Σύνοψις: Εἰς τὴν ἡμέραν τῶν Φώτων, ἐν ᾗ ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος ἡμῶν, Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν Φώτων ἀπηύθυνε μία ὁμιλία στὸ ποίμνιό του σχετικὰ μὲ τὸ ἱερὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Δὲν πρέπει νὰ προκαλεῖ ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος δὲν ἀναφέρεται στὴν παροῦσα ὁμιλία, τὴν ὁποία καὶ θὰ συνοψίσουμε στὸ παρόν μας ἄρθρο, γιὰ τὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμό, καὶ τοῦτο, διότι ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε ἀνάγκη τοῦ βαπτίσματος ἀπὸ τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Χριστὸς ἐβαπτίσθη κατ’οἰκονομίαν, τουτέστιν δίνοντας τὸ παράδειγμα σὲ ὅλους τοὺς πιστούς, καθότι ἦταν ἤδη κεχρισμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο Του τὸν Ἑαυτὸ (χρίει ὡς Θεὸς καὶ συνάμα χρίεται ὡς ἄνθρωπος) κατὰ τὴν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἄσπορη δημιουργία τῆς ἐμψύχου σαρκός Του μέσα στὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας.

  Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης, τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ κάθαρση ἁμαρτιῶν, ἄφεση τῶν πταισμάτων καὶ αἰτία ἀνακαινισμοῦ καὶ ἀναγέννησης. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἀνακαίνιση εἶναι ἐπαναφορὰ τῆς πεπαλαιωμένης  ἀνθρωπότητας διὰ τῆς ἀκτίστου βασιλικῆς χάριτος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἀρχαῖον της κάλλος, ἤτοι εἰς τὴν κατάσταση τῆς βρεφικῆς ἀθωότητας [1]. Ὅπως τὸ νεογέννητο παιδὶ εἶναι ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε εἶδος κακίας, καθότι δὲν ἔχει νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ κάποια ἁμαρτία, ἔτσι καὶ ὁ βαπτισμένος ἐπιστρέφει στὴν κατάσταση τῆς πρωταρχικῆς του ἀθωότητας [2]. Ἡ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα ἀθωότητα ἐπιτυγχάνεται μέσω τῆς ἄρνησης τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῆς ἄρνησης τῆς ἁμαρτίας.

  Ἡ ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας δεικνύεται μὲ τὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Αὐτὸ δὲ σημαίνει, ὅμως, ὅτι τὸ ὕδωρ ὡς ὕδωρ (ἤτοι ὡς αἰσθητὸ κτίσμα) συγχωρᾶ τὶς ἁμαρτίες τῶν βαπτισμένων πιστῶν εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἡ κατάδυση μέσα στὸ ὕδωρ δὲν κάνει κάτι ἄλλο παρὰ νὰ δεικνύει τὴν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ βαπτισμένου πιστοῦ, ἡ ὁποία συντελεῖται ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ κτιστὸ ὕδωρ [3]. Ἐν ὀλίγοις, ἡ ἄυλη λαμπρότητα ποὺ ἀνακτᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ θεῖο βάπτισμα δεικνύεται διὰ τοῦ αἰσθητοῦ στοιχείου τοῦ ὕδατος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα διττὸ σύζευγμα ποὺ ἀποτελεῖται ἐκ σώματος καὶ ψυχῆς, καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν παρὰ φύσιν ζωή του ὁρίστηκε ἐκ τῆς θείας οἰκονομίας ἀπὸ συγγενῆ καὶ ὅμοια φάρμακα. Στὸ ὁρατὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἀντιστοιχεῖ τὸ αἰσθητὸ ὕδωρ, ἐνῶ στὴν ἀόρατη ψυχή του ἀντιστοιχεῖ ἡ ἄκτιστη δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἢ ἀλλιῶς, οἱ θεοποιητικὲς ἐνέργειες τῆς ἀκτίστου θεότητας. Ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εὐλογεῖ τόσο τὸ βαπτιζόμενο σῶμα τοῦ πιστοῦ ὅσο καὶ τὸ ἴδιο τὸ ὕδωρ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης προτρέπει τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα νὰ μὴ ὑποτιμάει ἢ εὐτελίζει τὸ βάπτισμα, τόσο ὡς τύπο ὅσο καὶ ὡς περιεχόμενο (κυρίως).

  Ὁ ἁγιασμὸς τοῦ βαπτισμένου πιστοῦ, ὅμως, δὲ λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν προσωπικό του ἀγώνα κατὰ τῆς παρὰ φύσιν ζωῆς, δηλαδὴ τὴ διαρκῆ ἄρνηση τῆς ἑωσφορικῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ ὡς τῆς μόνης πηγῆς τῆς ζωῆς (ἡ ἄρνηση τῆς ἄρνησης τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ χριστιανοῦ λέγεται καὶ θανάτωση τοῦ θανάτου). Μὲ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ πραγματοποιοῦν οἱ πιστοὶ ἀποθέτουν τὶς ἁμαρτίες τους σὰν ἔνδυμα πτωχικὸ καὶ μπαλωμένο καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐνδύονται τὸ πανέμορφο φόρεμα τῆς παλιγγενεσίας, ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Ἄρα, τὸ θεῖο βάπτισμα ἢ λουτρὸ τῆς παλιγγενεσίας, ἑρμηνευμένο πάντα ὡς ἑκούσια ἀποδοχὴ ἐκ μέρους τοῦ βαπτιζόμενου τῆς ἄκτιστης χάριτος ποὺ ἀναβλύζει πλέον καὶ ἀπὸ τὸ κτιστὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δεικνύει τὸν ἑκούσιο ἀποχωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς παλιές του συνήθειες (ἡ κακία εἶναι ἕξη καὶ ὄχι φύση κατὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Πρὶν ἀπὸ τὸ βάπτισμα ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀκόλαστος, πλεονέκτης, ἅρπαγας, ὑβριστής, συκοφάντης καὶ τὰ παρόμοια. Πλέον εἶναι κόσμιος, ἔχει φρόνηση, ἀρκεῖται στὰ δικά του καὶ δὲν εἶναι πλεονέκτης, μεταδίδει στοὺς ἄλλους ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχει, ξέρει νὰ τιμᾶ καὶ εἶναι ἄνθρωπος εὐπροσήγορος. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, δεικνύει ἐπὶ τοῦ πλησίον του αὐτὸ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τῆς ἄκτιστης θεότητας, ὅπως ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Ζακχαῖος στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ ὁποῖος σκότωσε τὸν τελώνη ἤ, ἀλλιῶς, τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μέσα του. Αὐτὸς ὁ ἀνωτέρω ἀναφερθεὶς φόνος τοῦ τελώνη, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ τὴ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς ἐκ τοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκδηλώθηκε πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὴν εἰς διπλοῦν ἀνταπόδοση ἐκ μέρους τοῦ Ζακχαίου πρὸς ὅλους ὅσους εἶχε ἐξαπατήσει.

   Ἔτσι, ἡ κατὰ χάριν υἱοποίηση τοῦ ἀνθρώπου ἤ, ἀλλιῶς, ὁ ἁγιασμὸς διὰ τοῦ θείου βαπτίσματος φέρει πάντοτε καρποὺς καὶ ἀποτελέσματα, ὅπως ἐπισημαίνουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία δὲ μποροῦν νὰ διαιρεθοῦν ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ. Τὸ κύριο σφάλμα τῆς μεταπατερικῆς βαπτισματικῆς θεολογίας εἶναι ὅτι ἀποσυνδέει τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπότοκη τῆς ὀρθῆς πίστης. Τὸ βάπτισμα, λοιπόν, προϋποθέτει τὴν πίστη, ἡ ὁποία πίστη ἐκδηλώνεται μὲ τὸν ἀγώνα κατὰ τῆς ἑκούσιας κακίας [4]. Ὅλοι ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ βάπτισμα ἀπὸ μόνο του καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς χάριτι υἱοὺς τοῦ Θεοῦ ἢ ἁγίους ἀνεξάρτητα ἀπὸ τοὺς καρπούς του, δηλαδὴ τὴν ἐκδήλωση τῆς ἁγιότητας μέσα τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πράξη, δὲν κατανοοῦν ὅτι μετατρέπουν τὸ θεῖο λουτρὸ σὲ μία ἰδιότυπη «χριστιανικὴ μαγεία».

  Συμπλήρωσις εἰς τὸ προηγούμενό μας ἄρθρο. Ὁ Hans Urs von Balthasar, Ἑλβετὸς θεολόγος τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἀνέπτυξε μία διττὴ ἔννοια τῆς κένωσης, ἡ ὁποία περιλαμβάνει:

  Ἐνδοτριαδικὴ κένωση: Μία ἐσωτερικὴ αὐτὸ-κένωση μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας, ὅπου κάθε πρόσωπο προσ­φέρει τὸν ἑαυτό του στὰ ἄλλα, ἐκφράζοντας τὴν ἀπόλυτη ἀγάπη καὶ δοτικότητα ἐντὸς τῆς θεότητας.

  Οἰκονομικὴ κένωση: Ἡ κένωση τοῦ Υἱοῦ μέσῳ τῆς ἐνσάρκωσης καὶ τοῦ πάθους, ὅπου ὁ Χριστός, ὡς ἔκφραση τῆς θείας ἀγάπης, κενώνεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἰδιαίτερα κατὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο.

Ὁ Balthasar ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἐνδοτριαδικὴ κένωση ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν οἰκονομικὴ κένωση, δηλαδὴ ἡ ἐσωτερικὴ δοτικότητα ἐντὸς τῆς Τριάδας καθιστᾶ δυνατὴ τὴν ἐνσάρκωση καὶ τὸ σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ.

Ὡστόσο, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία διαφωνεῖ μὲ αὐτὴ τὴν προσέγγιση, καθώς:

Διαχωρισμὸς θεολογίας καὶ οἰκονομίας: Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση διατηρεῖ σαφῆ διάκριση μεταξὺ τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Τριάδας (θεολογία) καὶ τῆς θείας οἰκονομίας (σχέση μὲ τὴν κτίση), ἀποφεύγοντας τὴν ταύτισή τους.

Ἀπαθὴς φύση τοῦ Θεοῦ: Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὁ Θεὸς εἶναι ἀπαθὴς καὶ δὲν βιώνει πόνο ἢ ἀλλαγή. Ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ὑποδηλώνουν ἐσωτερικὴ κένωση ἢ ἀπομάκρυνση μεταξὺ τῶν προσώπων τῆς Τριάδας.

Ἀναλλοίωτη ἕνωση στὴ Χριστολογία: Ἡ ὑποστατικὴ ἕνωση τῆς θείας καὶ ἀνθρώπινης φύσης στὸν Χριστὸ εἶναι ἀδιάσπαστη. Ὁ Χριστός, ἀκόμη καὶ στὸν Σταυρό, παραμένει πλήρως Θεὸς καὶ πλήρως ἄνθρωπος, χωρὶς ἡ θεότητά Του νὰ ὑποστεῖ κένωση ἢ μείωση.

Ἑπομένως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπορρίπτει τὴν ἔννοια τῆς ἐνδοτριαδικῆς κένωσης, ὅπως προτείνεται ἀπὸ τὸν Balthasar, θεωρώντας την ἀσύμβατη μὲ τὴν παραδοσιακὴ διδασκαλία περὶ τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Σημειώσεις:

[1] Ἐδῶ δεικνύεται καὶ ἡ διαφορὰ τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης ἀπὸ αὐτὴν τῆς φραγκολατινικῆς. Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, ἕνα βρέφος εἶναι ἐκ φύσεως ἁμαρτωλό, καθότι ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει τραυματιστεῖ θανάσιμα ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Συνεπῶς, ἕνα βρέφος ποὺ ἀποθνήσκει ἀβάπτιστο, ὑπάρχων ὡς κατὰ φύσιν ἁμαρτωλό, δὲ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ σὲ καμία περίπτωση στὸν παράδεισο. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος ἐπινοεῖ τὴ λίμπο, μία ἐνδιάμεση κατάσταση (θὰ λέγαμε μία ἠπιότερη κόλαση σὲ σχέση μὲ αὐτὴν τῶν λοιπῶν κολασμένων) μεταξὺ τοῦ παραδείσου καὶ τῆς κτιστῆς κολάσεως.

[2] Αὐτὸ μᾶς προτείνει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μέσα στὶς Γραφές, τουτέστιν νὰ γίνουμε σὰν τὰ νήπια. Ὅμως, ὅπως ἀναφέρουν μὲ ἐνάργεια οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀνωτέρω προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές Του δὲ δηλώνει τὴ νηπιότητα ὡς ἀλογία καὶ ἀφροσύνη, πράγματα τὰ ὁποῖα χαρακτηρίζουν τὶς ζωὲς τῶν παιδιῶν, ἀλλὰ σημαίνει τὴν νηπιότητα ὡς πρὸς τὴν κακία, τουτέστιν τὴν ἐπανεύρεση τῆς κατὰ φύσιν ζωῆς.

[3] Ἐὰν τὸ ὕδωρ ἦταν δυνατὸ νὰ καθαρίσει τὸν πιστὸ ἀπὸ μόνο του, τότε θὰ ἦταν τὸ ἀνώτερο στοιχεῖο τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης. Ἐπίσης, κάτι τέτοιο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ μαγεία ἢ μὲ κάποιου εἴδους σακραμενταλισμό.

[4] Ὁ νηπιοβαπτισμὸς θεμελιώνεται στὴν πίστη τοῦ ἀναδόχου, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἀναλαμβάνει νὰ γαλουχήσει τὸ βαπτιζόμενο νήπιο νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ βάπτισμά του ἑκουσίως διὰ τῆς κατηχήσεως. Ὁ ἀνάδοχος δὲν κάνει τίποτε ἄλλο, λοιπόν, παρὰ νὰ ἀνατρέφει τὸ βαπτιζόμενο νήπιο νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ τηρεῖ τὸ ἴδιο του βάπτισμα. Συνεπῶς, ὁ νηπιοβαπτισμὸς προϋποθέτει ὁπωσδήποτε τὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ἤτοι τὴν πίστη τῶν γονέων καὶ πρωτίστως τοῦ ἀναδόχου, τουτέστιν ὅλων ἐκείνων ποὺ ἀνατρέφουν τὸ παιδί, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης.

Previous Article

Τό μήνυμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα μέ τόν Σεβ. Μητρ. Κυθήρων κ. Σεραφείμ

Next Article

«Ἡ αἵρεση τῆς δράσης»