Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος, θεολόγος
«Οὐδεὶς ἐν τῇ Χριστιανοσύνῃ ἐπίσκοπος κέκτηται προνόμιον, Θεῖον ἢ ἀνθρώπινον, παγκοσμιότητος ἐπὶ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀλλὰ πάντες ἡμεῖς, εἴτε ἐν Ρώμῃ εἴτε ἐν τῇ πόλει ταύτῃ εἴτε ἐν οἱᾳδήποτε ἄλλῃ πόλει, ἀπὸ οἱασδήποτε ἐκκλησιαστικῶς ἱεραρχικῆς ἢ πολιτικῆς τοποθετήσεως, ἐσμὲν ἁπλῶς καὶ μόνον συνεπίσκοποι ὑπὸ τὸν μόνον ἄκρον ἀρχιερέα, τὴν Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν».
Τὸν λόγον αὐτὸν εἶπεν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος Α΄ καὶ εἶναι ἀποτεθησαυρισμένος ἀπὸ τὴν Ἱερὰν Μονὴν Σταυροβουνίου εἰς τὸ βιβλίον «Ὀρθοδοξία καὶ παπισμὸς σὲ διάλογο» (Λευκωσία 1983). Ἐθεωρήσαμεν σκόπιμον νὰ προτάξωμεν αὐτόν, διὰ νὰ τεθοῦν τὰ πράγματα εἰς τὴν ὀρθήν των βάσιν, καθὼς ὅταν ἐγράφαμεν τὰ παρόντα ἄρθρα ἐδημοσιεύθη κείμενον τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας Ἀρχιμ. Χρ. Κρικέλη μὲ τί-τλον «Ὁ θεσμὸς τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου στὴν Αὐστραλία: Μία θεολογικὴ ἀποτίμηση», τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσεγγίσεως τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖ ἡ φράσις:
«Εὐχαριστία καὶ δόξα πρέπουν στὸν Θεὸ γιὰ τὴν θαυμαστὴ σχέση Πατρὸς – Υἱοῦ ποὺ βλέπουμε μεταξὺ τοῦ Πατριάρχη μας καὶ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου μας, ἡ ὁποία μᾶς καθιστᾶ κοινωνοὺς τῆς Σεβασμίας Ἕδρας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δικαίως χαρακτηριζομένης ὡς τοῦ Προεξάρχοντος ἀλλὰ καὶ Πάσχοντος Κέντρου ὅλων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν».
Αἱ φράσεις αὐταὶ δὲν δύνανται νὰ σταθοῦν ἐνώπιον οὔτε ἁπλῆς κριτικῆς. Ἂν ἡ σχέσις «Πατρὸς – Υἱοῦ» ἐκληφθῆ δογματικὰ ἀποτελεῖ βλασφημία. Ἂν ἐκληφθῆ κυριολεκτικὰ ὡς σχέσις συγγενείας… φεῦ! Ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὡς μεταφορὰ εἶναι ἀνεπίτρεπτος, καθὼς εἶναι ΣΥΝΕΠΙΣΚΟΠΟΙ.
Πλέον προβληματικὸς εἶναι ὁ συνδυασμὸς τῶν φράσεων «κοινωνοὺς ἕδρας» καὶ «προεξάρχοντος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἀντὶ ἡ κοινωνία πίστεως τοῦ Ἐπισκόπου Κων/λεως μὲ τὸν Ἐπίσκοπον Αὐστραλίας νὰ καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς μέλη τῆς κανονικῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἡ σχέσις Πατριάρχου Βαρθολομαίου πρὸς Ἀρχιεπίσκοπον Μακάριον, ἡ ὁποία καθιστᾶ τοὺς πιστοὺς κοινωνοὺς ἑνὸς παγκοσμίου πρωτείου(!), καθὼς «προεξάρχων» εἶναι «ὁ πρῶτος, ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπικεφαλῆς». Ὅταν μάλιστα αὐτὸ ἀποδίδεται εἰς «ἕδραν», ὅπως εἰς τὴν προκειμένην περίπτωσιν καὶ ὅπως ἔχει ἀναπτύξει -κατ’ ἀναλογίαν τῆς ἀντιστοίχου κακοδοξίας τοῦ Περγάμου Ἰωάννου καὶ τοῦ Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρου- ὁ Σεβ. Κρήνης Κύριλλος («πρῶτος ἄνευ ἴσων εἶναι μόνο ὁ θρόνος τῆς Κων/λεως», στὸ: Ὁ θρόνος τῆς Κων/λεως στὸ Πηδάλιο καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας, σ. 32), δὲν εἶναι πλέον ἁπλῶς παπισμός, ἀλλὰ πρόκειται περὶ ἰδιοτύπου εἰδωλολατρικῆς θεοεδρείας.
Ἂν ὑπὸ αὐτὰς τὰς προϋποθέσεις κατανοεῖ ὁ Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας τὸ τοῦ Ἐπισκόπου ἀξίωμα καὶ τὴν συνοδικότητα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐκ τῆς θέσεώς του ὑποψήφιος δι’ Ἐπίσκοπος, ἀντιλαμβάνεται κανεὶς τί εἴδους «Ἐπαρχιακὴ Σύνοδος» καθιερώνεται εἰς τὴν Αὐστραλίαν. Τὸ «Ἀρχιερατικοὶ Ἐπίτροποι», τὸ ὁποῖον ἀνεπτύξαμεν εἰς προηγηθὲν ἄρθρον, εἶναι μᾶλλον ἐπιεικές.
Ὁ ἱ. Χρυσόστομος διὰ τοὺς «πρωτειομανεῖς»
Ὁ ὑπερτονισμὸς εἰς τὰς παρούσας ἡμέρας ἑνὸς ἀνυπάρκτου «πρωτείου» ἔχει τὴν βαθυτέραν ρίζαν του εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Κων/πολις σήμερα εἶναι δυστυχῶς μία ἰσλαμικὴ πόλις καὶ ἔχει χάσει τήν ἀξίαν, τήν ὁποίαν εἶχον προσδώσει εἰς αὐτὴν εἴτε οἱ αὐτοκράτορες εἴτε ἡ λαμπρὰ πατριαρχία Ἁγίων μορφῶν. Ἡ προσδοκία λειτουργεῖ ὡς ἀντίβαρον τῆς ἐλλείψεως καὶ ἔτσι ἡ ὑπερφίαλος πρωτειομανία προσπαθεῖ ἀνεπιτυχῶς νὰ ὑποκαταστήση μὲ μίαν εἰκονικὴν πρα-γματικότητα τὴν ἤδη συντελεσθεῖσαν ἀπέκδυσιν ἀπὸ τό περιεχόμενον τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κων/λεως.
Ἀφοῦ ὅμως δὲν πείθει τοὺς ἐν Φαναρίῳ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Δημήτριος καὶ συνειδητῶς ἀποκλίνουν ἀπὸ τὴν γραμμήν, ἡ ὁποία διετηρήθη ἐπ’ αἰώνας ἕως τὴν ἀνάληψιν τῆς Κων/λεως ἀπὸ τὸν νῦν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος τὴν ἀθετεῖ, ἂς μελετήσουν τί γράφει ὁ ἔγκριτος Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ χρυσορρήμων Πατήρ:
«Λυπεῖσαι διότι ἔχει ἀφαιρεθῆ τὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὴν ΠΟΛΙΝ; Μάθε τί πρᾶγμα εἶναι τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεως καὶ τότε θὰ ἐννοήσης καλῶς ὅτι ἐὰν οἱ ἐνοικοῦντες εἰς αὐτὴν δὲν τὸ προδώσουν, κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ ἠμπορέση νὰ τῆς τὸ ἀφαιρέση. Δὲν εἶναι ἀξίωμα τὸ νὰ εἶναι ἡ πόλις Μητρόπολις,… ΟΥΤΕ ΤΟ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΑΣ ΑΛΛΑΣ ΠΟΛΕΙΣ, ἀλλὰ ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ εὐσέβεια τῶν κατοίκων της, αὐτὸ εἶναι τὸ ἀξίωμα, καὶ στολισμός, καὶ ἀσφάλεια τῆς πόλεως, καὶ ἂν δὲν ὑπάρχη εἶναι εὐτελεστέρα ἀπὸ ὅλας τὰς πόλεις, καὶ ἂν ἀκόμα ἀπολαμβάνη ἀναριθμήτους τιμὰς ἀπὸ βασιλεῖς.
Θέλεις νὰ μάθης τὸ ἀξίωμα τῆς πόλεώς σου; Ἐγὼ θὰ σοῦ τὰ εἰπῶ μὲ ἀκρίβειαν, ὄχι μόνον διὰ νὰ μάθης, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ζηλέψης…
Κατῆλθον μερικοί… εἰς τὴν Ἀντιόχειαν νοθεύοντες τὸ κήρυγμα… Ἐκεῖνοι (οἱ Ἀπόστολοι) δὲν ἐδέχθησαν μὲ σιωπὴν τὴν καινοτομίαν αὐτήν, οὔτε ἡσύχασαν, ἀλλὰ ἀφοῦ συνεκεντρώθησαν καὶ ἔκαμαν σύσκεψιν, ἀφήρεσαν τάς καινοτομίας ὥστε ΚΑΘΑΡΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ἀπηλλαγμένα ἀπὸ κάθε ἀδυναμίαν, νὰ μεταφέρουν εἰς ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης. ΤΟΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΞΙΩΜΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ μας, ΤΟΥΤΟ ΔΙΔΕΙ ΕΙΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΙΑΝ, τοῦτο κάμνει αὐτὴν μητρόπολιν, ὄχι εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ εἰς τὸν οὐρανόν. Καθ’ ὅσον εἶναι βέβαιον ὅτι ὅλαι αἱ ἄλλαι τιμαὶ εἶναι φθαρταὶ καὶ προσωριναὶ καὶ συγκαταστρέφονται μὲ τὴν παροῦσαν ζωήν, πολλάκις δὲ καὶ πρὸ τοῦ τέλους τῆς ζωῆς καταστρέφονται.» (Εἰς Ἀδριάντας, Ὁμιλία ΙΖ΄, ΕΠΕ 32,531-533)
Ὑπάρχει ἀρετὴ καὶ εὐσέβεια εἰς τὸ Φανάρι; Διατηρεῖται ἀνόθευτος ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας; Αὐτὰ εἶναι τὰ ἐρωτήματα. Πέραν αὐτῶν οἱαδήποτε διεκδίκησις «πρωτείου», «προεδρίας», «ἀξιώματος» εἶναι ἐκκοσμίκευσις, οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουσα μὲ τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ συνοδικότης καὶ ὁ γεωπολιτικὸς χάρτης
Ὡς ἀνεφέραμεν καὶ εἰς προηγηθὲν ἄρθρον «Τὸ Φανάρι ἐπικρίνει τὸ Πατριαρχεῖον Μόσχας, ἀλλὰ παραλλήλως τὸ ἀντιγράφει εἰς τὸ πλαίσιον ἀνταγωνισμοῦ». Ἐπιχειρεῖ νὰ «γαντζωθῆ» ἀπὸ ἕνα ὑποτιθέμενον – ἀνύπαρκτον «πρωτεῖον», διότι βλέπει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας εὑρίσκεται εἰς θέσιν ἰσχύος. Ἂς δώσωμεν ἕνα παράδειγμα: ἡ εἰσπήδησις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ μάλιστα ὡς ἀντίποινα εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Ἀλεξανδρείας εἶναι βεβαίως καταδικαστέα. Ὡστόσον, δύο Πατριαρχεῖα (Κων/λεως – Ἀλεξανδρείας) εἶναι ἀνίκανα ὄχι νὰ ἀντιπράξουν, ἀλλὰ νὰ ἐμποδίσουν ἢ νὰ ἀναστρέψουν αὐτὴν τὴν κατάστασιν. Διὰ τοῦτο ἐναποθέτουν τὰς ἐλπίδας εἰς τὰς ΗΠΑ.
Τοιουτοτρόπως τὸ Φανάρι διεκδικεῖ δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, διὰ νὰ πλήξουν αἱ ΗΠΑ τὰς σφαίρας ἐπιρροῆς τῆς Ρωσίας: Οὐκρανία, Ἐσθονία, Λιθουανία, Ἰαπωνία κ.ἄ. Ὑπαγάγει ὑπ’ αὐτὸ ἐνορίας ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ὑπηκόων τῶν χωρῶν αὐτῶν, συγκροτεῖ εἰς τὰς χώρας αὐτὰς Ἐξαρχίας, δέχεται εἰς τὰς τάξεις του καθηρημένους κληρικοὺς κ.λπ.
Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅλαι αὐταὶ αἱ ἐνέργειαι εἶναι μάταιοι καὶ δὲν ἀκούουν τὸν ἱ. Χρυσόστομον, ὁ ὁποῖος δι’ ἀκόμη μία φορὰν ὑπογραμμίζει:
«Ἂς τὰ ἀκούσουν οἱ φαντασμένοι καὶ ὑπερήφανοι ποὺ δὲν θέλουν νὰ παραχωροῦν τὰ πρωτεῖα εἰς ἄλλους. Ἡ ἡμέρα παραχωρεῖ τὴν θέσιν της εἰς τὴν νύκτα, καὶ δὲν εἰσέρχεται εἰς ξένην περιοχήν. Σὺ ὅμως ἂν καὶ ἀπολαμβάνης πάντοτε τιμῆς, δὲν ἀνέχεσαι νὰ μεταδώσης ἀπὸ αὐτὴν εἰς τοὺς ἀδελφούς σου» (Εἰς Ἀδριάντας, Ὁμιλία Θ΄, ΕΠΕ 32,231)
Ἐπὶ τοῦ προκειμένου, ὅλα αὐτὰ ἔχουν συνεπείας εἰς τὸ συνοδικὸν σύστημα. Ἀφ’ ἑνὸς καλλιεργεῖται συστηματικῶς ἕνα «παπικὸν πρωτεῖον τῆς Ἀνατολῆς» καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἡ διαμόρφωσις ἑνὸς πολυδαιδάλου ἐκκλησιαστικοῦ συστήματος (αὐτονομίαι, ἡμιαυτονομίαι, ἐξαρχίαι, ἐνορίαι ὑπαγόμεναι ἀπ’ εὐθείας εἰς τὸ Φανάρι, παράλληλοι ἐκκλησιαστικαὶ διοικήσεις, σύνοδοι ὑποκείμεναι εἰς συνόδους κ.λπ.) διαλύουν τὸ συνοδικὸν σύστημα καὶ εὐτελίζουν τοὺς Ἐπισκόπους, ὑποβιβαζομένους εἰς «πιόνια» ἀνταγωνισμῶν, τῶν ὁποίων τὸ ἀξίωμα δὲν εἶναι ἀποστολικοπαράδοτον καὶ ἀμετάβλητον, ἀλλὰ λαμβάνει τὸ περιεχόμενόν του κατὰ περίπτωσιν, δηλ. ἀπὸ τὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν γεωπολιτικῶν συμφερόντων.
Εἰς τὸ πανδαιμόνιον αὐτὸ ἔρχεται ὡς ἀναμενομένη ἀσυνέπεια νὰ προστεθῆ καὶ τὸ νέον σύστημα διοικήσεως τῆς Ἱ. Ἀ. Αὐστραλίας, τὸ ὁποῖον ἐνεκρίθη ὑπὸ τὴν «ἄγνοιαν(;) κινδύνου» τῆς θεολογικῆς ὑποστάσεως τῶν Ἐπισκόπων καὶ τῆς παραμορφώσεως τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ βοηθοὶ Ἐπίσκοποι μένουν μὲ τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἀνεβιβάσθησαν ὡς «Χωρεπίσκοποι», ὅπως ὁμοίως τὴν ψευδαίσθησιν εἶχον καὶ οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης ὅταν ἀνεβιβάσθησαν ἀπὸ τὸν Πατριάρχην εἰς Μητροπολίτας…, ἀλλὰ ἔσωσεν αὐτοὺς ὁ Καταστατικὸς Χάρτης, ὁ ὁποῖος εἶναι νόμος τοῦ κράτους.
Ἂν δὲν τεθοῦν αἱ βάσεις ἐπὶ τῆς κανονικῆς ἀρχῆς ὅτι ὅλοι εἶναι ΣΥΝΕΠΙΣΚΟΠΟΙ καὶ ὅτι Σύνοδος σημαίνει ΙΣΟΤΗΣ, ἡ ὑπόθεσις θὰ καταλήξη «βατερλώ». Θὰ ἔχουν δικαίωμα νὰ μετέχουν καὶ εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ Φαναρίου; Θὰ ἀντιπροσωπεύουν τὸ τοπικὸν ποίμνιον ἢ θὰ εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ «αὐθέντη καὶ δεσπότη» εἰς τοὺς πιστούς; Θὰ τεθῆ ζήτημα αὐτοκεφαλίας; Ἂς ἀναμένωμεν τὴν κατάθεσιν τοῦ νέου Συντάγματος καὶ τὰς ἐξελίξεις, τὰς ὁποίας μόνον «Κύριος οἶδεν».
Ὅσον ἀφορᾶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἐν συνόλῳ, αἱ προβλέψεις εἶναι δυσοίωνοι. Ἂν κάποτε ἡ Κίνα «χαλαρώση» τὸ καθεστὼς καὶ καταστῆ πεδίον ἐκκλησιαστικῶν διεκδικήσεων, εἶναι τότε βέβαιον ὅτι ἡ σύγκρουσις Φαναρίου – Μόσχας θὰ εἶναι καταλυτική. Εὐχόμεθα νὰ μὴ ἐφευρεθῆ νέος τύπος Ἐπισκόπου, αὐτὸς τοῦ «Ἐπισκόπου-Μάο»!