Τοῦ κ. Λυκούργου Νάνη, ἰατροῦ
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ συγχωρήσει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Ἱερώνυμο τὸ Β γιὰ τὴν ἄδικη ἀναφορά του στὶς ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες (ἐξ ἀφορμῆς τῶν γνωστῶν γεγονότων τοῦ Λυκαβηττοῦ) μὲ τὴν τεράστια θρησκευτική, ἐθνικὴ καὶ κοινωνικὴ προσφορὰ (βλέπε ἐδῶ: ekklisiaonline.gr).
Οἱ ἀνθρωποι ποὺ στελεχώνουν τὶς ἐν λόγῳ κινήσεις, παρὰ τὰ ἀναπόφευκτα σφάλματά τους, καθὸ ἄνθρωποι “σάρκα φοροῦντες καὶ τὸν κόσμον οἰκοῦντες”, κατὰ τὸ Παύλειο, διακρίνονται ἔκπαλαι γιὰ τὸ ταπεινό τους φρόνημα, τὸν ἁγνὸ ἱεραποστολικό τους ζῆλο, τὴν ἀνιδιοτέλεια, τὴν ἔλλειψη καλλιέργειας τοῦ νοσηροῦ πνεύματος τοῦ γεροντισμοῦ καὶ τῆς προσωπολατρείας, τὴν ἀσκητική τους βιοτή, τὴ θέση τοῦ ἑαυτοῦ τους στὴ διάθεση τῶν ἑκασταχοῦ ἐπισκόπων, πρὸς ἀρτιότερη καὶ πληρέστερη διεξαγωγὴ τοῦ πολυσχιδοῦς ἔργου τῆς Ἐκκλησίας.
Τὰ συγκεκριμένα πρόσωπα θυσίασαν οἰκογένειες, περιουσίες, ἐπιστημονικὲς καὶ ἐπαγγελματικὲς καριέρες γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἁγίας του Ἐκκλησίας.
Οἱ ἐξ αὐτῶν τυγχάνοντες κληρικοί, ἔχοντας τὸ φρόνημα τοῦ στρατιώτη τῆς Ἐκκλησίας, διαχρονικά, κάθε ἄλλο παρὰ ἐπιδιώκουν νὰ καθέξουν ἀνώτερα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα, ὅπως ἄλλοι ἀρχιμανδρίτες.
Καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐν τέλει δέχθηκαν νὰ ἐπισκοποποιηθοῦν, κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη περίοδο τῆς ἀρχιεπισκοπείας τοῦ αἰσχρῶς διαβληθέντος καὶ διεπομένου ἀπὸ γνήσιο ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ φρόνημα, μακαριστοῦ Ἱερωνύμου τοῦ Α (Κοτσώνη), ἔπραξαν κάτι τέτοιο βαρυαλγοῦντες καὶ ὄχι ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ καὶ ἀγαλλομένῳ ποδί.
Φαινόμενα, ὅπως αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα κατηγορεῖται ὁ ἱερεὺς τοῦ Λυκαβηττοῦ (ὁ ὑπογράφων τὸ παρὸν σχόλιο, ὡς εἰκός, δὲν λαμβάνω θέση ὡς μὴ ἔχων ἄμεση ἀντίληψη καὶ γνώση τοῦ πράγματος), τυγχάνουν πάντη ξένα πρὸς τὸ φρόνημα, τὴ νοοτροπία καὶ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν ἐν θέματι ἀδελφοτήτων. Ἐὰν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διαθέτει κάποια στοιχεῖα, ἂς τὰ καταθέσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ παρεμβολή.
Οὐδείς ποτέ, ἐξ ὅσων γνωρίζω, ἀκόμη καὶ οἱ ἐχθροί τους, διατύπωσε παρόμοιο ἰσχυρισμὸ ἢ προέβη σὲ κάποιον σχετικὸ ὑπαινιγμό.
Καὶ εἶναι μυρίων ἀποριῶν ἄξιον, πῶς ὁ ἀνώτερος πνευματικὸς ἡγέτης τῆς χώρας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν δηλονότι, προέβη στὶς συγκεκριμένες, ἐπίμαχες δηλώσεις.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ὁ Β δέχθηκε τὴν εὐεργετική, πνευματικὴ ἐπίδραση, τῶν ἀδελφοτήτων.
Καὶ ἂν δὲν ἀπατῶμαι, κάτι τέτοιο τὸ ἔχει παραδεχθεῖ καὶ ἀναγνωρίσει.
Ὡς ἀρχιερεὺς ἀλλὰ καὶ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας καθὼς καὶ σὰν θεολόγος ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ πρεσβεύει περὶ τῶν ἱεραποστολικῶν κινήσεων τὴν ἄποψη ποὺ ἔχει διαμορφώσει γιὰ αὐτές. Δὲν ἔχει, ὅμως, τὸ ἠθικὸ δικαίωμα νὰ διατυπώνει καταφανῶς ἄδικες, αὐθαίρετες, ἀνιστόρητες καὶ ἀτεκμηρίωτες κρίσεις γιὰ αὐτές, καθὼς ἐπίσης καὶ ἄσχετους καὶ ἀνυπόστατους παραλληλισμοὺς τῶν ἀδελφοτήτων αὐτῶν μὲ συγκεκριμένα πρόσωπα καὶ πράγματα.
“Ἐὰν δὲν ὑπῆρχαν οἱ ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες ζήτημα εἶναι ἐὰν θὰ ὑπῆρχαν πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἐν Ἑλλάδι”, ὅπως εἶπε κάποτε καὶ ὁ μακαριστός, ὁσίας βιοτῆς γέρων, π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος.
Θεωρῶ ὅτι οἱ ἀτυχέστατες καὶ παντελῶς ἄδικες ἀναφορὲς τοῦ νῦν Ἀρχιεπισκόπου προσφέρουν κακίστη ὑπηρεσία στὴν Ἐκκλησία, ὑπονομεύοντας τὸ ἱεραποστολικό Της ἔργο καὶ τορπιλίζοντας τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο χρῄζουν τῆς ὁμόθυμης ἀποδοκιμασίας παντὸς τιμίου καὶ ἀπροκαταλήπτου μέλους τῆς Ἐκκλησίας καθὼς καὶ τῆς ταχείας καὶ ἄνευ χρονοτριβῆς ἀνασκευῆς τους ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ διατυπώσαντος αὐτές, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.
Δὲν πρόκειται περὶ παρωνυχίδος, ἀλλὰ περὶ σπουδαιοτάτου καὶ οὐσιωδεστάτου ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος.
Ἀδικήθηκαν καταφανῶς πρόσωπα καὶ συλλογικότητες, μὲ πανθομολογούμενη καὶ ὑπ’ αὐτῶν τῶν ἐχθρῶν τους ἀναγνωριζόμενη ἐκκλησιαστικὴ προσφορὰ καὶ ὁ ἀδικήσας ὀφείλει νὰ ἐπανορθώσει.
«Ὁ τρώσας καὶ ἰάσεται».