Ο Αναστάσιος Μιχαήλ ο Μακεδών εκφωνεί έναν Λόγο περί Ελληνισμού στην Ακαδημία του Βραδεμβούργου (1707)

Share:

  Ο Αναστάσιος Μιχαήλ υπήρξε σπουδαίος φιλόλογος και ο Έλληνας με τον βαρύτερο ακαδημαϊκό τίτλο στην εποχή του, καθώς κατέστη μέλος μίας από τις τρεις αρχαιότερες ακαδημίες παγκοσμίως, αυτής του Βραδεμβούργου (Βερολίνου) στα 1707. Η Ακαδημία είχε ιδρυθεί το 1700 με πρώτο ισόβιο πρόεδρο τον Gottfried Wilhelm Leibniz (1646-1716). Στην πρωσική Ακαδημία αφιέρωσε και το έργο του, που αναφέρεται ως Λόγος περί Ελληνισμού, καθώς αποτέλεσε τον εισιτήριο λόγο, που εκφώνησε κατά την εισδοχή του στην Ακαδημία. Πρόκειται για το γνωστό στην βιβλιογραφία παλαιότερα ως Περιηγηματικόν Πυκτάτιον, το οποίο έχει σωθεί σε ένα μόνο αντίτυπο και αυτό χωρίς σελίδα τίτλου και κολοβό, καθώς λείπουν οι σελίδες μετά την 216.

  Το τμήμα του έργου που είναι γνωστό δεν αποτελεί περιηγητικό κείμενο, όπως υπαινίσσεται ο μέχρι πρόσφατα τίτλος που δινόταν το έργο, αλλά μία πραγματεία, έναν Λόγο περί Ελληνισμού και έχει ως περιεχόμενο την παρουσίαση της ελληνικής λογιοσύνης, παιδείας και γλώσσας μετά την Άλωση, ώστε να αποδειχθεί αβάσιμη η ανθελληνική θέση διαφόρων Ευρωπαίων «ελληνιστών» της εποχής, ότι οι Έλληνες πλέον είχαν πάψει να υπάρχουν.

  Ο στόχος, που θέλησε να επιτύχει ο Μιχαήλ με την προσφώνησή του προς την Ακαδημία του Βραδεμβούργου, ήταν αναμφισβήτητα η προβολή του Ελληνισμού και η αποκατάσταση της αλήθειας σχετικά με αυτόν στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, όμως, το έργο λειτούργησε και ως ένα σημαντικό επιστημονικό πόνημα ανάμεσα στους Ευρωπαίους Ελληνιστές, οι οποίοι πλέον είχαν και μία αυθεντική μαρτυρία περί ελληνικής γλώσσας και περί του Ελληνισμού της εποχής τους, εφόσον αυτή κατατέθηκε από κάποιον που ήταν το γένος Έλλην και είχε την ελληνική ως μητρική του γλώσσα.

  Ο κεντρικός σκοπός, η προβολή του Ελληνισμού τόσο προς τα μέσα, την ελληνική κοινωνία, όσο και προς τα έξω, την Ευρώπη, υπηρετείται κατάλληλα, από την επίτευξη τριών επιμέρους στόχων που έχει θέσει ο Μιχαήλ : την καταπολέμηση της ανθελληνικής άποψης που εκφραζόταν τότε από μερίδα των Ευρωπαίων Ελληνιστών πως τα μετακλασικά ελληνικά, δεν ήταν ελληνικά και κατά συνέπεια και οι Έλληνες των αρχών του 18ου αιώνα δεν ήταν Έλληνες, την παρουσίαση της ελληνικής λογιοσύνης και της παιδευτικής δραστηριότητας κατά την Τουρκοκρατία και την προβολή της επίδρασης του Ελληνισμού τόσο στους Ορθοδόξους λαούς, όσο και στους Δυτικούς.

  Για αυτό και κατατροπώνει με αναντίρρητα επιχειρήματα τις γλωσσολογικές παραναγνώσεις των ανθελλήνων «Ελληνιστών», με χωρία από ολόκληρη την ελληνική γραμματεία και όχι μόνον, καθώς συμπληρώνει παραπομπές και με χωρία λατινικά αλλά και εβραϊκά, δείχνοντας πως αλλαγές στο φωνολογικό, τονικό, λεξιλογικό και συντακτικό μέρος τους έχουν υποστεί και άλλες γλώσσες χωρίς να αμφισβητείται η συνέχειά τους. Τονίζει έτσι ότι τα ελληνικά του καιρού του, είναι ελληνικά ακριβώς όσο ήταν και τα κλασικά ελληνικά του αθηναϊκού 5ου αιώνα. Επισημαίνει επίσης πως οι ανθέλληνες «σοφοί» δεν γράφουν όσα γράφουν από αφέλεια, αλλά έχουν προκατάληψη κατά του Ελληνισμού και πλημμελή γνώση της ελληνικής. Αυτή η αναίρεση συμπλέκεται με την παρουσίαση της ελληνικής λογιοσύνης της Τουρκοκρατίας, η οποία αποδεικνύει και ιστορικά την συνέχεια του Ελληνισμού, καθώς οι Έλληνες δάσκαλοι της Τουρκοκρατίας μεταβαίνουν στην Δύση τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Μιχαήλ κυρίως ως δάσκαλοι των Ελληνικών. Πώς γίνεται λοιπόν η Ευρώπη να δέχεται ως δασκάλους της στα ελληνικά, αυτούς που δεν τα γνωρίζουν ; Η ελληνική παιδεία συνεχίζει να καλλιεργείται. Άρα οι Έλληνες υπάρχουν μέχρι τουλάχιστον τα χρόνια του. Ο τρίτος επιμέρους στόχος συμπλέκεται και αυτός μέσα στον Λόγο με τους δύο προηγούμενους και η επίτευξή του συνίσταται στην οριοθέτηση της επίδρασης της ελληνικής παιδείας, όπου στους μεν ορθοδόξους λαούς παρουσιάζεται ως απόλυτα κυρίαρχη και ανώτατη μορφή παιδείας με αυτήν την συνείδηση να είναι κοινή σε όλους τους Βλάχους, Βούλγαρους, Αρβανίτες και Σλάβους λογίους, οι οποίοι έχουν γίνει Έλληνες και θέλουν να παρουσιάζονται ως Έλληνες, ενώ στους δυτικούς προβάλλεται ως το κυρίαρχο υπόστρωμα της δικής τους παιδείας και απαραίτητο προσόν λογιοσύνης. Άρα, το συμπέρασμα που προκαλείται, και ας μην το διατυπώνει ρητά ο Μιχαήλ, είναι ότι είναι αδύνατο να αναγνωρίζονται οι Έλληνες ως Έλληνες σε Ανατολή και Δύση και να μην είναι τέτοιοι. Πώς όλοι τους δέχονται ως δασκάλους τους, αν αυτοί δεν είναι πράγματι Έλληνες;

  Έτσι, στον Λόγο αυτόν του Μιχαήλ θα πρέπει να δούμε την πρώτη οργανωμένη προσπάθεια από ελληνικής πλευράς να δοθεί μία -αποστομωτική είναι αλήθεια- απάντηση στον νεώτερο ανθελληνισμό. Με τον όρο θέλουμε να δηλώσουμε το σύνολο των κειμένων, των ομιλιών και των ενεργειών, τα οποία κατά την πρώιμη νεότερη εποχή καταφέρονταν κατά του υπόδουλου Ελληνισμού. Πρόκειται πραγματικά για ένα φαινόμενο νέο, μία προσπάθεια να προπαγανδιστεί, όχι πως ο Ελληνισμός είναι κάτι το κακό, πως σφάλλει, πως βλάπτει, αλλά πως απλώς δεν υπάρχει. Είναι ουσιαστικά η απαρχή της σημερινής θεώρησης ορισμένων περί κατασκευής του ελληνικού έθνους από τον Παπαρρηγόπουλο.

Previous Article

Κύπρος, Συγκινητικό οδοιπορικό, 51 χρόνια από την Τουρκική εισβολή και κατοχή

Next Article

Αντώνης Κατσαντώνης