Φεβρουαρίου 2016 με άρθρο μου στον «Ο.Τ.» (φ. 2106), τίτλο «Κωνσταντινούπολις: Φανάρι η Λυχνία;», για το οποίο είχα δεχθεί νέον καταιγισμόν. Έγραφα επί λέξει: «Έτσι, δεν αποκλείεται να επιφυλάσσουν και μία ‘’έκπληξη’’ στην Εκκλησία της Ελλάδος και, κατά συνέπεια, στην Πατρίδα μας: Να θέσουν εντελώς αιφνιδιαστικά οι Πατριαρχικοί, εκεί στη Σύνοδο, θέμα επανυπαγωγής των λεγομένων «Νέων Χωρών», δηλαδή ολοκλήρου της Βορείου Ελλάδος στην Εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως(!), ολοκληρώνοντας τα σχέδια Αμερικής και Τουρκίας για τον κατακερματισμό της Πατρίδος μας! Οι μέχρι σήμερα Πατριαρχικές Περιοδείες, οι κινήσεις, τα γραπτά και τα προφορικά του Πατριαρχείου περί του θέματος αυτού δεν μας αφήνουν περιθώρια να θεωρούμε τη σκέψη μας αυτή ως καχυποψία!». Τώρα πλέον απεδείχθη περίτρανα ότι δεν πρόκειται περί καχυποψίας αλλά περί της ωμής πραγματικότητος.

Υπάρχουν και άλλα ζητήματα

Το θέμα είναι πολύ σοβαρό, εκκλησιαστικό και εθνικό, και γι’ αυτό απαιτεί λεπτεπιλέπτους χειρισμούς. Θα χρειασθή να επανέλθουμε, όπως πρέπει να επανέλθουμε και στο ζήτημα του ποιός είναι Πρώτος της κάθε Αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Το Πατριαρχείο ισχυρίζεται ότι ο Πατριάρχης είναι Πρώτος και της Ελλαδικής Εκκλησίας, γιατί είναι ο Πρώτος του Γένους. Η δική μας απάντηση στον ισχυρισμό αυτόν είναι απλή, με τη μορφή ερωτήματος, παρακάμπτοντας τα Θεολογικά και Κανονολογικά συνεπόμενα: Πόσων Γενών είναι ο Πατριάρχης μας Πρώτος; Του Γένους των Ελλήνων, του Γένους των Αμερικανών, του Γένους των Αυστραλών, του Γένους των Κορεατών, του Γένους των Νεοζηλανδών, του Γένους των Κινέζων, του Γένους κάθε Ευρωπαϊκής χώρας και όπου αλλού; Μήπως όλες αυτές οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Υφηλίου είναι Ελληνικές; Η μήπως πρέπει να γίνουν όλοι αυτοί οι λαοί Έλληνες, προκειμένου να γίνουν Ορθόδοξοι; Αλλά ο ίδιος ο Πατριάρχης έχει πολλές φορές μιλήσει κατά του Εθνικισμού. Τι συμβαίνει; Μήπως στις ανωτέρω Εκκλησίες δεν είναι ο πρώτος αλλά ο δεύτερος; Τελικά, πως θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε Θεολογικά, αφού δεν μπορούμε να διαλεχθούμε ούτε με στοιχειώδη λογική;

Πρέπει να επανέλθουμε και στο θέμα της Τουρκικής Υπηκοότητος, την οποία –όπως πληροφορήθηκα– έχουν ήδη λάβει όλοι οι Μητροπολίτες της Κρήτης και της Δωδεκανήσου(!), χωρίς να υπάρξη οποιαδήποτε εκκλησιαστική η κρατική αντίδραση.

Η δεοντολογία και το ήθος του αντιοικουμενιστικού αγώνος

Θεωρώ απαραίτητο να συνδέσω το άρθρο μου αυτό με την δεοντολογία και το ήθος που πρέπει κατά την εκτίμησή μου να έχη ο αντιοικουμενιστικός αγώνας, διότι μερικοί προσπαθούν να τον αποπροσανατολίσουν, κατηγορώντας εμένα γι’ αυτό που κάνουν κατά το σοφό γνωμικό: «το δικό μου όνομα, πάρ’ το συ γειτόνισσα»! Συνδέεται όμως αυτή η δεοντολογία άμεσα και με το θέμα των «Νέων Χωρών».

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι σε ένα αγώνα, και, μάλιστα, πνευματικό, είναι, νομίζω, προαπαιτούμενο η αναγνώριση της ιστορικής πραγματικότητος, η επισήμανση των πραγματικών γεγονότων –θετικών και αρνητικών– η τοποθέτησή μας έναντι αυτών των γεγονότων, η αξιολόγησή τους, όπως και η αξιολόγηση των προσώπων που πρωταγωνίσθησαν στα γεγονότα αυτά, και, βάσει αυτής της αξιολογήσεως, να γίνεται η χάραξη της στρατηγικής για την ευόδωση του αγώνος.

Αυτή την αρχή ακολούθησα πάντοτε και, μέχρι σήμερα, δεν έχω διαψευσθεί στις εκτιμήσεις μου, παρά τον πόλεμο που κατά καιρούς έχω δεχθεί από ανθρώπους που στερούνται της δυνατότητος να βλέπουν την πρα­γματικότητα, αλλά επηρεάζονται από την συναισθηματική τους νοημοσύνη, έως ότου –βεβαίως– τα γεγονότα καταστήσουν το πράγμα σαφές και οφθαλμοφανές στους πάντες.

Αυτός είναι ο λόγος που έχω διαφοροποιηθεί και στην θεώρηση του Αντιοικουμενιστικού αγώνος, διότι βλέπω πως από τον αγώνα αυτόν απουσιάζουν τα προαπαιτούμενα και λαμβάνονται υπ’ όψιν –και μάλιστα προβαλλόμενες μετά κρότου– αποσπασματικές τοποθετήσεις ανθρώπων, οι οποίοι μέχρι χθες ήσαν παντελώς απόντες από τον αντιοικουμενιστικόν αγώνα, είτε από αδιαφορία, είτε λόγω επιδιώξεως άλλων σκοπιμοτήτων, είτε λόγω της νεαράς τους ηλικίας φυσικώ τω λόγω δεν εγνώρισαν εν ζωή τους πρωταγωνιστάς του Ορθοδόξου αγώνος.

Όλοι αυτοί, ανεξαρτήτως του λόγου που κατά το παρελθόν απουσίαζαν –δικαιολογημένα η μη– γράφουν και ομιλούν σήμερα σαν να άρχισε από αυτούς ο Αντιοικουμενιστικός αγώνας, σαν να ανακάλυψαν αυτοί όλα τα προβλήματα της Ορθοδοξίας, χρησιμοποιούν δε θέσεις, αιτιάσεις και επιχειρήματα που πρωτοδημοσιεύονται στον «Ορθόδοξον Τύπον» από πεντηκονταετίας μέχρι και σήμερα, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να αναφέρουν την Πηγή που αντλούν τις επισημάνσεις και τοποθετήσεις τους.

Επιπρόσθετη επαλήθευση τούτου είναι το πρόσφατο Συνέδριο, που έγινε στον Πειραιά, όπου δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά ο «Ορθόδοξος Τύπος» –ο προσ­­φυώς αποκληθείς από τον π. Θεόδωρον Ζήσην «ναυαρχίδα του Αντιοικουμενιστικού αγώνος» – ούτε ο π. Μάρκος Μανώλης, ούτε ο π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, παρεκτός της αναγνώσεως υπό δύο αγωνιστών Μητροπολιτών του κειμένου του για το προτιμητέον του καταποντισμού του Πατριαρχείου στα βάθη του Βοσπόρου από του να προδοθή η Ορθόδοξη Πίστη μας, το οποίο είχα ανασύρει από την πληθύν των γραπτών του και το προέβαλα στο δημοσιευθέν   στον «Ο.Τ.» (Φ. 2080, 31-7-2015) άρθρο μου «ΜΗΠΩΣ ΘΑ ΚΑΤΗΓΟΡΗΘΗ ΚΑΙ Ο π. ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ  ΟΤΙ ΕΜΑΧΕΤΟ ΤΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΝ ΘΕΣΜΟΝ;», για το οποίο, μάλιστα, τότε είχα δεχθεί πυρά, ενώ τώρα χαιρετίσθηκε με πολύν ενθουσιασμόν!

Το ίδιο επανελήφθη με την αποστροφή του αγωνιστού Καθηγητού κ. Τσελεγγίδη περί του φόβου του μήπως ο Πατριάρχης φέρει αιφνιδιαστικά στη Μεγάλη Συν­οδο το ζήτημα των «Νέων Χωρών». Παρουσιάσθηκε ως πρωτοφανής ιδέα και προεβλήθη ιδιαιτέρως από εκείνους που με συκοφαντούν ως υπονομευτήν του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ όταν το είχα πρωτογράψει στο άρθρο μου στον «Ο.Τ.» (φ. 2106, 26 Φεβρουαρίου 2016) με τίτλο «Κωνσταντινούπολις: Φανάρι η Λυχνία;», όπως ήδη προέγραψα, παραθέτοντας ανωτέρω και το σχετικό απόσπασμα, είχα και τότε δεχθεί καταιγισμόν.

«Γέγονα άφρων» γράφοντας αυτά, αλλά με αναγκάζει η Αλήθεια και η τιμιότητα να λέγω τα πράγματα με το όνομά τους και να μη ενδιαφέρομαι για τις φιλίες και τις αναγνωρίσεις του κόσμου. Το οφείλω και ως συνέπεια της αγάπης και της φιλίας που μου έδειξαν οι προαναφερθέντες άγιοι άνθρωποι, που αξιώθηκα να τους συναναστραφώ, ενώ δεν ήμουν αντάξιός τους στο παραμικρό, αλλά εκείνοι με περιέβαλαν με την αγάπη τους, την πνευματική τους Σοφία και την άκρα ταπείνωσή τους, ως να ήμουν ίσος με εκείνους! Αυτοί είχαν καθαρή προέλευση, καθαρό πνευματικό παρελθόν, μακρόχρονη μαθητεία στις Πηγές της Ασκήσεως και της Νήψεως, αγωνίσθηκαν με αυτοθυσία και απόλυτη αυταπάρνηση, διηκόνησαν και ενσάρκωσαν την Αλήθεια και γι’ αυτό θεωρώ προδοσία το να μη αντισταθώ στην προσπάθεια που γίνεται στις μέρες μας από θεωρουμένους ως Παραδοσιακούς ανθρώπους, να χαράξουν μια δική τους αγωνιστική στρατηγική, αυτόνομη και αδιάδοχη, η οποία αξιολογεί τα επιχειρήματα και την Θεολογική σκέψη αναλόγως των τι­τλων και των αξιωμάτων που έχουν οι αρθρογράφοι η της φιλίας και της εξαρτήσεως που έχουν μεταξύ τους η των απωτέρων σκοπιμοτήτων τους.

Η αντίστασή μου δεν έχει κανένα ιδιοτελή η προσωπικό χαρακτήρα, αφού πάντοτε παρέμεινα ένας απλούς έγγαμος πρεσβύτερος, γράφων, όμως, εκ νεότητός μου και εναντίον ισχυρών εκκλησιαστικώς κρατούντων, από τους οποίους και είχα εκκλησιαστική εξάρτηση. Έγραφα τότε που κάποιοι Αρχιμανδρίται εφοβούντο να γράψουν και εν τω κρυπτώ με συνέχαιραν και με προέτρεπαν να συνεχίσω να γράφω, γιατί αυτοί δεν ήθελαν να εκτεθούν, αποβλέποντες στην μελλοντική τους εξέλιξη και γι’ αυτό έγιναν και επίσκοποι.

Η αντίστασή μου, λοιπόν, γίνεται, διότι πέραν του   πνευματικού χρέους μου έναντι των Πατέρων μας, ως ο μόνος επιζών αρθρογράφος και στενός συνεργάτης του π. Μάρκου αισθάνομαι ότι με τα γραπτά μου έχω χρέος να υπενθυμίζω το παλαιόν του «Ορθοδόξου Τύπου» πνεύμα, που είναι και το γνήσιο πνεύμα της Εκκλησίας και των άνευ σκοπιμοτήτων αγωνιστών Της, σαλπίζοντας προς πάσαν κατεύθυνσιν πως «ότι λάμπει, δεν είναι χρυσός» και, συνεπώς, πρέπει οι πιστοί μας να μη γίνονται ακόλουθοι ανθρώπων που έχουν μόνο προσωρινή αντιοικουμενιστική πέννα, αλλά να ελέγχουν την προϊστορία τους, τις σχέσεις και φιλίες που έχουν με τους «περί την πίστιν ναυαγήσαντας» και τον σεβασμό και την τιμή που δείχνουν προς τους κεκοιμημένους πρωταγωνιστάς του Αγώνος. Σεβασμός, που είναι απαραίτητος ακόμη και για την εγκυρότητα της Ορθοδοξίας των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες προέτασαν πάντοτε την φράση «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι».

Previous Article

Η πρόκλησις των Σκοπίων

Next Article

Ομιλία στην αίθουσα της Π.Ο.Ε: κ. Γεώργιος Κρουσταλάκης: «Η θεραπευτική παιδαγωγική του Οσίου Πορφυρίου».