Εὐάγγελος Στ. Πονηρός Δρ Θ., Μ.Φ.
Συντονιστής Ἐκπαιδευτικοῦ Ἔργου Θεολόγων Ἀττικῆς
Ἀντιπρόεδρος τῆς Πανελληνίου Ἑνώσεως Θεολόγων
[Πόνο μᾶς προξενεῖ ἡ στρέβλωση καί ἡ ἐμπορευματοποίηση τῶν ἐθίμων τῶν Χριστουγέννων, ὅσο καί τῶν λοιπῶν μεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν, τήν ὁποία προβάλλουν κάποια Μέσα Ἐνημερώσεως, μέ τρόπο πιεστικό, διαρκῶς ἐπαναλαμβανόμενο, ἐπιχειρώντας νά ἐκτοπίσουν, ἴσως ἐνσυνείδητα, ἴσως ἀπό ἐπιπολαιότητα, τή χριστιανική ἑλληνική παράδοση ἀπό τή χώρα μας. Γι΄ αὐτό ἐπιλέξαμε ἕνα κεφάλαιο ἀπό βιβλίο μας[1], ὥστε νά ἐνισχύσουμε τή γνώση ὅποιου δέν ξέχασε, νά βοηθήσουμε νά ἀντισταθεῖ ὅποιος τείνει νά ξεχάσει, καί νά ἐνημερώσουμε ὅποιον διόλου δέ γνωρίζει.
α΄. Ἡ σημασία τῶν ἐθίμων γιά τή ζωή τοῦ κάθε ἔθνους
Ἀναφέρει ὁ Ἰούλιος Τυπάλδος[2], ποιητής καί πεζογράφος τῆς ἑπτανησιακῆς σχολῆς, τά ἑξῆς γιά τήν ἀναγκαιότητα διαφυλάξεως τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων κάθε λαοῦ:
«Ὅποιος στοχάζεται νά ὠφελήσῃ τό ἔθνος του κόβοντας τήν κλωστή τῶν παραδόσεων, συντρίβοντας τό ἀπερασμένο, δέν ἠξεύρει οὔτε πόθεν ἔρχεται, οὔτε ποῦ θέλει νά ὑπάγῃ. Ἡ ζωή τῶν ἐθνῶν, καθώς ἐκείνη τῶν ἀτόμων, δέν συνίσταται ἀπό μίαν ἤ ἄλλην ἐποχήν τῆς ὑπάρξεώς τους· ὅλες μαζί συνθέτουν μίαν ἀκέραιαν ὕπαρξη, πού κράζεται ἡ ἱστορία τοῦ ἔθνους· κάθε γενεά ἀφίνει εἰς ἐκείνη πού τήν διαδέχεται βαθύτατες ἀλήθειες, τές ὁποῖες συχνά οἱ σύγχρονοι δέν ἐννοοῦν, ἀλλά μόνο οἱ μεταγενέστεροι πού φωτίζονται ἀπ΄ αὐτές.[3]»
Στίς ἐθνικές παραδόσεις τῶν λαῶν ἀνήκει καί ἡ ἐθιμική παράδοση. Καί αὐτή μαζί μέ ὅλο τόν παραδοσιακό πλοῦτο τοῦ ἔθνους, ἱστορικό, γλωσσικό καλλιτεχνικό, ἀξίζει σεβασμό, διαφύλαξη καί καλλιέργεια. Ὁ περίφημος διηγηματογράφος μας Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης[4], ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη στήν πατρίδα του Σκιάθο ὡς μοναχός Ἀνδρόνικος, ἀναφέρει γιά τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας μέ λιτό ἀλλά διεισδυτικό καί περιεκτικό τρόπο:
«Τά ἔθιμα ῥιζόνουν μέσα εἰς τήν καρδίαν τῶν ἀνθρώπων. Καί ὅταν καταργῶνται, νεῦρον εὐαίσθητον ξερριζόνεται βιαίως ἀπό μέσα ἀπό τήν καρδίαν ἥτις πονεῖ καί ὀδυνᾶται μεταδίδουσα τόν πόνον εἰς ὅλον τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος, ὅστις δέν ἔχει τό νεῦρον τοῦτο, δέν ἀνήκει εἰς ἔθνος. Εἶναι ἀλλότριος αὐτοῦ. Ἀνήκει εἰς ὅλα τά ἔθνη, καί εἰς οὐδέν. Νομίζει πώς εἶνε εἰς τόν κόσμον ὅλον, καί δέν εἶνε πουθενά. Εἶνε εἰς τόν ἀέρα ὅμως. Ἀεροβατεῖ. Εἶνε πολίτης τῆς «Νεφελοκοκκυγίας» τοῦ Ἀριστοφάνους. Ἐάν οἱ τοιοῦτοι ἄνθρωποι εἶνε ἄχρηστοι διά πᾶν ἔθνος, εἶνε πολύ περισσότερον διά τό ἑλληνικόν. Εἶνε βλαβεροί. Τό ἑλληνικόν ἔθνος βλέπομεν ὅτι φεῦ! ὁλονέν ἐκλείπει καί χάνεται, διότι ἐκλίπουσι καί χάνονται οἱ ἔχοντες τό πονετικόν αὐτό νεῦρον ἐν τῇ καρδίᾳ των πολῖται, πληθύνονται δέ οἱ ἄλλοι, οἱ περιφρονοῦντες τά πάντα· οἱ λέγοντες τί εἶνε τοῦτο καί τί εἶνε ἐκεῖνο· καί τί θά πῇ νύκτα καί τί θά πῇ ἡμέρα, καί ἄλλα, τά ὁποῖα συνοψίζονται εἰς τό κατάψυχρον, ὡς μπάλα χιόνος, «δέν βαρυέσαι!»…[5]»
Τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας, στά ὁποῖα ἀναφέρεται ἐδῶ ὁ Μωραϊτίδης, τά ἔθιμα τά ὁποῖα ἄν ξεχάσει ὁ ἄνθρωπος χάνει τό ζωτικό του νεῦρο, ἀποξενώνεται ἀπό τό ἔθνος του, γίνεται πολίτης μιᾶς κάποιας ἀόριστης καί ἀνύπαρκτης οὐτοπίας, δέν εἶναι ἁπλῶς καί τυχαίως κάποια ἔθιμα, εἶναι τά χριστιανικά ἔθιμα[6]. Τό ἑλληνικό ἔθνος, τό ὁποῖο ἔβλεπε ὁ μεγάλος συγγραφέας νά χάνεται, δέν χάθηκε ἀκόμη, διότι δέν παύει ἡ ἀντίστασή του σέ κάθε διαβρωτική, καί μάλιστα γεμάτη θράσος καί ἀναισχυντία, προσπάθεια.
Σ΄ αὐτή τήν ἀντίσταση βοήθησε καί ὁ ἴδιος ὁ Μωραϊτίδης, ὅπως καί ὁ ἐξάδελφός του Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης καί ὁ μικρός λειτουργικός λατρευτικός κύκλος στόν ὁποῖον μετεῖχαν οἱ ἴδιοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι Νικόλαος Πλανᾶς καί Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ὁ κύκλος αὐτός μέ τίς ἀγρυπνίες τίς ὁποῖες τελοῦσε στόν ναΐσκο τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου στό Μοναστηράκι κοντά στήν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἀποτέλεσε ἕνα «λεῖμμα»[7] τό ὁποῖο ἔφερε ἀναγέννηση στήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τήν ὁποίαν ἀπειλοῦσε ἡ πλημμυρίδα τῆς μιμήσεως τῶν εὐρωπαϊκῶν ἠθῶν καί ἐθίμων, ἄκριτα, ἀνεπεξέργαστα, ἀναιτιολόγητα καί σέ τελική ἀνάλυση ἀνόητα. Τό ἔχουμε ξαναγράψει: ἄλλο εἶναι ἡ ἀριστοτελική μίμηση «πράξεως σπουδαίας καί τελείας» καί ἄλλο ἡ παντελῶς ἀνόητη μίμηση πράξεως χυδαίας καί γελοίας. Τό πρῶτο δύναται νά ὠφελήσει, τό δεύτερο ἐπιφέρει σοβαρές ζημίες, οἱ ὁποῖες ἐπανορθώνονται μέ πολλούς κόπους, καί γι΄ αὐτό πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά ἀποφεύγεται.
β΄. Πίστη καί ἔθιμα στή ζωή τῆς ἐλληνικῆς ὑπαίθρου
Ἄς δοῦμε λοιπόν, πῶς ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου, πρίν ἀρχίσει νά ἐξαπλώνεται ὁ σπόρος τῆς φθορᾶς. Οἱ ἀγνοί λοιπόν ἄνθρωποι τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου τηροῦσαν ἀπαρέγκλιτα τίς νηστεῖες, τίς ὁποῖες ἔχει θεσπίσει ἡ Ἐκκλησία μας. Ἐξ ἄλλου τακτικά, ἀλλά καί ἔκτακτα ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις καί τίς ἀνάγκες τῆς ζωῆς τους, καλοῦσαν τόν ἱερέα γιά ἁγιασμό ἤ ἐπεκαλοῦντο τή θεία χάρη τήν ὁποία φέρουν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί φανέρωναν τήν πίστη τους μέ προσφορές στίς ἐκκλησίες καί στά μοναστήρια:
«Τή Μεγάλη Σαρακοστή τή φυλᾶνε οἱ γεωργοί. Δέν τρῶνε κρέας, γιά νά φᾶνε μέ ὄρεξη τ΄ ἀρνί τή Λαμπρή.
Ἐξόν τούτου φυλᾶνε Τετράδη καί Παρασκευή ὅλον τό χρόνο· νηστήσιμα μόνο φαγητά τρῶνε τίς δύο αὐτές μέρες.
Καί στή Φθιώτιδα τήν Παρασκευή δέν κόβουν ξυλεία στό δάσος, γιατί παραδέχονται πώς σαρακώνονται τά ξύλα.
Τήν κάθε πρωτομηνιά καλοῦν τόν παπά νά τούς διαβάση ἁγιασμό.
Ἄν στά χωράφια τους φανῆ σκουλήκι ἤ ἄλλα Ζούμπερα, καλοῦν τόν παπά καί διαβάζει ἁγιασμό.
Κάποτε καί ὡρισμένον παπά, πού τοῦ στρέει ὁ ἁγιασμός, δηλαδή πιάνεται ἡ εὐχή του.
Ἄν ἰδοῦν πώς τό κακό προοδεύει, καλοῦν κουτιά μέ ἅγια λείψανα πού βρίσκονται σέ παλιά μοναστήρια διατηρημένα ἤ καί διαλυμένα. Φέρνει ὁ καλόγερος τό κουτί τοῦ μοναστηριοῦ καί τό στήνει στήν ἄκρη στό χωράφι τους καί διαβάζει τόν ἁγιασμό.
Διηγοῦνται θαύματα ὕστερα ἀπό τόν ἁγιασμό:
Μαζεύτηκε ἡ ἀκρίδα σύννεφο, τούς ἀκοῦς, καί πῆγε στό ποτάμι μόνη της καί πνίγηκε. Ψόφησαν τά σκαθάρια ἀμέσως.
Μεγάλη ἰδίως εἶναι ἡ φήμη τῶν κουτιῶν τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Ναυπακτίας Κοζίτσα, τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, τοῦ Κουμασιοῦ στό Καρπενήσι κοντά, τῆς Βαρνάκοβας στή Δωρίδα, τ΄ Ἄη Γιάννη τῆς Ἀρτοτίνας κλπ κλπ.
Τήν εὐσέβειά τους οἱ γεωργοί τή δείχνουν πάντοτε μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πού κάνουν, ὅταν περνοῦν μπρός ἀπό ἐκκλησία, ἤ ὅταν ἀκούουν καμπάνα νά σημαίνη.
Ἐπίσης φτιάνουν μόνοι τους κεριά καί πᾶνε καί τ΄ ἀνάβουν στά ἐξωκλήσια· ἤ ἀνάβουν τά καντήλια τους μέ λάδι.
Φέρνουν ἄβραστο σιτάρι καί τό χαρίζουν στά μοναστήρια, ὅταν εἶναι ἡ μνήμη τους· ἤ δίνουν τόσες ὀκάδες λάδι, ὅσες ζυγίζει τό παιδί τους πού ἔταξαν καί ἄλλα πολλά δείγματα εὐσεβείας δείχνουν.»[8]
Αὐτά τά ὡραῖα εἶχε συλλέξει καί ἐκθέτει μέ τόσο ὡραία λογοτεχνική γλώσσα ὁ μεγάλος λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος γιά τούς γεωργούς τῆς Ρούμελης, σημαντικά ὅμως εἶναι καί ὅσα ἀναφέρει ὁ ἀείμνηστος ἱεράρχης Εἰρηναῖος Γαλανάκης[9], μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου[10] γιά τήν πίστη τῶν γεωργῶν τῆς Κρήτης. Ἀναφέρει λοιπόν γιά τό πῶς οἱ γεωργοί ἐργάζονταν:
«Μέ τά πρωτοβρόχια πού πέφτουν κι΄ ἀπαλαίνουνε τή λιοκαμένη γῆ, οἱ παπποῦδες μας ἑτοιμάζανε τά σύνεργα τοῦ ζευγαριοῦ: Τ΄ ἀλέτρι, τό ζυγό, τό γυνί καί τό σποροσάκουλο. Τό πρωί πού φεύγανε, νύχτα ἀκόμη ἀπό τό σπίτι, κάνανε τό σταυρό των καί στό χωράφι ἀρχίζανε τή δουλειά «στ΄ ὄνομα τοῦ Θεοῦ». Ὕστερα ὅλη τήν ἡμέρα ὠργώνανε δίνοντας προσταγές στά βώδια των σέ μιά πανάρχαιη Ἑλληνική γλῶσσα: Ἄνω, ἔσω, παραβολή.»
Ἀλλά καί γιά τή συγκομιδή στήν Κρήτη μᾶς πληροφορεῖ μέ τήν ἄφθαστη σέ λογοτεχνική καλαισθησία ἔκφρασή του ὁ σεβάσμιος ἱεράρχης τά ἑξῆς:
«Κι΄ ὅταν τέλειωνε ὁ θερισμός ἄρχιζε τ΄ ἀλώνι. Κοντά στό χωριό καί στό σόχωρό του, ὁ καθένας εἶχε σωριασμένα τά σπαρτά του σέ χρυσές θεμωνιές καί κάθε μεσημέρι τ΄ ἁλυσοδεμένα βώδια γύριζαν ἀτέλειωτες βόλιτες στά στρογγυλά ἁλώνια καί κομμάτιαζαν κάτω ἀπό τά πόδια των τίς ράπες καί τ΄ ἀστάχυα. Τό «μάλαμα» γινόταν σιγά – σιγά κι οἱ παληοί ἁλωνάρηδες τό γυρίζανε συχνά μέ τά διχάλια κι΄ ὅταν φυσοῦσε ὁ ἄνεμος τό λιχνοῦσαν μέ τά θρινάκια καί σώριαζαν καθαρό τόν καρπό στή μέση τοῦ ἁλωνιοῦ. Καί τότε ὁ γέρο ζευγᾶς μέ μιά λειτουργική εὐλάβεια χάραζε πάνω στό σωρό τοῦ καρποῦ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔστηνε ἐπάνω σάν σημαία ἕνα ψηλό θρινάκι καί βγάζονας τό κεφαλομάντηλό του γονάτιζε καί προσκυνοῦσε τό εἰσόδημά του. «Δόξα σοι ὁ Θεός…»[11]»
Γνώριζε λοιπόν, ὁ γεωργός τῆς Κρήτης, ὅτι ὁ ἴδιος κόπιαζε, ἀλλά ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εὐλογοῦσε τόν κόπο του καί δέν πήγαινε χαμένος. Γι΄ αὐτό καί ξεκινοῦσε τήν ἐργασία κάνοντας τόν σταυρό του, καί ὅταν συγκέντρωνε τή συγκομιδή του, σχημάτιζε ἐπάνω στό σωρό τοῦ σιταριοῦ ὁμοίως τόν σταυρό τοῦ Σωτῆρος καί ἐν τέλει δοξολογοῦσε τόν Θεό γιά τήν εὐλογία τήν ὁποία τοῦ εἶχε χαρίσει. Παρατηροῦμε ἀκόμη, ὅτι μέσα στήν ἀγνή ψυχή τοῦ γεωργοῦ τῆς Κρήτης ζοῦσε ἁρμονικά ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα μαζί μέ τήν πίστη στόν Χριστό.
Μέ βάση λοιπόν αὐτές τίς ἀδιάψευστες μαρτυρίες βλέπουμε, ὅτι ἀπ΄ ἄκρη σ΄ ἄκρη τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου διακρίνονταν οἱ πρόγονοί μας γιά τή χριστιανική τους πίστη, ἡ ὁποία διαπερνοῦσε ὅλες τίς φάσεις τῆς ζωῆς τους
γ΄. Κίνδυνοι οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦν τά ἔθιμά μας
Κατά τήν ἐποχή τῶν ἐκλεκτῶν μας λογοτεχνῶν Μωραϊτίδη καί Παπαδιαμάντη, ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ πιστή ὁμήγυρις τοῦ ἁγίου Ἐλισσαίου ἐμφανίσθηκαν καί κάποιες καταλυτικές τάσεις στήν ἑλληνική κοινωνία:
«Ξεχωριστά ἡ τότε διανόηση εἶχε κυριολεκτικά ἀφηνιάσει!.. Κάθε ἑλληνικό, πατριωτικό, ὀρθόδοξο καί παραδοσιακό τό λοιδοροῦσε, τό πέταγε ὡς ἄχρηστο ἤ τό ἀγνοοῦσε. Καί στή θέση του πρότεινε μόνιμα, πρότυπα ἄσχετα μέ τόν ἑλληνικό χαρακτήρα καί τόν τρόπο ζωῆς τοῦ γνήσιου Γραικοῦ. Ἡ Ἀθήνα εἶχε φτάσει ἔτσι σ΄ ἕνα τέτοιο σημεῖο θολότητας καί τρέλας, ὥστε δέν μποροῦσε ἕνας χριστιανός νά κάνει τό σταυρό του, ὅταν περνοῦσε ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησιά, οὔτε ὅταν καθόταν στό τραπέζι κάποιας ταβέρνας γιά νά δειπνήσει. Τόν περιγελοῦσαν φωναχτά ἤ τοῦ πετοῦσαν σημαδιακές κουβέντες, τίς ὁποῖες εὐτύς συμμερίζονταν οἱ θαμῶνες κι ὅλοι μαζί τότε χαχάνιζαν καί γινότανε τοῦ σκοτωμοῦ! Κάποτε μάλιστα τά ἐπεισόδια αὐτά καί οἱ ἀντεγκλήσεις ἔφταναν καί στά χέρια!.. Ἀπό τό 1855 μάλιστα, μαζί μέ τήν ἐπιφανειακή πολυτέλεια πού εἶχε εἰσαχθεῖ στήν Ἀθήνα, ἦρθε καί ἡ διαφθορά. «…Τίμιες κερδοφόρες ἐργασίες δέν ὑπῆρχαν!». Καί «… τά κορίτσια ἔπαιρναν τόν κακό δρόμο προπάντων γιά νά κάνουν τά λοῦσα τους, τήν ἐπίδειξή τους».[12]»
Ὁ καθένας μας μπορεῖ νά συμπεράνει τί εἴδους «διανόηση» ἦταν ἐκείνη, ἡ ὁποία πολεμοῦσε τήν πίστη καί τά παραδοσιακά ἤθη καί ἔθιμα καί προωθοῦσε ὡς ἐπωφελεῖς συνήθειες τήν ξενομανία, τή μίμηση σαθρῶν προτύπων καί τή διαφθορά, ἀρρωστημένη τάση ἡ ὁποία μολονότι δέν ἐπικρατεῖ πλέον, δέν ἔχει παύσει καί σήμερα νά ὑπάρχει!
Ὁ καθένας μας ἐπίσης μπορεῖ νά συμπεράνει, ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ ὑγιής διανόηση, αὐτή ἡ ὁποία πόρρω ἀπέχει ἀπό τήν ὡς ἄνω περιγραφείσα παράνοια! Εἶναι λοιπόν σοβαρός κίνδυνος ὄχι μόνο γιά τήν ἐπιβίωση τῶν ἐθίμων μας, ἀλλά καί γιά τήν ἐπιβίωσή μας ὡς ἔθνους, ἡ ἀρρωστημένη «διανόηση», ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν κόσμο σέ ἐσφαλμένες καί κατά συνέπεια ζημιογόνες κατευθύνσεις.
Τήν ὑγιή διανόηση ἀντιπροσώπευαν ἐκείνη τήν ἐποχή ὁ Μωραϊτίδης καί ὁ Παπαδιαμάντης καί ὅσοι, σέ ἐκείνη ἀλλά καί στήν ὁποιαδήποτε ἐποχή καλλιεργοῦσαν καί καλλιεργοῦν τήν ἑλληνική ὀρθόδοξη παράδοση. Ἀντιμετωπίζοντας λοιπόν ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης κάποιους ἐκπροσώπους τῆς ἀρρωστημένης «διανοήσεως» ἔγραψε στό περίφημο διήγημά του «Λαμπριάτικος ψάλτης» τό 1893 τά ἑξῆς συνταρακτικά, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά λησμονεῖ, ὅποιος ἐπιθυμεῖ ὄχι μόνο νά λέγεται, ἀλλά καί νά εἶναι Ἕλληνας:
«Ἄγγλος ἤ Γερμανός ἤ Γάλλος δύναται νά εἶναι κοσμοπολίτης ἤ ἀναρχικός ἤ ἄθεος ἤ ὁτιδήποτε. Ἔκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τήν ἀπιστίαν καί τήν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλά ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον ὅστις θέλει νά κάμῃ δημοσίᾳ τόν ἄθεον ἤ τόν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μέ νάνον ἀνορθούμενον ἐπ΄ ἄκρων ὀνύχων καί τανυόμενον νά φθάσῃ εἰς ὕψος καί φανῇ καί αὐτός γίγας. Τό ἑλληνικόν ἔθνος, τό δοῦλον, ἀλλ΄ οὐδέν ἦττον καί τό ἐλεύθερον ἔχει καί θά ἔχει διά παντός ἀνάγκην τῆς θρησκείας του.»
Σοβαρό κίνδυνο ἀποτελοῦν σήμερα καί οἱ στρεβλώσεις τῶν χριστιανικῶν ἐθίμων μας, οἱ ὁποῖες διοχετεύονται μέσῳ τοῦ ἐμπορίου. Ἐδῶ θά πρέπει νά διακρίνουμε τό ἐμπόριο ἀπό τήν αἰσχροκέρδεια. Ὁ Χριστός δέν ἐξεδίωξε τούς ἐμπόρους ἀπό τόν ναό, ἁπλῶς καί μόνο ἐπειδή ἦταν ἔμποροι, ἀλλά ἐπειδή ἀσκοῦσαν τό ἐμπόριο μέσα στόν ναό. Αὐτό γίνεται ἀντιληπτό καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι βοήθησε τούς μαθητές του νά πιάσουν ψάρια, τά ὁποῖα ὁπωσδήποτε ἐπρόκειτο κατόπιν νά ἐμπορευθοῦν. Δέν ἀπαγορεύεται λοιπόν τό ἐμπόριο, ἀλλά ἡ αἰσχροκέρδεια καί τό νά μήν ἔχουμε ἱερό καί ὅσιο.
Καθετί στρεβλό, τό ὁποῖο εἰσάγεται στήν Ἑλλάδα ἀναζητᾶ καταναλωτές μεταξύ τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Καί μάλιστα οἱ εἰσαγωγεῖς τῆς διαφθορᾶς ἐπιχειροῦν πάντοτε νά μᾶς πείσουν, ὅτι αὐτό τό ὁποῖο μᾶς διαφημίζουν εἴτε «πολιτικός γάμος» λέγεται καί θέλει νά ἀντικαταστήσει τό χριστιανικό μυστήριο τοῦ γάμου, εἴτε «ἀποτέφρωση νεκρῶν» καί θέλει νά ἀντικαταστήσει τή χριστιανική ταφή, εἴτε ἔκλυση τῶν ἠθῶν καί θέλει νά ἀντικαταστήσει τή χριστιανική σωφροσύνη, εἴτε «νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων» λέγεται καί θέλει νά ἀντικαταστήσει τή χριστιανική ἀνατροφή τῶν τέκνων, εἴτε «χωρισμός τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία λέγεται» καί παραβλέπει τό γεγονός ὅτι αὐτό τό κράτος ἱδρύθηκε μέ ἀγῶνες χριστιανῶν ὡς χριστιανικό κράτος δῆθεν μᾶς συμφέρει καί μᾶς ἀπελευθερώνει καί ὅτι ἡ παράδοσή μας, ἡ ἱστορία μας, ἡ ταυτότητά μας, τό εἶναι μας, ἡ ὕπαρξή μας ἡ ἴδια, ἀποτελεῖ … περιορισμό τῆς ἐλευθερίας μας!!!
Ἕνα πρόβλημα τό ὁποῖο ἔχει προκύψει κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες, εἶναι ἡ ἀπόπειρα νοθεύσεως τόσο τῶν ἱστορικῶν στοιχείων τῆς ζωῆς τοῦ μεγάλου Βασιλείου, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν παραδόσεων οἱ ὁποῖες περιπλέκονταν γύρω ἀπό τή μνήμη του. Καί εἶναι πρόβλημα, διότι προξενεῖ σύγχυση στά παιδιά. Ἡ φρικτή αὐτή στρέβλωση τῆς ἱστορίας, προωθεῖται μέ ἀξιοσημείωτο θράσος καί ἀξιομνημόνευτη ἀσέβεια πρός τήν ἱστορική ἀλήθεια καί πρός τή μνήμη τοῦ ἁγίου, καί ἀναμειγνύεται μάλιστα καί μέ παγανιστικούς μύθους!
Ὁ ἅγιος Βασίλειος παρουσιάζεται ὡς ἔχων πατρίδα … τή Λαπωνία, τήν ὁποία δέν εἶχε ἀντικρύσει ποτέ, ἴσως μάλιστα δέν εἶχε ἀκούσει γι΄ αὐτήν ποτέ! Ἔχει ὡς μεταφορικό μέσον ταράνδους, εἶδος τοῦ ζωικοῦ βασιλείου τό ὁποῖο ποτέ δέν γνώρισε! Ἐπίσης παρουσιάζεται ὡς ἔχων βοηθούς διάφορά «ξωτικά», τερατόμορφα ἀνθρωπάκια, ἀνύπαρκτα στήν πραγματικότητα καί παράγωγα παγανιστικῆς φαντασίας. Καί ποιός παρουσιάζεται ὡς ἔχων βοηθούς τά παγανιστικά τερατάκια; Ὁ ἅγιος ὁ ὁποῖος ἀγωνίσθηκε σέ ὅλη του τή ζωή ἐναντίον τοῦ παγανισμοῦ! Πιστεύουμε, ὅτι θά ἔπρεπε νά ἀπαγορευθεῖ ἡ ἀναφορά τέτοιου εἴδους χονδροειδῶν ὅσο καί βδελυρῶν κατασκευασμάτων ἀπό τηλεόραση, ραδιόφωνο, ἐφημερίδες καί ὁποιοδήποτε ἄλλο μέσο ἐνημερώσεως, ὥστε νά μή ὑπάρχει πλέον κίνδυνος νά προξενήσουν σύγχυση στά παιδιά μας.
Γιά τό πῶς ὁ λαός μας εἶχε περιβάλει τό σεπτό πρόσωπο τοῦ μεγάλου ἁγίου μέ χαριτωμένες παραδόσεις, οἱ ὁποῖες ὀφείλονταν στήν πίστη του ἀλλά καί τήν ἐνίσχυαν ἐν τέλει, γράφει ὁ μεγάλος λαογράφος Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος[13]:
«Ὅταν ἀκόμα στήν Ἑλλάδα τά Χριστούγεννα γιορτάζονταν μέ λατρευτική αὐτοτέλεια, χωρίς ν΄ ἀνακατεύονται μέ τά γενικότερα ἔθιμα τοῦ νέου χρόνου, ὁ Ἄϊ-Βασίλης ἦταν ἕνας καθαρά πρωτοχρονιάτικος ἅγιος, κάτι ἀνάμεσα στόν πραγματικό ἱεράρχη τῆς Καισάρειας καί σ΄ ἕνα πρόσωπο συμβολικό τοῦ ἑλληνισμοῦ, πού ξεκινοῦσε ἀπό τά βάθη τῆς ἑλληνικῆς Ἀσίας κι ἔφτανε τήν ἴδια μέρα σ΄ ὅλα τά πλάτη, ἀπό τόν Πόντο ὥς τήν Ἑπτάνησο κι ἀπό τήν Ἥπειρο ὥς τήν Κύπρο. Ξεκινοῦσε σάν μεσαιωνικός πεζοπόρος, ἀμέσως ὕστερ΄ ἀπό τά Χριστούγεννα, μέ τό ραβδί στό χέρι, καί περνοῦσε ἀπ΄ τούς διάφορους τόπους, καλόβολος πάντα καί κουβεντιαστής μέ ὅσους συναντοῦσε. Δέν κρατοῦσε κοφίνι στήν πλάτη του, οὔτε σακί φορτωμένο μέ δῶρα. Ἐκεῖνο πού ἔφερνε στούς ἀνθρώπους ἦταν περισσότερο συμβολικό: ἡ καλή τύχη ἰδιαίτερα κι ἡ ἱερατική εὐλογία του. Τό μόνο κάπως συγκεκριμένο ἦταν τό μαγικό ραβδί του, ἀπ΄ ὅπου μέ θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ἤ ζωντάνευαν κλαδιά καί πέρδικες, σύμβολα τῶν ἀντίστοιχων δώρων, πού θά μποροῦσε νά μοιράσει στούς εὐνοουμένους του.[14]»
Ὁ μέγας Βασίλειος ἦταν σύμφωνα μέ τίς διαπιστώσεις τοῦ μεγάλου λαογράφου «πρόσωπο συμβολικό τοῦ ἑλληνισμοῦ» καί καμμία διάθεση δέν εἶχε ὁ λαός μας νά τόν μετατρέψει … σέ Λάπωνα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά μυθεύματα εἶναι τόσο ἀστεῖα, ὅσο ἐάν ἰσχυριζόμασταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ὅτι ὁ Φινλανδός λογοτέχνης καί ἀκαδημαϊκός Μίκα Βαλτάρι εἶχε πατρίδα τήν Καλαμάτα ἤ τήν Πάτρα!
Κινδυνεύουν τά ἔθιμά μας, καί γενικά ἡ χριστιανική μας ζωή, ἀπό τήν ἐξάπλωση τῆς κερδοσκοπίας καί τή μανία πλουτισμοῦ, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά τά σαρώσει. Γνώριζε ὁ χριστιανός, καί ὁ ἐγγράμματος, ἀλλά καί ὁ πιό ἁπλοϊκός, ὅτι τήν Κυριακή δέν θά ἐργασθεῖ καί θά πάει στήν Ἐκκλησία του. Σήμερα ἐπιχειρεῖται ἡ ἀπαγόρευση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς ἡμέρας. Ἄς δοῦμε πῶς περιγράφει τήν πίστη τῶν ἁπλοϊκῶν τσιγγάνων[15] ὁ μεγάλος λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος[16]:
«Εἶναι θρῆσκοι οἱ γύφτοι. Νά εἴμαστε ἐξηγημένοι, ἐδῶ ἐννοῶ τούς χωριάτες γύφτους. Πολλά πράματα γιά τή θρησκεία δέν ξέρουν, ἀλλά τά ὅσα ξέρουν, τά φυλᾶνε σάν καλοί χριστιανοί. Καί νά τί φυλᾶνε:
Τήν Κυριακή τά δόντια νά τούς βγάλης, δουλειά δέν κάνουν· ἐπίσης τίς μεγάλες γιορτές, γιά ὅσες λέει ὁ παπάς πώς ἔχουν ἀργία, ἀλλά καί κάμποσες ἄλλες ἀλαφρογιορτές. (Ἀλαφρογιορτή λένε γιά κείνη πού δέν ἔχει ἀργία, βαρειά γιά κείνη πού ἔχει ἀργία.) Βάρεσε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησίας γιά Ἑσπερινό, ἔχει δέν ἔχει ἀργία μιά γιορτή, τή φυλάει ὁ γύφτος, δέν ἐργάζεται.
Ἄν ἦταν γιά νά ἐργαστῶ, σοῦ λέει, γιατί νά βαρέση ὁ παπάς τήν καμπάνα!
Δέ δουλεύει βαρειά καί σφυρί, ἔχει ὅμως κάτι ἄλλο νά κάμη τίς ἀλαφρογιορτές ὁ χαλκιάς· κι αὐτό τό κάτι δέ βαραίνει τή συνείδησή του, ὅπως θά τή βάραινε, ἄν ἄναβε τό καμίνι νά χτυπήσει σφυρί στ΄ ἀμόνι.
Φτιάνει λάσπη ἀπό χῶμα καί λασπώνει τό καμίνι, γιατί χαλάει ἀπ΄ τή φωτιά καί θέλει λάσπωμα ἀπό καιρό σέ καιρό. Ἤ πάει στό λόγγο καί φτιάνει γυφτοκάρβουνα, γιά νά τοῦ βρίσκωνται, ὅταν θά ἔχη ἀνάγκη νά κάμη δική του δουλειά· δηλαδή νά προετοιμάζη πρᾶμα (τσεκούρια, μαχαίρια, τσαπιά…) γιά τά παζάρια.
Τά φορτώνει στό ζῶ του τά κάρβουνα καί τά φέρνει καί τά ρίχνει σέ μιά ἀγγωνή ἀπ΄ τ΄ ἀργαστήρι.
Ἄς βρίσκονται! λέει.
Ὅταν θά ἀραιώσουν τῶν χωριανῶν τά ξεδουλέματα (μικροδουλειές), θά δουλέψη γιά λογαριασμό του, γιά νά μή χάνεται ὁ καιρός στό καθησιό.
Οἱ δυό παραπάνω δουλειές ἐπιτρέπονται καί στίς ἀλαφρογιορτές· νομίζει πώς δέν ἔχει καμμιά ἁμαρτία κάνοντας αὐτές τίς δουλειές. Τοῦ τό λέει ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ πώς δέν ἔχει, ἀλλά τό πιστεύει κιόλας, γιατί ἔτσι τόβρε ἀπ΄ τόν παππούλη του, ἔτσι θέλει νά τό ἀφήση καί γιά τούς ἄλλους γύφτους πού θά ἔρθουν πίσω του καί θά ἐξακολουθήσουν τή σιδεράδικη, ὅταν στά δικά του μάτια θά ἔχουν πιά φυτρώσει χορτάρια (=θά ἔχη πεθάνη).[17]»
Ὄχι ὅμως μόνον οἱ τσιγγάνοι σιδεράδες, ἀλλά ὅλος ὁ λαός τηροῦσε τίς χριστιανικές ἀργίες, ὅπως μᾶς περιγράφει ὁ ἴδιος μελετητής μέ ζωντανή κατανοητή λαϊκή γλῶσσα:
«Στίς γιορτάδες τῶν Ἁγίων δέ δουλεύουν οἱ γεωργοί.
Καί μιλοῦν γιά γιορτάδες βαριές καί γιορτάδες ἀλαφριές. Τίς ἀλαφριές τίς λένε ἀλαφρογιορτές.
Γιά ποιοῦ εἴδους γιορτή πρόκειται, τό κρίνουν ἀπ΄ τήν καμπάνα.
Βάρεσε ὁ παπάς πολύ τήν καμπάνα, σοῦ λένε: εἶναι βαριά γιορτή· τή βάρεσε λίγο: εἶναι ἀλφριά.
Ὡστόσο οἱ γεροντότεροι, τό ξέρουν κι ἀπό πέρσι κι ἀπό πρόπερσι, τό ξέρουν κι ἀπ΄ τούς γονέους τους, ποιές γιορτές εἶναι βαριές καί ποιές ἀλαφριές.
Κι ὅσο μέν γιά τίς βαριές, ὅπως εἶναι τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, τ΄ Ἅη Γεωργίου, τ΄ Ἅη Κωνσταντίνου, οὔτε λόγος πρέπει νά γίνεται γιά δουλειά.
Θά σέ ξεδοκιμάση ὁ Θεός! τούς ἀκοῦς, ἄν ἰδοῦν κανένα τόσο ἀσεβῆ πού νά τολμήση νά δουλέψη χρονιάρα μέρα, ὅπως ὀνομάζουν τή βαριά γιορτή.
Φυλᾶνε ὅμως καί τίς ἀλαφριές γιορτές, καί πρό πάντων κεῖνες πού Ἅγιων τους ἐξωκλήσια βρίσκονται στήν περιφέρεια τοῦ χωριοῦ τους ἤ καί σέ γειτονικά χωριά.[18]»
Κάποιες φορές ἡ ὀκνηρία μας ὠθεῖ τό ἔθιμο σέ ξεπεσμό. Ἦταν χαρά γιά τό σπίτι, καρδιοχτύπι γιά τά παιδιά, παιχνίδι νά μπλέκονται στήν ποδιά τῆς μαμᾶς καί νά βοηθοῦν στό ζύμωμα τῆς πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας ἤ τοῦ πασχαλιάτικου τσουρεκιοῦ καί στό βάψιμο τῶν πασχαλινῶν αὐγῶν. Ἦταν μοναδική ἡ μυρωδιά ὁλόκληρου τοῦ σπιτιοῦ, ὅταν ψήνονταν στό φοῦρνο οἱ βασιλόπιτες ἤ τά τσουρέκια, καί τά παιδιά δέν ἄντεχαν νά περιμένουν μέχρι νά τά δοκιμάσουν. Ἡ κάθε νοικοκυρά εἶχε τίς δικές της μυστικές συνταγές καί ἀνταγωνιζόταν τίς φίλες της γιά νά παρασκευάσει τά καλύτερα παραδοσιακά ἑορταστικά γλυκά καί λοιπά ἐδέσματα.
Αὐτή ἡ χαρά δέν πρέπει νά παύσει ἀπό τό ἑλληνικό σπίτι. Δέν πρέπει τά ἕτοιμα χριστόψωμα, οἱ ἕτοιμες δίπλες καί οἱ βασιλόπιτες τά Χριστούγεννα, τά ἕτοιμα τσουρέκια, ἀκόμη καί τά ἕτοιμα βαμένα αὐγά τό Πάσχα νά ἀντικαταστήσουν ἐκείνη τή χαρά, τήν ὁποία νοιώθαμε στά παιδικά μας χρόνια. Ἀλλιῶς, ἡ «εὐκολία» νά ἀγοράζουμε τό ἕτοιμο, φέρνει μαζί καί τά ἐλαττώματά της: τά συντηρητικά τά ὁποῖα καταναλώνουμε μαζί μέ τά ἕτοιμα γλυκά, τίς πλαστικές συσκευασίες οἱ ὁποῖες περιέχουν ἄοσμα βιομηχανοποιημένα προϊόντα, τίς ὑψηλές τιμές τῶν ἕτοιμων προϊόντων καί τήν ἀπογοήτευση καί θλίψη ὅταν δέν μποροῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε στίς ὑψηλές αὐτές τιμές λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων. Τότε προβάλλει καί πάλι ἡ παράδοση, τότε ἀγοράζουμε ὑλικά, ὅσο ἔχουμε ἀκόμη αὐτή τή δυνατότητα, καί ζητοῦμε νά μάθουμε παραδοσιακές συνταγές, τότε ξαναγυρνοῦν στό σπίτι χαρές, ὅπως αὐτές τίς ὁποῖες περιγράψαμε.
Ἡ ἀγάπη γιά ἐπίδειξη καί πολυτέλεια εἶναι ἕνας ἀκόμη κίνδυνος, ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ τά χριστιανικά ἔθιμα καί τή χριστιανική ζωή ἐν γένει. Σ΄ αὐτήν ἐπιχειρεῖ ἐπίσης νά μᾶς ὠθήσει ἡ κερδοσκοπία. Ἕνα ἔκτυπο παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος εἶναι οἱ παιδικές πασχαλινές λαμπάδες, οἱ ὁποῖες κυκλοφοροῦν στό ἐμπόριο, καί συνοδεύονται στήν ἴδια συσκευασία ἀπό πανάκριβα παιχνίδια. Αὐτές διαφημίζονται ἔντονα καί ἐπιχειροῦν νά αἰχμαλωτίσουν τίς παιδικές ψυχές, ὥστε νά τίς ἀπαιτήσουν μέ φορτικό τρόπο ἀπό τούς γονεῖς. Οἱ γονεῖς φέρουν τεράστια εὐθύνη, ὅταν δέν διαπαιδαγωγοῦν σωστά τά παιδιά, ὥστε νά μάθουν νά μή ἀγαποῦν τήν πολυτέλεια. Πρέπει ὅμως πρῶτα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς ὡς ἐνήλικοι νά ἀποκτήσουμε σωστές χριστιανικές ἀρχές, ὥστε νά τίς περάσουμε στά παιδιά μας.
Αὐτό δέν εἶναι εὔκολο νά συμβεῖ, ὅταν ἕνας γάμος ξεκινᾶ μέ ἐσφαλμένο τρόπο, καί τά λιτά χριστιανικά γαμήλια ἔθιμα ἀντικαθίστανται ἀπό μανία γιά πολυτέλεια καί ἐπίδειξη πλούτου. Ἔτυχε νά δοῦμε νά δαπανῶνται τεράστια ποσά γιά γαμήλιες τελετές καί συμπόσια καί οἱ δαπανῶντες νά δηλώνουν, εὐθαρσῶς ὅσο καί ἀνοήτως: «στόν γάμο μου τά θέλω ὅλα τέλεια». Εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν περιπέσει σέ σύγχυση καί ταύτιζαν τήν τελειότητα μέ τήν πολυτέλεια.
Καί τό σύνηθες ἀποτέλεσμα; Μετά ἀπό μερικά χρόνια ἤ σέ κάποιες περιπτώσεις μετά ἀπό ἐλάχιστους μῆνες, ἀποτύγχαναν παταγωδῶς καί διαλύονταν οἱ γάμοι, πληγώνονταν καί τά παιδιά ἄν ὑπῆρχαν. Καί τοῦτο διότι οἱ σύζυγοι εἶχαν ξεκινήσει τό γάμο τους δίνοντας προσοχή σέ πράγματα ἐπιφανειακά καί ἀνούσια, ἀντί νά φροντίσουν μέ βάση τήν πίστη στό Θεό καί τήν ἀφοσίωση πρός ἀλλήλους νά χαράξουν τήν κοινή πορεία τους στή ζωή. Αὐτό θά σήμαινε τελειότητα στό γάμο καί ὄχι οἱ ἀνούσιες ἐπιδείξεις καί οἱ περιττές δαπάνες.
Εἶναι λοιπόν ἡ πολυτέλεια ἕνας σοβαρός κίνδυνος ἀπό τόν ὁποῖο πρέπει νά προστατεύσουμε τά παιδιά μας, ἐάν στ΄ ἀλήθεια τά ἀγαποῦμε. Τόν εἶχαν ἐδῶ καί αἰῶνες ἐπισημάνει οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἄς δοῦμε ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα λόγου του, ὅπου ὁ μέγας πατήρ ἀποδοκιμάζει τήν ὀλέθρια συνήθεια τῆς ἐπιδιώξεως πολυτελείας:
«Διότι τί χειρότερο ἀπό αὐτή τή βλακεία θά μποροῦσε νά ὑπάρξει, ἀπ΄ τό νά κοιμᾶται κάποιος σέ κρεβάτι ἀπό ἐλεφαντόδοντο; Ἀκόμη κι ἄν οἱ ἄλλες ἁμαρτίες παρέχουν κάποια μικρή ἡδονή, ὅπως ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καί ἡ ἀσωτία, τό νά κοιμᾶσαι σέ κρεβάτια ἀπό ἐλεφαντόδοντο, ποιά ἡδονή παρέχει; Ποιά παρηγοριά; Μήπως ἡ ὀμορφιά τοῦ κρεβατιοῦ κάμει τόν ὕπνο πιό εὐχάριστο καί πιό γλυκό; Πιό ἀνυπόφορο καί πιό βαρύ θά γίνει αὐτό, ἄν εἴμαστε νουνεχεῖς. Ὅταν καταλάβεις, ὅτι ἐνῷ ἐσύ κοιμᾶσαι σέ κρεβάτι ἀπό ἐλεφαντόδοντο, κάποιος ἄλλος οὔτε ψωμί δέν μπορεῖ νά ἀπολαύσει, δέν θά σέ καταδικάσει ἡ συνείδησή σου, δέν θά ἐπαναστατήσει νά σέ κατηγορεῖ γιά τήν ἀνωμαλία αὐτή; Κι ἀφοῦ τό νά κοιμώμαστε σέ κρεβάτια ἀπό ἐλεφαντόδοντο εἶναι ἔγκλημα, ποιά δικαιολογία θά ἔχουμε, ὅταν τά κρεβάτια εἶναι ἐπενδεδυμένα ὁλόκληρα μέ ἀσήμι;[19]»
Ἕνας ἀκόμη σοβαρός κίνδυνος ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ τά ἔθιμά μας εἶναι ἡ ἐπιφανειακή μελέτη τῶν παραδόσεών μας καί οἱ ἀνεύθυνες γενικεύσεις στίς ὁποῖες προβαίνουμε. Στό ζήτημα αὐτό ἔχει σοβαρό μερίδιο εὐθύνης καί ἡ πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου, ἡ ὁποία γιά κάποιες ἰδέες καί ἀποφάσεις της, τίς ὁποῖες κατά τό παρελθόν προώθησε στόν λαό πρός ἐφαρμογή, δέν φρόντισε νά συμβουλευθεῖ τούς εἰδικευμένους στή λαογραφία ἐπιστήμονες.
Ὅταν, πρίν πολλά χρόνια, ἀκούσαμε γιά πρώτη φορά τήν … περίφημη ἰδέα, ὅτι τό νά στολίζουμε καραβάκι καί ὄχι δενδράκι εἶναι τό ἑλληνικό χριστουγεννιάτικο ἔθιμο, ἀπορήσαμε καί σκεφθήκαμε: ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει μόνο νησιά καί παραλίες, ἀλλά ἔχει καί πολλές ὀρεινές περιοχές, ὅπου οἱ κάτοικοι ποτέ δέν ἔχουν δεῖ θάλασσα καί καράβι[20], πῶς θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά ἴσχυε τό ἔθιμο αὐτό καί στίς περιοχές ἐκεῖνες;
Καί ἡ ἐπιβεβαίωση ἦλθε ἀπό μέρους τῆς ἐπιστημονικῆς λαογραφίας. Γράφει γιά τό θέμα αὐτό μέ ἐξόχως διαφωτιστικό τρόπο ὁ Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος:
«Βέβαια, εἶναι τό καράβι γνώριμο καί κάποτε συμβολικό στούς νησιώτικους ἤ παραθαλάσσιους ἑλληνικούς πληθυσμούς. Τί θά γίνει ὅμως μέ τούς μεσόγειους καί τούς ὀρεινούς; […] Ναί, τά παιδάκια τῶν νησιῶν ψάλλουν ἀπό χρόνια τά κάλαντα κρατώντας στά χέρια τους φωτισμένα καράβια (πού εἶναι φανάρια πορείας στίς βραδινές ὧρες τῆς ἐξόδου των), ἀλλά στούς μεσόγειους καί ὀρεινούς τόπους κρατοῦσαν ἄλλο συμβολικό θέμα (ἐπίσης φανταχτερό βραδοφάναρο), ἕνα ὁμοίωμα τῆς Ἁγιά-Σοφιᾶς. […] τό δεντρόκλαρο καί ὁ πράσινος θάμνος ἔμπαιναν πάντα τά Χριστούγεννα στό ἑλληνικό σπίτι εἴτε γιά τήν ἑστία, εἴτε σάν ἐλπιδοφόρος βλαστικός διάκοσμος. Καί αὐτό συνεχιζόταν τήν πρωτοχρονιά καί τά Φῶτα […] ναί μέν δέν εἶναι ἀπαραίτητο τό ἔλατο γιά χριστουγεννιάτικο δέντρο, ἡ πρασινάδα ὅμως καί τό κλαδί εἶναι ἀπαραίτητα γιά τόν ἀναβλαστικό συμβολισμό τους.[21]» «Ἡ μυρτιά καί ἡ λεμονιά, ἡ κουμαριά καί ὁ σκίνος κι ἡ δάφνη, κάθε ἀειθαλές, ἔμπαιναν πάντα στό σπίτι, εὐλογημένο στόλισμα τῆς Μεγάλης Γιορτής, δροσερή πρασινάδα γιά τό ξημέρωμα τῆς νέας χρονιᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιά παραγέμιζε τή διακόσμησή της μέ δάφνες καί μυρτιές καί μέ φοινικόκλαδα πυλῶνες, ἀπό τά Χριστούγεννα ὥς τά Φῶτα.[22]»
δ΄. Πῶς θά διαφυλάξουμε τήν ἐθιμική μας παράδοση
Πιστεύουμε κατ΄ ἀρχήν, ὅτι ἡ πίστη εἶναι αὐτή ἡ ὁποία τρέφει τήν ἐθιμική παράδοση. Ἄν ἡ πίστη μας εἶναι ὑγιής, δέν θά δυσκολευθοῦμε νά ἐπανασυνδεθοῦμε καί μέ τά ἔθιμά μας, διότι αὐτή θά τά καθιστᾶ ἀναγκαῖα.
Ἐξ ἄλλου καλό εἶναι νά μή λείπουν τά χριστιανικά ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας ἀπό τό σχολεῖο. Γι΄ αὐτό εἶναι μέν ὑπεύθυνοι οἱ ἐκπαιδευτικοί, ἀλλά καλό εἶναι καί νά δέχονται παροτρύνσεις καί ὑπενθυμίσεις ἀπό μαθητές καί ἀπό γονεῖς. Τόσο ἡ διδασκαλία λογοτεχνικῶν ἀριστουργημάτων, ἤ μελετῶν οἱ ὁποῖες περιγράφουν ἔθιμα, ὅσο καί ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή τῶν ἐθίμων στό σχολεῖο[23], βοηθᾶ στήν διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν μας σύμφωνα μέ τήν παράδοση καί στή μή ἐξάπλωση διαστρεβλωμένων, βιομηχανοποιημένων συνηθειῶν.
Ἕνας ἀκόμη κίνδυνος, πιστεύουμε ὅτι εἶναι, τό νά ξεχνοῦμε τά ἔθιμά μας, ἐπειδή ἀποσπώμεθα ἀπό τόν τόπο καταγωγῆς μας καί βλέπουμε πιά μόνο τσιμέντο καί ἄσφαλτο, σέ ἕνα μεγάλο πολυθόρυβο καί ἀπρόσωπο ἀστικό κέντρο. Καί ὅμως, τά ἔθιμα μποροῦν νά σπάσουν τήν ἄχαρη καί καταθλιπτική μονοτονία τοῦ τσιμέντου καί τῆς ἀσφάλτου, ἄν τά θυμηθοῦμε, τά ἀγαπήσουμε καί ἀρχίσουμε καί πάλι νά τά ἐφαρμόζουμε.
Καί ἄν δέν μποροῦμε νά τά θυμηθοῦμε ἐπειδή ποτέ δέν τά μάθαμε, μποροῦμε μέ πλείστους ὅσους τρόπους νά τά πληροφορηθοῦμε: ἄν ρωτήσουμε τούς γεροντότερους, ἄν ἐπισκεφθοῦμε τούς τόπους καταγωγῆς μας καί τά δοῦμε νά συνεχίζονται, ἄν τά διαβάσουμε στά ἔργα τῶν μεγάλων λαογράφων, καί τῶν μεγάλων λογοτεχνῶν, ὅπως εἶναι ὅσοι ἀναφέραμε στήν παροῦσα μελέτη, ἄν ψάξουμε στό διαδίκτυο, βροῦμε καί ἀξιοποιήσουμε τήν ἀποθησαυρισμένη ἐργασία κάποιων ἀκάματων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι πασχίζουν ὥστε νά μή χαθεῖ ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση.
Πιστεύουμε ἐν τέλει, ὅτι ὅσο ἀντιστεκόμαστε, ἡ ἐπιχειρούμενη damnatio memoriae[24] δέν ἐπιτυγχάνει καί ἡ παράδοση δέν ξεφτίζει. Τόσο ἡ καθαυτό θεολογική χριστιανική, ὅσο καί ἡ λαϊκή ἐθιμική, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τήν πρώτη καί μαρτυρεῖ τή ζωντανή πίστη τοῦ λαοῦ μας. Κλασικό πρότυπο ἀντιστάσεως ἀποτελεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[25] , ὁ ὁποῖος ὅταν δίδασκε μέσα στόν ναΐσκο τῆς Ἀναστάσεως στήν Κωνσταντινούπολη, ἐκεῖ ὅπου δέχθηκε δολοφονική ἐπίθεση, ποτέ δέν σκέφθηκε πώς οἱ αἱρετικοί Ἀρειανοί εἶχαν πληθύνει ἐπικίνδυνα καί πώς οἱ ὀρθόδοξοι εἶχαν ἀπομείνει λίγοι γύρῳ του. Καί κατάφερε ἐν τέλει νά ἀντιστρέψει τά δεδομένα. Ἡ αἵρεση διαλύθηκε καί ἡ ὀρθοδοξία νίκησε[26].
Ἔτσι καί ἐμεῖς σήμερα. Ἄς μᾶς βομβαρδίζουν συστηματικά τά πολλά καί ποικίλα ὕποπτα συμφέροντα μέ ἐμπορευματοποιημένους παχύσαρκους ἁγιοβασίληδες ἀπό τή … Λαπωνία, ἐμεῖς ποτέ δέν θά παύσουμε νά τιμοῦμε τόν ἀσκητικό ἅγιο ἀρχιεπίσκοπο μέγα Βασίλειο ἀπό τήν Καισάρεια, νά μελετοῦμε τόν ἀνεπανάληπτο βίο του, τά σοφά του συγγράμματα, τό φιλανθρωπικό του ἔργο, τούς ἀνυποχώρητους ἀγῶνες του γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί νά ἐμπνεόμαστε ἀπό ὅλα αὐτά γιά τό μέλλον μας!
[1] Ὀρθοδοξία καί ἑλληνικός πολιτισμός, ἐκδ. Βοοkstars, Ἀθῆναι 2016,
ISBN 978-960-571-209-9.
[2] 1814 – 1883.
[3] Σπύρος Μελᾶς, Δάσκαλοι τοῦ γένους, Πνευματικές μορφές, ἐκδ. Μπίρης, Ἀθῆναι 1972, σ. 117.
[4] 1850 – 1929.
[5] Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Διηγήματα τόμος Δ΄, ἐκδ. Ἰωάννης Ν. Σιδέρης, ἔκδοσις Β΄, Ἀθῆναι 1927, σελ. 123.
[6] Τά κατάλοιπα εἰδωλολατρικῶν ἐθίμων, ὅπως εἶναι π.χ. τά τυχερά παιχνίδια κατά τήν πρωτοχρονιά, δέν συμμερίζεται ὁ συνειδητός καί σώφρων χριστιανός.
[7] Ἡ λέξη κυριολεκτικά σημαίνει «ὑπόλοιπο». Ἔτσι χαρακτηρίζουν οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἕνα μικρό τμῆμα τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ, τό ὁποῖο ἀντιστεκόταν καί δέν παρασυρόταν στήν ἀπιστία καί στή διαφθορά. Αὐτό τό μικρό ἀνόθευτο ὑπόλοιπο θά ὁδηγοῦσε ὁλόκληρο τόν λαό καί πάλι στήν πίστη καί στήν ἀρετή.
[8] Δημήτρης Λουκόπουλος, Γεωργικά τῆς Ρούμελης, (α΄ ἔκδοση 1938), β΄ ἔκδοση, ἐκδόσεις «Δωδώνη», Ἀθήνα – Γιάννινα 1983, σ. 174.
[9] 1911 – 2013.
[10] «Ὁ Εἰρηναῖος ὁ παππούς» ὅπως τόν ἔλεγαν ἀρκετοί ἀπό τούς Κρητικούς οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν γνωρίσει.
[11] Εἰρηναῖος (Γαλανάκης), Μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου, Ὁ Χριστός σημάδεψε τήν Κρήτη, Χανιά 1995, σ. 44.
[12] Δημήτρης Φερούσης, Ὁ παπακαλόγερος Νικόλας Πλανᾶς, Ὁ ἅγιος ποιμένας, ἐκδ. «Ἀστήρ» Ἀλ. & Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1997, σ. 55-56.
[13] 1908 – 2003.
[14] Δημ. Σ. Λουκᾶτος, Ἔθιμα τῶν Χριστουγέννων, ἐκδ. Τά Νέα, Ἀθήνα 2013, σ. 130.
[15] Ἐκείνη τήν ἐποχή δέν εἶχε καθιερωθεῖ ὁ χαρακτηρισμός «Ρομά» ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται σήμερα.
[16] 1872 – 1943.
[17] Δημήτρης Λουκόπουλος, ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 72-73.
[18] Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 164.
[19] «Tί γάρ ἄν γένοιτο τῆς βλακείας ταύτης χεῖρον, ἤ τό ἐπί κλινῶν ἐλεφαντίνων καθεύδειν; Αἱ ἄλλαι ἁμαρτίαι κἄν μικράν τινα ἡδονήν ἔχωσιν, οἵον ἡ μέθη, ἡ πλεονεξία καί ἀσωτία· τό δέ ἐπί κλινῶν ἐλεφαντίνων καθευδῆσαι, ποίαν ἡδονήν ἔχει; Ποίαν παραμυθίαν; Μή γάρ ἡδίω καί γλυκύτερον ἡμῖν τόν ὕπνον ἐργάζεται τῆς κλίνης τό κάλλος; Φορτικώτατον μᾶλλον μέν οὖν καί ἐπαχθέστερον τοῦτο, ἐάν νοῦν ἔχωμεν. Ὅταν γάρ ἐννοήσῃς ὅτι σοῦ καθεύδοντος ἐπί κλίνης ἐλεφαντίνης, ἕτερος οὐδ΄ ἄρτου μετά ἀδείας ἀπολαύειν ἔχει, οὐ καταγνώσεταί σου τό συνειδός, καί ἐπαναστατήσεται κατηγοροῦν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης; Εἰ δέ τό ἐπί ἐλεφαντίνων κλινῶν καθεύδειν ἔγκλημα, ὅταν καί ἀργύρῳ περιβεβλημέναι πάντοθεν ὤσι, ποίαν ἕξομεν ἀπολογίαν;» Εἰς τόν πτωχόν Λάζαρον, Λόγος πρῶτος, P.G. 48, 972, 973.
[20] Μᾶς ἐδιηγεῖτο πρό ἐτῶν συνάδελφος, ὅτι ὅταν ὑπηρετοῦσε σέ σχολεῖο τῆς ἡπειρωτικῆς Ἑλλάδος, συνόδευσε τούς μαθητές σέ ἐκδρομή στήν Αἴγινα, ὅπου οἱ μαθητές κατενθουσιάσθηκαν, διότι ποτέ δέν εἶχαν δεῖ θάλασσα καί νησί, ἀλλ΄ ὁ ἴδιος δέν συμμεριζόταν τόν ἐφηβικό τους ἐνθουσιασμό, διότι εἶχε ταξιδεύσει πολλές φορές σέ ἑλληνικά νησιά. Ἀντιθέτως, νησιωτικό σχολεῖο, στό ὁποῖο ἔτυχε νά ὑπηρετήσουμε, διοργάνωσε ἐκδρομή στήν ἡπειρωτική Ἑλλάδα, ὅπου οἱ μαθητές ἀντίκρυσαν γιά πρώτη φορά χιόνι καί τό περιεργάζονταν μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον.
[21] Δημ. Σ. Λουκᾶτος, Ἔθιμα τῶν Χριστουγέννων, ἐκδ. Τά Νέα, Ἀθήνα 2013, σ. 92 – 93.
[22] Ἔνθ΄ ἀνωτέρω, σ. 89.
[23] Ὑπῆρξαν κατά τά τελευταῖα χρόνια συνάδελφοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι παρεσκεύαζαν μία φορά τό χρόνο μαζί μέ τούς μαθητές τους στό σχολεῖο πρόσφορα. Καί μάλιστα, σέ κάποιες περιπτώσεις, οἱ μαθητές ἔρχονταν πανέτοιμοι, ἔχοντας βρεῖ συνταγή ἀπό τό διαδίκτυο καί ἔχοντας προμηθευθεῖ ὅλα τά ἀπαραίτητα, χωρίς ὁ καθηγητής νά τούς δώσει ὁδηγίες!
[24] Ἡ damnatio memoriae (= τιμωρία τῆς μνήμης – χαρακτηρισμός πολύ μεταγενέστερος, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀποδίδει ἄριστα τήν τακτική αὐτή τῆς κλασικῆς Ρώμης) ἦταν μία συνήθεια, ἡ ὁποία ἐφαρμοζόταν στήν ἀρχαία Ρώμη καί εἶχε ὡς ἑξῆς: ὅταν κάποιος, πάλαι ποτέ ἰσχυρός ἄνδρας τῆς ρωμαϊκῆς πολιτείας, ἐξασθένιζε καί περιέπιπτε σέ δυσμένεια, τότε καταστρεφόταν ὁτιδήποτε περιεῖχε τό ὄνομά τό δικό του καί τῆς οἰκογενείας του, ὅπως ἀνδριάντες, ἐπιγραφές, ἔγγραφα, βιβλία, ὥστε νά ξεχάσει ὁ λαός τό ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ γιά πάντα. Ἄν λοιπόν κάποιοι νομίζουν, ὅτι διά τῆς προπαγάνδας θά κατορθώσουν νά ἀπαλείψουν ἀπό τή μνήμη καί ἀπό τήν καρδιά τῶν Ἑλλήνων, τήν πίστη τους, τά ἤθη τους, τά ἔθιμά τους, τήν ἱστορία τους, τή γλώσσα τους, τήν ἀγάπη γιά τήν πατρίδα τους, ἄς γνωρίζουν ὅτι αὐταπατῶνται καί ματαιοπονοῦν.
[25] Μέ αὐτή τήν ἐπωνυμία ἐτίμησε τόν μεγάλο ἅγιο ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως γίνεται ἄμεσα ἀντιληπτό καί ἀπό τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν τριῶν ἱεραρχῶν. Ἡ ἐπωνυμία «Ναζιανζηνός» ὀφείλεται σέ ἀποτυχημένη ἀπόπειρα μερικῶν Γερμανῶν θεολόγων νά ἀπαλείψουν τήν ἐπωνυμία «Θεολόγος», τήν ὁποία γέννησε ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά τιμήσει τόν ἀνεπανάληπτο ἅγιο γιά τούς ἀριστουργηματικούς πέντε θεολογικούς του λόγους. Γι΄ αὐτό καί κανένας ὀρθόδοξος χριστιανός δέν πρέπει νά ξεχνᾶ τήν ἐπωνυμία «Θεολόγος» μέ τήν ὁποία τίμησε ἡ Ἐκκλησία τόν ἅγιο Γρηγόριο, ὅπως ἐπίσης κανένας ὀρθόδοξος χριστιανός δέν πρέπει νά προφέρει τήν ἐπωνυμία «Ναζιανζηνός», διά τῆς ὁποίας ἐπιχειρήθηκε ἡ συσκότιση τῆς ἱστορικῆς ἀληθείας.
[26] Ὅπως διαλύθηκαν καί ὅσες αὐτοκρατορίες ἐπιχείρησαν ἀπό τόν πρώτο μέχρι καί τόν εἰκοστό αἰώνα, χρησιμοποιώντας τούς πλέον ἀνέντιμους ἀπό τούς πολίτες τους, νά πολεμήσουν καί νά ἐξοντώσουν τούς πλέον τίμιους καί ὠφέλιμους γι΄ αὐτές, ὅσους δηλαδή ἀνῆκαν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Θά δοῦμε ἐδῶ ἕνα συνταρακτικό ἀπόσπασμα ἀπό τόν Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, τόν νομπελίστα συγγραφέα ὁ ὁποῖος τόλμησε νά ἀντιταχθεῖ στό σοβιετικό καθεστώς, ὅταν αὐτό νόμιζε πώς ἦταν καί θά ἐξακολουθοῦσε νά εἶναι γιά πάντα παντοδύναμο. Παρατηρεῖ λοιπόν ὁ Σολζενίτσιν ἀπευθυνόμενος πρός τούς ἡγέτες τῆς πάλαι ποτέ Σοβιετικῆς Ἑνώσεως: «Εἴδαμε παραπάνω πώς ὅλες τίς μυλόπετρες πού σᾶς βουλιάζουν δέν σᾶς τίς φόρτωσε ἡ ὑγιής λογική σας, ἀλλά ἡ σαθρή Πρωτοποριακή Θεωρία πού κληρονομήσατε. […] Καί τόν διωγμό τῆς θρησκείας, πράγμα πολύ σπουδαῖο γιά τόν Μαρξισμό, μά παράλογο καί ἀσύμφορο γιά πρακτικούς πολιτικούς ἡγέτες – νά καταδιώκης μέ τή βοήθεια τῶν χασομέρηδων τούς πιό εὐσυνείδητους δουλευτές σου, ἀνθρώπους ξένους πρός τήν ἀπάτη καί τήν κλοπή καί νά ὑποφέρης ἔπειτα ἀπό τή γενική ἀπάτη καί τήν κλοπή. Γιά τόν πιστό ἡ πίστη του εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία, ἀνώτερη καί ἀπό τήν τροφή πού βάζει στό στομάχι του. Σκεφτήκατε ποτέ γιατί στερεῖτε ἀπό τήν πατρίδα αὐτά τά καλύτερα ἑκατομμύρια τῶν ὑπηκόων σας; Σέ σᾶς, τούς ἰθύνοντες τοῦ κράτους, αὐτό μόνο ζημιά προκαλεῖ, γιατί σᾶς τό ἐπιβάλλει ὁ μαρξισμός.» (Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, Νά μή ζοῦμε μέ ψέματα!.. Ἀνοικτή ἐπιστολή πρός τούς ἡγέτες τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, μετάφρ. Κύρας Σίνου, ἐκδ. Πάπυρος, Ἀθῆναι 1974, σ. 75 – 76). Ἀνέκαθεν πιστεύαμε, ὅτι ἡ ρωμαϊκή αὐτοκρατορία καταδιώκοντας τούς χριστιανούς ἐπέφερε πλήγματα στόν ἴδιο της τόν ἑαυτό, διότι ἔχανε τούς πλέον ἔντιμους ἀπό τούς πολίτες της καί ἔτσι ἔμενε τό κράτος στά χέρια τῶν ἀνέντιμων. Ὥσπου, πρό ὀλίγων ἐτῶν μελετώντας τό ὥς ἄνω μικρό βιβλίο, τό ὁποῖο βρήκαμε τυχαῖα καί ἀγοράσαμε ἀπό ἕνα περίπτερο τό ὁποῖο πωλοῦσε παλιά βιβλία, διαπιστώσαμε, ὅτι ἡ σκέψη αὐτή δέν ἦταν πρωτότυπη, διότι τήν εἶχε ἤδη διατυπώσει ὁ Σολζενίτσιν γιά τή Σοβιετική Ἕνωση! Τολμοῦμε δέ νά ποῦμε, ὅτι ἐάν οἱ τότε πολιτικοί ἡγέτες δέν εἶχαν τόσο περιορισμένο πνευματικό πεδίο καί ἄκουαν τίς ὑποδείξεις τοῦ σοφοῦ συγγραφέως, ἴσως εἶχαν καταφέρει νά σώσουν τό κράτος τους ἀπό τή διάλυση καί τήν πτώχευση. Ἀντ΄ αὐτοῦ ὅμως, κατεδίωξαν ἀπηνῶς, ὄχι μόνο τόν ἐν λόγῳ συγγραφέα, ἀλλά καί καθέναν ὁ ὁποῖος τολμοῦσε νά ὑψώσει μιά φωνή διαμαρτυρίας, μιά φωνή λογικῆς, καί ἔτσι, ἀπογυμνωμένοι ἀπό κάθε δημιουργική πνοή, ὑπέκυψαν στίς συνέπειες τῶν πράξεών τους.
aktines