Αλήθεια, για τους Χριστιανούς είναι ο Ιησούς Χριστός, όπως ο ίδιος βεβαιώνει: «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. δ΄, 6)
Τα πάντα στη ζωή τους είναι συνδεδεμένα με το πρόσωπο του Χριστού. Εάν, όμως, ο Χριστός είναι τα πάντα στη ζωή τους, τότε εκείνοι, τι είναι ως υπάρξεις; Απλώς άβουλα και κατευθυνόμενα όντα;
Και βέβαια όχι, καθώς ο Χριστός, «ο δι΄ ού τα πάντα εγένετο», είναι Εκείνος, που, ως δημιουργός, όρισε τη σχέση των ανθρώπων με την αλήθεια.
Η πίστη τους στο πρόσωπο του Χριστού δείχνει την πιστή και ελεύθερη τήρηση του θελήματός του, της αλήθειας που αληθεύει τον κάθε άνθρωπο.
Αφού, όμως, είναι έτσι, είναι σαφές ότι η πιστή πορεία τους στην οδό, στην αλήθεια και στη ζωή του Χριστού, τους αναβιβάζει σε ένα άλλο επίπεδο ζωής. Εκεί, που ταυτίζεται η δική τους αλήθεια, ο δικός τους δρόμος και η δική τους ζωή με τη ζωή του Χριστού και, τότε, συμβαίνει αυτό που βίωνε και ομολογούσε, ως ύπαρξη, ο Απ. Παύλος, όταν έλεγε: Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός) (Γαλ. 2, 20) .
Το πώς ζει ένας Χριστιανός, ως βαπτισμένο μέλος του Σώματος του Χριστού, εξαρτάται από τη δική του πίστη και βούληση, από το αν, δηλαδή, η πίστη του είναι αληθινή και η βούλησή του ελεύθερη από τα πάθη.
Η βούληση του κάθε ανθρώπου, συνεπώς, λειτουργεί, με βάση τις εμπειρίες, τα βιώματα και την προσωπική ευσέβεια και πίστη του, που είναι θέματα προσωπικής στάσεως ζωής, έναντι της αλήθειας. Όπως ο Αδάμ και η Εύα πήραν την εντολή από τον Θεό, να χρησιμοποιούν και να δοκιμάζουν όλα τα καλά της δημιουργίας Του, εκτός από το κακό που δεν ήταν δικό Του δημιούργημα, έτσι και ο Χριστιανός καλείται να αρνείται το κακό και να μην υποβάλλει τον εαυτό του στην επιθυμία να το δοκιμάζει και να οδηγείται μακράν του Θεού, όπως έκαναν οι Πρωτόπλαστοι.
Η νέα εν Χριστώ ζωή προσφέρει την εμπειρία της νίκης του Χριστού κατά του διαβόλου και του θανάτου και ανοίγει νέες προοπτικές σωτηρίας για τον κάθε άνθρωπο.
Γι΄ αυτό και η Κυριακή Προσευχή, το «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς», ξεκινάει από το «γενηθήτω το θέλημά σου» και καταλήγει στο «ρύσαι ημάς από του πονηρού».
Ακολουθώντας ο Χριστιανός το θέλημα του Θεού, ακολουθεί την αλήθεια και την οδό, που του έχει δείξει ο Χριστός, που οδηγεί, αδιάψευστα, στη ζωή και μάλιστα την Αιώνια.
Ακολουθώντας όμως το θέλημα του Πονηρού διαβόλου, ακολουθεί τη ζωή του ψεύδους και του σκότους, που οδηγεί στον θάνατο και μάλιστα τον αιώνιο, που έχει οριστεί από τον Θεό για τον διάβολο και όλους όσους τον ακολουθούν.
Οι Χριστιανοί, επομένως, είναι περισσότερο ελεύθεροι από τους ένθεους ευσεβείς που έζησαν μετά την Πτώση, καθώς ο Χριστός τους χαρίζει την ελευθερία από την κατάρα της Πτώσεως.
Η πτώση, πλέον, δεν είναι κανόνας, μπορεί να υπερβαθεί, καθώς ο Χριστός από υποχρεωτική την έκανε υπόθεση ελεύθερης επιλογής και ξεπεράσιμη.
Αν και ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να λάβουν πλήρη και καθαρή γνώση της αλήθειας) (Α’ Τιμοθ. 2, 4), δεν υποχρεώνει κανένα να ακολουθεί την αλήθεια Του.
Ο ίδιος προσφέρει τη ζωή σε όλους, αλλά ο άνθρωπος, είναι ελεύθερος να τον ακουλουθήσει ή όχι: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν».
Ο ίδιος δείχνει τον δρόμο, ορίζει το έπαθλο, αλλά κάθε ένας έχει την ευθύνη της προσωπικής του απόφασης. Ωστόσο, αν αποφασίσει τον ακολουθήσει, τι λέει ο Χρστός: «Ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ ‘ έξει το φως της ζωής» (Ιω. 8, 12).
Η συνεπής τήρηση, εκ μέρους του πιστού, της αλήθειας, δηλαδή των εντολών, έχει ως αποτέλεσμα να ζει και να είναι με τον Χριστό, όπως μαρτυρεί ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού, Ιωάννης ο Θεολόγος: «ο λέγων έγνωκα αυτόν και τας εντολάς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ εστίν. Ος δ’ αν τηρή αυτού τον λόγον, αληθώς εν τούτω η αγάπη του θεού τετελείωται. Εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ εσμεν.
Ο λέγων εν αυτώ μένειν, οφείλει καθώς εκείνος περιεπάτησε, και αυτός ούτως περιπατείν (Αυτός που λέει ότι γνώρισα πλέον και συνδέθηκα με τον Θεόν, αλλά δεν τηρεί τις εντολές Του, είναι ψεύτης, και δεν υπάρχει μέσα του η αλήθεια. Εκείνος, όμως, που ακολουθεί αληθινά το θέλημα του Χριστού, αισθάνεται την αγάπη του Θεού, που υπάρχει πλήρης και τέλεια μέσα του. Μέσα σε μια τέτοια εμπειρία ζωής γνωρίζει ότι είναι ενωμένος μαζί Του. Όμως, εκείνος που λέγει ότι μένει και ζει εν τω Χριστώ, οφείλει να περιπατεί, όπως περιπατεί Εκείνος) (Α’ Ιω. 2, 4-6).
Όλοι οι άνθρωποι καλούνται και μπορούν να έχουν τη Βασιλεία του Θεού μέσα τους, από αυτήν τη ζωή. Ο Χριστός, όμως, δεν προσφέρει τη Βασιλεία Του σε αυτόν που την αρνείται και δεν αγωνίζεται να την έχει, αλλά μόνον σε αυτόν που επιθυμεί και δείχνει ότι θέλει να την έχει.
Ο άνθρωπος που αγωνίζεται να ζει αληθινά, εντός του φωτός και της αλήθειας, αξιώνεται να φτάσει στην κάθαρση και στη νίκη κατά των παθών, να αποτάσσει τον Σατανά από τον εαυτό του και να ζητά, με το «ελθέτω η Βασιλεία Σου», να εισέλθει, να κατοικήσει και να βασιλεύσει μέσα του ο Ιησούς Χριστός.
Όμως, δεχόμενος αυτήν την τιμή και τη χάρη του Θεού, συμβαίνει αυτό που λέγει, σε άλλη συνάφεια, το Ευαγγέλιο ότι, δηλαδή, «η Βασιλεία του Θεού εντός υμών εστίν».
Τι αποκαλύπτεται επομένως; Ότι, όπως είπε ο Χριστός, η βίωση της αλήθειας και η πορεία στην Οδό της Θεογνωσίας, οδηγεί στην αποδοχή της εισόδου και εγκατάστασης μέσα του της μεγάλης δωρεάς του Θεού, της Βασιλείας του Θεού.
Αυτό αποτελεί μια βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος, όντως, μπορεί, άν θέλει, να μετέχει στις αιώνιες υποσχέσεις του Θεού.
Όπως ομολογεί ο σύγχρονός μας Άγιος Πορφύριος «Ο Χριστός κάθεται έξω απ’ τη θύρα της ψυχής μας και κρούει για να Του ανοίξουμε, μα δεν μπαίνει μέσα. Δεν θέλει να εκβιάσει την ελευθερία, που ο ίδιος μας έχει δώσει. Το λέει στην Αποκάλυψη: “Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού“ (Αποκ. 3, 20). Ο Χριστός είναι ευγενής. Στέκει έξω από τη θύρα της ψυχής μας και χτυπάει απαλά. Αν του ανοίξουμε, θα έλθει μέσα μας και θα μας δώσει τα πάντα, τον εαυτό Του, μυστικά, αθόρυβα».
Ο Χριστός, συνεπώς, ως αλήθεια και ζωή, βρίσκεται διαρκώς έξω από την καρδιά του κάθε ανθρώπου και τον περιμένει να την ανοίξει και να τον δεχτεί, εν ελευθερία.
Συνήθως η πόρτα της καρδίας είναι κλειστή για τον Χριστό, διότι, ο άνθρωπος, δυστυχώς, υποτάσσεται, χωρίς ισχυρές αντιστάσεις, στις εμπαθείς προκλήσεις του κόσμου καθώς, κατά την μαρτυρία του Ιωάννη του Θεολόγου, «οίδαμεν ότι εκ του θεοὐ εσμεν και ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Γνωρίζουμε ότι εμείς οι πιστοί είμαστε από τον Θεό, αλλά οι άνθρωποι του αμαρτωλού κόσμου βρίσκονται κάτω από την εξουσία του πονηρού (Α’ Ιω. 5, 19).
Όμως, εκείνος που θέλει να είναι με τον Χριστό, ανοίγεται σ’ Αυτόν και περιμένει, με προσευχή, καρτερία και αγάπη, την είσοδο του αεί Ερχόμενου, Ιησού Χριστού στη ζωή του, ως Αλήθεια, Φως και Ζωή.
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ,
Πρόεδρος της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων