Τοῦ κ. Εὐλάλιου Θωμαΐδη, Θεολόγου καὶ Ἐκπαιδευτικοῦ
Προτοῦ ἀναπτύξω τὸ παρὸν θέμα, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφέρω τὸ πόσο διαφωτιστικὰ ἦταν γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ παρόντος κειμένου τὰ ἄρθρα τοῦ πυρηνικοῦ ἰατροῦ καὶ ἐξαίρετου θεολόγου κ. Γ. Καραλῆ καὶ τοῦ ὑποψήφιου διδάκτορα δογματικῆς θεολογίας κ. Π. Τομάζου, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν στὴν ἀνάδειξη τῆς μὴ λειτουργικῆς διάκρισης τῶν προσώπων ἢ ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας κατὰ τὸ ἔργο ποὺ αὐτὲς ἐπιτελοῦν στὴ θεία οἰκονομία, ὅσο καὶ ἂν αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ διάκριση ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν πλειονότητα τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς θεολογικῆς διανόησης (πχ. Ν. Ματσούκας καὶ π. Ν. Λουδοβίκος). Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ λειτουργικὴ διάκριση εἶναι μία κακέκτυπη ἀπομίμηση τῆς λατινικῆς θεολογικῆς παράδοσης καὶ ἰδιαίτερα τῶν περίφημων ἀποστολῶν (missions), ὅπως θὰ φανεῖ μὲ ἐνάργεια κατωτέρω.
Σύμφωνα μὲ τὴν κλασσικὴ λατινικὴ θεολογικὴ παράδοση, ἤτοι τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο καὶ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ οὐσία, ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ ἔργο εἶναι πράγματα κοινὰ γιὰ ὅλα τὰ τριαδικὰ πρόσωπα τῆς ἀκτίστου θεότητας. Ὅμως, κάθε θεῖο πρόσωπο ἢ ὑπόσταση πραγματώνει τὸ κοινὸ θεῖο ἔργο, ἤτοι τὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀναδημιουργία, σύμφωνα μὲ τὸ δικό του ὑποστατικὸ ἰδίωμα καὶ ἄρα τρόπο ὕπαρξης [1]. Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος διαθέτει ξεχωριστὸ καὶ μοναδικὸ τρόπο ὕπαρξης, ἔτσι καὶ κάθε θεία ὑπόσταση (Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγ. Πνεῦμα) διαθέτει ξεχωριστὸ τρόπο δράσης καὶ σχέσης ὡς πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἐν ὀλίγοις, ὁ τρόπος δράσης – ἐνέργειας συμμορφώνεται μὲ τὸν τρόπο ὕπαρξης, τουτέστιν τὴ διακριτότητα τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων ἤ, ἀλλιῶς, μὲ τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις [2].
Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα θὰ πρέπει νὰ ἀναλύσουμε τὸ ρωμαιοκαθολικὸ δόγμα τῶν ἰδιοποιήσεων (appropriations). Ἰδιοποίηση, γιὰ τοὺς Λατίνους συγγραφεῖς πάντοτε, εἶναι ὅταν ἀποδίδουμε κάτι κοινὸ ἢ φυσικό, ἤτοι ἕνα ὄνομα ἐνεργείας ἢ ἔργου, σὲ κάτι τὸ ἰδιαίτερο μόνο καὶ μόνο, γιὰ νὰ δηλώσουμε τὸν ξεχωριστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον τὸ ἰδιαίτερο ὑπάρχει καὶ δρᾶ ἢ ἐνεργεῖ [3]. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, οἱ Λατῖνοι θεολόγοι ἀποδίδουν ἕνα κοινὸ ἀποτέλεσμα ἢ ἔργο (πάντοτε κτιστὸ γι’ αὐτοὺς) σὲ μία μεμονωμένη ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδας, προκειμένου νὰ καταδείξουν στὴν κτιστὴ πραγματικότητα τὶς ἴδιες τὶς ἀΐδιες ὑποστατικὲς διακρίσεις [4], καὶ τοῦτο, διότι ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸ θεολογικό τους λεξιλόγιο ἡ ἔννοια τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας, ἡ ὁποία διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία οὐσία.
Στὴν προκειμένη περίπτωση θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὸ ἀντίθετο ἀκριβῶς κάνουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες, δηλαδή, ἀποδίδουν κάτι κοινὸ σὲ μία μεμονωμένη ὑπόσταση, οὕτως ὥστε νὰ δείξουν ὅτι ἡ ὑπόσταση αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο Θεὸς μὲ τὴν ὑπόσταση τοῦ Πατρός. Ἐν ὀλίγοις, ὁ Υἱὸς καλεῖται ἐνυπόστατη βούληση ἢ δύναμη τοῦ Πατρὸς ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο, γιὰ νὰ δειχθεῖ ὅτι ἔχει τὴν ἴδια καὶ τὴν αὐτὴ βούληση μὲ τὸν Πατέρα, ἕνεκα τοῦ ἑνιαίου τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς θείας ἐνέργειας. Αὐτὸ δὲ σημαίνει βέβαια καμία λατινικοῦ χαρακτήρα ἰδιοποίηση, καθότι ἡ ἰδιοποίηση προσπαθεῖ νὰ δείξει καὶ ἐξεικονίσει τὶς ὑποστατικὲς σχέσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴν κτιστὴ πραγματικότητα.
Ἂς συνοψίσουμε τώρα τὴν κλασσικὴ λατινικὴ θεολογία ἐπάνω στὶς ἰδιοποιήσεις, οἱ ὁποῖες βασίζονται στὴν ἀντανάκλαση [5] τῶν ὑποστατικῶν σχέσεων στὴν κτιστὴ πραγματικότητα καὶ στὴν ταύτιση μεταξύ τῆς ὑπόστασης καὶ τῆς πράξης – τρόπου δράσης ἢ ἐνέργειας. Τὰ τρία θεῖα πρόσωπα δροῦν πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα μὲ μία ἁπλὴ ἐνέργεια. Τὰ ἀποτελέσματα (τὰ ὁποῖα εἶναι πάντα κτιστὰ) αὐτῆς τῆς ἄκτιστης δράσης (προσοχή: ὅταν λέμε ἄκτιστη δράση ἢ ἐνέργεια στοὺς Λατίνους ἐννοοῦμε πάντα τὴν ἴδια τὴν ὑπερούσια θεία οὐσία – τὸ Εἶναι) εἶναι κοινὰ σὲ ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα. Στὴ μία, ὅμως, αὐτὴ δράση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ ἔξω κάθε πρόσωπο δρᾶ σύμφωνα μὲ τὸν ξεχωριστὸ τρόπο ὕπαρξής του, ἤτοι μὲ κάποιον ἰδιαίτερο τρόπο (νὰ λοιπὸν ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ περίφημη στὰ ἑλληνικὰ θεολογικὰ γράμματα λειτουργικὴ διάκριση) [6].
Ἐν κατακλεῖδι, ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι οἱ Λατῖνοι συγγραφεῖς δὲν ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι τὰ ἔργα στὸ Θεὸ εἶναι τρία (εὐδοκία-αὐτουργία-τελειοποίηση ἢ ἁγιασμός), ὅπως πράττουν ὁρισμένοι σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι, γιατί γνώριζαν τουλάχιστον ὅτι κάτι τέτοιο θὰ κατέλυε τὴν ἁπλότητα καὶ ἑνότητα τῆς θείας φύσεως καὶ ἐνεργείας. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζονται τὴν ἰδιοποίηση, γιὰ νὰ διακρίνουν τὶς ὑποστάσεις μὲ βάση τὸν τρόπο δράσης τους καὶ ὄχι μὲ βάση τὸ ἔργο τους.
Σημειώσεις:
[1] G. Emery, The Trinity. An Introduction to Catholic Doctrine on the Triune God, translated by M. Levering, The Catholic University of America Press, Washington, D. C. 2011, p. 162. Ἡ πραγμάτευση τοῦ παρόντος ἄρθρου ἔχει ὡς βάση τὸ ἀνωτέρω ἀναφερθὲν βιβλίο τοῦ δομινικανοῦ G. Emery. Συνεπῶς, ὅλες οἱ παραπομπὲς ποὺ ἀφοροῦν στὸ θέμα μας θὰ γίνονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο. [2] Ὅπ.π., σελ. 163. [3] Ὅπ.π., σελ. 165. [4] Ὅπ.π. [5] Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει μόνο ἡ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα ἀντανάκλαση ἡ ἀναπαραγωγή, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ ἴδια ἡ παρουσία τῶν ὑποστατικῶν προόδων, δηλαδὴ τῶν προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, στὴν κτιστὴ πραγματικότητα μέσῳ τῶν ἀοράτων καὶ ὁρατῶν τους ἀποστολῶν ἢ missions. Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἀποστολὲς εἶναι ἐξεικονίσεις τοῦ ἐνδοτριαδικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ μέσῳ κάποιου κτιστοῦ σημείου, (τὸ κτιστὸ σημεῖο τοῦ Υἱοῦ εἶναι ἡ ἀνθρώπινή του φύση καὶ τὸ κτιστὸ σημεῖο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι οἱ κτιστὲς πύρινες φλόγες ἢ ἡ κτιστὴ μορφὴ «περιστεριοῦ», μὲ τὰ ὁποῖα ἐμφανίστηκε), εἶναι οἱ ἴδιες οἱ ὑποστάσεις ποὺ μετέχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἔστω μέσῳ κτιστοῦ παραπετάσματος. Τώρα καταλαβαίνουμε, γιατί ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς κατηγοροῦσε τὸ Γρηγόριο Ἀκίνδυνο ὅτι συγχέει τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μὲ τὶς φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἤ, ἀλλιῶς, ὅτι συνέχεε τὶς ὑποστατικὲς προόδους ἐκ τοῦ Πατρὸς μὲ τὶς φυσικὲς προόδους ἐκ τῆς οὐσίας. [6] Ὅπ.π., σελ. 168.