Οἱ σημερινοὶ ἐκφρασταί τοῦ «Οἰκουμενικοῦ» Θρόνου – Β΄ Μέρος

Share:

Γράφει ὁ κ. Λέων Μπράνγκ, θεολόγος

Β΄ Μέρος

Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τοῦ β΄ μέρους τοῦ παρόντος ἄρθρου θὰ ἤθελα νὰ διευκρινίσω, ὅτι φυσικὰ δὲν ἀμφισβητῶ τὸν τίτλο  «οἰκουμενικὸς» τόσο γιὰ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἑκάστοτε Πατριάρχη αὐτοῦ τοῦ θρόνου. Τὸν δέχομαι ὅμως μὲ τὴν βασικὴ διευκρίνιση ποὺ εἰσάγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τὸν 28ο κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὸ Πηδάλιο.

Ὁ 28ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Σημειώνει ἐκεῖ δύο ἐννοιολογικὲς ἐκδοχὲς γιὰ τὸν ὅρο «οἰκουμενικός». Πρῶτον, μπορεῖ νὰ σημαίνει Ἐπίσκοπο μὲ «ἐξουσίαν ἰδικὴν καὶ μοναρχικὴν ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ» καὶ δεύτερον, μπορεῖ νὰ δηλώνει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς οἰκουμένης, ἐπειδὴ μὲ τὸ περιεχόμενο αὐτὸ χρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος καὶ γιὰ βασιλεῖς. «Κατὰ μὲν τὸ πρῶτο σημαινόμενον – συνεχίζει ὁ Ἅγιος – λοιπὸν οὐ λέγεται ποτέ Οἰκουμενικὸς ὁ Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλ’ οὐδὲ ὁ Ρώμης, ἢ ἄλλος τινάς, εἰμὴ μόνος ὁ Χριστός, ὁ τῆς οἰκουμένης ὅλης ἀληθῶς Πατριάρχης, ᾧ ἐδόθη πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. λέγεται δὲ κατὰ τὸ δεύτερον σημαινόμενον διὰ τὸ πολὺ μέρος τῆς οἰκουμένης ἔχειν ὑφ’ ἑαυτόν, καὶ πρὸς τούτοις διὰ τὸν ζῆλον καὶ τὴν πρόνοιαν ὁπού ἔχει εἰς τὴν φυλακὴν τῆς πίστεως καὶ τῶν συνοδικῶν καὶ πατρικῶν παραδόσεων, ὄχι μόνον ἐν τῇ ἑαυτοῦ Διοικήσει, ἀλλὰ καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς». Αὐτὸς ὁ ζῆλος, αὐτὴ ἡ πρόνοια γιὰ τὴν τήρηση τῆς πίστεως, δὲν νοεῖται φυσικὰ ἐδῶ μὲ τὴν ἔννοια, ὅπως δυστυχῶς τὴν γνωρίζουμε σήμερα, νὰ ἐπιβάλει κανεὶς ἐν εἴδει μονάρχη τὶς δικές του προειλημμένες ἀποφάσεις, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακονεῖ τὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία.

Ὡς ἐπιθετικὸς προσδιορισμὸς ἀρχιερέα ὁ ὅρος «οἰκουμενικὸς» χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ Λῃστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τοῦ 449 γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκορο. Στὴ νομοθεσία τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ξεκινάει ἡ πάγια χρήση του γιὰ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ ὅταν ἡ σύνδεση τοῦ ὅρου μὲ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ δημιουργήθηκε σκανδαλισμός, ὅπως εὔγλωττα μαρτυρεῖ ἡ 18η ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, ποὺ περιέχεται στὸν 5ο τόμο τῶν ἐπιστολῶν του καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τὸν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Νηστευτή. Ἐκλαμβάνοντας τὸν ὅρο μὲ τὴν πρώτη του ἔννοια, ψέγει τὸν Ἅγιο Ἰωάννη γιὰ τὴν τόλμη καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὴν ὁποία δέχθηκε αὐτὸ τὸ νέο ὄνομα, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ἀπὸ ὅλους τούς συνεπισκόπους του ὡς προσβολή, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ στὴ συνέχεια: «μὲ ὅλη τὴ γλυκύτητα τῆς ἰσχύος μου ἀπαιτῶ ἀπὸ ἐσένα, τὸν Ἀδελφό μου, νὰ ἀποκρούσεις ὅσους σὲ κολακεύουν καὶ σοῦ προσφέρουν αὐτὸ τὸ ἐσφαλμένο ὄνομα καὶ νὰ μὴ συναινέσεις ἀφρόνως στὸ νὰ σὲ προσφωνοῦν μὲ αὐτὸν τὸν ὑπερήφανο τίτλο…». Ἔπειτα χαρακτηρίζει τὸν τίτλο αὐτὸ ὡς «προϊὸν πλάνης» καὶ καλεῖ τὸν Ἅγιο νὰ σκεφθεῖ τὴν ὥρα τῆς κρίσεως καὶ τὸν λόγο ποὺ θὰ πρέπει νὰ δώσει τότε στὸν Κύριο (περισσότερα βλ. Νομομαθής, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Μέγας, ὁ Διάλογος κατακεραυνώνει, τὸν “ὑπερήφανο τίτλο” «Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης»!, «Ἐνοριακὴ Εὐλογία» 212[2020]149-153).

Αὐτὰ τὰ τόσο ἐγκάρδια λόγια τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, τὰ ὁποῖα ἐκφέρονται ἀπὸ μία καρδιὰ ποὺ πάλλεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, καὶ ἐκφράζουν τὴν βαθειὰ πεποίθηση, ὅτι ὁ τίτλος αὐτὸς ἀνήκει ἀποκλειστικὰ στὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό, θὰ ἦταν εὐχῆς ἔργον νὰ διδάσκουν καὶ τοὺς σημερινοὺς ἐπισκόπους στὶς προσφωνήσεις τους πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Θυμίζω ἐνδεικτικὰ τὰ λόγια τοῦ Σεβασμιώτατου Χαλκηδόνος Ἐμμανουήλ, στὰ ὁποῖα ἀναφερθήκαμε στὸ Α΄ μέρος τοῦ ἄρθρου, καὶ ἀναφέρομαι ἐπίσης στὴν προσφώνηση τοῦ Σεβασμιώτατου Πολυανῆς καὶ Κιλκισίου κ. Βαρθολομαίου στὸν Πατριάρχη, ἡ ὁποία ἔγινε κατὰ τὴν Πατριαρχικὴ Θεία Λειτουργία στὶς 24 Σεπτεμβρίου 2024 στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱερὸ Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κιλκίς. Ὁ Σεβασμιώτατος ἔκανε χρήση τοῦ βιβλίου τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου «Ἐπαναγωγὴ» ἢ «Εἰσαγωγὴ τοῦ νόμου» (886), τὸ ὁποῖο, μετὰ τὴ σύγχυση ποὺ εἶχε ἐπιφέρει ἡ Εἰκονομαχία, προσδιόρισε ἐκ νέου μὲ σαφήνεια τὶς ὑποχρεώσεις τῶν δύο ἐξουσιῶν, τῆς Βασιλείας καὶ τῆς Ἱερωσύνης μὲ κορυφαία ἔκφρασή της τὸν Πατριάρχη. Ἑπομένως ἡ «Ἐπαναγωγὴ»  ἐξέφρασε ἐκεῖνο ποὺ ὀφείλει νὰ ἐνσαρκώνει ὁ ἑκάστοτε Πατριάρχης: «Ὁ Πατριάρχης ἐστὶν εἰκὼν ζῶσα Χριστοῦ καὶ ἔμψυχος, δι’ ἔργων καὶ λόγων χαρακτηρίζουσα τὴν ἀλήθειαν». Στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του ὁ Μητροπολίτης Κιλκισίου θεώρησε αὐτὴ τὴν ὕψιστη ἀποστολὴ τοῦ κάθε Πατριάρχη ἀπόλυτα δεδομένη στὸ πρόσωπο τοῦ Παναγιώτατου Πατρ. Βαρθολομαῖο, λέγοντας: «Ὡς ἐκ τούτου, καὶ ἡμεῖς θεωροῦμεν Ὑμᾶς ὡς ζῶσαν καὶ ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Ὡς τὸν προασπιστὴν τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας· ὡς τὸν φύλακα τῶν ἀποστολικῶν καὶ πατερικῶν παραδόσεων τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Πίστεως». Μάλιστα, πρὸς τὸ τέλος τῆς προσφώνησης τὸν χαρακτήρισε ἐπὶ πλέον «ἔμψυχον ἄγαλμα παντὸς ἀγαθοῦ καὶ πάσης ἀρετῆς». Πῶς νὰ σχολιάσει κανεὶς αὐτὰ τὰ λόγια; Μακάρι νὰ εἶχαν ἀντίκρυσμα στὴν πραγματικότητα!! Ἀλλὰ δυστυχῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει, ὅπως φανερώνει ἡ σπουδὴ τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, νὰ ὁδηγήσει τὴν Ὀρθοδοξία στὴν ἕνωση μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὰ πλήρως ἀλλοτριωμένη Δύση, καὶ ταυτόχρονα νὰ ἐμβαθύνει τὴ ρήξη μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας.

Ἂς ἐπιστρέψουμε ὅμως στοὺς Ἁγίους Γρηγόριο Διάλογο καὶ Ἰωάννη Νηστευτὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίδει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στὸν ὅρο «οἰκουμενικὸς» στὸ Πηδάλιο. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ τελευταῖος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτὴς καὶ οἱ ἑπόμενοι Πατριάρχες ἐννοοῦσαν τὸν ὅρο «οἰκουμενικὸς» μὲ τὴν δεύτερη ἔννοια, δηλ. μόνο ὡς τίτλο. Ἄλλωστε, τονίζει, ὅτι ὁ τίτλος αὐτὸς «οὐχὶ ἀπὸ Κανόνων Συνοδικῶν ἢ Πατρικῶν, ἀλλ’ ἀπὸ συνηθείας» δόθηκε στὸν Κωνσταντινουπόλεως.

Ἰδιαίτερη βαρύτητα γιὰ τὴ σωστὴ κατανόηση τοῦ 28ου κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατέχει ἡ θεώρηση αὐτοῦ τοῦ κανόνα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο στὸ ἔργο του «Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος». Τὴν ἀνέδειξε σχετικὰ πρόσφατα ἡ ἐξαιρετικὴ μελέτη τοῦ μακαριστοῦ π. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη μὲ τίτλο «Ἡ οὐκρανικὴ προσβολή, αἰτία Σχίσματος!» («Ἐνοριακὴ Εὐλογία» 204-205[2019]312-325). Μὲ τὸν πρῶτο ὑπότιτλο ποὺ ἐπιλέγει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ἤδη μᾶς δίνει τὸ βασικὸ στίγμα τῆς Συνόδου: «Ἡ Τετάρτη ἐν Χαλκηδόνι συγκροτηθεῖσα Ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Καὶ ὁ ἀγών τῶν μὲν Δυτικῶν ὑπέρ τῆς Παπικῆς Ἡγεμονίας, τῶν δὲ Ἀνατολικῶν ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας». Ἀναλύοντας στὴ συνέχεια τὰ συμβάντα, ὁ Ἅγιος ἐκφράζει τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴν μεγάλη ἀνοχὴ ποὺ ἔδειξαν οἱ 630 Ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἔναντι τῶν Λεγάτων τοῦ Πάπα Ρώμης. Διότι αὐτοὶ συμπεριφέρθηκαν ἀπρεπέστατα καὶ ἐπέμειναν στὴν ὑπεροχὴ τοῦ Πάπα ὡς κεφαλὴ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Μάλιστα, ἔκριναν τὴν παρουσία τοῦ ἑκάστοτε Πάπα, ἔστω μέσῳ τῶν ἀπεσταλμένων του, ὡς κλειδὶ ἐγκυρότητας γιὰ κάθε Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἐπὶ πλέον ἀπαίτησαν, νὰ μὴ κληθεῖ ὁ Διόσκορος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος δύο χρόνια πρὶν εἶχε ὀργανώσει τὴ Λῃστρικὴ Σύνοδο τῆς Ἐφέσου, καὶ ἀπείλησαν, ὅτι ἐκεῖνοι θὰ ἀποχωροῦσαν στὴν ἀντίθετη περίπτωση. Ἔτσι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου, προκειμένου νὰ λυθεῖ τὸ δογματικὸ θέμα ποὺ βάρυνε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἔδειξαν ὑποδειγματικὴ ἀνοχὴ ἔναντι τῆς οἴησης τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Πάπα. Τὸν δὲ τόμο τοῦ Ἁγίου Λέοντος, ὄχι ἐπειδὴ ἦταν Πάπας Ρώμης, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐξέφρασε μὲ ἀκρίβεια τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ἐνέταξαν στὸν δογματικὸ ὅρο τῆς Συνόδου. Στὸ τέλος, ὅμως, μὲ τὸν 28ο Κανόνα ἐπιφύλαξαν τὴν ἀπάντηση στὴ ζήτηση τῆς ὑπερεξουσίας μέσα στὴν Ἐκκλησία ἐκ μέρους τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης. Ἀπέδωσαν μὲ αὐτὸν τὸν κανόνα στὸ θρόνο τῆς Νέας Ρώμης, λόγω τῆς θέσης του ὡς θρόνου τῆς Βασιλεύουσας, τὰ ἴδια πρεσβεῖα μὲ τὸν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, στὸν ὁποῖος ἐπίσης λόγω τῆς θέσης του καὶ μόνο δόθηκαν τὰ πρεσβεῖα ποὺ εἶχε. Ἔτσι ὅρισαν τὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς δεύτερο μετὰ τὸ θρόνο τῆς Ρώμης. Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος: «ἡ ἱερὰ Σύνοδος διὰ τοῦ κανόνος τούτου ὡς διὰ φυσήματος κατέρριψε τοὺς χάρτινους πύργους τῶν λεγάτων τοῦ Πάπα». Ἑπομένως εἶναι ἐντελῶς παράταιρο καὶ παράλογο, αὐτὸς ὁ 28ος κανόνας, ὁ ὁποῖος συνετάχθη μὲ σκοπὸ νὰ ἀναχαιτίσει τὴν διεκδίκηση πρεσβείων ἐξουσίας ἐκ μέρους τοῦ Πάπα Ρώμης, νὰ χρησιμοποιεῖται σήμερα, γιὰ νὰ θεμελιώσει ἰδιαίτερα πρεσβεῖα ἐξουσίας γιὰ τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ 9ος καὶ ὁ 17ος Κανὼν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Οἱ κανόνες 9ος καὶ 17ος τῆς ἴδιας Συνόδου, τοὺς ὁποίους ἐπίσης σήμερα ἐπικαλοῦνται, γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἰδιαίτερα δικαιώματα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διαπραγματεύονται  τὴν «ἔκκλητο» πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, δηλ. τὴν προσφυγὴ σὲ αὐτὸν στὴν περίπτωση ποὺ κάποιος κληρικὸς ἢ ἐπίσκοπος πιστεύει ὅτι ἔχει ἀδικηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό του ἢ ἀπὸ τὴν τοπικὴ μητροπολιτικὴ σύνοδο. Καὶ στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὸ Πηδάλιο ἀποφαίνεται, ὅτι «ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τὰς Διοικήσεις καὶ ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτὸν ἐδόθη ἀπὸ τὸν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ». Τὸ ἀπορρίπτει μὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία, ὅτι α) ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἀκύρωσε μία πράξη τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου ποὺ εἶχε ἐνεργήσει σὲ ἄλλη διοίκηση,  β) οἱ νόμοι τῆς αὐτοκρατορίας ὅρισαν γιὰ τὶς ἀποφάσεις ὅλων τῶν Πατριαρχῶν, ὅτι εἶναι τελεσίδικες, ἑπομένως δὲν ἐπιδέχονται ἔκκλητο,  γ) ἐὰν ὁ Κωνσταντινουπόλεως θὰ ἦταν κριτὴς ὅλης τῆς οἰκουμένης, τότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν Πάπα Ρώμης, ποὺ εἶναι ὅμως ἀδύνατο σύμφωνα μὲ τὸν 28ο κανόνα,  δ) γενικὰ οἱ κανόνες ἀπαγορεύουν γιὰ ἐπισκόπους, μητροπολίτες καὶ πατριάρχες νὰ ἐνεργοῦν ὑπερορίως, δηλ. σὲ ἄλλες διοικήσεις πέρα ἀπὸ τὶς δικές τους.

Προφανῶς, εἶναι ξεκάθαρος τὸ Ἅγιος Νικόδημος στὴν ἑρμηνεία του καὶ ἡ ἐπιχειρηματολογία του δὲν ἐπιδέχεται καμία ἀμφισβήτηση.

Previous Article

«Ἐκκίνησαν τὴν πτέρναν κατὰ τοῦ εὐεργέτου τους»

Next Article

Ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Νέα Σμύρνη καὶ ἡ προδοσία ἑνὸς μυστικοῦ