Διατί πάσχει ὁ κόσμος;

Share:

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

 Εἶναι κοινὴ διαπίστωση, ἀλλὰ καὶ σχεδὸν κοινὴ ἐμπειρία ὅτι ὁ κόσμος πάσχει, ἰδιαίτερα στὴν ἐποχή μας, παρόλο ποὺ διαθέτει περισσότερα ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ κάθε ἄλλη ἐποχή, βρίσκεται σὲ ἕνα ἀνώτερο βιοτικὸ ἐπίπεδο καὶ ἀπολαμβάνει πολλὲς διευκολύνσεις γιὰ μεγάλα καὶ μικρὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς του ζωῆς. Καὶ τὴ διαπίστωση αὐτὴ τὴ συνοδεύει τὸ κοινὸ ἐπίσης ἐρώτημα, γιατί συμβαίνει αὐτό; Τὴν ἀπάντηση προσπαθοῦν νὰ τὴν δώσουν οἱ εἰδικοί, οἱ καθένας ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία καὶ τὶς γνώσεις ποὺ διαθέτει. Ἔχουμε πολλοὺς «σοφούς», ποὺ ὅμως δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους καὶ δημιουργοῦν σύγχυση φρενῶν στὸν ἁπλὸ λαὸ ποὺ τοὺς παρακολουθεῖ μὲ ἐμπιστοσύνη. Τελικὰ ἡ ἐπιζητούμενη ὀρθὴ ἀπάντηση δὲν δίνεται. Ὅλοι ἐπιμένουν στὶς ἀπόψεις τους καὶ πεισματικὰ ἀρνοῦνται νὰ δεχτοῦν τί λένε καὶ οἱ ἄλλοι. Πολλὲς φορὲς οἱ «σοφοὶ» ὑπηρετοῦν καὶ σκοπιμότητες προκειμένου νὰ πετύχουν τὰ ὀλέθρια σχέδια τῶν μεγάλων ἐξουσιαστῶν ἐναντίον τῶν λαῶν, χρησιμοποιώντας τὴν ἀδίστακτη προπαγάνδα.

   Ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ὡστόσο δὲν περιμένει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ποὺ προανα­φέ­ραμε.Ἔχει δεδομένη τὴν ἀπάντηση, ποὺ στηρίζεται στὸ προσωπικό του βίωμα. Σημειώνουμε μερικὲς ἐνέργειες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ χριστιανὸς περιορίζει τὰ δεινὰ καὶ τὴ δυστυχία του. Δὲν ἰσχυριζόμαστε ὅτι θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτά, ἀλλὰ ὅτι γνωρίζει νὰ τὰ ἀντιμετωπίζει καὶ νὰ ἀποφεύγει τὶς δυσ­άρεστες συνέπειες, ποὺ συχνὰ ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδα καὶ σὲ ποικίλα ἄλλα προβλήματα. Τηρώντας ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὶς ἐντολὲς ἀποφεύγει πλῆθος δεινῶν. Εἶναι πιστὸς οἰκογενειάρχης καὶ ἀρνεῖται τοὺς ἐγωισμούς, τὶς παράλογες ἀπαιτήσεις, τὶς ὀξύτητες στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, εἶναι ἀνεκτικός, ὑπομονετικός, ὑποχωρητικός, ἀποφεύγει τὶς βίαιες πράξεις καὶ κάθε δυσκολία τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ ψυχραιμία, χωρὶς νὰ τὴν μεγαλοποιεῖ καὶ νὰ φαντάζεται φοβερὰ πράγματα ποὺ ἐνδέχεται νὰ τοῦ συμβοῦν. Ἀνατρέφει ἐπίσης τὰ παιδιὰ του χριστιανικὰ καὶ τοὺς δείχνει ὁ ἴδιος μὲ τὸ παράδειγμά του τὸ δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσουν στὴ ζωή τους.

  Στὸν ἐπαγγελματικό του χῶρο, ὅπου ἐπικοινωνεῖ καὶ συνεργάζεται μὲ πολλοὺς ἀνθρώπους, εἶναι πρᾶος καὶ συνεπὴς στὰ καθήκοντά του. Δὲν ἐλέγχει ἀδιάκριτα καὶ προτιμᾶ τὴ σιωπή, ὅταν οἱ συνάδελφοί του εἶναι ἀπρόσεκτοι, ὀκνηροί, ὀργίλοι, δύσκολοι καὶ κάποτε διεστραμμένοι χαρακτῆρες. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ καθημερινή του ἐργασία δὲν τὸν ταλαιπωρεῖ. Ἐργάζεται μὲ ὄρεξη καὶ ἀναγνωρίζει τὶς ὑποχρεώσεις του ἀπέναντι στὸ δημόσιο, ὅταν εἶναι ὑπάλληλος καὶ στὸν ἐργοδότη του, ὅταν εἶναι στὸν ἰδιωτικὸ τομέα.

  Στὴ μικρὴ κοινωνία ὅπου ζεῖ διακρίνεται γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν σχέσεών του μὲ τοὺς ἄλλους. Ἀνέχεται, ἀκούει, προσέχει τὰ λόγια του, εἶναι εὐχάριστος καὶ τὸν διακρίνει πνεῦμα ἀγάπης, προσφορᾶς, ἐξυπηρέτησης καὶ συνεργασίας μὲ φορεῖς ποὺ προσφέρουν οὐσιαστικὸ ἔργο.

  Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἐνδεικτικὰ ἀναφέραμε ἐπιτυγχάνονται, γιατί ὁ συνειδητὸς χριστιανὸς ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καὶ ὅταν ἀπὸ ἀδυναμία ἁμαρτάνει, γνωρίζει νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ συν­εχίζει τὴν πορεία του. Ὁ ἀγώνας εἶναι συνεχής, ἡ προσευχὴ τὸν ἑνώνει μὲ τὸ Θεό, ἡ Ἐκκλησία γι’ αὐτὸν εἶναι κιβωτὸς σωτηρίας, ἔχει ἐμπιστοσύνη στὴ θεία πρόνοια καὶ μένει ἀνεπηρέαστος ἀπὸ τὰ ἀδιάκοπα μηνύματα ποὺ ἐκπέμπουν ἄνθρωποι πλεονέκτες, φιλόδοξοι καὶ φιλήδονοι. Δὲν θέλει νὰ ἀσχολεῖται μὲ αὐτοὺς καὶ πάντα τοὺς κρατάει σὲ ἀπόσταση.

  Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ὅταν ὁ ἄνθρωπος τὸν ἐπιλέγει, πετυχαίνει τὴ σωτηρία, ἀπὸ τὰ δεινά τῆς παρούσης ζωῆς καὶ παράλληλα ἐξασφαλίζει καὶ τὴν μακαριότητα τῆς μελλούσης ζωῆς, ὅταν τὸν πάρει ὁ Κύριος κοντά του.

  Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ὡστόσο εἶναι ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν φῶς στὴ ζωή τους. Παραπαίουν σὲ σκοτεινὰ μονοπάτια καὶ βυθίζονται στὴ δυστυχία, ἐνῷ νομίζουν ὅτι κάποτε θὰ φθάσουν στὴν εὐτυχία, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν τοὺς πλησιάζει καὶ ὅταν ἀκόμα εἶναι πλούσιοι καὶ ἱκανοποιοῦν ὅλες τὶς ἐπιθυμίες τους. Τὴν ἀποτυχία τους αὐτὴ συχνὰ τὴν ἀποδίδουν καὶ στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, κατὰ τὴν ἐσφαλμένη ἐκτίμησή τους, ἐμποδίζει τὴν κοσμικὴ εὐτυχία καὶ διδάσκει τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν πλεονεξία καὶ τὴν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν.

  Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ διαπίστωση ἑνὸς ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε τὴν Ἐκκλησία «μεγάλη καὶ ἀκριβῆ κληρονομιά»: «Πιστεύουμε κι εἴμαστε ἀπόλυτα βέβαιοι γι’ αὐτό, ὅτι ὁ κόσμος πάσχει, γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεφύγει ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι δρόμος ἀλήθειας καὶ σωτηρίας. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τὸ δρόμο τους, ἀλλὰ ἐπειδὴ κατέχονται ἀπὸ πνεῦμα ἀμετανοησίας, τὰ βάζουν μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ πιστεύουν πὼς γιὰ ὅλα φταίει ἡ Ἐκκλησία».

  Πρέπει κάποτε οἱ ἄνθρωποι νὰ στραφοῦν στὸ Θεὸ καὶ ἀξιοποιήσουν τὸν πνευματικὸ θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βροῦν τὴ σωτήρια διέξοδο ἀπὸ τὰ ποικίλα ἀδιέξοδα ποὺ βιώνουν καθημερινὰ καὶ βυθίζονται στὴ δυστυχία, χωρὶς νὰ ἔχουν παρηγορία καὶ ἐλπίδα.

Previous Article

Ἡ νοητὴ πορεία μας πρὸς τὸ σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ

Next Article

Ἡ ἐλευθερία τῆς δουλείας καὶ ἡ βασιλεία τῆς Δεββώρας