Γράφει ὁ κ. Εὐάγγελος Στ. Πονηρός, Δρ Θ., Μ.Φ.
1ον
“τά ῥήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ·” Ἰω. 14,10
Α. Πρόλογος
Σέ κοινωνικό προβληματισμό ἐπί ἑνός φλέγοντος ζητήματος, τό ὁποῖο μάλιστα ἀπειλεῖ νά ἐπηρεάσει τή χριστιανική πίστη καί ζωή, ὀφείλει ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὅποιος ἔχει μελετήσει τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἱερά Παράδοση, νά ἀποσαφηνίσει ποιά εἶναι ἡ ἐπί τοῦ θέματος χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά καί πῶς ὀφείλει νά τό ἀντιμετωπίζει ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία – κράτος δημιουργημένο ἀπό ὀρθοδόξους χριστιανούς μέ ἐπανάσταση[1] (1821), ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀρχή της τό “μάχου ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”. Θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ σέ ἕνα πρόβλημα, τό ὁποῖο οἱ ἱεροί κανόνες τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τό ὀνομάζουν “ἀρσενοκοιτία”, στό ἄν ἡ πράξη αὐτή θά ἦταν ποτέ δυνατόν νά θεωρηθεῖ ταυτόσημη καί ἰσόκυρη μέ τήν ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός, ἀλλά καί στό πῶς εἶναι δυνατόν νά δοθεῖ ἄφεση ἁμαρτιῶν γιά πράξεις ὅπως αὐτή.
Β΄. Παλαιά Διαθήκη
α΄. Γένεσις
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ὁποία ἀποτυπώνει τήν πρό τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου διά σώματος ἐπιφανείας ἐν τῷ κόσμῳ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία εἶναι σαφέστατη, ὅσο καί αὐστηρότατη.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως, στό 18ο κεφάλαιο, τό ὁποῖο μᾶς εἶναι εὐρύτερα γνωστό ὡς “ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ”, ὁ Θεός, ἀφοῦ φανερώνει στόν Ἀβραάμ τίς τρεῖς του θεϊκές ὑποστάσεις, Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦ ἀποκαλύπτει πώς, ἐντός ἑνός ἔτους θά ἀποκτήσει υἱό[2]. Ἐπειδή ἀπό τόν Ἀβραάμ θά προκύψει μέγα ἔθνος, ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει τήν τιμωρητική ἐνέργεια, στήν ὁποία πρόκειται νά προβεῖ. Ἡ αἰτιολόγηση τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς εἶναι ἄκρως διδακτική. Ἔχει δέ ὡς ἑξῆς σέ μετάφραση στήν νέα ἑλληνική ἀπό τό διορθωμένο ἑβραϊκό πρωτότυπο:
“Θά γνωρίσω ταῦτα εἰς αὐτόν, ὥστε νά καθοδηγήσῃ τούς υἱούς του καί τούς ἀπογόνους του νά μείνουν εἰς τήν ὁδόν τοῦ Κυρίου, πράττοντες τό ὀρθόν καί τό δίκαιον· καί οὕτω ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ διά τόν Ἀβραάμ ὅ,τι ὑπεσχέθη εἰς αὐτόν”[3].
Ἡ θεία τιμωρία ἐσκόπευε νά ἐξαλείψει τούς Σοδομίτες καί τούς Γομορρίτες. Κατά τούς ἀνωτέρω στίχους ὄφειλε ὁ Ἀβραάμ νά λάβει γνώση τῶν μελλόντων νά συμβοῦν, ὥστε νά καθοδηγήσει τούς ἀπογόνους του στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δρόμος τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ δικαίου. Συνεπῶς, ὅσα οἱ Σοδομίτες καί οἱ Γομορρίτες ἔπρατταν, ἦταν ἔξω ἀπό τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ καί οὐδόλως ὀρθά καί δίκαια. Παρ΄ ὅλα αὐτά ὁ Θεός ἐπανεξετάζει, ἐάν ἡ κατακραυγή ἐναντίον τῶν ἐν λόγῳ πόλεων δικαιολογεῖται ἀπό τόν ἁμαρτωλό τρόπο ζωῆς τους[4].
Ἕνας, ἀρκετά συγκινητικός, διάλογος μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἀβραάμ ἀκολουθεῖ. Ὁ Ἀβραάμ, ὡς δίκαιος καί φιλάνθρωπος, παρακαλεῖ τόν Θεό νά μή ἀφανίσει τίς δύο πόλεις, ἐάν βρεῖ ἐκεῖ ἔστω πενῆντα[5] ἤ σαρανταπέντε[6] ἤ σαράντα[7], τριάντα[8], εἴκοσι[9], ἀκόμη καί δέκα[10] δικαίους ἀνθρώπους, ὥστε νά μή καταστρέψει “τόν δίκαιον μετά τοῦ ἀσεβοῦς.[11]“ Πράγματι, ὁ Θεός, μή ὤν ἄδικος καί αἱμοχαρής, ἀλλά φιλεύσπλαγχνος, ὑπόσχεται ὅτι ἀκόμη καί δέκα δίκαιοι, ἐάν εὑρεθοῦν στά πολίσματα αὐτά, δέν θά τά καταστρέψει[12]. Ὅμως, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τή συνέχεια τῆς ἱστορίας, οἱ δέκα δίκαιοι δέν βρέθηκαν – ἡ δέ ἀπόπειρα τοῦ Ἀβραάμ νά σώσει τά πολίσματα τόν ἀναδεικνύει ἀντάξιο τῆς ἐκλογῆς του ἀπό Κύριο τόν Θεό.
Δύο ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ φθάνουν στά Σόδομα. Ὁ Λώτ, ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ, τoύς ὑποδέχεται μέ ἐδαφιαία προσκύνηση, τούς καλεῖ ἐπιμόνως στόν οἶκο του καί τούς προσφέρει τή φιλοξενία του[13].
Ὅμως, μετά τό φαγητό, καί πρίν προλάβουν οἱ ἄγγελοι Κυρίου νά ἀναπαυθοῦν, ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν Σοδόμων, “ἀπό τοῦ νεωτέρου μέχρι τοῦ γηραιοτέρου, ὅλος ὁ λαός ἀπό ὅλα τά τμήματα τῆς πόλεως περιεκύκλωσαν τήν οἰκίαν.[14]“ Καί ἀπαιτοῦσαν ἀπό τόν Λώτ πιεστικά καί βίαια: “ποῦ εἶναι οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθον εἰς τήν οἰκίαν σου ἀπόψε; ὁδήγησέ τους ἔξω πρός ἡμᾶς διά νά τούς γνωρίσωμεν.[15]“ Ἡ “γνωριμία” τήν ὁποίαν ἐπιζητοῦσαν οἱ Σοδομίτες, δέν ἦταν ἁπλές κοινωνικές συστάσεις καί φιλοφρονήσεις[16], πολλῷ δέ μᾶλλον δέν ἐπρόκειτο νά εἶναι εἰλικρινής καί ἀνυστερόβουλη φιλία, ἀλλά σαρκική συνάφεια, καί μάλιστα βίαιη καί καταναγκαστική, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν προσφορά, τήν ὁποία ἀναγκάζεται ὁ Λώτ νά τούς προτείνει, ὥστε νά σώσει τούς φιλοξενουμένους του: “Παρακαλῶ, φίλοι μου, μή πράττετε τό κακόν. Ἰδού, ἔχω δύο θυγατέρας, αἱ ὁποῖαι οὐδέποτε ἦλθον εἰς ἐπαφήν μέ ἄνδρα· ἄς φέρω αὐτάς ἔξω πρός σᾶς καί κάμετε εἰς αὐτάς ὅ,τι σᾶς φανῇ ἀρεστόν· μόνον μή κάμετε τίποτε εἰς τούς ἄνδρας αὐτούς, ἐφ΄ ὅσον ἦλθον ὑπό τήν στέγην τῆς οἰκίας μου.[17]“
Κατόπιν τούτου οἱ Σοδομίτες ἐπιχειροῦν νά κακοποιήσουν τόν Λώτ, καί μάλιστα τόν ἀπειλοῦν ὅτι θά διαπράξουν εἰς βάρος του χειρότερα ἀπό ὅσα ἐπρόκειτο νά πράξουν εἰς βάρος τῶν ξένων. Ὅμως οἱ ξένοι σώζουν τόν Λώτ, κλείνουν τήν θύρα, τυφλώνουν τούς πολιορκοῦντες τόν οἶκο καί φυγαδεύουν ὅλη τήν οἰκογένεια ἔξω τοῦ πολίσματος[18]. Δηλώνουν δέ, ὅτι “πρόκειται νά καταστρέψωμεν τόν τόπον αὐτόν, ἐπειδή ἡ ἐναντίον των κατακραυγή, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τοῦ Κυρίου, εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε ὁ Κύριος ἔστειλεν ἡμᾶς διά νά καταστρέψωμεν αὐτόν.[19]“
Ἡ ἀνήθικη πράξη, τήν ὁποίαν ἐπιχείρησαν εἰς βάρος τοῦ Λώτ καί τῶν ἀγγέλων φιλοξενουμένων του, ἦταν καί ἡ τελευταία τους. Ἐφ΄ ὅσον δέ οἱ ξένοι ἦσαν ἄγγελοι Κυρίου, ἡ πράξη τῶν Σοδομιτῶν στρέφεται καί εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή ἡ φιλοξενία περιγράφεται στό ἀμέσως προηγούμενο κεφάλαιο ὡς θεάρεστη, παραβιάζοντάς την καί ἐπιχειρώντας νά κακοποιήσουν φιλοξενουμένους, ἐπιτελοῦν μία ἀκόμη ἀνόσια πράξη. Ἡ Ἁγία Γραφή τούς παρουσιάζει ὡς κυριαρχούμενους ἀπό τό πάθος τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου δέν ὑπολογίζουν τίποτε, δέν σέβονται τίποτε καί δέν ὀρρωδοῦν πρό οὐδενός προκειμένου νά τό ὑπηρετήσουν καί νά τό ἱκανοποιήσουν.
Ὁ Λώτ σώζεται, ἀλλ΄ ἐκεῖνοι δέν σώζονται ἀπό τήν θεία τιμωρία, καταστρέφονται ὁλοσχερῶς, τόσο αὐτοί, ὅσο καί οἱ κάτοικοι τῆς Γομόρρας καί τῆς γύρῳ περιοχῆς[20]. Πλήν ὅμως, πρέπει νά τονίσουμε ὅτι, ὅπως συνάγεται ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, αὐτή τήν πράξη, τῆς ὁλοσχεροῦς καταστροφῆς τῶν πολισμάτων λόγῳ τῆς ἀδικίας, τῆς συγκεκριμένης καί οἱασδήποτε ἄλλης, τήν ὁποίαν εἶχαν ἐπιτελέσει, τήν ἐπιβάλλει καί τήν ἐκτελεῖ, ἀφοῦ πρῶτα ἔχει ἐξαντλήσει κάθε ὅριο ἐπιείκειας, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὄχι ὁ ἀνθρωπος.
β΄. Λευιτικόν
Στό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ δέν χωρεῖ προβληματισμός, οὔτε ἀμφιβολία ὡς πρός τό ἄν ἡ ἐν λόγῳ πράξη εἶναι κατ΄ ἀρχήν ἀπορριπτέα καί ἐν τέλει τιμωρητέα.
Στό κεφάλαιο 18 τονίζεται μέ ἔμφαση τό θέλημα Κυρίου τοῦ Θεοῦ[21]: “Νά μή συνευρεθῇς μέ ἄρρενα, ὅπως μέ γυναίκα· διότι τοῦτο εἶναι ἀσέλγεια.[22]“ Στήν δέ μετάφραση τῶν Ο΄ μεταφράζεται ὁ αὐτός στίχος ὡς ἑξῆς: “καί μετά ἄρσενος οὐ κοιμηθήσῃ κοίτην γυναικός· βδέλυγμα γάρ ἐστιν.” Εἴτε ὡς “ἀσέλγεια”, εἴτε ὡς “βδέλυγμα”, ἡ πράξη εἶναι σαφῶς ἀπορριπτέα. Καί μάλιστα τοποθετεῖται στήν κατάταξη τοῦ ἐν λόγῳ κεφαλαίου ἀμέσως κατόπιν τῆς ἀπαγορεύσεως ἀφιερώσεως τέκνων στήν ὑπηρεσία τοῦ Μολόχ, ἡ ὁποία εἶναι πράξη καθαρά εἰδωλολατρική[23], καί ἀμέσως πρό τῆς ἀπαγορεύσεως συνουσίας μέ κτήνη[24]. Τό γεγονός αὐτό φανερώνει, ὅτι δέν ὑφίσταται ποιοτική διαφορά μεταξύ ὅλων αὐτῶν. Κι ἐκτός αὐτοῦ ὅλες οἱ ἀπαγορευμένες συνευρέσεις, οἱ ὁποῖες ἀπαριθμοῦνται στό ἐν λόγῳ κεφάλαιο, χαρακτηρίζονται “μολύνσεις”[25], “μιάνσεις” κατά τούς Ο΄, ἀπό τίς ὁποῖες πάσχουν ὅλα τά ἔθνη, καί βδελυρές πράξεις[26], ἀπό τίς ὁποῖες ὀφείλουν νά φυλαχθοῦν καί νά μή τίς μιμηθοῦν οἱ υἱοί Ἰσραήλ, αὐτοί οἱ ἴδιοι ἀλλά καί οἱ προσήλυτοί τους. Οἱ πράξεις αὐτές ἦταν ἰδίωμα τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦσαν τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας πρίν αὐτή δοθεῖ στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ[27]. Ἀπό τίς πράξεις αὐτές μολύνεται καί αὐτή ἡ ἴδια ἡ γῆ, ἡ ὁποία ἀπειλεῖ νά ἐξεμέσει ὅσους τίς διαπράττουν[28]. Ὁ δέ λαός θά ἀποβάλει, κατά τούς Ο΄ “ἐξολοθρεύσει”, ὁποιοδήποτε μέλος του διαπράττει τά ἀνωτέρω[29]. Εἶναι λοιπόν εἰδωλολατρικά τά ἤθη αὐτά καί υἱοθεσία τους ἀπό τόν λαό τοῦ Ἰσραήλ οὐδόλως συγχωρεῖται.
Στό μεθεπόμενο (20ο) κεφάλαιο τοῦ Λευϊτικοῦ ἡ διατύπωση εἶναι ἀκόμη περισσότερο αὐστηρή: “Ὅταν δέ ἀνήρ κοιμηθῇ μέ ἄνδρα, ὡσάν μέ γυναίκα, ἐφ΄ ὅσον καί οἱ δύο οὗτοι διέπραξαν πρᾶξιν ἀσελγῆ, πρέπει νά θανατωθοῦν· τό αἷμα των θά πέσῃ ἐπί τῆς κεφαλῆς των.[30]“ Ἡ πράξη, λοιπόν, αὐτή χαρακτηρίζεται “ἀσελγής”, ἀπό δέ τούς Ο’ “βδέλυγμα”, δηλαδή κάτι ἀποτροπιαστικό καί ἀηδιαστικό.
Ὀφείλουμε νά τονίσουμε, ὅτι τό κεφάλαιο αὐτό ξεκινᾶ τίς ἀπαγορευτικές ἅμα καί τιμωρητικές διατάξεις του ἀπό τά καθαυτό εἰδωλολατρικά ἔθιμα, τ.ἔ. ἀφιέρωση τέκνων στόν Μολόχ, νεκρομαντεία, μαγεία[31], καί περατώνεται ἀναφερόμενο καί πάλι σέ αὐτά, ὁρίζοντας ὡς τιμωρία τῆς νεκρομαντείας καί τῆς μαγείας τόν διά λιθοβολισμοῦ θάνατο[32]. Τά ἐνδιάμεσα, ὅπως ἡ περί ἀρσενοκοιτίας διάταξη, ἀφοροῦν πολλά καί διάφορα παραπτώματα, τά ὁποῖα στρεβλώνουν καί καταστρέφουν τήν ὑγιῆ οἰκογένεια. Εἶναι δέ ἔντονη ἡ μέριμνα τοῦ βιβλίου τοῦ Λευιτικοῦ, ὥστε νά διατηρηθεῖ ἡ οἰκογένεια, βασικό κύτταρο τοῦ λαοῦ, ὑγιής, καί νά μή ἐπέλθει διά τῶν εἰδωλολατρικῶν ἠθῶν καί ἐθίμων ἡ βαθμιαία σήψη της, τήν ὁποία ὡς ἀναπόφευκτη συνέπεια θά ἀκολουθήσει ἡ σήψη συνόλου τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ.
γ΄. Κριταί
Ἀτυχῶς ἡ σήψη προσέβαλε σφόδρα ἕνα τμῆμα τοῦ λαοῦ: Στό βιβλίο τῶν Κριτῶν[33] περιγράφεται πράξη, ἡ ὁποία ἔχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μέ τήν ἱστορία τῶν Σοδόμων. Ὅμως στήν περίπτωση αὐτή ἔνοχοι δέν εἶναι εἰδωλολάτρες, ἀλλά μία ἀπό τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ, ἡ φυλή τοῦ Βενιαμίν.
Ἡ ἀποτρόπαιη πράξη συνέβη εἰς βάρος τῆς οἰκογενείας ἑνός Λευίτη, ἡ ὁποία ὁδοιποροῦσε μέσῳ τῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Ἡ οἰκογένεια ὁδοιπορεῖ καί ἀφικνεῖται στήν Γαβαά, πόλη τῶν Βενιαμινιτῶν. Ἐπειδή οὐδείς τούς προσφέρει φιλοξενία, ἐπιχειροῦν νά διανυκτερεύσουν στήν πλατεῖα τῆς πόλεως, ὅμως παρουσιάζεται γέρων συμπατριώτης τοῦ Λευΐτου ἀπό τό ὄρος Ἐφραίμ, καί τούς προσφέρει φιλοξενία στόν οἶκο του[34].
Σημειώσεις
[1] Ὁλόκληρη ἡ ζοφερή περίοδος τῆς τουρκοκρατίας εἶναι γιά τόν ἑλληνισμό μία ἐπανάσταση. Ἡ Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη ἁλώθηκε τό 1453, καί ἡ Τραπεζούντα παραδόθηκε τό 1461, ἡ δέ τελευταία ἑστία ἀντιστάσεως στήν Πελοπόννησο, τό κάστρο τοῦ Σαλμενίκου ὑπό τόν φρούραρχο Κωνσταντῖνο Γραίτζα Παλαιολόγο ἄντεξε ἕως καί τό 1461, ὁπότε ὁ φρούραρχος, τοῦ ὁποίου τήν ἀνδρεία ἐξῆρε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ Μωάμεθ Β΄, διέφυγε μέ τούς γενναίους του στίς ἑνετοκρατούμενες περιοχές. Ὅμως οἱ ἐπαναστάσεις ξεκινοῦν μόλις δύο χρόνια ἀργότερα, τό 1463, ὁπότε ξεσηκώνεται ὁ Μοριάς ὑπό τούς Μιχαήλ Ράλλη καί Πέτρο Μπούα. Τελευταῖες ἐπαναστατικές ἀπόπειρες πρίν τό 1821 ἦταν: α) Τά Μαῦρα Καράβια τό 1807, ὑπό τούς Νικοτσάρα καί Σταθά, στά ὁποῖα μετέχει καί πολεμᾶ ὡς ναυτικός καί ὁ μετέπειτα ἀρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καί β) ἡ ἐπανάσταση τῶν Βλαχαβαίων τό 1808, ἡ ὁποία εἶχε ἐπί κεφαλῆς τόν π. Εὐθύμιο Βλαχάβα καί τούς ἀδελφούς του Θεόδωρο καί Δημήτριο. Λήγουν οἱ ἑλληνικές ἐπαναστάσεις τό 1897 μέ τήν τελευταία καί νικηφόρα ἐπανάσταση τῆς Κρήτης. Δέν λήγουν ὅμως καί τά ἑλληνικά ἀνταρτικά κινήματα κατά τῶν Τούρκων – τό ἀντάρτικο τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου ἄντεξε ἕως καί τήν ἀνταλλαγή πληθυσμῶν καί προστάτευσε τούς ἀμάχους Ἕλληνες τοῦ Πόντου ἀπό τήν ὁλοκληρωτική ἐξόντωση. Τίποτε ἀπ΄ ὅλα αὐτά δέν θά συνέβαινε, ἄν εἶχαν οἱ Ἕλληνες ἐξισλαμισθεῖ. Ἡ ἑλληνική γλώσσα δέν θά ἀνῆκε σήμερα στίς γραφόμενες ἐπίσημες γλῶσσες, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῶν ὑποδούλων καί ἐξισλαμισμένων θά ὁμιλοῦσαν τήν τουρκική γλώσσα. Δέν θά ὑπῆρχαν, δέ θά εἶχαν ποτέ γεννηθεῖ, οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες κλασικοί, πεζογράφοι καί ποιητές, δέν θά εἶχαν ὑπάρξει ποτέ οἱ δύο ποιητές μας οἱ ὁποῖοι βραβεύθηκαν μέ τό γνωστό βραβεῖο Νόμπελ. Ὡς ἄτομα ἴσως εἶχαν ὑπάρξει, ὄχι ὅμως ὡς Ἕλληνες δημιουργοί. Τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτά δέν θά εἶχε συμβεῖ, δίχως τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, καί παρ’ ὅλα αὐτά ἀγωνίζονται κάποιοι, ὥστε νά ἐπιβάλλουν τό σύνθημά τους “χωρισμός τῆς Ἑκκλησίας ἀπό τήν πολιτεία”. Στήν πραγματικότητα ἡ ἀπαίτηση αὐτή, ἐάν ποτέ γίνει πραγματικότητα, θά ἔχει ὡς συνέπεια, ἀφοῦ παύσει τό ἑλληνικό κράτος νά εἶναι χριστιανικό, νά παύσει ταυτοχρόνως νά εἶναι ἑλληνικό. [2] Γέν. 18,10. Γιά τή μετάφραση τοῦ διορθωμένου ἑβραϊκοῦ, ὅσο καί γιά τή μετάφραση τῶν Ο΄, τόσο γιά τόν παρόντα στίχο, ὅσο καί γιά τούς ἑπόμενους στίχους τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ κειμένου, στούς ὁποίους παραπέμπουμε, βλ. τήν ἑξῆς ἔκδοση: Ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιά Διαθήκη, Γενική ἐπιστασία Ἀθανασίου Π. Χαστούπη, τόμ. Α΄, ἐκδ. Π. & Σ. Δημητράκου, ἀνατύπωση ἐκδ. Γιοβάνη, Ἀθῆναι 1955. [3] Γέν. 18,19. [4] Γέν. 18,20-21. [5] Γέν. 18,24-26. [6] Γέν. 18,28. [7] Γέν. 18,29. [8] Γέν. 18,30. [9] Γέν. 18,31. [10] Γέν. 18,32. [11] Γέν. 18,23. [12] Γέν. 18,32. [13] Γέν. 19,1-3. [14] Γέν. 19,4. [15] Γέν. 19,5. [16] Πρβλ. μετάφραση Ο΄ στίχ. Γεν. 4,1: “Ἀδάμ δέ ἔγνω Εὔαν τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί συλλαβοῦσα ἔτεκε τόν Κάϊν καί εἶπεν, Ἐκτησάμην ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.” [17] Γέν. 19,7-8. [18] Γέν. 19,9-12. [19] Γέν. 19,13. [20] Γέν. 19,24-25. [21] Λευ. 18,30. [22] Λευ. 18, 22. [23] Λευ. 18,21. [24] Λευ. 18,23. [25] Λευ. 18,24. [26] Λευ. 18,26. [27] Λευ. 18,27. [28] Λευ. 18,27. [29] Λευ. 18,29. [30] Λευ. 20,12. [31] Λευ. 20,1-6. [32] Λευ. 20,27. [33] Κεφάλαιο 19. [34] Κρ. 19,14-21.