Τοῦ κ. Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Ἡ πρόσφατη ἀνακοίνωση στὴν ἱστοσελίδα τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας “mospat.ru”, ἡ ὁποία ἀνέφερε ὅτι “ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε ὡς αὐτοκέφαλη ἀδελφὴ Ἐκκλησία τὴν Μακεδονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία – Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδας”, δημιούργησε ἔντονους προβληματισμούς.
Πέραν τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ποὺ παρατείνεται ἀπὸ μία τέτοια ὀνομασία, καθὼς καὶ τοῦ ἐθνοφυλετικοῦ “τρόπου” χρήσης τῆς ὀνομασίας αὐτῆς, ἐγείρεται καὶ ἕνας σοβαρὸς προβληματισμὸς ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἔννοια τῆς ἀναγνώρισής της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας ἢ ἀπὸ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὑφίσταται ὅμως θέμα ἀναγνώρισης, μετὰ τὴ μονομερῆ ἐκχώρηση Αὐτοκεφαλίας στὴν Οὐκρανία, ὅπου κατ’ οὐσία εἶχε καταργηθεῖ ἡ συναίνεση τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν;
Ὡς γνωστὸ ἡ συναίνεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν περίπτωση τοῦ Αὐτοκεφάλου, ἐξασφάλιζε διαφοροτρόπως τὸ ὁμόθυμο καὶ τὸ συνοδικὸ τρόπο ἐκχώρησής του.
Ὑφίσταται ὅμως ἡ συναίνεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιὰ τὴν περίπτωση τοῦ Αὐτοκεφάλου, γιὰ νὰ μποροῦμε παρεπόμενα νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ ἀναγνώριση ἐκ μέρους μίας Τοπικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας;
Ἡ ἐπιμονὴ καὶ ἐμμονὴ στὸ μονομερές τοῦ τρόπου ἐκχώρησης Αὐτοκεφαλίας, καταδεικνύει πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι ἔχει καταργηθεῖ κατ’ οὐσία ἡ συναίνεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
Ὁ πρόσφατος τονισμὸς στήν καταληκτικὴ ἀναφορὰ τῆς ἀνακοίνωσης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας γιὰ τὴν Αὐτοκεφαλία τῆς κληθείσας Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀχρίδος, γιὰ Πανορθόδοξη συναίνεση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ καθεστῶτος αὐτοῦ, καταδεικνύει ὅτι εἶναι ἀνεπίτρεπτος ὁ παραγκωνισμὸς τῆς συναίνεσης τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Δυστυχῶς ὅμως, οὔτε γιὰ Σύνοδο δὲν θέλουν κάποιοι νὰ ἀκοῦνε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ Αὐτοκεφάλου, οὔτε καὶ γιὰ συναίνεση.
Ἡ βεβαιότητα ὅτι σὲ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο θὰ θεραπευθεῖ ἡ ἀντισυνοδικὴ αὐτὴ μονομέρεια, δὲν ἀφήνει περιθώρια ἀνέλπιδων προβληματισμῶν. Ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας ἀπαρχὴ, γιὰ νὰ ἀρθεῖ τὸ Βουλγαρικὸ Σχίσμα, εἶχε ἀποτελέσει ἡ Πανορθόδοξη διάσκεψη τοῦ ἔτους 1932, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἡ ἄρση τοῦ νέου σχίσματος τοῦ 1945 ἔγινε κατὰ τὴν Α΄ Πανορθόδοξη διάσκεψη τῆς Ρόδου τὸ ἔτος 1961 μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδοθεῖ στόν Ἔξαρχο τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας ὁ τίτλος τοῦ Πατριάρχη, ἔτσι σὲ κάποιο στάδιο θὰ πρέπει νὰ τεθεῖ τέρμα στὸν παραγκωνισμὸ τῆς συναίνεσης τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν περίπτωση τοῦ Αὐτοκεφάλου. Ἡ ἐπίλυση τοῦ ζητήματος θὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Ἐδῶ καὶ κάποιο καιρὸ ἡ Οὐνιτικὴ κοινότητα στὴν Οὐκρανία ἐπιζητεῖ ἀπὸ τὸν Πάπα Φραγκίσκο νὰ ἀναχθεῖ σὲ πατριαρχεῖο. Ἐπίσημα τέθηκε τὸ ζήτημα σὲ ὁμιλία τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῶν οὐνιτῶν Σβιατοσλὰβ Σεβτσοὺκ στὶς 9 Φεβρουαρίου 2018.
Ὡς γνωστὸ ἡ αὐτοκαλούμενη “Οὐκρανικὴ ἑλληνοκαθολικὴ ἐκκλησία”, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τοῦ Παπισμοῦ, εἶναι sui iuris “ἐκκλησία”, δηλαδὴ αὐτόνομη “ἐκκλησία”.
Στὸν Παπισμὸ ὅμως τὰ πράγματα εἶναι πολὺ διαφορετικά, καθότι ἐκεῖ ὁ Πάπας χωρὶς καμιὰ συναίνεση ἀποφασίζει περὶ τούτου, ἐνῷ στὴν Ἐκκλησία δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Αὐτὸ ποὺ ἔγραφε ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Γ΄, Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας”, σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πατριάρχη Ἰερεμία γιὰ τὸ θέμα τῆς ἀναγωγῆς σὲ Πατριαρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, «οὐ γὰρ σε διαλανθάνει οὐχ ἑνὸς εἶναι τοῦτο Πατριάρχου (εἰ μὴ τῇ Παλαιᾷ Ρώμῃ ἐπανακολουθεῖν ἔγνωκεν ἡ Νέα) ἀλλὰ Συνόδου καὶ Συνόδου Οἰκουμενικῆς (τῶν Ὀρθοδόξων δηλαδή)», ἔθετε τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ τὴν ἀναγωγὴ σὲ Πατριαρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας σὲ Κανονικὴ βάση.
Στὸν Παπισμὸ, ὅπου προεξάρχει ἡ παπικὴ πρωτειακὴ μάνητα, ὁ Πάπας ἀποφασίζει καὶ χωρὶς καμιὰ προϋπόθεση συναίνεσης γίνεται τοῦτο ἀποδεκτὸ ἢ ὄχι. Στὴν Ἐκκλησία ὅμως δὲν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ἡ συναίνεση τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διασφαλίζει διαφοροτρόπως τὴ συνοδικὴ ὁδὸ διευθέτησης τέτοιων ζητημάτων, διασφαλίζοντας παράλληλα καὶ τὴν ἑνότητά της.