Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
4ον.-Τελευταῖον
Τόσον οἱ Ἄμβωνες, ὅσον καὶ τὰ Ἐξομολογητήρια, εἶναι αἱ πανίσχυροι πνευματικαὶ ἐπάλξεις τοῦ ἀγῶνος κατὰ τοῦ ἠθικοῦ κακοῦ, ποὺ λυμαίνεται τὰς κοινωνίας. Ἐπ’ αὐτῶν τῶν ἐπάλξεων φρυκτωρεῖ ἀνυστάκτως ἡ Ἐκκλησία καὶ φυλάσσει πνευματικάς θερμοπύλας. Οἱ Ἄμβωνες καὶ τὰ Ἐξομολογητήρια εἶναι τὰ ἐργαστήρια κοσμογονικῶν δι’ ἑκάστην ὕπαρξιν μεταβολῶν καὶ ἀλλοιώσεων. Ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων πείθονται καὶ ἀποφασίζουν νὰ μὴ καταθέσουν μηνύσεις, ἢ νὰ ἀνακαλέσουν τυχὸν ὑποβληθείσας, νὰ ἀποφεύγουν τὰς ἔριδας καὶ τὰ μίση ποὺ ἐνίοτε ὁδηγοῦν καὶ εἰς φόνους, νὰ μὴ κάνουν ἔξωσιν εἰς πτωχὸν ἐνοικιαστὴν των, νὰ μὴ καταφύγουν εἰς ἄμβλωσιν, νὰ ἐκτινάξουν τὴν ἀπελπισίαν καὶ νὰ ἀποφύγουν τὴν αὐτοκτονίαν, νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὸν σύντροφόν των καὶ νὰ μὴ φθάσουν εἰς διαζύγιον, νὰ μὴ ἀνταποδίδουν κακὸν ἀντὶ κακοῦ, νὰ βοηθοῦν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναξιοπαθοῦντας, νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν ὑλικὴν ἢ ἠθικὴν ζημίαν ποὺ προξένησαν εἰς τὸν πλησίον των, νὰ ἐργάζωνται εὐσυνειδήτως καὶ ἀποδοτικῶς εἰς τὴν ὑπηρεσίαν των, νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ πάθη, ὅπως τὸ ποτόν, τὸ «χαρτί», καὶ γενικῶς τὰ «τυχηρὰ παιγνίδια», νὰ εἶναι ἔντιμοι εἰς τὰς συναλλαγάς των καὶ νὰ μὴ ἐξαπατοῦν τοὺς πελάτας των, καί…καί.. καὶ Αὐτὸ τὸ ἤρεμον καὶ ἀθόρυβον καὶ ἀφανές, ἀλλὰ τόσον ἐ θ ν ω φ ε λ έ ς (δὲν ὁμιλοῦμεν διὰ τὸ ψυχωφελές), ἔργον, τὸ καθημερινῶς διεξαγόμενον «ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ», εἰς πόσα δισεκατομμύρια δύναται νὰ ἀποτιμηθῆ; Καὶ ἀκόμη: Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία δὲν ἤσκει τὸ τεράστιον κοινωνικὸν ἔργον, τὸ ὁποῖον ἀσκεῖ, μὲ πόρους ποὺ ἐξευρίσκει ἡ ἴδια, τότε τὸ βάρος αὐτὸ θὰ ἔπιπτεν ὁλόκληρον εἰς τοὺς ὤμους τοῦ Κράτους. Ἂς καταγράψη λεπτομερῶς τὸ Κράτος τὸν ἀριθμὸν τῶν τροφίμων τῶν Ἱδρυμάτων τῆς Ἐκκλησίας (Γηροκομείων, Οἰκοτροφείων, Ἀσύλων Ἀνιάτων κ.τ.λ.), τὸν ἀριθμὸν τῶν βοηθουμένων ὑπὸ τῶν φιλοπτώχων ταμείων της, τὸν ἀριθμὸν τῶν συχναζόντων εἰς τὰ πνευματικά της Κέντρα, τῶν νέων ποὺ φιλοξενοῦνται εἰς τὰς Κατασκηνώσεις της κ.τ.λ. κ.τ.λ., καὶ ἂς ὑπολογίση ποῖον εἶναι τὸ ποσὸν ποὺ θὰ διέθετε τὸ ἴδιον ἂν ἀνελάμβανεν ὅλα αὐτὰ εἰς τοὺς ὤμους του.Ἂς μὴ διατυμπανίζωνται λοιπὸν τὰ χρήματα ποὺ δίδονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν , τὸ ὑπ’ ἀριθμὸν ἕνα στήριγμα τοῦ Ἔθνους. Τὰ χρήματα αὐτὰ εἶναι ἡ σπουδαιοτέρα καὶ ἀποδοτικωτέρα «ἐθνικὴ ἐπένδυσις».Καὶ τὸ διατιθέμενον χρηματικὸν ποσὸν , ὅσον καὶ ἂν διατυμπανίζεται ὅτι εἶναι μέγα, δὲν εἶναι μεγαλύτερον ἀπὸ τὸ ποσόν, τὸ ὁποῖον διατίθεται διὰ τὴν μισθοδοσίαν καθαρισμοῦ μερικῶν μόνον ἱδρυμάτων τῆς χώρας. Δὲν νομίζετε, Κύριοι Βουλευταί, ὅτι οἱ ἱερεῖς προσφέρουν εἰς τὸν Λαόν μας (καὶ λέγομεν τοῦτο χωρὶς νὰ ὑποτιμῶμεν οὐδόλως τὸ ἔργον τοῦτο), ἔργον σπουδαιότερον ἀπὸ αὐτὸ»Καὶ τὸ ἐκτενὲς ὑπόμνημα τῆς Ἱεραρχίας ἐπιλέγει: «Εὐελπιστοῦντες ὅτι θὰ ἀκούσετε τὴν πλήρη ὀδύνης καὶ ἀγωνίας φωνήν μας, τὴν φωνὴν τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σᾶς ἐβάπτισεν εἰς τὴν Ἱεράν της Κολυμβήθραν, Σᾶς ἔχρισε μὲ τὸ Ἅγιον Μύρον της, σᾶς ηὐλόγησε τὰ στέφανα τοῦ γάμου Σας, καὶ καθημερινῶς παρακαλεῖ διὰ Σᾶς τὸν Θεὸν (ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ πάσης Ἀρχῆς καὶ Ἐξουσίας..), ἀπευθύνομεν πρός Σᾶς καὶ πρὸς τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν Σας τὴν ἀποστολικὴν εὐλογίαν: «Ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Εἴη μετὰ πάντων ὑμῶν». Ἀμήν.
12. Ἐπίλογος
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε: α) κοινωνία λατρείας – προσευχῆς, καὶ β) κοινωνία ἀγάπης. Μᾶς τρέφει μὲ τὸν «Ἄρτο τῆς εὐχαριστίας» καὶ τὸν ἄρτο τοῦ θείου λόγου. Δὲν ἀγνοεῖ, ὅμως, καὶ τὴν ἀνάγκη γιὰ τὸν «ἐπιούσιο ἄρτο». Προηγεῖται τὸ ἔργο τῆς λατρείας καὶ ἡ διακονία τοῦ λόγου. Ἀκολουθεῖ ἡ διακονία τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν, τὸ «διακονεῖν τραπέζαις». Ἡ Ἐκκλησία πρωτοπορεῖ σὲ ἔργα ἀγάπης –φιλανθρωπίας. Τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι σὰν τὴν κοινωνικὴ πρόνοια τοῦ Κράτους, μονοφυσιτική. Δὲν ἀποβλέπει μόνο στὴ θεραπεία τῶν ἀναγκῶν τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ τῆς ψυχῆς. Ἀντιμετωπίζει τὸν ἄνθρωπο στὴ δισύνθετη φύση του, ψυχοσωματικά. Ἡ Ἐκκλησία στὴν κοινωνική της διάσταση δὲν ζητᾶ ὑπαλλήλους ἀλλὰ διακόνους, μὲ τὰ προσόντα τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἑπτὰ διακόνων τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητος: «μαρτυρουμένους (=μὲ καλὴ φήμη) πλήρεις πνεύματος Ἁγίου καὶ σοφίας».Εἶναι πλέον καιρὸς νὰ πάψουμε νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὅ,τι μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει ὁ κόσμος, ὅ,τι μποροῦμε ν’ ἀποκτήσουμε μὲ τὴ δική μας προσπάθεια. Ὅ,τι ἠδύνατο νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος οὐδέποτε ἀναλάμβανε νὰ τὸ κάνει ἀντὶ αὐτοῦ ὁ Χριστός. Πάντοτε περίμενε νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ ποὺ μπορεῖ. Ἀποδέχεται τὴ συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ἡ σωτηρία του εἶναι καρπὸς ἀμοιβαίας κίνησης καὶ δράσης. Δὲν διαθέτει τὴ δύναμή του σὲ ἔργα (θαύματα) ποὺ ἁρμόζουν καὶ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κατορθώσει καὶ νὰ ἐπιτύχει. Αὐτὴ εἶναι ἡ μέθοδος καὶ τακτική τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του. Γι’ αὐτὸ ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία μὲ παρρησία καὶ ἐμμονὴ στὶς ἀξίες της καὶ μὲ ὁδηγὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀρχηγοῦ της, τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ σταθερὰ νὰ ἐπαναλαμβάνει τὸν Ἀποστολικὸ λόγο: «Οὐκ ἀρεστὸν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις».Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πεινᾶ τὴν Ἀλήθεια πιὸ πολὺ ἀπ’ τὸ ψωμί. Διψᾶ τὴ λύτρωση πιὸ πολὺ ἀπ’ τὸ νερό. Αὐτὰ τὰ δυὸ οὐδεὶς ἄλλος ἔχει τὴ δύναμη καὶ τὶς προϋποθέσεις νὰ τοῦ τὰ προσφέρει, παρὰ μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία τὸν ποδηγετεῖ στὴν ὁδὸ τῆς ἁρμονίας καὶ τοῦ μέτρου.