Γράφει ὁ κ. Ἡρακλῆς Ρεράκης,
Καθηγητὴς ΑΠΘ, Πρόεδρος τῆς Πανελλήνιας Ἑνώσεως Θεολόγων
1ον
Ἡ βιωματικὴ ἀγωγὴ χρησιμοποιήθηκε στὴν Παιδαγωγική, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ τὸ κενὸ ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ τὰ τελευταῖα χρόνια στὴν παιδεία, μὲ τὴν ἄκρατη καὶ γενικευμένη χρήση τῆς γνωσιολογίας. Ὡστόσο, εἶναι λανθασμένος ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ βιωματικὴ ἀγωγὴ εἶναι ὁ ἀντίποδας τῆς γνωσιολογικῆς ἀγωγῆς. Τὸ βίωμα, ὄχι μόνον δὲν ἀντιτίθεται στὶς λειτουργίες τῆς γνώσης, τῆς λογικῆς, τῆς διάνοιας, ἀλλὰ βρίσκεται σὲ ἁρμονικὴ σύνδεση μ’ αὐτές. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ βιωματικὴ ἀγωγὴ ἢ γιὰ βιωματικότητα ἐννοοῦμε τὴν ἀγωγή, ἡ ὁποία Α) στηρίζεται στὶς συλλογικὲς ὑπαρξιακὲς προηγούμενες ἐμπειρίες τοῦ μαθητῆ καὶ β) χρησιμοποιεῖ ὅλες τὶς δεκτικὲς ἱκανότητές του καθὼς καὶ τὶς πνευματικές του κεραῖες, προκειμένου νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ βιώσει, σὲ βάθος, τὴν ἔμπρακτη διάσταση τῶν διδακτικῶν ἀγαθῶν. Στὴ σχολικὴ θεολογικὴ διδασκαλίαη βιωματικότητα χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ μὴν παραμένουν οἱ μαθητὲς/τριες ἄπρακτοι/ἒς καὶ νὰ μὴν συνδέονται ἔμπρακτα μὲ τὸν βιωματικὸ τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πορεία τους πρὸς τὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση. Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς βιωματικῆς ἀγωγῆς εἶναι ὅτι ἐμπεριέχει τὸ στοιχεῖο τῆς θεληματικῆς συμμετοχῆς ἐκείνου ποὺ βιώνει. Ἡ ἑκούσια συμμετοχὴ κάποιου σὲ μία δραστηριότητα δημιουργεῖ ἔντονα τὸ αἴσθημα τῆς χαρᾶς, ποὺ ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ κίνητρο καὶ βασικὴ μαθησιακὴ προϋπόθεση γιὰ κάθε γόνιμη ἐμπειρία καὶ μάθηση. Ὅταν βιώνει κάποιος αὐτὰ ποὺ μαθαίνει, σημαίνει ὅτι αὐτενεργεῖ, συμμετέχει, ἀνοίγεται συναισθηματικὰ καὶ βουλητικά, πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἀντικειμένου ποὺ μαθαίνει, καθὼς συνειδητοποιεῖ ὅτι προοδεύει καὶ ὠφελεῖται. Στὴ βιωματικὴ συμμετοχὴ καὶ προσέγγιση τῆς θεολογικῆς γνώσεως, ἐπίσης, ὑπάρχει ἕνα πολὺ ὑψηλὸ καὶ ἀσύγκριτο κίνητρο, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἄνωθεν χαρισματικῆς βοήθειας πρὸς τὰ παιδιά, διὰ τῆς χορηγήσεως τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ μία ἐποχή, μάλιστα, ποὺ οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες εἶναι ἀναγκαῖες καὶ πολύτιμες γιὰ μία ἁρμονικὴ ζωὴ καθὼς πολλοὶ ἕλκονται ἀπὸ τὴν μονομερῆ ἀναζήτηση καὶ ἀπόλαυση ὑλικῶν ἀγαθῶν ποὺ ὁδηγεῖ, συνήθως, σὲ μία ὑπαρξιακὴ ἀναπηρία. Ἂν σὲ ὅλα τὰ σχολικὰ μαθήματα εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχει τὸ βίωμα, ὡς ἀναγκαία προϋπόθεση, ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς/τὶς μαθητὲς/τριες στὴ μέθεξη, στὴν ψυχικὴ ἀνάταση, στὴν πνευματικὴ ἀναβάπτιση, τότε γίνεται κατανοητὸ πόσο περισσότερη ἀνάγκη βιωματικῆς μέθεξης ὑπάρχει στὴ σχολικὴ θεολογικὴ διδασκαλία. Ἡ ἐπιφανειακὴ ἐξιστόρηση, παρουσίαση ἢ πληροφόρηση τῶν θεολογικῶν γνώσεων δὲν συμβάλλει στὴ δημιουργία γόνιμου τρόπου καὶ σκέψης ζωῆς. Ἀπαιτεῖται, συνεπῶς, ἐμβάθυνση, ὄχι ἁπλῶς διανοητική, ἀλλὰ καὶ συναισθηματική, συγκινησιακή, βουλητική, προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ βιωματικὴ μετοχὴ στὰ διδακτικὰ ἀγαθά. Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο ἀπὸ τὸ 2016, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Προγραμμάτων τοῦ Μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ποὺ τὸ μετέτρεπαν, ἀπὸ ὀρθόδοξο ποὺ ἦταν σὲ οὐδετερόθρησκο, ἀντιμετωπίστηκαν τὸ 2018 καὶ 2019 μὲ (4) διαδοχικὲς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΈ), μὲ τὶς ὁποῖες ἀκυρώθηκαν τὰ συγκεκριμένα Προγράμματα καὶ τὰ Βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν, ὡς μὴ ὀρθόδοξα, μὴ παιδαγωγικὰ καὶ μὴ συνταγματικά. Ἀποφασίστηκε ἐπίσης Α) ὅτι τὸ Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν θὰ πρέπει «νὰ μὴν ὑποβαθμίζεται, σὲ σχέση μὲ ἄλλα μαθήματα καὶ νὰ περιλαμβάνει ὁπωσδήποτε, μὲ σαφήνεια καὶ πληρότητα, τὰ δόγματα, τὶς ἠθικὲς ἀξίες καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». β) «νὰ διατηρεῖ, ὡς προέχουσα καὶ κύρια μέριμνα, ὄχι τὴν παροχὴ πληροφοριῶν ἢ τὴν ἐπεξεργασία γνώσεων ἢ τὴν ἀνάπτυξη προβληματισμῶν ἱστορικῆς, θρησκευτικῆς ἢ κοινωνιολογικῆς φύσεως, ἀλλὰ τὴν καλλιέργεια τῶν κατάλληλων προϋποθέσεων, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ μεταδοθεῖ τὸ προεκτεθέν, κατὰ τὸ Σύνταγμα, περιεχόμενό του».