Πνευματικὴ καὶ Ἐθναποστολική του διαδρομή
Ἀφιέρωμα εἰς τὰ 310 ἔτη ἀπὸ τὴν γέννησίν του καὶ 245 ἀπὸ τὸν θάνατόν του
Τῆς Δρ. Φιλ. Μαρίας – Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου
2ον
Σιμὰ εἰς τὰ ἄπειρα χαρίσματα ὅπου μοῦ ἐχάρισεν ὁ Κύριός μου μὲ ἀξίωσε καὶ ἐμένα τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἔμαθα πεντέξι γράμματα ἑλληνικά, ἔγινα καὶ καλόγερος. Διαβάζοντας τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον ηὕρηκα μέσα πολλά, καὶ διάφορα νοήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι ὅλα μαργαριτάρια, διαμάντια, θησαυρός, πλοῦτος, χαρά, εὐφροσύνη, ζωὴ αἰώνιος. Σιμὰ εἰς τὰ ἄλλα κήρυξα καὶ τοῦτον τὸν λόγον, ὅπου λέγει ὁ Χριστός μας πὼς δὲν πρέπει κανένας Χριστιανὸς ἄνδρας ἢ γυναίκα, νὰ φροντίζει διὰ τοῦ λόγου του μόνον πῶς νὰ σωθῆ, ἀλλὰ νὰ φροντίζει καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του. Καὶ ὅποιος φροντίζει μόνον διὰ λόγου του καὶ δὲν φροντίζει καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς του, ἐκεῖνος θὰ κολασθεῖ. Μὲ ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου τόσους χρόνους, ὡσὰν τὸ σκουλήκι ὅπου τρώγει τὸ ξύλον. Τί νὰ κάμω καὶ ἐγώ; Στοχαζόμενος καὶ τὴν ἀμάθειάν μου ἐσυμβουλεύθηκα τοὺς πνευματικούς μου πατέρας, ἀρχιερεῖς, πατριάρχας, ἀνίσως καὶ εἶναι θεάρεστον τέτοιον ἔργον νὰ μεταχειρισθῶ, καὶ ὅλοι μὲ παρακίνησαν νὰ τὸ κάμω καὶ μὲ εἶπαν πὼς τέτοιον ἔργον καλὸν καὶ ἅγιον εἶναι. Μάλιστα παρακινούμενος περισσότερον ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον κυρ Σωφρόνιον Πατριάρχην καὶ λαμβάνοντας τὰς ἁγίας του εὐχὰς ἄφησα τὴν ἐδικήν μου προκοπήν, τὸ ἐδικόν μου συμφέρον καὶ ἐβγῆκα νὰ περιπατῶ ἀπὸ τόπον εἰς τόπον καὶ διδάσκω τοὺς ἀδελφούς μου». [12] Ἱερομόναχος ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, οἰστρηλατημένος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ πονώντας βαθιὰ γιὰ τὴ δουλεία τοῦ Γένους, ἀνέλαβε δράση μὲ διπλὸν σκοπόν. Ν’ ἀποσοβήσει τὸν ἐπαπειλούμενο ἐξισλαμισμὸ τῆς Ἑλλάδος καὶ νὰ ἱδρύσει παντοῦ ὅπου δὲν ὑπῆρχαν, ἑστίες φωτισμοῦ γιὰ τὰ παιδιὰ τῶν ραγιάδων καὶ νὰ διατηρήσει ἄσβηστο τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς παραδόσεως τοῦ ἔθνους»[13].
Πρὶν ξεκινήσει τὴν ἱεραποστολική του δραστηριότητα τὶς περιοδεῖες του, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ πατριάρχη. Ἐκεῖ, στὴν Πόλη, βρισκόταν καὶ ὁ ἀδελφός του Χρύσανθος, μορφωμένος καὶ καλὸς ἀπὸ τὸν ὁποῖον διδάχθηκε «μερικήν τινα τέχνην ρητορικήν».
Ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Θράκη. Διέτρεξε τὴν Μακεδονία, τὴ Θεσσαλία, τὴ Στερεά, «πετάχτηκε» γιὰ λίγο καὶ στὴν Πελοπόννησο, ταξίδεψε καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, στὶς Κυκλάδες καὶ στὰ νησιὰ τοῦ Ἰονίου. Προπαντὸς ὅμως, πῆγε καὶ ξαναπῆγε στὴν Ἤπειρο νότια καὶ βόρεια. Διότι ἔβλεπε ὅτι ἐκεῖ ἀλλαξοπιστοῦσαν τότε πολλοί, ἀκόμη καὶ παπάδες! Οἱ περιοδεῖες του ἀναχαίτισαν τὶς ἀλλαξοπιστίες καὶ τὸ κῦμα τοῦ ἐξισλαμισμοῦ.[14] Σταμάτησαν ἀκόμη καὶ τὶς ληστεῖες ποὺ ἦταν συνηθισμένο φαινόμενο. Μερικοὶ μάλιστα ληστές, μετανιωμένοι, κάθονταν φρόνιμα στὰ πόδια του ἀκούγοντας τὶς διδαχές του.[15] Τὰ ὅπλα του στὴν πρώτη του ἐξόρμηση ἦταν ἕνας μεγάλος ξύλινος σταυρὸς ποὺ ἔμενε καρφωμένος κάθε φορὰ στὸ σημεῖο ποὺ στηνόταν, γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διέλευσή του κι ἕνα θρονὶ ποὺ ἀνέβαινε, γιὰ νὰ ὁμιλήσει καὶ προπάντων ἡ φλογερὴ καὶ χειμαρρώδης εὐγλωττία του, ποὺ ἠλέκτριζε, ἐνθουσίαζε, ἀνύψωνε καὶ ἐνέπνεε, τὰ ἀκροατήριά του. Κι ὄχι μόνο οἱ Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ Τοῦρκοι, τὸν ἄκουαν μ’ εὐλάβεια καὶ κατάνυξη. Κι εἶχε θαυμαστὲς πασάδες ποὺ τὸν προστάτευαν, ἕνας μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς τοῦ χάρισε καὶ πολυτελέστατο θρονὶ γιὰ τὸ κήρυγμά του, ὁ δὲ φοβερὸς Ἀλὴ Πασὰς τῶν Ἰωαννίνων – τοῦ ὁποίου ὁ Κοσμᾶς εἶχε προφητεύσει τὴν καταπληκτικὴ ἄνοδον, ὥστε ὅταν κατόπιν σκοτεινῶν, διαβολῶν κάποιων σκοτεινῶν ἐμπόρων καὶ τοκογλύφων, καὶ τῆς ἐπίτηδες παρεξηγημένης διαταγῆς ἑνὸς Τούρκου διοικητοῦ τὸν ἐθανάτωσαν, διέταξε νὰ κατασκευάσουν ἀργυροῦν ὁμοίωμα τῆς κεφαλῆς του καὶ ὅταν τοῦ τὴν παρουσίασαν, τὴν «ἔψαυσεν» τρεῖς φορὲς μὲ τὴ γενειάδα του, δεῖγμα βαθύτατου σεβασμοῦ. Κι ἐπειδὴ δὲν ἄρεσε καθόλου στοὺς Μουσουλμάνους ἡ ἐκδήλωση αὐτή, στράφηκε καὶ τοὺς εἶπε: «Φέρτε μου ἕνα Μουσουλμάνο σὰν αὐτὸν τὸν Χριστιανὸ καὶ θὰ τοῦ φιλήσω καὶ τὰ πόδια»[16]
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι σύμφωνα μὲ ἀφήγηση τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πρὸς τὸν μαθητή του Νίκωνα ὁ Ἅγιος συναντήθηκε συμπτωματικὰ μὲ τὸν Ἀλὴ Πασά, ὅταν ὁ τελευταῖος ἦταν ἀκόμη πολὺ νέος.
Καταδιωγμένος ὁ Ἅγιος ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ τὸν μισοῦσαν ἐπειδὴ πέτυχε νὰ μεταφερθεῖ τὸ παζάρι ἀπὸ τὴν Κυριακὴ στὸ Σάββατο, ἡμέρα ἱερὴ γι’ αὐτούς, εἶδε μία πόρτα ἀνοικτὴ στὸ Τεπελένι καὶ μπῆκε μέσα.
Μπαίνοντας βρῆκε μία γυναίκα, περίπου ἑξῆντα χρόνων νὰ τὸν κοιτᾶ παραξενεμένη. Ἡ γυναίκα μὲ αὐστηρὸ τρόπο τὸν ρώτησε τί ζητᾶ, κι ἐκεῖνος τῆς ἀποκρίθηκε ὅτι ζητᾶ στέγη γιὰ ἕνα βράδυ. Τὸν ρώτησε στὴ συνέχεια ποιὸς εἶναι καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦταν ὁ καλόγερος Κοσμᾶς ἡ φωνή της ἡμέρεψε. Ὅταν πληροφορήθηκε τοὺς λόγους ποὺ κατέληξε στὸ σπίτι της τοῦ πρότεινε νὰ τὸν φιλοξενήσει ὅσες μέρες θὰ ἤθελε καὶ πρόσθεσε ὅτι κυνηγοῦν καὶ τὸ γιό της, ἐπειδὴ εἶναι ὄμορφος καὶ δυνατός. Ἡ γυναίκα ἦταν ἡ Χάμκω, ἡ μητέρα του Ἀλῆ Πασᾶ. Μπῆκε κι ὁ Ἀλὴ Πασάς, ὁ ὁποῖος ζήτησε κι ἔμαθε τοὺς λόγους ποὺ κατέφυγε στὸ σπίτι του ὁ Ἅγιος. Ὁ Ἀλὴ Πασὰς ἐγκωμίασε τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ γιὰ τὰ μεγάλα του ἐπιτεύγματα καὶ παρεκάλεσε τὴν μητέρα του νὰ περιποιηθεῖ τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τοῦ κάνουν τραπέζι. Μάνα καὶ γιὸς ὑπέβαλαν ἐρωτήσεις στὸν Ἅγιο ποὺ εἶχαν σχέση μὲ τὴν ἐξέλιξη καὶ ἀνάδειξη τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Σ’ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, προφητικὰ καὶ στὴν τελευταία ἐρώτηση τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ, ἂν θὰ πάει στὴν Πόλη, ὁ Ἅγιος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Θὰ πᾶς καὶ στὴν Πόλη, μὰ μὲ κόκκινα γένεια»[17] Ἐννοοῦσε ὅτι θὰ μεταφερθεῖ στὴν Πόλη δολοφονημένος. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1779 πασὰς στὸ Ἠπειρωτικὸ Μπεράτι καὶ τὴν γύρω περιοχὴ ἦσαν ὁ Κούρτ[18]. Ἀγαποῦσε καὶ θαύμαζε τὸν Ἅγιο. Τοῦ εἶχε μάλιστα φτιάξει καὶ σκαμνὶ ντυμένο μὲ κατιφὲ (βελοῦδο), γιὰ νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κηρύττει.
Ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὑπογράμμιζε μὲ ἀσυνήθιστη ἔμφαση τὴν ἀνάγκη τῆς μόρφωση: «Δασκάλους, μαθητές, φυλλάδες θέλω. Τηρᾶττε πῶς κατάντησε, πῶς ἀγρίεψεν τὸ Γένος μας στὴν ἀμάθεια καὶ ἀσπάζεται Τούρκων τὴν πίστη καὶ ἀφανιέται! Ξύπνια παιδιὰ ἀδελφοί, θὰ παραδώσετε ὀγλήγορα στὸ Γένος! Σχολεῖα θὰ φτιάξετε. Αὐτοῦ τὴν λειτουργᾶνε τὸ Θεό, σὰν κρένω! Στὰ φώτη, ὄχι στὰ σκότη»[19]
Πλῆθος ἱερέων καὶ μοναχῶν παρακολουθοῦσαν ἐπίσης τὸν Κοσμᾶ στὰ φλογερά του κηρύγματα ποὺ στὴ συνέχεια διασκορπίζονταν στὶς περιοχές τους κήρυσσαν κατὰ τὸ πνεῦμα του, καὶ ἐκαλοῦσαν τοὺς προεστούς, τοὺς δημογέροντες καὶ τοὺς κατοίκους νὰ βοηθήσουν στὴν ἵδρυση σχολείων. Κι ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ἀληθινὸν θαῦμα, ὅτι στὶς τριάντα ἐπαρχίες ποὺ ἐκήρυξε, κατόρθωσε νὰ ἱδρύσει διακόσια κατ’ ἄλλους 210 δημοτικὰ σχολεῖα καὶ τριάντα ἀνώτερα, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «Ἑλληνικά». Τότε εἰσήχθη καὶ ὀργανώθηκε κοινοβιακά, τὸ οἰκόσιτον σύστημα. Σ’ αὐτὰ τὰ Σχολεῖα χορηγοῦσαν δωρεὰν διδασκαλία καὶ τροφὴ στοὺς μαθητές. Οἱ πλούσιοι ὅριζαν κληροδοτήματα, γιὰ τὴ συντήρηση τῶν διδασκάλων καὶ τῶν μαθητῶν καὶ γιὰ τὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν βιβλιοθηκῶν[20].
Σημειώσεις:
[13] Ἰωάν. Μενοῦνος, ὅ.π., σ. 17 – Μαρία Γ. Γιατράκου, Ἀνταύγειες ἀπὸ τὴν Ἐθνεγερσία, Ἀθήνα, σ. 13-14 – Μαρία –Ἐλευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στὴ ροὴ τῆς ἱστορίας, ὅ.π., σ. 56 [14] ὅ.π. [15] Ι. Μενοῦνος, ὅ.π., σ. 18 [16] Βλ. Μαρία-Ἐλευθερία Γ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στὴ ροὴ τῆς Ἱστορίας, ὅ.π., σ. 58 [17] Ἰ. Μενοῦνος, ὅ.π., σ. 27-29 [18] ὅ.π., σ. 30 κ.ἑ. [19] Βλ. Μαρία Γ. Γιατράκου, ὁ Διδάσκων καὶ ἡ Διδασκαλία Ἀθήνα 1993, σ. 5. Ἀνάτυπον ἀπὸ τὸ 23ον Τεῦχος τῶν πρακτικῶν τῶν «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΩΝ ΟΜΙΛΙΩΝ, τοῦ ΛΒ΄ καὶ ΛΓ΄ Ἐκπαιδευτικοῦ συνεδρίου τοῦ Τομέως Ἐπιστημόνων καὶ Ἐκπαιδευτικῶν τοῦ Συλλόγου «Ὁ Μ. Βασίλειος» εἰς Ἀθήνας καὶ Θεσσαλονίκην [20] Μ. Γιατράκου, Διδάσκαλοι στὴ ροὴ τῆς Ἱστορίας, ὅ.π., σ.59.