Ἀρχιεπίσκοπος: Ἰδοὺ τὸ ποίμνιον τοῦ Φαναρίου

Share:

Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος ἐδημοσίευσε προσ­φάτως ἕνα κείμενον διὰ τὴν Μικρασιατικὴν Καταστροφὴν εἰς τὴν ἐφημερίδα «Δημοκρατία». Τὸ κείμενον ἀνεδημοσιεύθη ἀπὸ πληθώρα μέσων, ἁπλῶς καὶ μόνον διότι ἐγράφη ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Ἡ σπουδαιότης τοῦ κειμένου ὅμως ἔγκειται εἰς αὐτὰ, τὰ ὁποῖα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κατέλιπεν εἰς τὸν ἔμπειρον ἐκκλησιαστικὸν ἀναγνώστην νὰ συλλογισθῆ καὶ τὰ ὁποῖα θὰ ἀποπειραθῶμεν νὰ ἀναδείξωμεν, ἀφοῦ πρῶτα παραθέσομεν τὸ κείμενον:

«Τὸ μέλλον τοῦ κάθε τόπου συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν ἱστορική του μνήμη. Κι αὐτὴ τὴ μνήμη, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε μέλλον, ὀφείλουμε νὰ τὴν διατηρήσουμε ἄσβεστη. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δημιουργήσουμε τὸ παρὸν καὶ νὰ φτάσουμε μὲ ἀξιώσεις στὴν ἑπόμενη μέρα. Ἔχοντας ὡς ὑλικὸ μέσα μας ἀκόμη κι αὐτὰ ποὺ μᾶς πλήγωσαν. Νὰ κρατήσουμε ζωντανὲς αὐτὲς τὶς χαρακιὲς τῆς ψυχῆς, ὅσο κι ἂν μᾶς πονοῦν. Γιατί διδάσκουν καὶ καθοδηγοῦν.

Ἡ ἱστορικὴ μνήμη εἶναι τὸ «ὑλικὸ ψυχῆς» ποὺ συνδέει καὶ κρατᾶ ἄσβεστη τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα. Ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ δὲν εἶναι μία ἐπετειακὴ εὐκαιρία, γιὰ νὰ σκαλίσουμε τὸν πόνο καὶ νὰ σπείρουμε τὸν καρπὸ τοῦ διχασμοῦ μὲ τοὺς γείτονες. Εἶναι ἡ ἀφορμὴ, γιὰ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὸ «μέχρις ἐδῶ» τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Τὸ πῶς θὰ πορευτοῦμε στὸ «ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα» καὶ νὰ κρατήσουμε αὐτὰ ποὺ μποροῦν νὰ ἑνώσουν τοὺς δύο λαούς. Γι’ αὐτὴ τὴν εἰρήνη ποὺ στὶς μέρες μας δὲν θεωρεῖται, πιά, δεδομένη.

Ἂν ἡ Ἅλωση τῆς Πόλης ἦταν μία τρομακτικὴ καὶ χαίνουσα πληγή γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ ἐπέφερε τὸν θάνατό του στὴν Ἀνατολή. Σὲ αὐτὸν τὸν ἱερὸ τόπο γιὰ τοὺς Ἕλληνες, τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴν πανάρχαια κοιτίδα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς, ξεθωρίασε τὸ 1922 ἡ ἑλληνικότητα τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ γῆ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας – ἐκεῖ ποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐναρμόνισαν τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα μὲ τὸν χριστιανικὸ λόγο- ἔγινε ὁριστικὴ τὸ 1922. Ὥς τότε ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν εἶχε, παρὰ τὰ δεινὰ ποὺ ὑπέστη καὶ τὴν δημογραφικὴ ἐπέλαση τοῦ τουρκικοῦ στοιχείου, ὑποταχθεῖ. Κρατοῦσε ζωντανὴ καὶ ἀκμαία τὴν πολιτιστική του ὑπεροχή.

Χρειάστηκε πολὺς πόνος καὶ αἷμα, γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν ἀπὸ τὰ χώματα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας οἱ ἑλληνικὲς ρίζες ποὺ ποτίζονταν ἀπὸ αἰῶνες. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ χῶμα ποὺ Ἕλληνες μούσκεψαν μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸν ἱδρώτα τους. Μέχρι τὴν ὥρα ποὺ τουρκικὰ χέρια τοὺς ἀπόκοψαν ἀπὸ τὶς πατρογονικές τους ἑστίες καὶ τοὺς ἐξώθησαν στὴν Ἑλλάδα. Τὴν Ἑλλάδα ποὺ ἀγαποῦσαν καὶ λάτρευαν γιὰ αἰῶνες.

Τὸ 1922 εἶναι ἡ χρονιὰ ὁρόσημο τῆς τραγωδίας γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Εἶναι ὅμως καὶ τὸ ἐφαλτήριο, γιὰ νὰ ἔρθουν αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες μὲ τὶς ἱκανότητές τους καὶ τὸ δημιουργικό τους πνεῦμα στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ Αἰγαίου, στὴ γῆ τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας. Οἱ πρόσφυγες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου ἦταν, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ἡ κινητήριος δύναμη, γιὰ νὰ «ἀνθίσει» ἡ μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα. Κουβαλοῦσαν στὸ μικρό τους δισάκι τὴ μοναδικὴ περιουσία ποὺ τοὺς εἶχε ἀπομείνει. Τὴν ἑλληνικὴ ψυχὴ καὶ τὶς παραδόσεις. Τὶς παραδόσεις ποὺ ποτὲ δὲν λησμόνησαν. Ἀκόμη καὶ σήμερα ποὺ πέρασε ἕνας αἰώνας. Σὲ κάθε προσφυγικὴ γειτονιὰ ὁ Μικρασιάτης πρόσφυγας κρατᾶ ἄσβεστο τὸ καντήλι τῆς παράδοσης. Διατηρεῖ ζωντανὸ τὸ χθὲς, γιὰ νὰ πορευτεῖ στὸ αὔριο.

Αὐτοὶ οἱ πρόσφυγες στὴν ἀρχὴ δὲν ἔτυχαν θερμῆς ὑποδοχῆς. Ὡς «Ἕλληνες» τοὺς κατηγοροῦσαν, ὅταν ζοῦσαν ἀπέναντι. «Τούρκους» τοὺς ἀποκαλοῦσαν, ὅταν ἔφτασαν στὰ μέρη μας. Παρὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπισαν –ποὺ θὰ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν καὶ νὰ μᾶς διδάξουν καὶ σήμερα- κατάφεραν νὰ γίνουν ὁ καταλύτης ποὺ ἀπογείωσε τὴν Ἑλλάδα. Χάρη στὴν εὑρηματικότητα, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὶς ἱκανότητές τους. Οἱ Μικρασιάτες ἀδελφοί μας συνέβαλαν σημαντικὰ στὴ διαμόρφωση τῆς σημερινῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς ταυτότητάς της. Ἀνέδειξαν νέους Ἁγίους, κράτησαν ζωντανὴ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὶς παραδόσεις. Γιατί κουβαλοῦσαν τὴν Ἑλλάδα μέσα στὴν ψυχή τους.

Τὰ 100 χρόνια ποὺ πέρασαν μᾶς πλήγωσαν πολύ. Μᾶς πρόσφεραν ὅμως γνώση καὶ ἐμπειρία. Πώς θὰ πρέπει σὲ ὅσους ἀντέχει νὰ δεχτεῖ αὐτὸς ὁ τόπος ὡς πρόσφυγες ἀπὸ ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ παραδόσεις, νὰ τοὺς διδάξουμε τὴν ἱστορία αὐτοῦ τοῦ τόπου. Τὶς παραδόσεις, τὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὸν εὐρωπαϊκὸ τρόπο σκέψης. Ὄχι κατ’ ἀνάγκη γιὰ νὰ τὶς ἀφομοιώσουν, ἀλλά, ἂν μὴ τί ἄλλο, νὰ τὶς σεβαστοῦν. Νὰ κάνουμε μία νέα, σύγχρονη, ἱεραποστολὴ δείχνοντας σὲ ὅσους ἔρχονται στὴν Ἑλλάδα τὸν τρόπο σκέψης τῆς Εὐρώπης καὶ τὴν ἀγάπη τῆς χριστιανικῆς παράδοσης.

Ὅπως σεβάστηκε τὶς τοπικὲς παραδόσεις καὶ ὁ κάθε Ἕλληνας ποὺ ἔφτασε ὡς πρόσφυγας σὲ κάθε ἄκρη τῆς γῆς καὶ συνέβαλε μὲ τὸ δικό του λιθαράκι, στὴν πρόοδο τοῦ τόπου, ὅπου κι ἂν ἔδεσε λιμάνι. Ὁ Ἕλληνας ποὺ κράτησε ἀναλλοίωτη τὴν ταυτότητά του, ζωντανὲς τὶς παραδόσεις καὶ ἀκμαία τὴν πολιτιστική του ἀφετηρία, καί, ἐν τέλει, δὲν βγῆκε ποτὲ χαμένος. Αὐτὸ μᾶς διδάσκει ἡ ἱστορία, κι αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ κρατήσουμε ὡς πυξίδα γιὰ τὴν πορεία μας στὸ μέλλον».

Τὸ ἀνυπόστατον Φανάρι

Ἡ πρώτη ἐντύπωσις, τὴν ὁποίαν προκαλεῖ τὸ κείμενον εἶναι ὅτι εἶναι ἄνευρον, ἕνα κείμενον εἰς τὰ μέτρα ἑνὸς ἠπίου Ἀρχιεπισκόπου, ὁ ὁποῖος προτιμᾶ αὐτὰ, τά ὁποῖα πράττει νὰ μὴ τὰ δημοσιοποιῆ καὶ εἰς αὐτὰ τά ὁποῖα δημοσιοποιεῖ νὰ μὴ δίδη ἀφορμάς διὰ σχολιασμόν. Ὄντως αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος. Ὡστόσον, κάθε συγγραφέα τὸν προδίδει ἡ γραφίς του, ὄχι δι’ ὅσων ἀποτυπώνει, ἀλλὰ δι’ ὅσων ἀποφεύγει τὴν φανέρωσιν.

Μὲ μίαν ἐπισταμένην ἀνάγνωσιν τοῦ κειμένου παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ ἐλαχίστη ἀναφορὰ εἰς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Πουθενὰ εἰς τὸ κείμενον δὲν σχολιάζεται ἢ παρατίθεται κάποια ἐνέργεια ἢ στάσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σχετικῶς μὲ τὴν μικρασιατικὴν τραγωδίαν. Πῶς ἀξιολογεῖται αὐτό;

Ὀφείλει κανεὶς νὰ ἀποφύγη δύο παγίδας. Ἡ πρώτη εἶναι νὰ θεωρήση ὅτι ἡ ἀπουσία αὐτὴ ἀνάγεται εἰς κάποιαν πολεμικὴν ἢ ἐχθρικὴν διάθεσιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου πρὸς τὸ Φανάρι. Ἀκόμη καὶ νὰ ὑπῆρχε δὲν θὰ τὴν ἐνέπλεκεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἰς ἕνα ζήτημα ἱστορικῆς μνήμης. Γενικῶς, ὅμως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Ἱερώνυμος συμπλέει μὲ τὸν Πατριάρχην Βαρθολομαῖον, γνωρίζων, βεβαίως, τὰ ὅρια ἐξουσίας καθενός. Τὸ ἂν αὐτὰ συμπίπτουν μὲ τὰ ὅσα ἱεροκανονικῶς ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι θέμα τὸ ὁποῖον ἂς ἐκκρεμῆ δι’ ἕτερον ἄρθρον.

Ἡ δευτέρα παγὶς εἶναι νὰ πιστεύση κανεὶς ὅτι τὸ παρὸν δημοσίευμα, ἐπειδὴ εἶναι ἀφιερωματικὸν καὶ ἐπειδὴ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι ἱστορικός, δὲν ἠδύνατο νὰ συμπεριλάβη παρὰ μόνον τὰ θεμελιώδη. Αὐτὸ μᾶλλον ἐπίστευσαν οἱ πλεῖστοι ἐξ ὅσων ἀνεδημοσίευσαν τὸ κείμενον. Ὡστόσον, ἕκαστος Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν ἀρθρογραφῆ δὲν στοχεύει εἰς τὸ νὰ διδάξη ἱστορίαν, οὔτε νὰ προβῆ εἰς περίληψιν γεγονότων, ἀλλὰ νὰ καταθέση ἐκεῖ­νο τὸ πρῖσμα κατανοήσεως, τὸν ὁποῖον τοῦ ὑπαγορεύει ἡ συνείδησίς του, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ συμβαίνη πολλάκις ἀκουσίως.

Ἑπομένως, ὅταν εἰς τὰ λόγια ἑνὸς Ἀρχιεπισκόπου δι’ ἕν τοσούτου μεγέθους συμβὰν δὲν ἀποτυπώνεται οὔτε μία λέξις διὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον! Ὑπὸ ποίαν ἔννοιαν; Ὁ τί­τλος τοῦ κειμένου εἶναι ἐνδεικτικός: «Ὁ Ἑλληνισμὸς δὲν χάθηκε στὴν Ἅλωση, ἀλλὰ τὸ 1922». Δὲν ἔχει σημασίαν ἂν τὸν τίτλον τὸν ἔδωσεν ὁ ἴδιος ἢ τὸν ἔθεσεν ἡ ἐφημερίς, καθὼς πρά­γματι συμπυκνώνει τὰς σκέψεις του: ἡ Ἅλωσις ἦτο ὀδυνηρὴ, ἀλλὰ τὸ 1922 «ξεθωρίασε ἡ ἑλληνικότητα τῆς Ἀνατολῆς». Θὰ ἀναρωτηθῆ κανείς: Δὲν παρέμειναν τὰ ἱστορικὰ μνημεῖα; Δὲν ὑπάρχουν ἀκόμη ὀλίγοι Ἕλληνες; Δὲν ὑπάρχουν ἑκατομμύρια κρυπτοχριστιανοί; Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀμφισβητεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἀλλὰ τίποτε ἐξ αὐτῶν δὲν τὸν ἀπασχολεῖ διὰ τὸ συγκεκριμένον κείμενον. Ἀπεναντίας, διατυπώνει μίαν καιρίαν οὐσίωδη ἀλήθειαν, ἡ ὁποία εἶναι σοβαρωτέρα ἑκάστης ἄλλης καὶ δυστυχῶς τὴν παραθεωροῦ­μεν ἐπιπολαίως.

Αὐτὸ τὸ ὁποῖον περιγράφει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος -χωρὶς νὰ τὸ κατονομάζη- εἶναι ἡ βιαία ἐκδίωξις τοῦ ποιμνίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ἐκρίζωσις τῶν θεμελίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου. Ἂν ἀνατρέξωμεν εἰς τὸν 17ον Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς, θὰ ἀντιληφθῶμεν ὅτι τὸ «ἐκκλησιαστικὸν Σῶμα» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦτο ἡ Θράκη, ὁ Πόντος καὶ ἡ Μικρὰ Ἀσία. Ὅταν πλέον δὲν ἔμεινε τίποτε ἀπὸ αὐτά, τί ἀπέμεινεν ἀπὸ τὸ πάλαι ποτὲ διαλάμψαν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον; Τίποτε!

Ἡ ἐκρίζωσις τοῦ ποιμνίου ἦτο κατ’ οὐσίαν ἡ ἀποσυνοδοποίησις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἂν συνοδικὸν σύστημα εἶναι ἡ συνέργια κλήρου καὶ λαοῦ ὑπὸ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ 1922 (καὶ ἀργότερα μὲ τὰ «Σεπτεμβριανά» τοῦ 1955) ὑπῆρξεν ἀνατροπὴ τῆς συνοδικότητος. Ἐχάθησαν ἑπομένως πλήρως τὰ ἐκκλησιολογικὰ θεμέλια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Διὰ τοῦτο τὸ Φανάρι εἶναι σήμερα μία ἀποσαρθρωμένη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκλέγει -ἄνευ λαοῦ- Ἱεράρχας, οἱ ὁποῖοι δὲν ποιμαίνουν καὶ δὲν λογοδοτοῦν εἰς τοὺς πιστούς, καθὼς αὐτοὶ δὲν ὑπάρχουν! Στερεῖται ἐκκλησιολογικῆς νομιμοποιήσεως τὸ σημερινὸν Φανάρι.

Διὰ τοὺς τυχὸν διαφωνοῦντας νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι: α) οἱ παροδικοὶ ἐπισκέπται δὲν ἀποτελοῦν ποίμνιον, β) οἱ ὁμογενεῖς εἰς τὸ ἐξωτερικὸν δὲν δύνανται νὰ εἶναι ποίμνιον, ὅταν δὲν ὑπάρχη ποίμνιον εἰς Μικρασίαν, Πόντον καὶ Θράκην, γ) οἱ κρυπτοχριστιανοὶ δὲν εἶναι ποίμνιον, ἐφόσον δὲν μετέχουν πουθενά.

Ἑπομένως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος λέει ἐμμέσως ὅτι τὸ Φανάρι εἶναι… ἀνύπαρκτον!

Τὸ Φανάρι εἶναι κενὰ ἐδάφη

Ἡ δευτέρα ἀβίαστος διαπίστωσις ἀπὸ τὴν μελέτην τοῦ ἄρθρου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι ἡ προσ­πάθεια ἐντοπισμοῦ τοῦ κέντρου τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πάλιν ἀπαιτεῖται ἰδιαιτέρα προσοχὴ καθὼς δὲν πρόκειται ἐδῶ περὶ ἑνὸς στείρου ἑλλαδοκεντρισμοῦ, ὡς ἐπιπολαίως δύναται νὰ συμπεράνη κανείς. Αἱ ἐπαναλήψεις τοῦ Ἀρχιεπισκόπου «Ἑλλάδα», «Ἕλληνες», «Ἑλληνισμός», «ἑλληνικὸς» κ.ἄ. δὲν ἔχουν σχέσιν οὔτε μὲ τὴν ἀρχαιολατρείαν οὔτε μὲ τὸν ἐθνικισμὸν οὔτε μὲ ἄλλο σόφισμα. Μὲ βεβαιότητα ἀντιλαμβάνεται καὶ ὁ πλέον ἀδαὴς ὅτι ὁ «Ἑλληνισμὸς» τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἀναφέρεται εἰς αὐτὸ ποὺ κάποτε ὠνομάζετο ἐσφαλμένα «ἑλληνοχριστιανισμός». Ὀρθῶς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὁμιλεῖ περὶ «Ἑλληνισμοῦ», καθὼς τὸ συνεχὲς εἰς τὸν χρόνον δὲν εἶναι ἁπλῶς μία φυλὴ, ἡ ὁποία «μπολιάσθηκε» ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸν καὶ παρήγαγεν αὐτὴ ἕνα πολιτιστικὸν μεῖγμα, ἀλλὰ ἡ ἰδία ἡ ἀναγέννησις τῶν Ἑλλήνων εἰς τὸν χριστιανισμόν. Αὐτὸς εἶναι ὁ «Ἑλληνισμός», ὁ ὁποῖος βεβαίως σήμερα ἔχει ἀλλοτριωθῆ εἰς βάθος καὶ φθίνει μὲ ἰλιγγιώδεις ρυθμούς.

Πέραν ἀπὸ τὴν ὁρολογίαν, εἰς τὸ βάθος τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, εὑρίσκεται κάτι, τό ὁποῖον ἐλάχιστοι θὰ ἐπρόσεξαν: ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἀναφέρεται εἰς ἕνα ἑλλαδοκεντρισμόν, ὡς προείπομεν, ἀλλὰ εἰς ἕνα σύγχρονον ἑλληνοκεντρισμόν, τὸν ὁποῖον ἀντιπαραθέτει ἐμμέσως πρὸς ἕνα βυζαντινοκεντρισμόν. Μετὰ τὸ σύγχρονον ρεῦμα «στροφὴ πρὸς τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», τὸ ὁποῖον ἦτο ὀρθότατον, ἠκολούθησε μία ἐσφαλμένη ἐκδοχὴ τοῦ βυζαντινοκεντρισμοῦ, ἡ ὁποία συνεσχέτιζε τὴν Ὀρθοδοξίαν ὄχι μὲ τὴν ἑλληνικὰ διατυπωμένην θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων τῶν βυζαντινῶν χρόνων, ἀλλὰ μὲ τὰ πάλαι βυζαντινὰ ἐδάφη. Ἐπίστευσαν πολλοὶ καὶ συνεχίζουν νὰ τὸ προπαγανδίζουν ὅτι εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν Σμύρνην, τὴν Πέργαμον κ.ἄ. διετηρεῖτο μία αὐθεντικωτέρα παράδοσις ἐν συγκρίσει πρὸς τάς Ἀθήνας, τὴν Θεσσαλονίκην, τὴν Κόρινθον κ.ἄ. καίτοι εἰς αὐτάς τὰς τελευταίας ἡ ἀποστολικὴ παράδοσις εἶναι ἡ πλέον μεμαρτυρημένη. Αἴφνης τὸ Φανάρι ἀπέκτησεν αἴγλην, ἁπλῶς ἐπειδὴ ἦτο βυζαντινὸν ἔδαφος!

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος ἔρχεται νὰ ὑπενθυμίση ὅτι ἡ «πανάρχαια κοιτίδα τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς», ὡς γράφει διὰ τὴν Μικράν Ἀσίαν, ἐχάθη, καὶ ὅσοι ἐπέζησαν τῆς φρικτῆς σφαγῆς ἦλθον «στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ Αἰγαίου, στὴ γῆ τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας». Μεθερμηνευόμενον: οἱ Ἕλληνες ἐπέστρεψαν εἰς τὴν πηγήν τους! Δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ συμβῆ, ἀλλὰ δυσ­τυχῶς συνέβη! Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως νὰ ἀναμένη κανεὶς ἀπὸ ἄδεια Ἑλληνισμοῦ ἐδάφη τῆς Κων/λεως, τῆς Περγάμου κ.ἄ. Ὅ,τι ὑπῆρχεν ἐκεῖ, μετεφέρθη ἐδῶ. Τὸ Βυζάντιον τὸ ἑλληνικὸν ἢ ὁ Ἑλληνισμὸς ὁ βυζαντινὸς εὑρίσκεται πλέον εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὄχι εἰς ἐδάφη ποὺ ἀναπολεῖ ἡ καρδία μας. Ἂς συγχωρήση ὁ ἀναγνώστης τὸ προσωπικὸν ὕφος, ἀλλὰ εὑρίσκω αὐτὴν τὴν ἀντίληψιν (ἀνεξαρτήτως ἂν τὴν ἔλεγεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἢ ἕτερος ἄνθρωπος) ὡς τὴν πλέον σύγχρονον Ὀρθόδοξον σκέψιν: Εἰς τὴν Ἑλλάδα εὑρίσκεται ὅ,τι ἀπέμεινεν ἀπὸ τὸν «Ἑλληνισμόν»! Ἂν θέλωμεν πάλι τὴν Μικράν Ἀσίαν θὰ πρέπη νὰ τὴν ἐπανακαταλάβωμεν πνευματικὰ ἐξ ἀρχῆς ἐμεῖς οἱ ἐξ Ἑλλάδος καὶ ὄχι νὰ γινώμεθα θύματα αὐθυποβολῆς μιᾶς φαντασιώσεως ὅτι ἐκεῖ εὑρίσκεται κάτι γνησιώτερον.

Ὁ Ἀθηνῶν εἶναι Πατριάρχης

Ἂς κάνωμεν μία σχετικὴν παρένθεσιν. Προσ­φάτως ἔγραψεν ὁ κ. Σ. Τζούμας εἰς τὴν ἱστοσελίδα «exapsalmos.gr» ὅτι κάποιος ἤδη κεκοιμημένος Ἱεράρχης τοῦ Φαναρίου τοῦ εἶχεν ἐκμυστηρευθῆ τὰ ἑξῆς:

«Ἔχω μεγάλο βάρος στὴ συνείδησή μου παιδί μου ποὺ συμμετεῖχα καὶ ὑπέγραψα τότε τὴν τιμωρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Πρόλαβα καὶ τοῦ ζήτησα συγγνώμη, ὅταν τὸν εἶδα σὲ ἕνα ταξίδι του ἐδῶ τότε στὴν ἑορτὴ τοῦ Πατριάρχη, ὅταν κόπασε τὸ κακό, ἀλλὰ τὸ λέγω καὶ σὲ σένα σήμερα, γιὰ νὰ ἐξιλεωθῶ, ἀλλὰ καὶ γιατί ξέρω πόσο τὸν ἀγαποῦσες! Μὴ πεῖς τίποτα παιδί μου μὴ πεῖς, ὅ,τι σοῦ εἶπα! Νάχεις τὴν εὐχή μου! Φοβόμαστε κιόλας! Ὁ Χριστόδουλος ἔφερε πάλι τὸν κόσμο στὶς Ἐκκλησίες στὴν Ἑλλάδα καὶ μάλιστα νέους ἀνθρώπους καὶ ἡ Μητέρα Ἐκκλησία τὸν τιμώρησε γιὰ ἐγωισμοὺς καὶ ἐξουσίες! Μᾶς ἀνέχεται ὁ Κύριος παιδί μου. Μᾶς ἀνέχεται.. Ἀλλὰ γιὰ πόσο ἀκόμη;».

Ὁ Ἱεράρχης αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὅμοιοί του, δὲν ἀντελήφθησαν ὅτι δὲν ὑπέγραψαν παρὰ ἕνα χαρτὶ δίχως ἀντίκρυσμα. Τὸ πρόβλημα ἦτο ὁ ἴδιος ὁ φόβος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ὁ ὁποῖος ἀνεβίβασεν εἰς σπουδαῖον ἕνα κομμάτι χαρτὶ (ὅπως μαρτυρεῖ καὶ αὐτὸς ὁ Ἱεράρχης «Φοβόμαστε κιόλας», τὸν Πατριάρχην Βαρθολομαῖον(;), ἐπειδὴ τόν θεωροῦν ὡς «Πάπαν»;). Αὐτὸ ἦτο ἕνα ἀπὸ τὰ μέγιστα λάθη τοῦ κυροῦ Χριστοδούλου. Ποῖο; Ὅτι εἶχε παρεφθαρμένην βυζαντινοκεντρικὴν συνείδησιν. Ἐφάνη αὐτὸ ὅταν ἠθέλησε νὰ λάβη διὰ τὴν ἀποστολοΐδρυτον Ἀθήνα(!) τὸν τίτλον «Πατριαρχεῖον»! Ἐθεώρει καὶ αὐτὸς ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως ἦτο κάτι ἀνώτερον… Δὲν εἶχε συνείδησιν ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον εἶχε μεταφερθῆ εἰς Ἀθήνας τουλάχιστον ἀπὸ τὸ 1922!

Τὴν ἀντίληψιν αὐτὴν ἦλθε νὰ ὑπενθυμίση τὸ δημοσίευμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου. Δὲν σημαίνει ὅτι γνωρίζει ὁ ἴδιος πῶς νὰ διαχειρισθῆ αὐτὴν τὴν διαμορφωμένην κατάστασιν οὔτε ὅτι ἤδη τὴν διαχειρίζεται σωστὰ (αὐτὸ εἶναι ζήτημα δι’ ἕτερον ἄρθρον), ἀλλὰ μεταφέρει πράγματι ἀκεραίαν τὴν «ἀρχιεπισκοπικὴν παράδοσιν» τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς αὐτὴ ἦτο πρὶν ἀπὸ τὴν βυζαντινοκεντρικὴν ἀποπληξίαν περὶ Φαναρίου κ.λπ. Διὰ τοῦτο ὁμιλεῖ ὡς Προκαθήμενος ὄχι τῶν ἑλλαδιτῶν, ἀλλὰ καὶ ἐκείνων ποὺ ἐδέχθη ἡ Ἑλλὰς ἀπὸ τὴν Μ. Ἀσίαν καὶ ἐπειδὴ τὸ ποίμνιον προβάλλει τὸν Ἐπίσκοπον ὄχι τὸ κενὸν ἔδαφος εἶναι Ἀρχιεπίσκοπος πάσης Ἑλλάδος: Ἀθηνῶν καὶ Νέας Ρώμης.

Ἐπανευαγγελισμὸς τῆς Ἀνατολῆς!

Τὸ κείμενον τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καταλήγει μὲ τὴν προτροπὴν δι’ ἱεραποστολήν, μία λέξιν, ἡ ὁποία ἐν ὄψει τοῦ πανθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταλήξει ἀπηγορευμένη. Τὸ κοινότυπον, δηλ. ὅτι ἡ προτροπὴ αὐτὴ σκοπεύει εἰς τὴν κοινωνικὴν ὁμόνοιαν, ἑνότητα κ.λπ. τὸ ἀφήνομεν εἰς ἄλλους. Ἂς ἴδωμεν τὸ μέλλον: Διαγκωνίζονται διὰ τὴν «τρίτην» Ρώμην, ὅταν ἤδη ἐχάσαμεν τὴν «πρώτην» μὲ τὸ σχίσμα καὶ τὴν «δευτέραν» τὸ 1922. «Τρίτη Ρώμη» εἰς ἕνα κόσμον, ὅπου τὰ σύν­ορα πλέον δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ γεωγραφικὰ, θὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ ἐπιτύχη νὰ διδάξη εἰς τὴν Κίναν, τὴν Ἰνδίαν καὶ τὸν μουσουλμανικὸν κόσμον «τὸν τρόπο σκέψης τῆς Εὐρώπης καὶ τὴν ἀγάπη τῆς χριστιανικῆς παράδοσης», νοουμένων αὐτῶν εἰς τὴν αὐθεντικότητά των.

Δύο «βόμβας» ἔθεσεν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, τὴν ἀπονομιμοποίησιν τοῦ Φαναρίου καὶ τὴν ἀνάδειξιν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς νέας Μητρός… ἴσως δὲν ἠθέλησε καὶ ὁ ἴδιος νὰ τάς κατανοήση… Τὶς ἄρα οἶδεν;

Previous Article

Μήνυμα Ἀρχιεπισκόπου γιά τήν ἔναρξη τοῦ νέου κατηχητικοῦ ἔτους

Next Article

Έναρξη ψηφιοποίησης Ιερών Κειμηλίων Ενοριακών Ναών της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών