Ἀρχιμανδρίτης Παῦλος Ντανᾶς
Ἱεροκῆρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας
Παλαιομάνινα 17/01/2023
Μητροπολίτης Ἁγιᾶς καί Συκουρίου, ὁ ἀπό Παραμυθίας κυρός Παῦλος Καρβέλης
30 χρόνια ἀπό τήν ἐκδημία του
Αἰσθήματα συγκινήσεως καί εὐγνωμοσύνης πλημμυρίζουν τήν ψυχή μας μέ τή συμπλήρωση 30 ἐτῶν ἀπό τήν εἰς Κύριον ἐκδημία τοῦ ἀοιδίμου Ἱεράρχου. Τά φτωχά μας λόγια ἀποτελοῦν ἕνα εὐλαβές θυμίαμα καί ἐλάχιστο πνευματικό ἀντίδωρο τῶν ὅσων προσέφερε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί μικρό ἐκχύλισμα θαυμασμοῦ καί εὐγνωμοσύνης πρός τή σεπτή καί ἁγία του μορφή, γιά τήν ὅλη του τή βιωτή, τό ἱεραποστολικό ἔργο, τούς διωγμούς ἀλλά καί τό ἀγωνιστικό του φρόνημα.
Βίος καί Παιδεία
Ὁ ἐκλιπών Ἱεράρχης ἦρθε στή ζωή ὅταν ἡ Πατρίδα μας περνοῦσε μιά μεγάλη δοκιμασία, τή Μικρασιατική καταστροφή. Γεννήθηκε στίς 27 Σεπτεμβρίου 1922 στίς Καμάρες Πατρῶν, μιά ὀνομαστή Κωμόπολη μεταξύ Πατρῶν καί Αἰγίου. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀνδρέας καί ἡ μητέρα του Πηνελόπη. Ἀπό τό εὐλογημένο αὐτό ζευγάρι προῆλθαν ἑπτά παιδιά. Ὁ τέταρτος ἦταν ὁ Γέροντας. Οἱ γονεῖς γιά νά εὐχαριστήσουν τό Θεό καί τήν Παναγία γιά τή γέννησή του, βάπτισαν τό τέταρτο παιδί τους -τόν Γέροντα- στήν Παναγία Τρυπητή τοῦ Αἰγίου καί πῆρε τό ὄνομα Γεώργιος. Μυρωμένος καί βαπτισμένος ἔλαβε τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί κατέστη ἱκανός πλέον νά ἀντιμετωπίσει στήν πορεία τῆς ζωῆς του τά πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ. Ἡ ἁγνή του ψυχή ὑπῆρξε ἐκλεκτό χῶμα πού ἔπεσε καί καρποφόρησε ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπό μικρός ἦταν φρόνιμος, συνετός, εὐλαβής, ὑπάκουος στούς γονεῖς του, μέ ἐκκλησιαστική ζωή καί άσκητικό φρόνημα.
Ὁ Γεώργιος ἦταν φιλομαθής. Διέτρεξε τήν Κατώτατη Ἐκπαίδευση στή γενέτειρά του καί τή Μέση στό Αἴγιο. Μέ ζῆλο ἀποθησαύριζε στήν ψυχή του ἀπό τούς δασκάλους του «ὅσα ἐστίν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα» (Φιλ. 4,8), πού θά τόν βοηθοῦσαν στήν κατά Χριστόν καί κατά κόσμον μόρφωσή του. Στά δύσκολα χρόνια τῆς ἐφηβείας, συνεδέθη πνευματικά μέ τή χριστιανική Ἕνωση Αἰγίου καί μέ τήν παρακολούθηση τῶν χριστιανικῶν μαθημάτων στερεώθηκε στήν πίστη καί καλλιέργησε τό ἦθος του. Ἰδιαιτέρως, βοηθήθηκε ἀπό τόν ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεως Πατρῶν π. Χριστόδουλο Παπαγιάννη, τόν ὁποῖο εἶχε πνευματικό καί τόν π. Ἀλέξανδρο Γκανιάτσο.
Ὅταν βρισκόταν ὁ Γέροντας στήν τελευταία τάξη τοῦ σημερινοῦ Λυκείου, ἀνακοίνωσε στούς γονεῖς του ὅτι ἤθελε νά σπουδάσει στή Θεολογική Σχολή. Ἐπιθυμοῦσε νά γίνει Θεολόγος καί νά ἐντρυφήσει στήν ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν. Ἔδωσε ἐξετάσεις καί εἰσῆλθε στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν. Ὡς φοιτητής μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή, τούς ἁγίους Πατέρες καί γενικῶς τά θεολογικά γράμματα. Ὅλα τά πατερικά κείμενα πού εἶχε στή βιβλιοθήκη του, εἶναι ὑπογραμμισμένα ἀπό τίς διάφορες σημειώσεις του.
Καθηγητής Θεολόγος
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἐξέφρασε τήν ἐπιθυμία του νά ἐνταχθεῖ στήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «ἡ Ζωή». Ὁ πνευματικός του ὅμως π. Σεραφείμ Παπακώστας τοῦ συνέστησε, λόγῳ τῶν οἰκογενειακῶν του προβλημάτων, νά διοριστεῖ καθηγητής Θεολογίας στή Μέση Ἐκπαίδευση. Τό 1948 διορίζεται προσωρινός καθηγητής στό Γυμνασιακό παράρτημα τῆς Αἴγινας. Στήν Αἴγινα, ἡ πρώτη του ὑποχρέωση ἦταν νά προσκυνήσει τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου τοῦ θαυματουργοῦ, ἕναν Ἅγιο πού ἀγαποῦσε τόσο πολύ, ἴσως, γιατί θά γινόταν ἀργότερα ὁμοιοπαθής!
Ἀφοῦ ὑπηρέτησε δύο χρόνια τήν Πατρίδα μέ τή στρατιωτική του θητεία, διορίστηκε καθηγητής στή γενέτειρά του. Ἡ συγκίνησή του ἦταν μεγάλη, γιατί θά διακονοῦσε στόν τόπο πού γεννήθηκε. Μαζί μέ τό σεμνό ἱεροκήρυκα π. Χριστόδουλο Παπαγιάννη πραγματοποίησε πολλές περιοδεῖες τά καλοκαίρια καί ἀσκήθηκε στό ὡραῖο καί θεοφιλές ἔργο τοῦ ἱεροκήρυκος, τό ὁποῖο τόσο πολύ τόν μαγνήτιζε καί τόν συγκινοῦσε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία.
Τό 1953 διορίζεται μόνιμος καθηγητής στό Γυμνάσιο τῆς Κόνιτσας. καί ἐδῶ ἐργάσθηκε μέ αὐταπάρνηση καί φόβο Θεοῦ. Φερόταν στούς μαθητές μέ παιδαγωγική ἀγάπη καί δικαιοσύνη. Στήν Κόνιτσα συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως κυρό Δημήτριο. Ὁ σεμνός Ἱεράρχης ἐκτιμώντας τά ἱεροκηρυκτικά του χαρίσματα, ὅπου κι ἄν λειτουργοῦσε, τόν ἔπαιρνε μαζί του γιά νά θεραπεύει τό κήρυγμα.
Ἱεροκήρυκας στήν Αἰτωλοακαρνανία
Ἄν καί ὡς καθηγητής Θεολόγος πρόσφερε πολλά στή νεότητα καί τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκεῖνος λαχταροῦσε νά διακονήσει στό Ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἤθελε νά γίνει «οἰκονόμος μυστηρίων Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 4,1). Καί ὁ Ἅγιος Θεός ἔδειξε ὅτι θά πρέπει νά πάει στή Μητρόπολη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. Τό 1955 τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων κείρεται μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ἀγγελοκάστρου καί ἀπό Γεώργιος λαμβάνει τό ὄνομα Παῦλος. Τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων λαμβάνει τόν πρῶτο βαθμό τῆς Ἱερωσύνης. Στίς 8 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, στόν Ἱερό Ναό Ταξιαρχῶν Αἰτωλικοῦ χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοῦ ἀπονέμεται τό ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου. γίνεται πλέον «εὔχρηστος εἰς διακονίαν» (Β΄ Τιμ. 4,11). Ἕδρα τῆς ἱεροκηρυκτικῆς του διακονίας ἦταν ἡ ἱερά πόλη τοῦ Μεσολογγίου. Πολλοί Μεσολογγίτες καί Αἰτωλοακαρνάνες ἐνθυμοῦνται τήν προσήνεια πού τόν διέκρινε, τήν ταπείνωση καί τή λιπαρή γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρός Ἱερόθεος παρακολουθοῦσε ἀνελλιπῶς τά ἐμπνευσμένα του κηρύγματα στόν ἱερό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Μεσολογγίου.
Δικό του δημιούργημα ἦταν ὁ ἁγιογραφικός κύκλος στό Μεσολόγγι, τόν ὁποῖο συνέχισε ἐπάξια ὁ θεοφόρος Μητροπολίτης Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας Κοσμᾶς -μέχρι τήν τελευτή του-, πνευματικό τέκνο τοῦ σοφοῦ Ἱεράρχου. Διασώζονται ὅλα τά κηρύγματα καί οἱ ὁμιλίες πού καλύπτουν ὅλες τίς πνευματικές ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν. Ὁ λόγος του ἦταν ἀκαινοτόμητος, γνήσιος, πατερικός. Ὡς γνώμονα τῆς ζωῆς του εἶχε τά λόγια τοῦ Ὡριγένους «οἷον τόν λόγον, τοιόνδε καί τόν τρόπον καί οἷον τόν τρόπον, τοιόνδε καί τόν λόγον ἐπεδείκνυτο», δηλαδή εἶχαν μιά συμφωνία τά λόγια του μέ τίς πράξεις του.
Τό χειμώνα ἐργαζόταν ἱεραποστολικά στίς πόλεις τοῦ Μεσολογγίου, τοῦ Αἰτωλικοῦ, τοῦ Νεοχωρίου καί τῆς Κατοχῆς. Τό καλοκαίρι περιόδευε στά ὀρεινά μέρη τῆς Αἰτωλοακαρνανίας. Πολλές φορές κατά τίς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες κινδύνευσε στά ἀπόκρημνα ἐκεῖνα μέρη τοῦ Ξηρομέρου καί τοῦ ὀρεινοῦ Βάλτου. Κάποτε δέ, σέ μιά περιοδεία του ἔπεσε ἀπό τό ζῶο καί ἔσπασε τό χέρι του.
Μαζί μέ τό κήρυγμα ὑπηρέτησε καί τό Μυστήριο τῆς ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Ἀναρίθμητες ψυχές ἀναπαύθηκαν στό πετραχήλι του. Μέ ὅλη του τήν προσφορά ἔγινε, ὄντως, «ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ» (Ἰωαν. 1,6).
Τό ἀδαμάντινο ἦθος
Ὁ π. Παῦλος εἶχε ἀδαμάντινο ἦθος καί γι’ αὐτό πρόσεχε σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Σέ θέματα δέ ἠθικῆς ἦταν ἀνυποχώρητος. Ὁ ἴδιος ἔλεγε πολλές φορές ὅτι ποτέ δέν ἐπέτρεψε στή μοναδική του ἀδελφή νά τόν ἐπισκεφθεῖ μόνη της στό σπίτι πού εἶχε ἐνοικιάσει στό Μεσολόγγι, καί μάλιστα τῆς ἔλεγε: «Πήγαινε στό Ναό τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς γιά νά σέ δῶ. Πῶς νά σέ δεχθῶ στό σπίτι μου; Ποῦ ξέρουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ὅτι εἶσαι ἡ ἀδερφή μου»; Ὁ π. Παῦλος, ὅπως τόν γνώρισε ἡ Αἰτωλοακαρνανία καί τά ὑπόλοιπα μέρη πού διακόνησε, ἦταν ἄνθρωπος πού νυχθημερόν ἀγωνιζόταν γιά νά καθαρθεῖ «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος» (Β΄ Κορ. 7,1).
Μητροπολίτης Παραμυθίας Φιλιατῶν καί Γηρομερίου
Ἐκείνη τήν ἐποχή στό πηδάλιο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος Κοτσώνης. Ὁ πρῶτος καί βασικός στόχος του ἦταν ἡ πλήρωση τῶν κενῶν Μητροπόλεων μέ ἐναρέτους καί ἀξίους κληρικούς. Νά σημειώσουμε, ὅτι ὁ π. Παῦλος δέν σκέφθηκε ποτέ τήν Άρχιερωσύνη.
Στίς 14 Σεπτεμβρίου 1968 ὁ π. Παῦλος ἐκλέχθηκε Μητροπολίτης Παραμυθίας, Φιλιατῶν καί Γηρομερίου. Ὁ ταπεινός ἱεροκήρυκας δέν μποροῦσε νά συνειδητοποιήσει τό μέγεθος τῆς τιμῆς, γιατί θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο. Βγῆκε κυριολεκτικά ἀπό τήν ἀφάνεια, δέν μποροῦσε ὅμως νά ἀρνηθεῖ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας.
Στόν Μητροπολιτικό Ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Μεσολογγίου, ἔγινε ἡ χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο. Ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Κωνσταντίνος στήν προσφώνησή του, μεταξύ τῶν ἄλλων, χαρακτήρισε τό νέο Ἐπίσκοπο βράχο ἠθικῆς. Τά μυριόστομα ἄξιος τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν συντάραξαν τό Ναό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Στά τέλη τοῦ 1968 ἔγινε ἡ Ἐνθρόνισή του στή Μητρόπολη Παραμυθίας. Κατά τήν τελετή τῆς Ἐνθρονίσεώς του, τόν προσφώνησε μέ ἐπαινετικά λόγια -τί τραγική εἰρωνεία(!)- ὁ τοποτηρητής Μητροπολίτης Ἰωαννίνων κυρός Σεραφείμ Τίκας καί μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Ἡ Ἐπισκοπική του διακονία ἦταν ἕνας σταυρός. Ὁ νέος Μητροπολίτης ὡς «καλός ποιμὴν» (Ἰωαν. 10,14), θυσίασε τόν ἑαυτό του στήν ἐπιμόρφωση τοῦ ἱεροῦ κλήρου, στήν κατηχητική διακονία, στίς ποιμαντικές περιοδεῖες, στήν ἀνέγερση ναῶν, στή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στή φιλανθρωπία καί στήν ἐθνική ἀφύπνιση τῶν ἀνθρώπων. Ἰδιαιτέρως πρόσεξε τίς χειροτονίες τῶν κληρικῶν. Σέ ὅσους ἔβλεπε κωλύματα Ἱερωσύνης ἔλεγε: «Παιδί μου, ἱερεύς δέν μπορεῖς νά γίνεις. Ἅγιος μπορεῖς νά γίνεις».
Ὀρθόδοξη Μαρτυρία
Ὁ ἀοίδιμος Ἱεράρχης πίστευε ἀκράδαντα σέ ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Θεός διά τοῦ Εὐαγγελίου, σέ ὅσα παρέδωσαν οἱ ἔνδοξοι Ἀπόστολοι καί ὅσα κήρυξαν οἱ θεοφόροι Πατέρες καί Διδάσκαλοι.
Στό μικρό διάστημα τῆς ποιμαντορίας του ἀγωνίσθηκε ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐκεῖ ὅμως πού ἔλαμψε τό ὀρθόδοξο φρόνημά του ἦταν στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ τότε Πατριάρχου Ἀθηναγόρα, μαζί μέ τούς, ἐπίσης διακόψαντες τό μνημόσυνο, ἀειμνήστους καί φλογερούς Μητροπολίτες Ἐλευθερουπόλεως Ἀμβρόσιο καί Φλωρίνης Αὐγουστίνο, διότι ὁ Πατριάρχης ἔκανε λίαν φιλοπαπικές καί ἀντορθόδοξες δηλώσεις. μάλιστα πρέπει νά ποῦμε ὅτι ἦταν ὁ πρῶτος πού ἔπαυσε τό μνημόσυνο τοῦ φιλενωτικοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα.
Ὁμολογουμένως, θά ἔχει τήν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Ἀρχιποίμενος Χριστοῦ κατά τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως, νά ἐπαναλάβει τούς λόγους τοῦ φτερωτοῦ καί συνωνύμου του Ἀποστόλου Παύλου ὅτι «…τήν πίστιν τετήρηκα, λοιπόν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος…» (Β´ Τιμ. 4,8).
Σθεναρούς ἀγῶνες ἔκανε καί κατά τῆς Μασσωνίας. Δέν φοβήθηκε νά ἐλέγξει τόν δικτάτορα Ἰωαννίδη ὅταν ἐπισκέφθηκε τήν Παραμυθιά, γιατί ἐκεῖνον τόν καιρό ἔβγαλαν τό Σταυρό ἀπό τήν Ἑλληνική Σημαία καί τοποθέτησαν ἀντ’ αὐτοῦ τή σφαῖρα.
Ἔκπτωτος τοῦ Ἐπισκοπικοῦ θρόνου
Τό Νοέμβριο τοῦ 1973 τό σκηνικό τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων μεταβάλλεται. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος παραιτήθηκε καί ἀποσύρεται στήν Τῆνο. Στόν Ἀρχιεπισκοπικό θρόνο Ἀθηνῶν ἀνεβαίνει ὁ ἀπό Ἰωαννίνων Σεραφείμ Τίκας. Τό 1974 μέ βάση τίς συντακτικές πράξεις τῆς διοικήσεως τοῦ δικτάτορος Ἰωαννίδη καί μέ ἀπόφαση τῆς τότε διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐξεδιώχθησαν ἀπό τό θρόνο τους 12 ἀνεπίληπτοι Ἱεράρχες. Κηρύχθηκαν δηλαδή ἔκπτωτοι, χωρίς δίκη καί ἀπολογία, χωρίς ἀναγνώριση τῶν στοιχειωδῶν τους δικαιωμάτων καί μέ ἀπαγόρευση προσφυγῆς στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας.
Στήν Ἱερά Μονή Μυρτιᾶς
Στίς 5 Αὐγούστου τοῦ ἰδίου ἔτους ἀπομακρύνεται ἀπό τή Μητρόπολή του βιαίως. Ποῦ θά πήγαινε τώρα ἄραγε; Στήν πατρίδα του δέν ἀναπαυόταν. Μέ ἄδεια τοῦ τότε Μητροπολίτη Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυροῦ Θεοκλήτου ἐπιστρέφει στήν Αἰτωλοακαρνανία, ὅπου ἐργάστηκε 13 ἔτη ὡς ἱεροκήρυκας. Τόπος παραμονῆς του ὁρίζεται ἡ Ἱερά Μονή Μυρτιᾶς.
Στήν Ἱερά Μονή Μυρτιᾶς ἔζησε 18 ἔτη κατά τρόπο ἀνεπίληπτο καί ἀφιλάργυρο. Με ταπείνωση, μέ ζῆλο Θεοῦ, μέ ἀγάπη πρός τούς κληρικούς καί τούς χριστιανούς. Τό ἔργο πού ἐπιτέλεσε σ’ αὐτήν, εἶναι ἀνέφικτο νά περιγράψει κανείς μέ τήν πέννα του. Μέ τήν ἐξομολόγηση, τό κήρυγμα, τίς νουθεσίες, τήν προσευχή, κατέστη ἡ Ἱερά Μονή -πού πρίν ἦταν κλειστή- πνευματική κυψέλη.
Ὀφείλουμε νά καταθέσουμε τήν ἄρρηκτη πνευματική σχέση πού εἶχε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μέ τό θεοφιλή Ἐπίσκοπο Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας κυρό Κοσμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐπισκεπτόταν πολλές φορές τήν Ἱερά Μονή γιά νά ἐξομολογηθεῖ καί νά λάβει ἐνίσχυση ἀπό τά φωτισμένα λόγια τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Ὁ Γέροντάς μου συχνά μᾶς ἔλεγε ὅτι θαύμαζε τόν π. Κοσμᾶ γιά τήν λεπτομερή ἐξαγόρευση τῶν ἁμαρτημάτων του, τήν ἀνυπόκριτη ὑπακοή του καί τήν ἐσωτερική του ἐργασία. Κάποτε ἐρχόμενος ὁ π. Κοσμᾶς στή Μονή, ὁ Γέροντας τοῦ χάρισε μιά Ἀρχιερατική στολή καί τοῦ εἶπε: «Μιά μέρα θά σέ ἀξιώσει ὁ Θεός νά γίνεις Ἐπίσκοπος, ἀλλά ἐγώ τότε δέν θά ζῶ».
Ἡ ἀσθένεια
Ἐκεῖνο τόν καιρό, τόν ἐπισκέφθηκε καί ἕνας ἄλλος σταυρός, ἡ ἀσθένεια. Εἶχε ἀρκετές ἐνοχλήσεις στήν κοιλιακή χώρα, ἀλλά δέν εἶχε δώσει μεγάλη σημασία. Ὅταν ὅμως ἄρχισε νά δυσκολεύεται ἀρκετά, κατάλαβε ὅτι ἔπρεπε νά κάνει τίς ἀπαιτούμενες ἐξετάσεις. Τήν 1η Ἰουλίου 1991 μετά τή Θ. Λειτουργία πού τέλεσε στόν ἱερό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων στό Ἀγρίνιο, πῆγε στήν Ἀθήνα στόν «Ἐρυθρό Σταυρό». Διαγνώστηκαν κακοήθεις πολύποδες στό ἔντερό του. Ὁ Γέροντας ἦταν πλέον καρκινοπαθής. Χειρουργήθηκε ἐσπευσμένα καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι βοηθήθηκε ἀρκετά.
Δικαίωση
Μέ δικές του ἐνέργειες ἄνοιξε ὁ δρόμος γιά τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας γιά νά ἔλθει ἡ δικαίωση τῶν 12 ἐκπτώτων Ἱεραρχῶν. Μετά τίς ἀθωωτικές δικαστικές ἀποφάσεις, ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ὅρισε μικτή Ἐπιτροπή ἐκ Συνοδικῶν καί δικαιωθέντων, μέ ἀποτέλεσμα, στίς 10 Σεπτεμβρίου 1991, ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Παῦλος νά τοποθετηθεῖ ἀπό τήν Ἱεραρχία Μητροπολίτης τῆς προσωποπαγοῦς Μητροπόλεως Ἁγιᾶς καί Συκουρίου. Ἡ περιφέρεια τῆς Ἁγιᾶς παραχωρήθηκε ἀπό τόν ἀείμνηστο καί μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χριστόδουλο. Ὁ Γέροντας δέχθηκε τήν πρόταση αὐτή, διότι νόμιζε ὅτι θά λυνόταν τό ἐκκλησιαστικό πρόβλημα, καθότι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Σεραφείμ ἐγγυήθηκε πώς, μαζί μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους δύο Ἱεράρχες πού τοποθετήθηκαν σέ Μητροπόλεις, θά ἀκολουθοῦσε ἡ ἀποκατάσταση καί τῶν ὑπολοίπων ἔκπτωτων Ἱεραρχῶν. Ἡ πράξη του, συνεπῶς, ἦταν ταπεινωτική καί θυσιαστική.
Ὁμολογίες Ἁγίων
Ὅταν ἐκεῖνο τόν καιρό βρισκόταν στήν Ἀθήνα γιά θέματα ὑγείας, ἐπισκεφθήκαμε τό σύγχρονο Ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας π. Ἰάκωβο Τσαλίκη, ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ. Μόλις τελείωσε ἡ ἐπίσκεψη καί ἀπομακρύνθηκε ὁ Γέροντας, ρώτησα τόν Ἅγιο Ἰάκωβο γιά τό ἄν θά ἔπρεπε νά ὑπηρετήσει στή Μητρόπολη Ἁγιᾶς καί Συκουρίου, ἀφοῦ ἦταν ἄρρωστος. Καί μοῦ εἶπε τότε ἀκριβῶς ὁ Γέροντας Ἰάκωβος: «Αὐτόν, παιδί μου, μόνον νά κάθεται στόν Ἐπισκοπικό θρόνο καί νά βλέπουν οἱ χριστιανοί τήν καθαρότητα τοῦ προσώπου του, δέν χρειάζεται τίποτε ἄλλο νά κάνει».
Στό σημεῖο αὐτό, ἐπιτρέψτε μου νά κάνω καί μιά προσωπική ἐξομολόγηση πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου. Ὅταν τελείωσα τή Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης, ἐπισκέφθηκα στό Ἅγιον Ὄρος τόν Ἅγιο Παῒσιο γιά νά τόν συμβουλευθῶ γιά τή σταδιοδρομία μου. Ὁ Ἅγιος μοῦ εἶπε ἀκριβῶς τά ἑξῆς: «Νά πᾶς νά μείνεις στή Μονή Μυρτιᾶς, διότι ὁ Δεσπότης ὁ πατήρ Παῦλος, εἶναι ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος». Οἱ τρανές ὁμολογίες τῶν δύο Ἁγίων ἀποδεικνύουν ὅτι ἦταν ἁγία ἐκκλησιαστική φυσιογνωμία.
Μητροπολίτης Ἁγιᾶς καί Συκουρίου
Ἡ ἐνθρόνιση τοῦ νέου Μητροπολίτου ἔγινε στίς 2 Νοεμβρίου 1991 μέ τή συμμετοχή 9 Ἱεραρχῶν, τῶν τοπικῶν ἀρχῶν, τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τῆς Μητροπόλεως. Ὁ πολιός Ἱεράρχης στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του εἶπε: «Ἀναλαμβάνω ἀπό σήμερον τήν διαποίμανσιν τῆς Μητροπόλεως αὐτῆς. Ὁμολογῶ ὅτι μέ συνέχει μεγάλος φόβος, διότι αίσθάνομαι τό βάρος τῆς τεράστιας εὐθύνης πού ἐπωμίζομαι τώρα εἰς τάς δυσμάς τοῦ βίου μου. Δέν ἀπογοητεύομαι ὅμως. Θαρρῶ εἰς τήν πανσθενουργόν δύναμιν τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ πρῶτον, καί δεύτερον εἰς τήν βοήθειαν πάντων ἡμῶν». τόν συνεῖχε αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους διά τόν ἑαυτόν του ὅτι ἡ δύμαμις τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται τελεία «ἐν τῇ ἀσθενείᾳ του» (Β΄ Κορ. 12,9). Προσωπικά γνώριζα, πόσο ἐπιβαρυμένη ἦταν ἡ ὑγεία τοῦ σεμνοῦ Ἀρχιερέως. Εἶχα τήν αἴσθηση ὅτι ἡ πορεία του, ἀπό τήν πλατεία τῆς Ἁγιᾶς πού ἔγινε ἡ ὑποδοχή μέχρι τό ναό τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ἦταν μιά πορεία σταυρική.
Ὁ σεβαστός Ἱεράρχης εἶχε τά πνευματικά προσόντα καί τήν ἐμπειρία νά ὀργανώσει τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Μητροπόλεως. Παρά τόν σκόλοπα τῆς ἀσθενείας του ἔκανε κηρύγματα, συγκάλεσε ἱερατικές συνάξεις, προέβη σέ χειροτονίες, ἐπισκεπτόταν ἐμπερίστατες οἰκογένειες καί εὐκαίρως ἀκαίρως (Β΄ Τιμ. 4,2) νουθετοῦσε τό λαό τοῦ Θεοῦ. Πολλή δύναμη ἔπαιρνε ἀπό τό μακαριστό καί ἅγιο Μητροπολίτη Λαρίσης κυρό Θεολόγο κατά τίς ἐπισκέψεις του στή Λάρισα. Συχνά πυκνά ἀλληλοεξομολογοῦνταν τούς πειρασμούς, τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζαν.
«Ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν»
Τά προβλήματα πού ἀντιμετώπισε στή νέα Μητρόπολη μαζί μέ τό σαράκι τῆς ἀσθενείας ἐπιδείνωσαν τήν ὑγεία του. Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1992 ἦταν καί μιά προσωπική μεγάλη ἑβδομάδα γιά τό Γέροντα Ἱεράρχη. Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως λειτούργησε μέ πολύ κόπο καί πόνο. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωῒ φύγαμε γιά τήν Ἀθήνα ὅπου εἰσῆλθε ἐσπευσμένα στόν «Ἐρυθρό Σταυρό». Στήν Ἀθήνα ὁ θεράπων ἰατρός τοῦ πρότεινε νά γίνει καί δεύτερη ἐγχείρηση ἄμεσα, γιατί ὁ καρκίνος εἶχε κάνει πολλές μεταστάσεις. Ὁ ἀδελφός του ὅμως Νικόλαος Καρβέλης, ἐρχόμενος ἀπό τήν Ἀμερική ἀποφάσισε νά μεταβοῦμε στό Λονδίνο. Πρίν πάρουμε τό ἐξιτήριο, μέσα στόν «Ἐρυθρό Σταυρό», στίς 5 Μαῒου 1992, παρουσίᾳ τοῦ προέδρου τῶν Ἐφετῶν κ. Ἰωάννου Λώλη συνέταξε τή Διαθήκη του.
Ἡ νοσηλεία τοῦ στό Λονδῖνο διήρκεσε τέσσερις μῆνες καί οἱ ἐκεῖ συνθῆκες ἦταν ἀρκετά δύσκολες. Ἡ δεύτερη ἐγχείρηση ἔγινε γιατί ὑπέφερε πολύ, ἀλλ’ ὁ Γέροντας δέν ἔδινε τόση σημασία στόν πόνο. Εἶχε πάντα κατά νοῦν τό Σταυρό τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν τόν ρωτούσαμε ἄν πονάει, μᾶς ἔλεγε: «Γιατί ὁ ἁπλός κόσμος πονάει; τί εἶμαι ἐγώ;» Καθημερινά νοσταλγοῦσε τήν ἐπιστροφή στήν Πατρίδα μας, τήν ὁποία ὑπεραγαποῦσε καί γι’ αὐτό ἔλεγε: «Ἑλλάδα καί πάλι Ἑλλάδα».
Ἐπίσκεψη στόν Ἅγιο Σωφρόνιο στό Ἔσσεξ
Σέ μιά ἔξοδό μας ἀπό τό Νοσοκομεῖο, ζήτησε νά ἐπισκεφθοῦμε τό φωτισμένο τότε Γέροντα Σωφρόνιο στό Ἔσσεξ. Ὅταν φθάσαμε στή Μονή, ζήτησε νά ἐξομολογηθεῖ στόν Ἅγιο Σωφρόνιο. Μετά τήν ἐξομολόγησή του ἦταν δακρυσμένος καί ὁμολόγησε ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος. Ὅσο εἴμασταν στό Λονδίνο, παρά τή φοβερή δοκιμασία, προσπαθοῦσε νά διευθετήσει ἀπό τό κρεβάτι τοῦ πόνου ὅλα τά θέματα τῆς Μητροπόλεως Ἁγιᾶς καί Συκουρίου.
Χειροτονία
Μετά τήν τετράμηνη παραμονή μᾶς στό Λονδίνο, ἐπιστρέψαμε στήν Ἀθήνα καί φιλοξενηθήκαμε στό Ἵδρυμα «Οἶκος Εἰρήνης» πού ἀνήκει στήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «ὁ Σωτήρ».
Δύο μῆνες πρίν τήν ἐκδημία του, στίς 21 Νοεμβρίου 1993, παρά τούς φρικτούς πόνους του, χειροτόνησε τήν ἐλαχιστότητά μου εἰς ἱερέα στή Ζωοδόχο Πηγή ἐπί τῆς ὁδοῦ Ἀκαδημίας στήν Ἀθήνα, μέ τήν ἀγαπητική προτροπή τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Διδυμοτείχου, Ὀρεστιάδος καί Σουφλίου κ. Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καί προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Φοβούμενος μήπως δέν ἀντέξει, κάλεσε καί τόν σεμνό Μητροπολίτη Ὕδρας κυρό Ἱερόθεο γιά νά τόν βοηθήσει. Μέσα σέ μιά ἀπίστευτη ταλαιπωρία, γιατί πολλές φορές ἔσφιγγε τά δόντια του ἀπό τόν πόνο, τά κατάφερε καί τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ἔπεσε στό κρεβάτι καί δέν ξανασηκώθηκε.
Οἱ τελευταῖες του ἡμέρες
Ὅσο παρατεινόταν ἡ ὀδύνη τῆς δοκιμασίας του, τόσο ἐκδηλωνόταν ὁ ἀκέραιος χαρακτήρας του. Ὅσο ἡ ἀσθένεια τόν ταλαιπωροῦσε, τόσο τό φρόνημά του ἐνδυναμωνόταν. Ἄν σέ ὅλη του τήν πορεία εἶχε ἁγιότητα βίου, οἱ τελευταῖες του ἡμέρες ἦταν ὁσιακές. Ἀδιαλείπτως προσευχόταν. Ἔψαλλε συχνά τό τροπάριο «τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ…». Πολλές φορές ἐξομολογεῖτο μέ ἱερό πόθο καί βαθιά κατάνυξη καί κοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Μέ πόση λαχτάρα, ἐνθυμούμαστε, ἔψαλλε τό τροπάριο «τοῦ δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ, σήμερον Υἱέ Θεοῦ κοινωνῶν με παράλαβε!». Συχνά, κοίταζε τόν οὐρανό καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν τί βλέπει ἔλεγε: «Βλέπω οὐράνια πράγματα, ἀλλά δέν μπορῶ νά πῶ!». Ὅσοι βρισκόμασταν κοντά του, μᾶς προέτρεπε: «Ψάλλατε, γιατί ἐκεῖ ἐπάνω στά οὐράνια γίνεται μεγάλη ψαλμωδία!». Μέ τελωνική διάθεση ἔλεγε τόν 50ο ψαλμό καί ἐπέμενε στά λόγια «ἐλέησόν με ὁ Θεός».
Ἀγωνιζόταν συνεχῶς νά πλησιάσει Ἐκεῖνον, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε πιστῶς μέχρι θανάτου. Λίγες μέρες πρίν τήν ἐκδημία του τελέσθηκε τό Ἱερό Εὐχέλαιο, ἀπό τόν Μητροπολίτη Ὕδρας κυρό Ἱερόθεο, μέσα σέ ἕνα κλίμα κατανυκτικό καί συγκινητικό. Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἄρχισε νά συνειδητοποιεῖ ὅτι θά φύγει ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Δύο μέρες πρίν τήν τελευτή του, μᾶς εἶπε: «Βρίσκομαι στίς τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς μου».
Τήν 29η Ἰανουαρίου καί ὥρα 1:45 πρωϊνή σέ ἡλικία 71 ἐτῶν, ἀφοῦ εὐχαρίστησε ὅλους ἐκείνους πού τόν ὑπηρέτησαν καί τοῦ συμπαραστάθηκαν, ἔκλεισε τά μάτια του ἐδῶ στή γῆ, γιά νά τά ἀνοίξει νά δεῖ «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄ Κορ. 13,12) τόν ἠγαπημένο του Νυμφίο Χριστό.
Εἴθε ὅλοι μας νά γίνουμε μιμητές τοῦ Ἁγίου Ἱεράρχου γιά νά κρατήσουμε ἀκέραιη καί ἀλώβητη τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τό βίωμα καί νά δώσουμε «καλήν ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Κυρίου» (Εὐχή Θ. Λειτουργίας).