«Πῶς κατάφερε ὁ Ἀπ. Παῦλος νὰ πλησιάσει τοὺς Ἕλληνες στὴν Ἀθήνα;» – 2ον

Share:

Γράφει ὁ κ. Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς ΑΠΘ, Πρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων

2ον- Τελευταῖον

  Ὡστόσο, μετὰ τὴν ἔνσαρκη ἔλευση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὴν Ἱστορία καὶ τὴ ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας, εἶχε ἀποκαλυφθεῖ, πλέον, ἐντός του κόσμου ἡ νέα θεανθρώπινη πραγματικότητα, ποὺ δὲν καταργοῦσε τὴν ἱστορία, ἀλλὰ τὴ συνέδεε μὲ τὴν ὑπὲρ «λόγον καὶ φύσιν» μεταϊστορία τοῦ Λόγου.

  Αὐτή, ἀκριβῶς, εἶναι ἡ γέφυρα, ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, στὸ λογικὸ καὶ στὸ ὑπερλόγο, ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Θεάνθρωπος μὲ τὴ Θεία Του Ἀποκάλυψη καὶ ποὺ μετέφερε στὴν Ἀθήνα, σὲ πρώτη φάση, ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος.

  Ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὅμως, κατάφερε νὰ μεταφέρει καὶ νὰ μαρτυρήσει στοὺς Ἕλληνες τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, καθὼς αὐτή, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ θαυμαστὰ σημεῖα ποὺ πραγματοποίησε ὁ Ἰησοῦς, φανέρωναν τὸ νέο καὶ διαφορετικὸ τῆς Ἱστορίας ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλο ἀπὸ τὴν ἕνωση τοῦ Θείου μὲ τὸ ἀνθρώπινο, τοῦ λογικοῦ μὲ τὸ ὑπερλόγο, ποὺ μόνον διὰ τῆς ἐν Χριστῷ πίστεως γίνεται προσιτὸ καὶ ἀποδεκτὸ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

  Ὅλα αὐτά, σηματοδοτοῦν τὰ ἱστορικὰ ἴχνη μίας διαφορετικῆς πραγματικότητας, ποὺ ἐνέχει ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ ὑπερλόγου, τοῦ μεταϊστορικοῦ, τοῦ ἐσχατολογικοῦ.

  Τὰ σημεῖα αὐτὰ δὲν καταργοῦν, οὔτε ἀπορρίπτουν τὴν ἱστορικότητα, ἀλλὰ τὴν ἀναβαθμίζουν, μὲ τὸν χριστολογικὸ ἐμπλουτισμό της στὸ ἐπίπεδο τῆς μεταϊστορικότητας.

  Ἡ ἀνθρώπινη λογική, ποὺ παράγει τὴν ἀνθρώπινη γνώση, δὲν ἀκυρώνεται, ἀλλὰ μεταμορφώνεται σὲ μία δύναμη, ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ συμπληρώνεται καὶ νὰ ἀναβαθμίζεται, μὲ τὴ συνεργασία τῆς πίστεως, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ, χαρισματικά, νὰ γίνεται, ἀπὸ ἀνθρώπινο, θεανθρώπινο γεγονός.

  Σὲ ἕνα τέτοιο ἐπίπεδο μόνον οἱ πιστοί, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶναι τὰ πάντα δυνατὰ (Μαρκ. 9, 23), μποροῦν νὰ φτάνουν, καθὼς ἀπαιτεῖται ἡ ἔνθεη χάρη καὶ δωρεά, ἔτσι ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν σὲ μία θεανθρώπινη πραγματικότητα, ποὺ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ ἐν Χριστῷ νὰ βγάζει μέσα ἀπὸ τὸν θάνατο τὴ ζωὴ καὶ μάλιστα τὴν αἰώνια, ὅπως ἀναφέρει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως: «Προσδοκῶ Ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως, χορήγησε σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὴ δυνατότητα νὰ κινοῦνται μεταξὺ Οὐρανοῦ καὶ γῆς.

Τὰ «θαυμαστὰ μεσσιανικὰ σημεῖα», ποὺ πραγματοποιοῦνται διαρκῶς ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ, ἀπὸ τοὺς μαθητές του καὶ ὅλους τοὺς Ἁγίους τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐντὸς τῆς Ἱστορίας, σηματοδοτοῦν, προμηνύουν καὶ καλλιεργοῦν τὴν ἐλπίδα μετάβασης ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ προσωρινότητα στὴ μεταϊστορική τους «πλήρωση», ἐντὸς τῆς Αἰώνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

  Ταυτόχρονα, ὅμως, ἀναδεικνύουν καὶ καταξιώνουν τὴ σημαντικὴ θέση ποὺ κατέχει, πλέον, διὰ τῆς ἐν Χριστῷ παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο, ἡ Ἱστορία στὴ χριστιανικὴ θεολογία, καθὼς ἀποτελεῖ τὸ πεδίο φανέρωσης καὶ πρόγευσης τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

  Ἡ χριστιανικὴ πίστη καθίσταται, ὄχι μόνον προϋπόθεση πραγματοποίησης τῶν «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» θαυμαστῶν σημείων, ἀλλὰ καὶ μεταμόρφωσης τῆς λογικῆς καὶ ἱστορικῆς πραγματικότητας σὲ μία νέα πραγματικότητα, στὴν ὁποία νὰ μπορεῖ νὰ χωράει, ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως, τὸ λογικὸ στὸ ὑπερλόγο, τὸ θεῖο στὸ ἀνθρώπινο καὶ ἀντιστρόφως.

  Ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν συμφωνεῖ μὲ συστήματα ποὺ ἀπολυτοποιοῦν εἴτε τὴ λογικὴ (ὀρθολογισμός, σχολαστικισμὸς) εἴτε τὶς ὑπερβολὲς καὶ μυθοπλασίες τοῦ φαντασιακοῦ (μυστικισμός, Ρομαντισμός, Ἰδεαλισμὸς κ.ἄ.).

Εἶναι ἡ μοναδικὴ θρησκευτικὴ πίστη στὸν κόσμο ποὺ ἀποδέχεται, μὲ ὑγιῆ ἀντίληψη καὶ διάκριση, τὴν διὰ τῆς πίστεως ἑνότητα τοῦ λογικοῦ μὲ τὸ ὑπερλόγο, τοῦ χρονικοῦ μὲ τὸ ἄχρονο, τοῦ ἱστορικοῦ μὲ τὸ ὑπερβατικό, ὡς τὸ διαρκὲς σωτηριῶδες δῶρο τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν ἄνθρωπο.

Previous Article

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς διὰ τὸ τραγικὸν μέλλον τῆς Εὐρώπης

Next Article

Τό μήνυμα τῆς Κυριακῆς Δ΄ Ματθαίου μέ τόν Σεβ. Μητρ. Κυθήρων κ. Σεραφείμ