ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ

Share:

Αναγκαία η αρετή της υπομονής

Συμβουλεύει ο Απόστολος Παύλος: «αλλ’ εν παντί συνιστώντες εαυτούς ως Θεού διάκονοι, εν υπομονή πολλή, εν θλίψεσιν, εν ανάγκαις, εν στενοχωρίαις,» (Β Κορ. 6, 4).
Μετάφραση: Αλλά με κάθε τι συστήνουμε και αποδεικνύουμε τους εαυτούς μας σαν αληθινοί του Θεού διάκονοι. Συστήνουμε δηλαδή τους εαυτούς μας με υπομονή πολλή, με θλίψεις, με ανάγκες, με δύσκολες καταστάσεις.
• Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας συνιστά:
«Πραγματικά οι θλίψεις είναι από μόνες τους αγαθό πράγμα. Για ποιό λόγο; Γιατί ασκούν σε υπομονή. Γι’ αυτό ακριβώς, αφού είπε, «Καυχιόμαστε στις θλίψεις», πρόσθεσε και την αιτία, λέγοντας: «Γιατί γνωρίζουμε, ότι η θλίψη ασκεί σιγά σιγά την υπομονή». (Ι Ὁμιλία «Εις την προς Ρωμαίους», Ροδοστάγματα Χρυσοστομικής Σοφίας, Εκδ. «Φωτοδότες»).
«Ήταν εκπληκτική η υπομονή του παραλυτικού. Επειδή ήταν παράλυτος επί τριάντα οχτώ χρόνια και ήλπιζε κάθε έτος, ότι θα γλιτώσει απ’ την αρρώστια, έμενε εκεί και δεν απομακρυνόταν. Γιατί, αν όχι τα παρελθόντα, τουλάχιστον τα μέλλοντα δεν θα τον έκαναν να φύγει από εκεί, αν δεν είχε τόσο μεγάλη υπομονή» (ΛΣΤ Ὁμιλία «Εις το κατά Ιωάννην»).
«Αυτό είναι το ιατρείο των ψυχών μας, αυτό είναι το φάρμακο για τα τραύματά μας, αυτή είναι η άριστη οδός της ευαρεστήσεως προς τον Θεό και μεγίστη απόδειξη φιλόθεης ψυχής, το να υπομένουμε τα πάντα για το νόμο του Θεού, και να μη παρασυρόμαστε απ’ τους λογισμούς της ασθένειας, αλλά να γινόμαστε ανώτεροι απ’ τα πάθη μας» (ΚΖ Ὁμιλία «Εις την Γένεσιν»).
• Στο περιοδικό Πρωτάτο αρ. 30 αναφέρεται το εξής συγκλονιστικό γεγονός:
«Τον Μάιο του 1988 επισκέφτηκε τον Γέροντα Παΐσιο ένας φίλος μου Αρχιμανδρίτης. Ανάμεσα στα άλλα σοφά, που του είπε ο γέροντας, τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη της υπομονής θυμίζοντας τα λόγια του Χριστού: «Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών». Όταν ο Αρχιμανδρίτης τον ρώτησε: «Γιατί πάτερ δεν πάτε σε γιατρό, για να ανακουφιστείτε από τους πόνους;», ο Γέροντας απάντησε: «Πάτερ, ιερεύς εσείς με ρωτάτε, γιατί δεν πάω στους γιατρούς; Ότι κερδίζουμε με τις προσευχές, με τις νηστείες, με τον αγώνα, που νομίζουμε ότι κάνουμε, τα ξοδεύουμε. Για αυτό πρέπει να κάνουμε αποταμίευση, υπομένοντας τις θλίψεις, που επιτρέπει ο Θεός».
Μετά του διηγήθηκε μία πολύ διδακτική ιστορία: Εδώ στην Αθωνιάδα Σχολή είναι δύο αδέρφια, που προέρχονται από πρώην μουσουλμανική οικογένεια. Ο πατέρας αυτών των παιδιών, αν και δεν ήξερε πολλά πράγματα, δεν ικανοποιείτο από τη μουσουλμανική θρησκεία. Έβλεπε τη χριστιανική θρησκεία ανώτερη από τη μουσουλμανική, για αυτό φρόντισε, κατηχήθηκε και βαφτίστηκε Χριστιανός Ορθόδοξος. Δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Όμως δύο πράγματα έλεγε συνεχώς και προσπαθούσε να τα εφαρμόζει. Πρώτον ότι πρέπει να τηρούμε τις εντολές του Θεού, για να πετύχουμε τη σωτηρία μας και δεύτερον ότι ο Χριστός είναι δίκαιος.
Από την ώρα που έγινε Ορθόδοξος, η γυναίκα του και οι δικοί του του κήρυξαν τον πόλεμο. Όταν πήγαινε και γονατιστός προσ­ευχόταν σε ένα δωμάτιο, η γυναίκα του τον ειρωνευόταν και του έλεγε: «Άντε καημένε, δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει Χριστός, μόνο Αλλάχ υπάρχει και Μωάμεθ». Εκείνος όμως συνέχιζε τον πνευματικό του αγώνα με υπομονή. Ένας μουσουλμάνος ιερέας, για να τον καταφέρει να επιστρέψει στη μουσουλμανική θρησκεία είπε στη γυναίκα του και στους δικούς του να μη του δίνουν φαγητό και να μη του δίνουν ρούχα να αλλάζει. Είπε ακόμη στη γυναίκα του, την ώρα που ο άνδρας της προσεύχεται να παίρνει ένα κουβά νερό και να τον περιλούζει και έπειτα να μη του δίνει ρούχα να αλλάζει. Αυτά, λοιπόν, εφάρμοσαν η γυναίκα του και οι δικοί του. Εκείνος όμως με θαυμαστή υπομονή και καρτερία αγωνιζόταν τηρώντας τις εντολές του Θεού. Δεν θύμωνε και δεν αγανακτούσε και αν βρισκόταν κανένα ξεροκόμματο το έτρωγε. Ακόμη συνέβη και το εξής θαυμαστό. Αυτός εργαζόταν στη Νομαρχία. Εκεί έβλεπε τις αδικίες που γίνονταν και δεν το άντεχε. Έτσι παραιτήθηκε από την δουλειά του και προτίμησε να εργάζεται ως οικοδόμος.
Το μαρτύριό του κράτησε περισσότερο από δύο χρόνια, ώσπου μία ευλογημένη μέρα, την ώρα που προσευχόταν, η γυναίκα του πήγε και γονάτισε δίπλα του. Εκείνος ξαφνιασμένος τη ρώτησε: «Τι θέλεις γυναίκα;» Εκείνη απάντησε συγκινημένη, θέλω να προσευχηθώ και εγώ και θέλω να γίνω και εγώ χριστιανή. «Γιατί είδες τίποτα;» τη ρώτησε πάλι. «Σκέφτηκα, απάντησε εκείνη, ότι αν ο Θεός των χριστιανών ήταν τόσο καλός σαν εσένα, τότε θα ήταν πολύ καλύτερος από τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ. Τώρα που εσύ αγωνίζεσαι να μοιάσεις στο Θεό, σκέφτομαι πόσο καλύτερος είναι ο Θεός των χριστιανών». Πράγματι μετά από λίγο καιρό έγιναν και αυτή και τα παιδιά τους χριστιανοί Ορθόδοξοι.
Όταν τα δύο αδέρφια πήγαν για πρώτη φορά στο Κελλί του Γέροντα Παϊσίου δεν έφαγαν το λουκούμι και δεν ήπιαν το νερό που είχε ο πατήρ Παΐσιος για τους προσκυνητές. Όταν το είδε αυτό ο γέρων Παΐσιος τα ρώτησε, γιατί δεν έφαγαν το λουκούμι και εκείνα απάντησαν: «Θέλαμε πάτερ πρώτα να προσκυνήσουμε στο εκκλησάκι σας και έπειτα να φάμε λουκούμι». Κι ο πατήρ Παΐσιος θαύμασε τη συμπεριφορά αυτών των παιδιών λέγοντας: «Τόσοι άνθρωποι έρχονται να με δουν, αλλά μόνο αυτά τα παιδιά φέρθηκαν με αυτόν τον τρόπο».
Βλέπετε, αδελφοί μου, πόσο αναγκαία και πόσο σπουδαία είναι η αρετή της υπομονής και πόσο ευεργετικά και σωτήρια αποτελέσματα έχει; Μακάρι με τις ευχές του μακαριστού γέροντα Παϊσίου ο Θεάνθρωπος Κύριος να χαρίζει σε όλους μας αυτή τη μεγάλη και σωτήρια αρετή».

Previous Article

Πατερικαί Διδαχαί

Next Article

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ