«Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς στήτω»
«σεισµοί τε µεγάλοι κατὰ τόπους, καὶ λιµοὶ καὶ λοιµοὶ ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σηµεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ µεγάλα ἔσται» (Λουκ. κα΄, 11). (: Καὶ θὰ γίνουν σεισµοὶ µεγάλοι εἰς διαφόρους τόπους καὶ πεῖνα καὶ ἐπιδηµίαι, σηµεῖα ποὺ θὰ προκαλοῦν φόβον, καὶ ἄλλα µεγάλα σηµεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανόν).
- Ὁ Δαυΐδ στὸν 103, 32 Ψαλμὸ λέγει: «Ὁ ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ποιῶν αὐτὴν τρέμειν, ὁ ἁπτόμενος τῶν ὀρέων καὶ καπνίζονται». (: Δηλαδή, ὁ Κύριος εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὥστε ρίπτει ἕνα βλέμμα στὴν γῆ και τὴν κάνει νὰ τρέμη. Ἐγγίζει μόνον τὰ ὄρη καὶ ἐκεῖνα πυρακτώνονται καὶ καπνίζονται).
- Καὶ στὸν Ψαλμὸ 17, 8 τονίζει: «Καὶ ἐσαλεύθη καὶ ἔντρομος ἐγενήθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων ἐταράχθησαν καὶ ἐσαλεύθηκαν ὅτι ὠργίσθη αὐτοῖς ὁ Θεός». (: Σείσθηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέμῃ ὁλόκληρη ἡ γῆ, τὰ θεμέλια τῶν ὀρέων συνταράχθηκαν καὶ κλονίσθηκαν, διότι ὀργίσθηκε ἐναντίον αὐτῶν ὁ Θεός).
Πολλὲς φορὲς διαβάζουμε στὸ συναξάρι: «τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ μεγάλου σεισμοῦ».
Ἕνας τέτοιος σεισμὸς ἀναφέρεται τὴν 26ην Ὀκτωβρίου: «Κατὰ τὸ εἰκοστὸν τέταρτον ἔτος τῆς βασιλείας Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, [740], κατὰ τὴν εἰκοστὴν ἕκτην ἡμέραν τοῦ Ὀκτωβρίου, ἔγινε τόσον μέγας καὶ φοβερὸς σεισμὸς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὥστε ὅλαι αἱ ἀνώγειοι καὶ ὡραιότεραι οἰκίαι κατεκρημνίσθησαν καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι καταπλακωθέντες, ἐθανατώθησαν. Διὰ τοῦτο καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, μνήμην ποιοῦμεν τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἀπειλῆς τοῦ σεισμοῦ, πορευόμενοι μὲ λιτανείαν εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Πανάγνου καὶ Ἁγίας ἐνδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ τελοῦμεν ἐκεῖ τὴν θείαν καὶ Ἱερὰν Λειτουργίαν, μὲ τὰς πρεσβείας τῆς ὁποίας Θεοτόκου, εἴθε νὰ λυτρωθῶμεν πάσης ἀπειλῆς καὶ φοβερισμοῦ θεϊκοῦ, καὶ νὰ τύχωμεν τῆς ἀπολαύσεως τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
- Ὅταν ἔγινε ὁ μεγάλος σεισμὸς στὴν Ἀντιόχεια, ἱερέας ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος συμβούλεψε μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ αὐτό: «Νὰ βάλετε στὴν πόρτα σας τὴν ἑξῆς φράση: “Μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεὸς στήτω”».
Αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ Πατριάρχου Ἀντιοχείας.
«Ταῦτα δὲ διηγεῖται ὁ Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος. Ἐπειδὴ δὲ ἐκρημνίσθη πολλάκις ἡ Ἀντιόχεια ὑπὸ σεισμῶν, ὡς εἴπομεν, διὰ τοῦτο πάντες οἱ Χριστιανοὶ ἐπέγραψαν ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου των τὰς λέξεις: «Χριστὸς μεθ’ ἡμῶν στήτω».
Ὅ,τι παραχωρεῖ ὁ Θεὸς εἶναι γιὰ πνευματική μας ὠφέλεια.
- Σὲ μία ὁμιλία του σὲ ἀγρυπνία μετὰ ἀπὸ τὸν σεισμὸ ὁ Χρυσορρήμων, μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν σεισμῶν:
«Ἐσεῖς δὲν λογαριάζετε μέρα καὶ νύκτα, ἀλλὰ τὴν κάθε ὥρα τὴν κάνετε μέρα, ὄχι γιατί ἀλλάζετε τὴν φύση, ἀλλὰ γιατί φωτίζετε τὶς νύκτες μὲ τὶς ὁλονύκτιες προσευχές σας. Ἄγρυπνες εἶναι οἱ νύκτες σας καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ ὕπνου σταματᾶ, διότι ὁ πόθος τοῦ Χριστοῦ νίκησε τῆς φύσεως τὴν ἀδυναμία. Ξεφύγατε ἀπὸ τὸ νὰ εἶσθε ἄνθρωποι στὸ σῶμα, μὲ τὸ νὰ μοιάζετε στὶς οὐράνιες δυνάμεις, μὲ τὸ νὰ φανερώνετε ἀγρυπνία, νηστεία αὐστηρή. Τόση κούραση ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, κούραση γιὰ τὸ σῶμα, μὰ ἀνάπαυση γιὰ τὸ θέλημα τῆς ψυχῆς. Αὐτὸν τὸν καρπὸ ἔφεραν οἱ φόβοι, αὐτὴν τὴν ὠφέλεια εἶχε ὁ σεισμός. Ὠφέλεια ποὺ ποτὲ δὲν παύει νὰ ὑπάρχη. Ὠφέλεια, ποὺ καὶ τοὺς πτωχοὺς κάνει πιὸ εὔπορους καὶ τοὺς πλούσιους πλουτίζει. Δὲν ξέρει πτώχεια, δὲν γνωρίζει πλοῦτο. Ἦλθε ὁ σεισμὸς καὶ ἔδιωξε ἀπὸ τὴν ζωὴ τὴν ἀνωμαλία. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ ντυμένοι τὰ μετάξια, ποῦ εἶναι τὸ χρυσάφι;».
- Πρέπει νὰ φοβώμασθε τοὺς σεισμούς;
«Οἱ ἅγιοι, τόσο αὐτοὶ ποὺ μαρτύρησαν τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, δηλαδὴ οἱ ἀσκητές, ὅσο καὶ αὐτοὶ ποὺ μαρτύρησαν τὸ μαρτύριο τοῦ αἵματος, διέγραφαν ἀπὸ τὴ ζωή τους τὴ δειλία καὶ τὸν φόβο, γιατί ἀκριβῶς τοὺς συνεῖχε ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ τοὺς ἔδινε δύναμη καὶ θάρρος. Διαβάζουμε, λοιπόν, γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τῆς Φέρμης τὰ ἑξῆς: «Ρώτησε κάποιος τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης: Ἂν γίνη ἕνας σεισμός, ἂν καταρρεύσουν κτήρια, θὰ φοβηθῆς Ἀββᾶ; Καὶ ἐκεῖνος τότε ἀπάντησε: Ἐὰν κολληθῆ ὁ οὐρανὸς στὴ γῆ, Θεόδωρος oὐ μὴ φοβηθήσεται». Δηλαδή, καὶ ἂν ἀκόμα συγκρουσθῆ ὁ οὐρανὸς μὲ τὴ γῆ, ὁ Θεόδωρος δὲν πρόκειται νὰ φοβηθῆ. Γιατί; Διότι ἀκριβῶς, ἀφημένος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, προσπερνοῦσε τὸν ὁποιοδήποτε κίνδυνο ἤ ὁ,τιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τὸν βλάψη σωματικά.
Ἕνα ἀνάλογο περιστατικὸ βρίσκουμε στὸ Ἀθωνικὸ γεροντικὸ ποὺ μιλᾶ γιὰ τοὺς γέροντες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Εἶναι ἐκπληκτικὸ τὸ πῶς οἱ ἀσκητὲς αὐτοί, ἔχοντας ἐμπιστευθῆ τὴ ζωή τους στὸν Χριστό, δὲν φοβόντουσαν τίποτα. Ἔτσι λοιπόν, διαβάζουμε γιὰ ἕνα ἐνάρετο Ρουμάνο μοναχὸ ποὺ λεγόταν Ἐνώχ: «Κατοικοῦσε σὲ ἕνα ἑτοιμόρροπο σπίτι στὶς Καρυές. Ἡ Πολιτικὴ Διοίκηση τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸν εἰδοποίησε ὅτι ἔπρεπε νὰ μετακομίση ἀλλοῦ, γιατί τὸ σπίτι μποροῦσε νὰ γκρεμισθῆ. Στάθηκε γιὰ μία στιγμὴ σκεπτικὸς μπροστὰ στὸ ὄργανο τῆς διοίκησης ποὺ τοῦ μετέφερε τὸ μήνυμα καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἁπλότητα καὶ σπασμένα ἑλληνικά: “Ἐγὼ ντοῦλος Θεοῦ. Ἂν τέλει Θεὸς πέσει, ἂν δὲν τέλει Θεὸς ντὲν γίνεται τίποτε”». Καὶ δὲν ἔφυγε καὶ τὸ σπίτι δὲν ἔπαθε τίποτε. Τὴν ἴδια ἀπουσία δειλίας εἶχαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες».
Ποῦ πρέπει νὰ καταφεύγουμε;
«Ὁ Θεὸς ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα, διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν καὶ μετατίθεσθαι ὄρη ἐν καρδίαις θαλασσῶν» (Ψαλ. 45, 2, 3).
(: Ὁ Θεὸς μας στὸ παρελθὸν ὑπῆρξε τὸ ἀπόρθητο καταφύγιό μας, ἡ ἀκατανίκητη δύναμή μας, ὁ βοηθὸς στὶς μεγάλες θλίψεις, ποὺ μᾶς εἶχαν βρῆ. Διὰ τοῦτο δὲν θὰ φοβηθοῦμε καὶ τώρα, ἔστω καὶ ἄν συγκλονίζεται ἐκ θεμελίων ὅλη ἡ γῆ, καὶ τὰ βουνὰ ὁλόκληρα ἀποσπῶνται καὶ βυθίζονται στὴν μέση τῶν ὠκεανῶν).