Ζῆλος καί ζηλωτισμός ἐπί τῇ βάσει τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως

Share:

Τοῦ κ. Ἐλευθερίου Κρητικοῦ, θεολόγου

Ὑπ. ΜΔΕ Πατρολογίας, Ἐκκλ. Γραμματείας καί Δογματικῆς

Εἰσαγωγικά

Ἡ λέξη «ζῆλος» παράγεται ἀπό τό ρῆμα «ζηλῶ (-όω)» καί μέ βάση τό λεξικό τοῦ Δημητράκου[1] συνδέεται μέ τό ρῆμα «ζέω», τό ὁποῖο μεταφορικά καί ὡς ἀμετάβατο σημαίνει: εἶμαι θερμός, βράζω ἀπό πάθος καί χρησιμοποιεῖται μέ αὐτή τήν ἔννοια ἐπί ἐξημμένων παθῶν. Ἑπομένως, στήν περίπτωση ἡ ὁποία ἐνδιαφέρει τήν παροῦσα μελέτη, ὁ ζῆλος δηλώνει τήν ψυχική ζέση, τήν προθυμία πρός ἐκτέλεση κάποιου ἔργου.

Ὁ ζῆλος ἀποτελεῖ πάθος ψυχικό. Εἶναι ἀναγκαῖο νά τονιστεῖ ὅτι τό πάθος σημαίνει μεταβολή καί ἀλλοίωση, εἴτε θετική, εἴτε ἀρνητική, καί εἶναι ἴδιον τῆς κτιστῆς φύσεως. Ἡ χρήση τοῦ πάθους εἶναι καλή ἤ κακή κατά τήν προαίρεση. Ἄρα καί ὁ ζῆλος μπορεῖ νά ἀποβεῖ καλός ἤ κακός, ἀνάλογα τόν τρόπο χρήσης καί τήν κατεύθυνση πρός τήν ὁποία θά στραφεῖ.

Στόν θρησκευτικό χῶρο ὁμιλοῦμε συνήθως γιά τόν κατά Θεό ζῆλο καί τό ζῆλο «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν»[2]. Στή δεύτερη περίπτωση ζήλου, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀρνητική ἔννοια, καί διά τῆς προσθήκης τοῦ παραγωγικοῦ ἐπιθήματος -ισμός, γίνεται λόγος γιά ζηλωτισμό. Αὐτή ἡ διάκριση θά διατηρηθεῖ στήν παροῦσα ἐργασία καί θά γίνει προσπάθεια νά καταδειχθεῖ θεολογικά ἡ διάκριση αὐτῶν τῶν δύο εἰδῶν ζήλου. Ὁ λόγος, ὁ ὁποῖος παρακίνησε τόν γράφοντα νά ἀσχοληθεῖ μέ αὐτό τό θέμα, εἶναι ἡ σύγχυση πού ἐπικρατεῖ στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο γιά τό ἐν λόγῳ θέμα. Οἱ ἀδρανεῖς παρουσιάζονται ὡς ὀρθόδοξοι πού ἔχουν πλήρη γνώση τῆς οὐσίας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οἱ ζηλωτές παρουσιάζονται ὡς φανατικοί καί ταυτίζονται μέ τούς «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ζηλωτές.

Ὁ κατά Θεόν ζῆλος εἰς τήν ἱεράν Παράδοσιν

Ὁ ζῆλος ἀναμφισβήτητα ἀπορρέει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Προέρχεται ἀπό τήν εἰλικρινῆ ἀφοσίωση, τό σεβασμό, τή λατρεία στό Θεό. Αὐτή ἡ λατρεία ἐκκινώντας ἀπό τόν «ἔσω ἄνθρωπο» διαχέεται στόν «ἔξω», δηλαδή πλημμυρίζει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί γι’ αὐτό ἐκφράζεται μέ κάθε τρόπο. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπιβεβαιώνοντας τήν ἀπόρροια τοῦ ζήλου ἀπό τήν ἀγάπη λέει: «Οὐ γὰρ ἂν ζῆλός ποτε γένοιτο, μὴ θερμῆς τινος καὶ ζεούσης προϋποκειμένης ἀγάπης· ὥστε τῆς σφοδρᾶς καὶ πεπυρωμένης τοῦ Θεοῦ φιλίας τεκμήριον τοῦτό ἐστιν»[3].

Ἐπιπλέον, ὁ ζῆλος, γιά τά πνευματικά θέματα, τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί γενικῶς αὐτά πού ἀφοροῦν στήν ἐκκλησιαστική ζωή, ἐκπορεύεται ἀπό τήν ταύτιση τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[4] καί κινούμενος ἀπό ἀπερίγραπτη φιλοστοργία λέει διά τοῦ προφήτου Ναούμ ὅτι εἶναι «Θεὸς ζηλωτής»[5]. Βέβαια, στήν περίπτωση τοῦ Θεοῦ ὁ ζῆλος δέν πρόκειται περί πάθους, «ἀλλὰ τὴν ἄφατον αὐτοῦ φιλοστοργίαν ἑρμηνεῦσαι βουλόμενος, τούτῳ πολλάκις ἀποκέχρηται τῷ ὀνόματι»[6].

Ἡ ὕπαρξη τοῦ ζήλου, πού ἀποβλέπει στά ἔσχατα καί στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στήν ἱστορία, εἶναι ἀπολύτως φυσική, διότι μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται ὑπέρβαση τοῦ καθ’ ἕκαστον καί ὁ ἄνθρωπος βιώνει τό καθόλου. Τό γνωμικό θέλημα, αὐτό δηλαδή πού ἐκφράζεται μέ τήν ἁπλή ἔκφραση πού λέμε ὅλοι μας: «κατά τή γνώμη μου» καί δηλώνει τή διαφοροποίηση τοῦ θελήματος ἀπό τήν καθολική βούληση καί τό ἕνα θέλημα, πού εἶναι ἡ μία βούληση καί τό ἕνα θέλημα τοῦ Θεοῦ, καταργεῖται καί ἐπιτυγχάνεται ἐνεργειακά-μυστηριακά ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἑνότητα, κατά μίμηση τῆς ἑνότητας τῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἑνότητα αὐτή συνίσταται στό ἕνα θέλημα, στήν κατάργηση τῶν πολλῶν θελημάτων, ἀκριβῶς μέ τήν ἔννοια πού λέμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἕνα θέλημα. Τό ἅγιο Πνεῦμα λειτουργεῖ στά μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ -στά συντονισμένα μέ αὐτό- καί αὐτό εἶναι πού τά ἑνοποιεῖ.

Σέ αὐτή τήν κατάσταση τῆς ἐνατενίσεως πρός τό Θεό καί τῆς ὑποταγῆς τοῦ ἀνθρώπινου θελήματος στό θεῖο βρίσκονταν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ οἰκειοποίηση τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους αὐτῶν καί τό γεγονός ὅτι γοητεύονταν ἀπό τό Θεό τούς ἔκαναν νά ἐμφοροῦνται ἀπό θεῖο ζῆλο. Διαμαρτύρονταν γιά τίς παραβάσεις τοῦ θείου νόμου, τήν ἠθική διαφθορά καί τήν ἀποστασία ἀπό τό Θεό. Ὁ ἐσωτερικός κόσμος τῶν προφητῶν, ὁ ἐναρμονισμένος μέ τό θεῖο θέλημα, ἐρχόταν σέ σύγκρουση μέ τόν ἀποσκιρτημένο λαό. «Ὅσο δέ ἡ πίστις τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ἀλήθειαν τοῦ ὑπ’ αὐτοῦ πρεσβευομένου κόσμου εἶναι βαθυτέρα, τόσον καί ὁ πόλεμος κατά τοῦ ψευδοῦς κόσμου εἶναι βιαιότερος»[7]. Ὁ πόλεμος τῶν προφητῶν ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν θεσμῶν καί καταστάσεων, δέν ἐκκινεῖ φυσικά ἀπό ἐχθρικά αἰσθήματα, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τους στό Θεό καί στήν κοινωνία.

Μέσα στό πλαίσιο τῆς ζωντανῆς σχέσης τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο καί τῆς ὑποταγῆς τοῦ θελήματος τοῦ δευτέρου σέ αὐτό τοῦ πρώτου, πρέπει νά κατανοηθεῖ ὁ ζῆλος τοῦ προφήτη Ἠλία. Αὐτός τόν ὤθησε μέ τή δύναμη τῆς θείας χάριτος νά κλείσει τούς οὐρανούς, ὥστε νά μή ὑπάρξει οὔτε βροχή, οὔτε δρόσος γιά τρία ἔτη καί ἕξι μῆνες, λόγῳ τῆς ἀποστασίας τοῦ Ἰσραήλ ἀπό τό Θεό[8]. Ὁ ἴδιος ζῆλος ἀργότερα ὤθησε τόν ᾿Ηλία νά σφάξει τούς ψευδοπροφῆτες καί ἱερεῖς τοῦ Βάαλ, μετά τή θαυματουργική κάθοδο τοῦ πυρός ἀπό τόν οὐρανό στό Καρμήλιο ὄρος, ὥστε αὐτοί οἱ διαστροφεῖς νά μή ἀπομακρύνουν πλέον τούς υἱούς ᾿Ισραήλ ἀπό τήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ[9]. Ὁ ἴδιος ζῆλος ὤθησε καί τό δίκαιο Φινεές νά φονεύσει τόν Ἰσραηλίτη, πού εἶχε φέρει στό στρατόπεδο μιά Μαδιανίτισσα. Γιά τήν ἐνέργειά του αὐτή καί γιά τό ζῆλο του γιά τό Θεό, ὁ Κύριος τόν κατέστησε ἱερέα καί ἔκανε διαθήκη αἰώνιας ἱερωσύνης γι’ αὐτόν καί τούς ἀπογόνους του[10]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος λέει γιά τό ζῆλο τοῦ Φινεές: «Καλὸν ὁ ζῆλος, καὶ μαρτυρεῖ Φινεὲς, τὴν Μαδιανῖτιν τῷ Ἰσραηλίτῃ συνεκκεντήσας, ἵνα ἐξέλῃ ὄνειδος ἐξ υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ ὀνομασθεὶς ἐκ τῆς προαιρέσεως· καὶ μετ’ ἐκεῖνον, οἱ λέγοντες· Ζηλῶν ἐζήλωκα τῷ Κυρίῳ· καὶ, Ζηλῶ γὰρ ὑμᾶς Θεοῦ ζήλῳ· καὶ, Ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου καταφάγεταί με· καὶ οὐ λέγοντες τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ πάσχοντες»[11].

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐκθέτοντας κανόνες τῆς χριστιανικῆς ζωῆς λέει ὅτι ὁ χριστιανός πρέπει νά εἶναι «ζέων τῷ πνεύματι»[12]. Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς κατάστασης εἶναι ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία καί ὁ ἄοκνος ζῆλος γιά τήν ἐκτέλεση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ [13]. Αὐτός ὁ ὁποῖος προσελκύει τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν ἑαυτό του ζέει καί ἀναβράζει[14].

Ὁ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν ζῆλος

Διαφορετική κατάσταση ἀπό τό ζῆλο πού ἀναλύθηκε ἀνωτέρω ἀποτελεῖ ὁ ζηλωτισμός. Αὐτός συχνά ἐμφανίζεται μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρώντας κανείς τήν ἱστορία, διαπιστώνει ὅτι ὁ ζηλωτισμός δέν εἶναι καινούργιο φαινόμενο, ἀλλά ἐμφανίζεται ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων. Ὁ ζηλωτισμός σχετίζεται μέ τό συντηρητισμό, τό φονταμενταλισμό, τό φανατισμό καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνοντας λόγο γιά τούς Ἰουδαίους λέγει ὅτι ἔχουν ζῆλο Θεοῦ, ἀλλά ὄχι κατ’ ἐπίγνωση· «μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν»[15]. Ἔχουν ζῆλο γιά τό θεῖο νόμο πού παραδόθηκε σέ αὐτούς, ἀλλά ἀδυνατοῦν νά κατανοήσουν ὅτι ὁ νόμος αὐτός ἔπαυσε καί καταργήθηκε. Οἱ Ἰουδαῖοι διακατέχονται ἀπό τά πάθη τῆς φιλαρχίας, φιλονικίας καί ὑπερηφανείας, καθότι δέν ὑποτάσσονται στή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ· «ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν»[16]. Αὐτό συμβαίνει καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ ζηλωτισμοῦ πού οἱ μή κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτές «ζητοῦν νὰ συσταίνουν πάντοτε ἐκεῖνο ὁποῦ εἶναι ἀσύστατον, καὶ εἰς τοῦτο ματαίως νὰ κατατρίβωνται»[17].

Χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ ζηλωτισμοῦ εἶναι ἡ ἔλλειψη ἀγάπης. Ὡς γνωστό «οὐδὲ τὸ καλὸν καλὸν, ὅτε μὴ καλῶς γένηται». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σημειώνει ὅτι «καλὸν ὁ ζῆλος τῆς εὐσεβείας, ἀλλ’ ἀγάπῃ συγκεκραμένος»[18]. Ἐπιβάλλεται, λοιπόν, ὁ ζῆλος νά περιέχει τήν ἀγάπη, γιά νά θεωρηθεῖ σωστός. Ὁ ζηλωτισμός ἀπολυτοποιεῖ κτιστά στοιχεῖα, ὑποτάσσεται στήν ἁμαρτία καί ἀποδεικνύει τήν ἐναγώνια προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά καλύψει τό ἐσωτερικό του κενό. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ θαυματουργός παρέχει χρήσιμες ἐπισημάνσεις γιά τήν κατανόηση τοῦ μή κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτοῦ:

«Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς κέκτηται μὲν ζῆλον ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν, πλανᾶται ἐν ταῖς σκέψεσι καὶ ἐνεργείαι αὐτοῦ καὶ ἐργαζόμενος δῆθεν ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ παραβαίνει τὸν νόμον τῆς πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπης. Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς ἐν τῇ ζέσει τοῦ ζήλου αὐτοῦ πράττει τὰ ἐναντία, πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Θείου νόμου καὶ πρὸς τὸ Θεῖον θέλημα. Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς διαπράττει τὸ κακόν, ὅπως ἐπέλθῃ τὸ ὑπ᾿ αὐτοῦ νοούμενον ἀγαθόν. Ὁ ζῆλος τοῦ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτοῦ εἶναι πῦρ διαφθεῖρον, πῦρ καταναλίσκον· ἡ καταστροφὴ προπορεύεται αὐτοῦ καὶ ἡ ἐρήμωσις ἕπεται αὐτῷ. Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εὔχεται τῷ Θεῷ νὰ ῥίψῃ πῦρ ἐξ οὐρανοῦ καὶ νὰ κατακαύσῃ πάντας τοὺς μὴ δεχομένους τὰς ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις αὐτοῦ. Τὸν μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴν χαρακτηρίζει μῖσος πρὸς τοὺς ἑτεροθρήσκους ἢ ἑτεροδόξους, ὁ φθόνος καὶ ὁ ἐπίμονος θυμός, ἡ ἐμπαθὴς ἀντίστασις πρὸς τὸ ἀληθὲς πνεῦμα τοῦ θείου νόμου, ἡ παράλογος ἐπιμονὴ ἐν τῇ ὑπερασπίσει τῶν ἰδίων φρονημάτων, ὁ παράφορος ζῆλος πρὸς κατίσχυσιν ἐν πᾶσιν, ἡ φιλοδοξία, ἡ φιλονικία, ἡ ἔρις, καὶ τὸ φιλοτάραχον. Ὁ μὴ κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εἶναι ἄνθρωπος ὀλέθριος»[19].

Στό ζηλωτισμό ὁδηγοῦν ἡ ἔλλειψη ἁγιοπνευματικοῦ βιώματος καί ἡ μετατροπή τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν ἀπό διατυπώσεις ζωῆς σέ θεωρητικές προτάσεις, ἐντολές καί γνώμη. Τότε ὁ χριστιανισμός τείνει νά μεταβληθεῖ σέ μία ἁπλή ἰδεολογία ἤ φιλοσοφική θεωρία καί κατ’ ἐπέκταση μετατρέπεται σέ συντηρητισμό. Χάνεται ὁ δυναμικός χαρακτήρας τῆς παράδοσης καί μεταβάλλεται σέ ἕνα στατικό σύστημα. Ἡ πίστη σέ αὐτή τήν περίπτωση ἐκφράζεται μόνο συναισθηματικά, γίνεται ἀτομοκεντρική καί ὁδηγεῖ σέ δογματισμό. Ἰδού λοιπόν πῶς ὁ μή κατ᾿ ἐπίγνωσιν ζηλωτής εἶναι «ἄνθρωπος ὀλέθριος».

Δύο σύγχρονα φαινόμενα ζηλωτισμοῦ

α) Ἄκυρα τά μυστήρια τῶν αἱρετιζόντων;

Τά τελευταῖα χρόνια ἔχει ἀρχίσει νά διαμορφώνεται μιά ὁμάδα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐμφανίζει τίς πιό ἐμφανεῖς τάσεις διαφοροποίησης ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Οἱ ὀπαδοί αὐτῆς τῆς ὁμάδας αὐτοαποκαλοῦνται ἀποτειχίζοντες, ἀλλά, ἐνῶ δείχνουν νά ἔχουν γνώση τοῦ 15ου κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας, ὁ ὁποῖος ἐπιτρέπει ὑπό προϋποθέσεις τή διακοπή μνημοσύνου τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ἤ μητροπολίτη, ἔχουν παντελῆ ἄγνοια τῆς ὑπόλοιπης ἱερᾶς παραδόσεως. Ἐνῶ, λοιπόν, ἐκκινοῦν ὀρθά καί ἐπί ἀσφαλοῦς ἐδάφους στηριζόμενοι, δηλαδή στόν ἐν λόγῳ κανόνα, ἡ ὕπαρξη ζηλωτισμοῦ στόν ἀγώνα τους κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ καί τῶν ἄλλων αἱρέσεων τούς κάνει νά ἀποτειχίζουν ὄχι τήν αἵρεση, ἀλλά νά ἀποτειχίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀρνούμενοι τή σωστική χάρη τῶν μυστηρίων ὅσων κληρικῶν μνημονεύουν αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἀλλά ἄς δοῦμε τό θέμα διεξοδικότερα, παραθέτοντας ἀρχικά τό ἀκριβές κείμενο τοῦ κανόνος, κατόπιν τοῦ ὁποίου θά σχολιάσουμε κάποια σημεῖα:

«Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι’ αἵρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι»[20].

Οἱ δύο προηγούμενοι κανόνες τοῦ 15ου, δηλαδή ὁ 13ος καί ὁ 14ος, γιά νά ἀποτρέψουν τή δημιουργία σχίσματος, τιμωροῦν μέ τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως τόν διάκονο, πρεσβύτερο ἤ ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος διακόπτει τήν κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπό του ἤ μητροπολίτη του καί δέν ἀναφέρει τό ὄνομά του στίς εὐχές τῶν ἀκολουθιῶν, πρίν νά καταδικασθεῖ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ μητροπολίτης ἀπό κάποια σύνοδο, «πρό συνοδικῆς διαγνώσεως», ἐπικαλούμενος κάποια «ἐγκλήματα» τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή ὄχι δογματικά θέματα ἀλλά διοικητικές, ἠθικές κ.ἄ. ἀτασθαλίες. Ὁ 15ος κανόνας, ἐνῶ στό πρῶτο του μέρος λέγει τά ἴδια καί γιά τό μητροπολίτη, ὁ ὁποῖος διακόπτει τό μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου στή δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἀνήκει, στό δεύτερο μέρος ἀναφέρεται σέ μιά ἐξαίρεση, κατά τήν ὁποία οἱ κληρικοί μποροῦν νά διακόψουν τό μνημόσυνο τοῦ προϊσταμένου τους, ὅταν αὐτός, δηλαδή ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ μητροπολίτης ἤ ὁ πατριάρχης, κηρύσσει αἵρεση, «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ», πού τήν ἔχουν καταδικάσει Σύνοδοι καί ἅγιοι πατέρες, «παρά τῶν Ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένη». Αὐτή ἡ διακοπή μνημοσύνου γίνεται καί «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως»[21].

Ὁμάδες μή κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτῶν, ἐνῶ διακόπτουν τό μνημόσυνο τῶν αἱρετιζόντων -καί καλῶς καί ἐπαινετῶς τό κάνουν, θεωροῦν ὅτι ὅσοι συνεχίζουν νά μνημονεύουν αἱρετίζοντες ἔχουν ἄκυρα μυστήρια. Ἄπαγε τῆς βλασφημίας! Στήν ἐκκλησιαστική γραμματεία ὁ ὅρος αἱρετικός ἔχει διττή σημασία: ὑπάρχει ὁ αἱρετικός, ὁ συνοδικά ἀκατάκριτος καί ὁ αἱρετικός, ὁ συνοδικά κεκριμένος. Ὁ κηρύσσων αἵρεση πρίν τήν καταδίκη του ἀπό σύνοδο ἔχει ἔγκυρα μυστήρια -εἶναι δυνάμει καθηρημένος καί ὄχι ἐνεργείᾳ. Στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὑπάρχουν πολλές περιπτώσεις κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι κήρυσσαν αἵρεση, ἀλλά ποτέ δέν ἀμφισβητήθηκε ἡ ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων πού τέλεσαν πρό τῆς συν­οδικῆς τους καταδίκης. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Μελέτιος Ἀντιοχείας χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Ἀκάκιο Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στή μερίδα τῶν Ὁμοίων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Ἱεροσολύμων χειροτονήθηκε ἀπό τό Σεβῆρο. Ὁ πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν χρειάστηκε νά ἀποφανθεῖ γιά τήν ἐγκυρότητα τῆς χειροτονίας τοῦ Ἀνατολίου, τοῦ προέδρου τῆς δ΄ οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος εἶχε χειροτονηθεῖ παρουσίᾳ τοῦ Εὐτυχοῦς «ὑπό Διοσκόρου τοῦ δυσσεβοῦς» ἀπάντησε ὅτι «ἐκ Θεοῦ ἐστιν ἡ χειροτονία»[22]. Οἱ περισσότεροι ἐπίσκοποι πού μετεῖχαν στήν στ΄ οἰκουμενική Σύνοδο εἶχαν χειροτονηθεῖ ἀπό τούς μονοθελῆτες πατριάρχες Σέργιο, Πύρρο, Πέτρο καί Παῦλο. Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω ἅγιοι χειροτονήθηκαν ἀπό αἱρετικούς. Ὅμως αὐτοί οἱ αἱρετικοί δέν εἶχαν καταδικαστεῖ ἀπό σύνοδο, ὅταν χειροτόνησαν τούς ἁγίους. Οἱ χειροτονίες τους δέν ἀμφισβητήθηκαν ποτέ. Ἄλλωστε, τό γεγονός ὅτι οἱ σύνοδοι καλοῦσαν τούς αἱρετικούς καί τούς καταδίκαζαν, σημαίνει ὅτι μέχρι τότε εἶχαν ἐνεργοῦσα τήν ἱερωσύνη. Σέ διαφορετική περίπτωση δέν θά χρειαζόταν ἡ καταδίκη. Ἑπομένως, γίνεται κατανοητό τό στρεβλό τοῦ ἰσχυρισμοῦ τῶν ὁμάδων πού ἰσχυρίζονται ὅτι τά μυστήρια τῶν οἰκουμενιστῶν δέν ἔχουν χάρη ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό σύνοδο.

β) Ὁ μετανεωτερικός ζηλωτισμός

Στόν ἀντίποδα τοῦ ἀνωτέρω φαινομένου βρίσκεται ὁ μετανεωτερικός ζηλωτισμός. Οἱ μετανεωτεριστές προσ­παθοῦν μετά μανίας νά καταστρέψουν ριζικά ὁ,τιδήποτε παραλάβαμε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἤ ὁ,τιδήποτε ὑπάρχει στήν ἱστορία τῶν λαῶν. Εἶναι γεγονός ὅτι γίνονται ἀπεγνωσμένες προσπάθειες κατάργησης οἱουδήποτε στοιχείου μπορεῖ νά κρατήσει ζωντανή τή σχέση τοῦ λαοῦ μέ τό παρελθόν του, τήν ἱστορία του, τήν παράδοσή του. Ἰδιαιτέρως ὅμως ὁ μετανεωτερικός ζηλωτισμός ἀποκαλύφθηκε πλήρως σέ ὅλο τό χριστιανικό λαό τήν περίοδο τοῦ κορωνοϊοῦ. Αὐτός ὁ ἰδιότυπος ζηλωτισμός προωθεῖται καί ἀκολουθεῖται ἐδῶ καί χρόνια ἀπό τούς ἐραστές τῆς μεταπατερικότητας στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο. Ὅμως αὐτή τήν περίοδο, ἔγινε πασιφανής στόν ὀρθόδοξο λαό ἡ προσπάθεια κατάργησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Καταργήθηκαν ἡ ζ΄ οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ παλαμική θεολογία μέ τόν ἰσχυρισμό μόλυνσης ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν καί ἀπό τά ἐν αὐτοῖς, ἡ α΄ οἰκουμενική Σύνοδος μέ τήν ἀλλαγή τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀναστάσεως κ.ἄ.

Ὁ μετανεωτερικός ζηλωτισμός αἰσθάνεται ὅτι ἀπειλεῖται ἀπό τή ζῶσα ἱερά παράδοση. Τόν χαρακτηρίζει ὁ φονταμενταλισμός καί ὁ φανατισμός. Γιά νά διαπιστωθεῖ αὐτό, ἀρκεῖ νά διαβάσει κανείς κείμενα ἱεραρχῶν, τά ὁποῖα ὄχι μόνο ἐκφράζουν ἀπόψεις ξένες πρός τήν ἱερά παράδοση, ἀλλά μεταδίδουν μῖσος καί ἐμπάθεια πρός τούς πιστούς ἀκόλουθους τῆς παράδοσης. Οἱ ἴδιοι δέν εἶναι σίγουροι γιά τά φρονήματά τους καί γι’ αὐτό ἐπιτίθενται στούς ὀρθοδόξους. Χωρίς νά τό γνωρίζουν οἱ μετανεωτερικοί ζηλωτές προσ­παθοῦν νά καταργήσουν τή ζωή. Αὐτό διότι ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση εἶναι ἡ ζωή λόγῳ τῆς συνύφανσής της μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό καί γιά νά ἐκφραστοῦμε καλύτερα λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας»[23], «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος»[24].

Ἐπίλογος

Περαίνοντες τή διερεύνηση τοῦ ζήλου καί τοῦ ζηλωτισμοῦ καί τήν παράλληλη ἔκθεση συγχρόνων φαινομένων ζηλωτισμοῦ, παρατηροῦμε ἐν συμπεράσματι ὅτι ὁ ζῆλος ἀποτελεῖ δύναμη τῆς ψυχῆς, μεταβολή καί ἀλλοίωση εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική ἀνάλογα τόν τρόπο χρήσης του. Ὁ κατά Θεόν ζῆλος ἀπορρέει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τό Θεό καί τή δημιουργία του καί μάλιστα συνιστᾶ ἕνα γεγονός ταύτισης τοῦ θελήματος τοῦ ἀνθρώπου μέ αὐτό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἐπιθυμεῖ τή σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐραστής τοῦ θείου ἐργάζεται γιά τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι ὁ Θεός ἔχει κάποια ἀνάγκη τό κτίσμα, ἀλλά διότι μέ αὐτό τόν τρόπο ἐκδηλώνει ἀκατάπαυστα τό θεῖο του πόθο. Ὁ ἄνθρωπος ὁ πληγωμένος ἀπό θεῖο ἔρωτα ἐργάζεται διακαῶς γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἀλλά καί ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν κοινωνικός καί οἰκουμενικός ἄνθρωπος ἐργάζεται γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ θείου θελήματος καί τή σωτηρία τῶν ἀδελφῶν του. Ἔτσι κινήθηκαν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι μέσα στήν ἱστορία.

Ἡ λανθασμένη ἀφετηρία καί κατεύθυνση τοῦ ζήλου ὁδηγεῖ στό ζηλωτισμό. Αὐτός δέν εἶναι ἄσχετος πρός τό φανατισμό, τό φονταμενταλισμό, τήν ὑπερηφάνεια καί τήν ἀλαζονεία, τήν ἔλλειψη ἀγάπης, ταπεινοφροσύνης, διάκρισης καί σοφίας. Ὁ μή κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής δημιουργεῖ μάχες καί ἔριδες μέσα στήν Ἐκκλησία ἄνευ λόγου. Εἴτε ὁ ζηλωτισμός πού προέρχεται ἀπό ὁμάδες λεγομένων παραδοσιακῶν εἴτε ὁ ζηλωτισμός πού προέρχεται ἀπό μετανεωτερικούς καί μοντέρνους κληρικούς καί θεολόγους ὁδηγεῖ σέ διχασμό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καί ἀποστασία ἀπό τήν ὀρθή πίστη καί ζωή.

Στήν ἐποχή μας πού τά πάντα κινδυνεύουν νά ἀλλοιωθοῦν καί νά ἐξαφανιστοῦν, ἐφαρμόζοντας οἱ σκοτεινές δυνάμεις τόν τρόπο «ἐπανεκκίνησης» τῆς ἀνθρωπότητας, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη τοῦ ζήλου. Ἀπαιτεῖται οἱ πιστοί νά ἔχουν ἐκκλησιαστικό φρόνημα ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ὀρθῆς ἐκκλησιαστικῆς συνείδησης καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, συνδυασμός ὀρθοῦ φρονήματος καί ὀρθῆς ζωῆς. Οἱ ποικίλες τάσεις φανατισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐκλείψουν. Ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἡ πιστότητα στήν παράδοση, στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί ζωή, στή διδασκαλία τῶν θείων πατέρων καί τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων εἶναι πλέον ἀπαραίτητη.

Σημειώσεις:

[1]. Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, Ἀθῆναι 1937, τ. Στ΄ , σ. 3194. [2]. Ρωμ. ι΄, 2. [3]. Περὶ τοῦ τὰς κανονικὰς μὴ συνοικεῖν ἀνδράσι, PG 47, 523. [4]. Α΄ Τιμ. β΄, 4. [5]. Ναούμ α΄, 2. [6]. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὅ.π. Βλ. καί Θεοδώρητου Κύρου, Εἰς τὴν Ἔξοδον, ἐρώτ. λθ΄, PG 80, 265: «Ἀγάπης τοίνυν ὁ ζῆλος δηλωτικός». [7]. Βασιλείου Βέλλα, Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος κατά τούς προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Ἀθῆναι 1959, σ. 28. [8]. Γʹ Βασιλ. ιζʹ 1· ιηʹ 42-45· ᾿Ιακ. εʹ 17-18. [9]. Γʹ Βασιλ. ιηʹ 40. [10]. Ἀριθμ. 25,1-17. Ψαλμ. 105,28-31. [11]. Λόγος ιδ΄. Περὶ φιλοπτωχίας. PG 35, 861. [12]. Ρωμ. ιβ΄, 11. [13]. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν, ἐρώτ. σνθ΄, PG 31, 1256: «ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΣΝΘʹ Τίς ἐστιν ὁ ζέων τῷ πνεύματι. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Ὁ διαπύρῳ προθυμίᾳ, καὶ ἀκορέστῳ ἐπιθυμίᾳ, καὶ ἀόκνῳ σπουδῇ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν ἀγάπῃ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, κατὰ τὸ γεγραμμένον· Ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα». [14]. Βλ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Παύλου τοῦ θείου καὶ ἐνδόξου ἀποστόλου αἱ ιδ΄ ἐπιστολαί…, τόμ. Α΄, 1819, σ. 144. [15]. Ρωμ. ι΄, 2. [16]. Ρωμ. ι΄, 3. [17]. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ὅ.π., σ. 116. [18]. Πρὸς τὸν ἐπίσκοπον δῆθεν τοῦ Δα­ραί­ας τὸν Ἰακωβίτην, PG 94, 1436A. [19]. Νεκταρίου Κεφαλᾶ, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Ἅπαντα· Τὸ Γνῶθι σαυτόν, τόμ. Ε΄, ἔκδ. Ἱ. Μητρόπολις Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης· Ἱ. Μ. Ἁγ. Τριάδος (Ἁγ. Νεκταρίου) Αἰγίνης, Ἀθῆναι 2011, σ. 339 κ.ἑ. [20]. Γ. ΡΑΛΛΗ-Μ. ΠΟΤΛΗ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ Πανευφήμων Ἀποστόλων καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων, τόμ. Β΄, Ἀθήνησι 1853, σ. 692-693. [21]. Βλ. περαιτέρω στοιχεῖα γιά τή διακοπή μνημοσύνου στό Πρωτοπρ. Θεοδώρου Ζήση, Μετὰ τὴν «σύνοδο» τῆς Κρήτης· Ἡ διακοπὴ μνημοσύνου καὶ ἡ δικαστική μου δίωξη, ἐκδ. Τὸ Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2017. [22]. Mansi 12, 1042. [23]. Ἑβρ. ιγ΄, 8. [24]. Ἀποκ. α΄, 4.

Previous Article

Τὸ Παλαιὸν ἡμερολόγιον καὶ ἡ κρίσις εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν

Next Article

Τό φῶς τῶν ἀρετῶν καί ἡ φωσφορίζουσα μαυρίλα τῆς ἁμαρτίας