Γράφει ὁ κ. Εὐάγγελος Στ. Πονηρός, Δρ Θ., Μ.Φ.
(διαβάστε ἐδῶ τό πρῶτον μέρος)
2ον
Κι ἐδῶ, ὅπως καί στά Σόδομα, παρουσιάζονται οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, τούς ὁποίους ἡ Ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει “διεστραμμένους”, πολιορκοῦν τήν οἰκία καί ἀπαιτοῦν ἀθέμιτη μείξη μέ τόν φιλοξενούμενο:
“Καί ἐνῷ οὗτοι ηὐφραίνοντο, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως, ἄνθρωποι διεστραμμένοι, περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν, ἐκτύπων τήν θύραν καί ἔλεγον εἰς τόν κύριον τοῦ οἴκου, τόν γέροντα· “φέρε ἔξω τόν ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἦλθεν εἰς τήν οἰκίαν σου, διά νά γνωρίσωμεν αὐτόν[35]”.
Ἡ ἀθέμιτη ἀπαίτηση δέν ἱκανοποιεῖται αὐτή καθ’ αὐτή. Ὅμως ὁ φιλοξενούμενος, μᾶλλον ἐπειδή δέν ἤθελε νά ξεσπάσει τό μένος τῶν πολιορκητῶν ἐπί τῆς οἰκίας καί τοῦ γέροντος οἰκοδεσπότου, τούς παραδίδει τήν γυναίκα του. Ἡ γυναίκα, ἐξ αἰτίας τῶν ἀλλεπαλλήλων βιασμῶν, τούς ὁποίους ὑφίσταται καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς νύκτας, ξεψυχᾶ τό πρωί πρό τῆς οἰκίας[36].
Ὁ Λευίτης σύζυγός της διαμελίζει τήν ἄτυχη γυναίκα, τήν κόβει σέ δώδεκα μέρη καί τά ἀποστέλλει σέ ὅλες τίς φυλές τοῦ Ἰσραήλ γνωρίζοντάς τους τήν ἀποτρόπαιη πράξη. Τά γεγονότα αὐτά πυροδοτοῦν ἐμφύλιο πόλεμο στρεφόμενο ἐναντίον τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν[37], ἡ ὁποία σχεδόν ἐξοντώνεται, ἀλλά παρ΄ ὅλα αὐτά ἐπιβιώνει, ἐπειδή οἱ λοιπές φυλές μεταμελοῦνται γιά τήν ὑπερβολικά αὐστηρή ἀντιμετώπιση, τήν ὁποία τῆς ἐπεφύλαξαν, καί ἀποφασίζουν νά ἐπιτρέψουν στούς Βενιαμινίτες νά ἀπαγάγουν ἄγαμες κόρες, ὥστε νά τίς νυμφευθοῦν[38]. Διά τοῦ ἐπεισοδίου αὐτοῦ περατοῦται τό βιβλίο τῶν Κριτῶν.
Κι ἐδῶ ἡ ἐν λόγῳ πράξη καί συνήθεια περιγράφεται σαφῶς ὡς πάθος, τό ὁποῖο κινεῖ, ἀνεξέλεγκτα ὅσο καί ἐγκληματικά, τόν διακατεχόμενο ἀπό αὐτό ἄνθρωπο. Προξενεῖ φόνο, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς συνέπεια καί πολλούς ἄλλους ἀκόμη.
Γ΄. Καινή Διαθήκη: Παῦλος, ἅγιος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν
Γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί γιά τά μέλη της, τούς βεβαπτισμένους εἰς τό ὄνομα Αὐτοῦ χριστιανούς, δέν ὑφίστανται διλήμματα ἐγκρίσεως ἤ, ἔστω, ἀνοχῆς τέτοιου εἴδους πράξεων, ἀλλιῶς θά ἀποστεῖ τῆς ὑγιοῦς ἀποστολικῆς παραδόσεως.
Ἡ ἀποστολική παράδοση ἐκφράζεται σαφῶς διά τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου. Τίς ἀναφορές του θά παραθέσουμε ἐδῶ καί θά τίς ἀναλύσουμε βάσει τῆς σειρᾶς συγγραφῆς τους.
Καί ξεκινοῦμε ἀπό τό 6ο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει γιά τό ὑπό ἐξέταση ζήτημα τά ἑξῆς:
“9 ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι; μή πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοί οὔτε μαλακοί οὔτε ἀρσενοκοῖται 10 οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι. 11 καί ταῦτά τινες ἦτε· ἀλλά ἀπελούσασθε, ἀλλά ἡγιάσθητε, ἀλλά ἐδικαιώθητε ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.”
Τά ἀνωτέρω ἔχουν σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τούς Γ. Γαλίτη, Ἰω. Καραβιδόπουλο, Π. Βασιλειάδη, Ἰω. Γαλάνη ὡς ἑξῆς:
“9 Ἤ μήπως δέν ξέρετε ὅτι ἄνθρωποι ἄδικοι δέ θά ἔχουν θέση στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Μήν ἔχετε αὐταπάτες· στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέ θά ἔχουν θέση οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτρες οὔτε μοιχοί οὔτε θηλυπρεπεῖς οὔτε ἀρσενοκοῖτες 10 οὔτε κλέφτες οὔτε πλεονέκτες οὔτε μέθυσοι οὔτε ὑβριστές οὔτε ἅρπαγες. 11 Καί τέτοιοι ἤσασταν κάποτε μερικοί· ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ καί μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καθαριστήκατε ἀπό τήν ἁμαρτία, γίνατε λαός τοῦ Θεοῦ καί σωθήκατε ἀπό τήν ἐπερχόμενη ὀργή τοῦ Θεοῦ”.
Κατά τά ἀνωτέρω, ὅσοι διαπράττουν τά περιγραφόμενα εἶναι “ἄδικοι” καί ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέκα κατηγορίες ἀνθρώπων παρατίθενται ἐδῶ. Προφανῶς ὅσοι διαπράττουν τίς ἀποτρόπαιες αὐτές πράξεις, καί ἐμμένουν σέ αὐτές, δέν εἶναι οἱ μόνοι οἱ ὁποῖοι ἀποκλείονται ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὅπως θά δοῦμε παρακάτω καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος προσθέτει καί ἄλλες ἀκόμη κατηγορίες σέ μεταγενέστερες ἐπιστολές του. Τό θέμα μας ἀφοροῦν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων, οἱ “μαλακοί” καί οἱ “ἀρσενοκοῖται”, οἱ ὁποῖοι δέν κατηγοριοποιοῦνται κάπου ἰδιαιτέρως, ἀλλά τίθενται μεταξύ τῶν μοιχῶν καί τῶν κλεπτῶν, εἶναι δηλαδή, κατά τόν ἀπόστολο, κοινοί παραβάτες τοῦ αἰωνίου νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ὅλες οἱ περιγραφόμενες πράξεις εἶναι, ἑπομένως, ρύπος γιά τόν ἄνθρωπο, ἀπό τόν ὁποῖο ὁ χριστιανός “ἀπελούσατο” – τόν ἔχει ἀποβάλει διά τοῦ λουτροῦ. Ποίου λουτροῦ; Τοῦ λουτροῦ τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι καί ἀσθένεια, ἀπό τήν ὁποία ἔχει κατά τόν αὐτό τρόπο ὁ ἄνθρωπος θεραπευθεῖ. Συνιστοῦν καί ἀδικία, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐπίσης διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος δικαιωθεῖ.
Κατ’ αὐτόν, λοιπόν τόν τρόπο ἐπιδρᾶ ἡ σταυρική θυσία καί ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δίνει στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά σωθεῖ καί νά καθαρισθεῖ ἀπό τήν ἀδικία διά τῆς μετανοίας καί τοῦ βαπτίσματος εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ διάταξη, ἑπομένως, τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει θανατική ποινή σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς παραβάτες, παύει νά ἰσχύει, μολονότι ἡ ὑπό τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀξιολόγηση τῶν ἐν λόγῳ πράξεων παραμένει ἐξ ἴσου αὐστηρή καί ἀρνητική.
Στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ἤδη ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο, ὁμιλεῖ μέ τή δέουσα αὐστηρότητα γιά τήν εἰδωλολατρία καί τά εἰδωλολατρικά ἔθιμα. Δηλώνει λοιπόν:
“21 διότι γνόντες τόν Θεόν οὐχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ εὐχαρίστησαν, ἀλλ΄ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καί ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοί ἐμωράνθησαν, 23 καί ἤλλαξαν τήν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καί πετεινῶν καί τετραπόδων καί ἑρπετῶν.”
Ὀφείλεται λοιπόν ἡ εἰδωλολατρία σέ σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδιά. Ἐπειδή ἀποτελεῖ χαρακτηριστικό τῆς εἰδωλολατρίας, ἐπανέρχεται εἰδικά στό θέμα τό ὁποῖο ἐδῶ ἀναλύουμε. Ἀναφέρεται λοιπόν σέ παρά φύσιν καταστάσεις τῶν πρό Χριστοῦ εἰδωλολατρικῶν κοινωνιῶν. Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ ἀπόστολος ἀρκετά αὐστηρά, τά ἑξῆς:
“26 Διά τοῦτο παρέδωκεν αὐτούς ὁ Θεός εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γάρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τήν φυσικήν χρῆσιν εἰς τήν παρά φύσιν, 27 ὁμοίως τε καί οἱ ἄρσενες ἀφέντες τήν φυσικήν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τήν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καί τήν ἀντιμισθίαν ἥν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.”[39]
Οἱ στίχοι αὐτοί ἔχουν ὡς ἑξῆς σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική ἀπό τήν αὐτή ὁμάδα καθηγητῶν:
“26 Γι’ αὐτό τό λόγο, λοιπόν, τούς παρέδωσε ὁ Θεός σέ ἐπαίσχυντα πάθη: ἔτσι οἱ γυναῖκες ἀντικατέστησαν τίς φυσικές σχέσεις μέ ἀφύσικες· 27 τό ἴδιο καί οἱ ἄντρες· ἄφησαν τή φυσική σχέση μέ τή γυναίκα καί φλογίστηκαν μέ σφοδρό πάθος ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, διαπράττοντας ἀσχημίες ἀρσενικοί μ΄ ἀρσενικούς, καί πληρώνοντας ἔτσι μέ τό ἴδιο τους τό σῶμα τό τίμημα πού ταίριαζε στήν πλάνη τους.”
Τίς πράξεις, λοιπόν, αὐτές χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος σαφῶς “παρά φύσιν”, “ἀσχημοσύνην” καί “πλάνην”, ἡ ὁποία ἐπίσης ὀφείλεται στή σκοτισμένη καί ἀσύνετη καρδία τῶν εἰδωλολατρούντων. Τό πάθος τούς καίει, συνεπῶς δέν τό ἐλέγχουν. Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν ἀποτυπώνει καταστάσεις καί γεγονότα ὅμοια μέ ὅσα εἴδαμε στίς περιπτώσεις τῶν Σοδομιτῶν καί τῶν Βενιαμινιτῶν, τῶν ὁποίων τά πάθη ὁδηγοῦσαν ἕως καί στή βία καί στόν φόνο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν διστάζει, δέν φοβᾶται, μολονότι ζῆ στήν ἐπικράτεια τῆς παντοδύναμης εἰδωλολατρικῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης, νά ἀντιταχθεῖ σέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τίς ροπές, οἱ ὁποῖες, ὅπως θά δοῦμε κατωτέρω, κατέληξαν στό κράτος αὐτό νά θεωροῦνται ὡς ταυτόσημες μέ τήν φυσική ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός. Καί πράττει τοιουτοτρόπως, διότι οἱ ἅγιοι, ἀπόστολοι, μάρτυρες, ὁμολογητές, ἀσκητές, συγγραφεῖς ἤ μή, οὐδέποτε φοβήθηκαν τούς κραταιούς, δίδαξαν καί ὑπηρέτησαν μόνο τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Πλήν ὅμως, καί αὐτό ὀφείλουμε νά τό προσέξουμε καί νά τό τονίσουμε ἰδιαίτερα, δέν εἶναι καί ἄδικος ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος, οὔτε ὑπέρ τό δέον αὐστηρός, ἀποδίδει, κατά τό κέλευσμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ “τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ”[40]. Διότι στήν αὐτή ἐπιστολή, στό ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο, ἀναγνωρίζει ὅτι “ἔθνη τά μή νόμον ἔχοντα φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος[41]“ Δέν διαπράττουν, ἄρα, ὅλα τά ἔθνη ἐγκλήματα ὅπως τά ὡς ἄνω περιγραφόμενα, ἀλλά εἶναι νόμος γι’ αὐτά ἡ φύση, αὐτοί οἱ ἴδιοι εἶναι νόμος γιά τούς ἑαυτούς τους. Ὁ νόμος, ὅπως λέγει παρακάτω, εἶναι γραμμένος στίς καρδιές τους καί σέ αὐτό συμφωνεῖ καί ἡ συνείδησή τους.[42]“
Ἡ τρίτη ἀναφορά τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν στό ἐν λόγῳ θέμα εὑρίσκεται στό πρῶτο κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς του Α΄ πρός Τιμόθεον[43]:
“8 Οἴδαμεν δέ ὅτι καλός ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως χρῆται, 9 εἰδώς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δέ καί ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καί ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καί βεβήλοις, πατραλῴαις καί μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις, 10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καί εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται, 11 κατά τό εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὅ ἐπιστεύθην ἐγώ.”
Οἱ στίχοι ἔχουν, σέ ἀπόδοση στή νέα ἑλληνική, καί πάλι σύμφωνα μέ τήν αὐτή ὁμάδα ὡς ἑξῆς:
“8 Ἐμεῖς ὅμως ξέρουμε ὅτι ὁ νόμος εἶναι καλός, ἄν τόν χρησιμοποιεῖ κανείς ὅπως πρέπει, 9 γνωρίζοντας καί τοῦτο: Ὅτι ὁ νόμος δέν ὁρίστηκε γιά ἐκεῖνον πού κάνει ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ἀλλά γιά κείνους πού δέ λογαριάζουν τό σωστό καί τό δίκαιο οὔτε ὑποτάσσονται σ΄ αὐτό. Ὁρίστηκε γιά τούς ἀσεβεῖς καί τούς ἁμαρτωλούς, γιά ὅσους δέν ἔχουν ὅσιο καί ἱερό, γιά τούς πατροκτόνους καί τούς μητροκτόνους, γιά τούς φονιάδες, 10 τούς πόρνους, τούς ἀρσενοκοίτες, γιά τούς δουλεμπόρους, τούς ψεῦτες, τούς ἐπίορκους καί γενικά γι’ αὐτούς πού κάνουν ὁ,τιδήποτε εἶναι ἀντίθετο στή διδασκαλία τή σωστή. 11 Αὐτή εἶναι σύμφωνη μέ τό χαρμόσυνο μήνυμα γιά τή μέλλουσα δόξα πού θά μᾶς δώσει ὁ μακάριος Θεός, πού τό ἐμπιστεύθηκε σ΄ ἐμένα νά τό κηρύξω.”
Ἀναφέρει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος πολλά καί διάφορα εἴδη ἀδικίας, καί μάλιστα μή περιοριστικῶς, ἀφοῦ λέγει, καί “εἴ τι ἕτερον”, δηλαδή “καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο”. Εἶναι ἀρρωστημένες, τ.ἔ. μή ὑγιεῖς συμπεριφορές, ὅπως σαφῶς, ὅσο καί κατηγορηματικῶς, δηλώνει ἡ φράση τῇ “ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται”. Μεταξύ αὐτῶν ἀναφέρει καί τήν ἀρσενοκοιτία, καί μάλιστα ἡ θέση, στήν ὁποία τήν παραθέτει, ἀμέσως μετά τήν πορνεία καί ἀμέσως πρίν τήν δουλεμπορία, μαρτυρεῖ ὅτι δέν τήν διακρίνει ἀπό τήν ὁποιαδήποτε ἀνέντιμη συμπεριφορά.
Ὅπως εἴδαμε, κατά τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, τόν ὁποῖον ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ὡς “φωστῆρα τρισμέγιστον”, ἡ πράξη αὐτή συνιστᾶ ἐφάμαρτη συμπεριφορά. Εἶναι, μαζί μέ ἄλλες πράξεις, τίς ὁποῖες ἤδη εἴδαμε, κατά τίς ἀκριβεῖς ἐκφράσεις τοῦ ἀποστόλου “ρύπος”, “ἀσθένεια”, “ἀδικία”, εἶναι “πάθος ἀτιμίας” καί “πλάνη” χαρακτηρίζοντα εἰδωλολάτρες, ἀντίκειται στήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως δέν συνιστᾶ καί δρόμο δίχως ἐπιστροφή, διότι δύναται ὁ ἄνθρωπος νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτήν διά τῆς μετανοίας καί τοῦ εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος βαπτίσματος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ λουτρό ἀπονίψεως τῶν ἁμαρτημάτων.
Δ΄. Ἀπό τήν εἰδωλολατρικήν αὐτοκρατορικήν Ρώμην εἰς τήν χριστιανικήν Κωνσταντινούπολιν
Στήν ἱστορία ποτέ δέν ἐμφανίζεται κάτι τό τελείως καινούργιο – τό ὅλως ἄλλο στήν ἱστορία ἦταν μόνον ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γεγονότα, συνήθειες, ἤθη, ἔθιμα, προσωπικότητες ὁμοιάζουν μέ παλαιά, καί εἶναι χιλιομελετημένα ἀπό τούς εἰδήμονες, ἀλλά ἄγνωστα ἀπό τούς τυχόν ἀδαεῖς. Γι΄ αὐτό, ἄλλωστε, ἐρευνοῦμε καί μελετοῦμε τήν ἱστορία, ὥστε ἡ γνώση τήν ὁποία αὐτή μᾶς προσφέρει, νά μᾶς εἶναι ἐφόδιο γιά τό μέλλον μας ὡς πολιτειῶν καί ὡς πολιτῶν. Ἀλλιῶς τέτοια γνώση θά μᾶς ἦταν ἄχρηστη. Τόν κανόνα αὐτόν μᾶς θύμισε ἕνα, κλασσικό πλέον, βιβλίο, τό ὁποῖο εἴχαμε προμηθευθεῖ πρό τεσσαρακονταετίας, κατά τή διάρκεια τῶν φοιτητικῶν μας χρόνων.
Πρόκειται γιά τή διδακτορική διατριβή τοῦ μακαρίτη καθηγητῆ μας Π. Ε. Χριστινάκη, τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί δικηγόρου. Ἔχει τίτλο “Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978”. Εἶχε μέν συγγραφεῖ καί ἐγκριθεῖ ὡς διδακτορική διατριβή, ὅμως εἶναι ὁλόκληρο σύγγραμμα ἀποτελούμενο ἀπό ἑπτακόσιες τριανταπέντε (735) σελίδες[44]. Διαβάζουμε ἐκεῖ τά ἑξῆς:
“Ἡ ἀναγνώρισις τῶν ὁμοφυλοφιλικῶν “γάμων” ἀποτελεῖ σήμερον, ὡς γνωστόν, ἕν τῶν “αἰτημάτων” τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐπί παγκοσμίου κλίμακος. Ὁμοφυλόφιλοι συζῶντες πολλάκις ὡς σύζυγοι, ἰδίᾳ εἰς ὅσα κράτη ἡ νομοθεσία εἶναι ἀνεκτική πρός αὐτούς, προβάλλουν κατά καιρούς τό αἴτημα τῆς νομιμοποιήσεως τῶν τοιούτων “συμβιώσεων” μέ ὅλας τάς νομικάς, κοινωνικάς κ.λπ. συνεπείας.[45]“
Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε, ὅτι τό “σήμερον” τοῦ ἀείμνηστου Π. Ε. Χριστινάκη εἶναι τό 1978, δηλαδή σαρανταέξι (46) ἔτη πρίν ἀπό τό δικό μας (δηλ. 2024). Ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε ἐδῶ, τό γεγονός ὅτι ὁ ἔμπειρος δικηγόρος, ἐρευνητής καί καθηγητής διακρίνει ὅτι τέτοια πράξη “ἀναγνωρίσεως” μέλλει νά ἔχει πολλῶν εἰδῶν συνέπειες. Τό εἶδος, ὅμως, τῆς ἔρευνάς του, καί ὁ χρόνος κατά τόν ὁποῖον αὐτή διεξήγετο, δέν καθιστοῦσαν ἀπαραίτητη τήν ἀνάλυση τῶν συνεπειῶν αὐτῶν.
Καί συνεχίζει ὁ αὐτός συγγραφέας:
“Τό φαινόμενον δέν εἶναι νέον. Ἀνάλογος κίνησις καί “πρᾶξις” ἦτο λίαν διαδεδομένη καί παρά τοῖς Ρωμαίοις. Ὅθεν καί πρός ἀντιμετώπισιν τοῦ κακοῦ τούτου οἱ υἱοί τοῦ Μ. Κωνσταντίνου Κωνστάντιος καί Κώνστας ἐξέδωκαν ἐν Ρώμῃ τό ἑξῆς ἀνεπανάληπτον καί μοναδικόν, καθ’ ὅσον γνωρίζομεν, διάταγμα πρός τόν λαόν (ad populum): “[46]Impp. Constantius et Constans AA ad populum: Cumt? Ubi sexus perdidit locum, ubi scelus est id quod non proficit scire, ubi venus mutatur in alteram formam, ubi amor quaeritur nec videtur: iudemus insurgere leges, armari jura gladio ultore, ut exquisitis poenis subdantur infames qui sunt vel qui futuri sunt rei[47]“.
Ὥστε δέν ὑπῆρχε ἁπλῶς, ἀλλά ἦταν καί διαδεδομένη ἡ πράξη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ὁ γάμος μεταξύ ἀνδρῶν. Διαδεδομένη στήν εἰδωλολατρική Ρώμη, ὅπου ὄχι ἁπλῶς συνέβαιναν, ἀλλά καί καθιερώνονταν, πολλά καί διάφορα παράδοξα. Ἐθεωροῦντο φυσικά πράγματα, τά ὁποῖα ποτέ δέν θά γίνονταν ἀποδεκτά στόν κλασσικό ἐλεύθερο ἑλληνικό κόσμο: Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνονται οἱ ἀθλητικοί ἀγῶνες, οἱ ὁποῖοι ἦταν καθαρά ἑλληνική ἐπινόηση, καί νά μετατρέπονται στή γνωστή αἱματηρότατη ἅμα καί φονικότατη arena. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά μετατρέπεται ἡ ἱερή ἑλληνική νῆσος Δῆλος σέ κέντρο δουλεμπορίου καί νά πωλοῦνται δέκα χιλιάδες ἄνθρωποι, μία ὁλόκληρη πόλη, σέ μία καί μόνη ἡμέρα ἐπί τοῦ ἐδάφους της. Ἐθεωρεῖτο φυσικό, τό νά στρεβλώνεται ἄλλο ἕνα καθαρά ἑλληνικό πολιτισμικό ἐπίτευγμα, τό θέατρο, καί νά παρουσιάζονται στή λήξη τῶν παραστάσεων τῶν “μίμων” γυμνές οἱ γυναῖκες ἠθοποιοί στή σκηνή, ὥστε νά χαιρετήσουν τούς θεατές. Ἡ τακτική ὅμως αὐτή, ἀνοχῆς τῆς πάλαι ποτέ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης σέ ἄτυπους γάμους μεταξύ ἀνδρῶν προκάλεσε τήν ἀντίδραση τῶν χριστιανῶν συναυτοκρατόρων, Κωνσταντίου[48] καί Κώνσταντος[49], υἱῶν καί διαδόχων τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου.
Σημειώσεις
[35] Κρ. 19,22. [36] Κρ. 19,25-28. [37] Κρ. κεφ. 20. [38] Κρ. κεφ. 21. [39] Παραδίδουμε ἐδῶ γιά πρώτη φορά στή δημοσιότητα τό γεγονός ὅτι ἡ διατύπωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου στό ἀπόσπασμα αὐτό εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένη ἀπό τούς Νόμους τοῦ Πλάτωνος (636c), ὅπου διαβάζουμε τά ἑξῆς: “ἐννοητέον ὅτι τῇ θηλείᾳ καί τήν τῶν ἀρρένων φύσει εἰς κοινωνίαν ἰούσῃ τῆς γεννήσεως ἡ περί ταῦτα ἡδονή κατά φύσιν ἀποδεδόσθαι δοκεῖ, ἀρρένων δέ πρός ἄρρενας ἤ θηλειῶν πρός θηλείας παρά φύσιν καί τῶν πρώτων τό τόλμημ΄ εἶναι δι΄ ἀκράτειαν ἡδονῆς.” Οἱ ὅροι, τούς ὁποίους χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὥστε νά δηλώσει τούς ἄνδρες καί τίς γυναῖκες, ἀνήκουν καθαρά στό ὡς ἄνω πλατωνικό ἀπόσπασμα. Ὁ ἴδιος δέν τούς χρησιμοποιεῖ ἀλλοῦ. Ὁμοίως καί ὁ ὅρος “παρά φύσιν” προέρχεται ἀπό τό πλατωνικό ἀπόσπασμα. Τό ἀντίθετο τοῦ ὅρου “κατά φύσιν” ἀντικαθιστᾶ διά τοῦ ὅρου “φυσική χρῆσις”. Ὅπως καί ὁ Πλάτων, ἀναφέρεται καί ὁ Παῦλος ἐπίσης στίς παρά φύσιν σχέσεις μεταξύ γυναικῶν ὡς ἀθέμιτες. Τό ἐν λόγῳ ἀπόσπασμα εἶναι τό μοναδικό, ὅπου ὁ Παῦλος ἀναφέρεται εἰδικά στό ἐν λόγῳ ἁμάρτημα καί, ὅπως ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποδεικνύεται, εἶναι ἀπ΄ εὐθείας ἐμπνευσμένο ἀπό τόν Πλάτωνα. Στά λοιπά δύο, τά ὁποῖα παραθέτουμε στήν παροῦσα μελέτη, ἀναφέρεται καί σέ σωρεία ἄλλων ἁμαρτημάτων. [40] Μτ 22,21. [41] Ρω. 2,14. [42] Ρω. 2,15. [43] Α΄ Τιμ. 1,8-11. [44] Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες ποτέ δέν θά ἔπρεπε νά εἶχαν ἐγκριθεῖ, ἀφοῦ δέν προσέφεραν τό παραμικρό στήν ἔρευνα καί ποτέ δέν ἀντέχουν, ἀκόμη καί στήν πλέον ἐπιεική κριτική, ὅπως δέν ἀντέχουν καί στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν διδακτορικές διατριβές, οἱ ὁποῖες πράγματι προσέφεραν στήν ἔρευνα, ἄντεξαν στήν κριτική τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητος καί στή φθορά τοῦ χρόνου. Ὑπῆρξαν καί διατριβές, οἱ ὁποῖες ὑπερέβησαν τό μέτρο τοῦ εἴδους τους, διότι ἦταν ἀληθινά συγγράμματα, οἱ δέ συγγραφεῖς τους ἔκαμαν πολύ περισσότερο κόπο ἀπό ὅσο θά δικαιολογοῦσε τή χορήγηση διδακτορικοῦ σέ αὐτούς. Σέ αὐτή τήν κατηγορία ἀνήκει ἡ διατριβή τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ. [45] Π. Ε. Χριστινάκης, Ἡ ἀπόπειρα ἐκκλησιαστικοῦ ἐγκλήματος, Μελέτη νομοκανονική καί ἱστορικοσυγκριτική, Ἀθῆναι 1978, σ. 689. [46] Codex Iustinianus 9. 9. 30 (31). [47] ἔνθ’ ἀνωτέρω, σ. 689-90. [48] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-350. [49] Βασίλευσε κατά τά ἔτη 337-361.