Ἡ διάκρισις θείας καὶ ἐγκοσμίου σοφίας κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριον Παλαμᾶν – A’

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Δρ. Θεολογίας

Μέρος Α΄

  Στὴ σύγχρονη ἀκαδημαϊκὴ θεολογία ἔχει ἐπικρατήσει ἡ ἄποψη ὅτι ἡ θεία σοφία καὶ ἡ ἐγκόσμια συμπορεύονται, τουτέστιν καὶ οἱ δύο ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο σὲ κοινωνία ἢ ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰ. Ζηζιούλα, ὑπάρχει μία ἑνιαία ἀλήθεια, ἡ ὁποία προσεγγίζεται τόσο ἐπιστημονικὰ ὅσο καὶ θεολογικὰ[1]. Αὐτὸς ὁ ἰσχυρισμός, ὅμως, ὁδηγεῖ στὴ θεώρηση τῆς ἐπιστήμης ὡς ἀπαραίτητης προϋπόθεσης ἐπίτευξης τῆς σωτηρίας, κάτι τὸ ὁποῖο ὑποστήριξε πρῶτος ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός. Ὡς ἐκ τούτου, προκειμένου νὰ καταστεῖ σαφὴς ἡ σχέση μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἐγκόσμιας σοφίας, ἡ ὁποία ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, θὰ παρουσιαστεῖ συνοπτικὰ ἡ θεολογικὴ διένεξη μεταξὺ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καὶ τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ.

  Ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός, βασικὸς ἀντίπαλος τοῦ ἡσυχαστῆ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὄντας ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν νεοπλατωνικὰ σκεπτόμενο ἱερὸ Αὐγουστῖνο[2], ὑποστήριξε πὼς ἡ λειτουργία τῆς φιλοσοφίας, δηλαδὴ τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ λόγου τὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῶν κτιστῶν ὄντων, προηγεῖται ὁποιασδήποτε μορφῆς ἀσκητικῆς καὶ σταδίων νηπτικοῦ ἀγῶνος (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), καθότι ὁδηγεῖ ἀπαραιτήτως πρὸς τὴ θεογνωσία, τὴ νοητικὴ ἐνατένιση μέσῳ ἀφαίρεσης τοῦ ἐπέκεινα[3]. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ πλατωνικὴ θεωρία τῆς ἀνάμνησης, θεωρία ποὺ ἐπιβάλλει τὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, οἱ ὁποῖες ἀτενίζουν νοερῶς πρὸ τῆς αἰσθητῆς δημιουργίας, δηλαδὴ σὲ ἕνα ὑπερουράνιο καὶ ὑπεραισθητὸ τόπο, τὶς μοναδικὲς ἄυλες πραγματικὲς ὀντότητες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὰ ἀρχέτυπα τῶν αἰσθητῶν, δηλαδὴ τὶς πλατωνικὲς Ἰδέες, μετατράπηκε, ἀποκαθαρμένη ἀπὸ κάθε μὴ χριστιανικὸ στοιχεῖο, σὲ μία μορφὴ ἰδιότυπου (κτιστοῦ) φωτισμοῦ[4]. Ὁ φωτισμὸς αὐτός, λόγω τοῦ κτιστοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεώς του, καθότι δηλώνει ἀνθρώπινη ἕξη ἢ συνήθεια, εἶναι κατ’ ἐπέκταση αἰσθητὸς καὶ «χείρων», δηλαδὴ κατώτερος, τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου, τουτέστιν αὐτῆς τῆς νοήσεως[5]. Ὁ φωτισμὸς (illuminatio) βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ συλλάβει τὶς ἐγκατεσπαρμένες ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ ἀρχετυπικὲς ἀλήθειες (εἰκόνες τῶν λόγων τῶν ὄντων)[6], οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν κτιστὸ ἀντίγραφο τῶν ἀληθειῶν ποὺ βρίσκονται ἐντὸς τοῦ νοὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ συνεπῶς ταυτίζονται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, διότι τὸ «θεῖον», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρός, εἶναι μόνον «οὐσία» καὶ δὲν ἔχει «συμβεβηκός», δηλαδὴ κάτι ποὺ βρίσκεται γύρω ἀπὸ τὴ θεία οὐσία[7].

Ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρὸς ἔχοντας ὡς βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, θεωρεῖ πὼς οἱ ἔμφυτες θεῖες ἀλήθειες γίνονται προσιτὲς στοὺς πεπαιδευμένους μόνο διὰ τῆς συμβολῆς τῆς φιλοσοφίας, δηλαδὴ τῆς «ἔξω» (κοσμικῆς) παιδείας. Ἡ φιλοσοφία, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαάμ, ἀπαλλάσσει τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἄγνοιας τῆς ψυχῆς. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἁγιότητας, δηλαδὴ τῆς ἐνατένισης μέσῳ ἀφαίρεσης τοῦ ἄκτιστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ διδαχθεῖ τὶς διαιρετικές, συλλογιστικὲς καὶ ἀναλυτικὲς μεθόδους τῆς φιλοσοφικῆς παιδείας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὶς μαθηματικὲς ἐπιστῆμες, καθὼς μόνο μέσῳ τῆς ἐνδελεχοῦς καὶ ἐπισταμένης ἔρευνας τῆς ἀλήθειας τῶν κτιστῶν ὄντων ὁδηγεῖται ὁ πεπαιδευμένος πιστὸς στὴν παραδοχὴ τῆς ὑπάρξεως τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, λόγω τῆς ἀναλογίας ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τῆς θείας ἀλήθειας καὶ αὐτῆς τῶν κτιστῶν ὄντων (analogia entis)[8]. Ἡ προαναφερθεῖσα ἀναλογία τῶν ἀληθειῶν βασίζεται στὸν εἰκονικὸ τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ, ὁ ὁποῖος διαθέτει κάποιου εἴδους κοινὸ τρόπο ὡς πρὸς τὴν ὕπαρξη μὲ τὸν Πρῶτο Νοῦ, δηλαδὴ τὴν ἄκτιστη θεότητα. Συνελόντι εἰπεῖν, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς εἶναι προι­κισμένος μὲ τὶς ἔμφυτες θεῖες ἀλήθειες, τὶς ὁποῖες ἐνθυμεῖται καὶ τοιουτοτρόπως ἐπαναπροσεγγίζει μέσῳ τῆς illuminatio, δηλαδὴ τῆς «κτιστῆς» ὑπερφυσικῆς θείας χάριτος (θεῖο φῶς). Τοιουτοτρόπως, ὁ νοῦς, διὰ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσας ἔμφυτης ἰδιότητάς του, δύναται νὰ διεισδύσει στὸ βαθύτερο νόημα τῶν φαινομένων καὶ ἑπομένως νὰ ταυτίσει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ ἀρχέτυπό του ἐντὸς τῆς ἀδημιούργητης θείας πραγματικότητας[9]. Τοῦ­το, ἀκολούθως, προϋποθέτει τὸ γεγονὸς ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν αὐγουστίνεια μεταφυσική, τὴν ὁποίαν ἀκολουθεῖ κατὰ κόρον ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρὸς[10], ὁλάκερος ὁ νόμος τῆς κτιστῆς πραγματικότητας ἀποτελεῖ ἀντίγραφο τοῦ ἄκτιστου νόμου – τάξεως ποὺ ὑφίσταται ἐντὸς τοῦ θείου νοῦ καὶ συνεπῶς ταυτίζεται μὲ αὐτὸν καὶ μὲ τὴν οὐσία του[11]. Ὅσο περισσότερο κατανοεῖται ὁ κτιστὸς φυσικὸς νόμος τόσο περισσότερο προσπελάζονται νοητικῶς οἱ εἰκόνες τῶν λόγων τῶν ὄντων, λόγοι, αἰτίες καὶ θελήματα ποὺ βρίσκονται ἐντὸς τοῦ δημιουργικοῦ θείου νοῦ καὶ συνεπῶς ταυτίζονται μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία του. Οἱ εἰκόνες αὐτῶν τῶν λόγων ἢ ἀρχετύπων τῶν ὄντων, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαάμ, βρίσκονται ἐντεθειμένες ἐντὸς τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, λησμονοῦνται ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας καὶ προσεγγίζονται ἐκ νέου μέσῳ τῶν συλλογιστικῶν, διαιρετικῶν, διαλεκτικῶν καὶ ἀναλυτικῶν μεθόδων τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης[12].

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται σαφὲς ὅτι ὁ Βαρλαὰμ Καλαβρὸς προσδίδει στὴν ἀνθρώπινη νόηση θεολογικὸ χαρακτῆρα, διότι μόνο μέσῳ αὐτῆς τῆς ἐκλεπτυσμένης νοητικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου δύναται νὰ ἀναχθεῖ ὁ ἐγγράμματος πιστός, ἀφοῦ περάσει μέσα ἀπὸ μία πορεία καθάρσεως[13], δηλαδὴ μία πορεία κατακτήσεως τῆς κτιστῆς καὶ ἄρα πεπερασμένης φιλοσοφικῆς γνώσης, πρὸς τὴν πρώτη αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῶν πάντων, τὴν ὑπερβατικὴ θεότητα[14]. Τὸ κτιστὸ φῶς τῆς θεότητας διαδραματίζει ξεκάθαρα ἐπικουρικὸ χαρακτῆρα ὡς πρὸς τὴν ἐπιτέλεση τῆς θεογνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς συστηματικῆς καὶ ὀρθολογικῆς διαδικασίας τῆς γνώσεως τῶν κτιστῶν ὄντων. Τοῦτο τὸ φῶς παρέχει βοήθεια στὸ λόγιο πιστὸ μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε, ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ καθ. Ν. Ματσούκας, ἐκεῖνος νὰ κατορθώσει νὰ ἀναχθεῖ μόνος του διὰ τῆς νοήσεως πρὸς τὴν ὑπερβατικὴ θεότητα, ἀφοῦ βεβαίως κατανοήσει τὸν τρόπο ὕπαρξης ὁλάκερης τῆς κτιστῆς, αἰσθητῆς καὶ νοητῆς, πραγματικότητας ποὺ τὸν περιβάλλει[15]. Ἐφόσον, λοιπόν, τὸ φῶς δρᾶ ἐπικουρικά, δηλαδὴ ὡς ἕνα ἁπλὸ μέσο ποὺ βοηθᾶ τὴ νόηση νὰ παραμείνει στὴν ὀρθὴ πορεία ἀναζήτησης τοῦ ὑπερβατικοῦ, τουτέστιν τοῦ θείου, ἕπεται ὅτι διαφέρει κατ’ οὐσίαν τοῦ στοιχείου τοῦ ὑπερβατικοῦ, δηλαδὴ εἶναι διάφορο τῆς ἄκτιστης θείας οὐσίας, καὶ τοῦτο, διότι τὸ ὑπουργικὸ μέσο ἐπιτέλεσης ἑνὸς σκοποῦ διαφέρει πάντοτε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν τελικὸ σκοπό. Ἑπομένως, τὸ θεῖο φῶς συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς νοητικῆς ἀναγωγῆς τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὴν ἄκτιστη θεότητα, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται μέσῳ τῶν κτιστῶν πορισμάτων – δεδομένων τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης, ἀναγωγὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴ νοητικὴ ἐνατένιση τοῦ ἐπέκεινα, ἡ ὁποία ὑφίσταται μόνο διὰ τῆς γνώσεως τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων, κατὰ τὸν Καλαβρὸ πάντοτε.

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ἀβιάστως τὸ συμπέρασμα πὼς τὸ θεῖο φῶς ἀποτελεῖ στὴν καλύτερη μία ἀνθρώπινη ἕξη – συνήθεια ἢ στὴ χειρότερη τῶν περιπτώσεων ἕνα κτιστὸ φάσμα ἢ αἴνιγμα, τὸ ὁποῖο ἀντανακλᾶται μέσῳ τοῦ ἀέρος στοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ποὺ τὸ βλέπουν[16]. Ἐν ὀλίγοις, τὸ φῶς τῆς θεότητας εἶναι ἕνα κτίσμα ποὺ γίνεται καὶ ἀπογίνεται[17], ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη καὶ ἐπιστρέφει σὲ αὐτὴν[18], σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, προκειμένου νὰ σημάνει ἢ ἀκόμη καὶ νὰ ἐνισχύσει τὴν ὀρθὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ πρὸς τὴν κατάληψη τῆς ἑνιαίας θείας ἀλήθειας, δηλαδὴ τὴν ἐπίτευξη τῆς θεογνωσίας, ἡ ὁποία φανερώνεται, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαάμ, μόνο διὰ τῶν φιλοσοφικῶν καὶ ἐπιστημονικῶν πορισμάτων, τὰ ὁποῖα ἐξάγονται ἀπὸ τὴ συστηματικὴ ἔρευνα καὶ μελέτη τοῦ κτιστοῦ ἐπιστητοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας τῶν κτιστῶν ὄντων[19]. Τὸ ἀνωτέρω περιγραφὲν φασματικὸ καὶ ἑπομένως ὁραθὲν ἀπὸ τοὺς λογίους – πεπαιδευμένους φῶς, καθότι αἰσθητὸ καὶ ἑπομένως κτιστό, χαρακτηρίζεται, σύμφωνα μὲ τὶς δοξασίες τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ, ἀπὸ κάποιου εἴδους ποιότητα. Δὲ διστάζει μάλιστα νὰ διακρίνει τὸ θεῖο φῶς, τὸ ὁποῖο ἔχει χρῶμα λευκό, ἀπὸ τὸ δαιμονιῶδες, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐρυθρὸ ἢ πυρῶδες ξανθὸ[20]. Συνεπῶς, τὸ ὁρώμενο κτιστὸ φῶς, στὸ ὁποῖο προσδίδεται ποιότητα καὶ ἑπομένως ὑλικὴ σύσταση[21] (παχύτητα), διαφέρει ἀπὸ τὸ ἀόρατο ἄκτιστο φῶς. Τὸ μόνο ἄκτιστο φῶς ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία[22], ἡ ὁποία δὲ βλέπεται καὶ συνεπῶς δὲ δύναται νὰ φανερωθεῖ στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ,τιδήποτε βλέπεται μὲ αἰσθητοὺς ὀφθαλμούς, δηλαδὴ ἀποτελεῖ ἀντικείμενο θέας, ἡ ὁποία γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη αἰσθαντικὴ ἐμπειρία, σύμφωνα μὲ τὸν ὀρθολογιστικὸ καὶ νοησιαρχικὸ τρόπο σκέψης τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ, δὲ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἔργο, δηλαδὴ ἀποτέλεσμα ἐνέργειας, καὶ ὄχι ἄκτιστη ἐνέργεια. Ἑπομένως, τὸ ὁραθὲν ἀπὸ τοὺς κεκαθαρμένους στὴν καρδιά, φωτιζόμενους καὶ θεωμένους φῶς εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τῆς ἄκτιστης θεότητας, δηλαδὴ κτίσμα. Τοῦτο τὸ ἀνωτέρω παρατιθέμενο συμπέρασμα ἐξήχθη ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ ὅλους τοὺς ἀντιησυχαστὲς ἡ θεία ὕπαρξη, ἡ βούληση, ἡ δύναμη, ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ φῶς ταυτίζονται ἀπόλυτα μεταξύ τους, καθότι δὲν διακρίνονται μὲ κανένα τρόπο ἀπὸ τὴ θεία οὐσία. Κάθε πρᾶγμα ποὺ διαφέρει ἀπὸ τὴ θεία οὐσία εἶναι δημιούργημα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ ἀόρατο καὶ συνεπῶς ἀμέθεκτο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἄκτιστο θεῖο φῶς ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ τὴν ἀπροσέγγιστη καὶ ἑπομένως ἀμέθεκτη θεία οὐσία, διότι τὸ μόνο ἄκτιστο φῶς, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαὰμ καὶ τοὺς ὁμοϊδεάτες του, Γρηγόριο Ἀκίνδυνο καὶ Νικηφόρο Γρηγορᾶ, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη θεία οὐσία[23].

Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται τὸ συμπέρασμα πὼς ὁ μόνος φωτισμὸς ποὺ γίνεται ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸ Βαρλαὰμ εἶναι ὁ φωτισμὸς τῶν νοημάτων καὶ τῆς ἐγκόσμιας γνώσεως ἢ ἐπιστήμης[24]. Τὸ δημιουργημένο φῶς συμβάλλει στὴν τελειοποίηση τῆς κατάκτησης τῆς γνώσης τῶν ὄντων, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της συμβάλλει, σύμφωνα μὲ τὴν ἀντιησυχαστικὴ καὶ σχολαστικὴ θεολογία, στὴν ἐπίτευξη τῆς γνώσης τῶν θείων ἀρχετύπων ποὺ βρίσκονται ἐντὸς τῆς θείας οὐσίας, δηλαδὴ μέσα στὸ θεῖο νοῦ, ὁ ὁποῖος ταυτίζεται ἀπόλυτα μὲ αὐτήν. Τοῦτο, ἀκολούθως, φανερώνεται ἀπὸ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ Βαρλαὰμ ὅτι ὁ «θεοπτικότερος» ἄνθρωπος ὅλων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κατορθώνει νὰ γνωρίσει τὶς ἐμφανεῖς καὶ ἀφανεῖς διατάξεις-σχέσεις τῶν πεπερασμένων κτιστῶν ὄντων στὸ μέγιστο δυνατὸ βαθμὸ[25]. Τὴν ἀνωτέρω μνημονευθεῖσα θέση τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ θὰ ἀναιρέσει ὁ μοναχὸς Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος θὰ δώσει ἔμφαση στὴ διπλὴ μεθοδολογία προσπέλασης τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ, ἡ ὁποία καθιστᾶ ἐμφανὲς τὸ γεγονὸς πὼς ἡ θεότητα δὲ γνωρίζεται μόνο ἀπὸ τὰ κτιστὰ ὄντα, ἀλλὰ πρωτίστως μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ της, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ ἄκτιστα (λόγοι τῶν ὄντων – ἐνέργειες), τὰ ὁποῖα προσδίδουν σωτηριῶδες νόημα στὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ λοιπὰ κτιστὰ ὄντα.

Συνεχίζεται……

Σημειώσεις:

[1] I. Ζηζιούλας, Being as communion. Studies in personhood and the Church, St’ Vladimir’s Seminary Press, Crestwood – New York 1985, p. 120. [2] G. C. Papademetriou, Introduction to Saint Gregory Palamas, ἐκδόσεις Philosophical Library, New York 1973, p. 26. Βλ. ἀκόμη F. Alessio, Ἱστορία τῆς Μεσαιωνικῆς Φιλοσοφίας, μτφρ: Ἀναστασία Μεσσάρη καὶ Γιάννης Καροῦζος, ἐκδόσεις Τραυλός, Ἀθήνα 2007, σσ. 43-47. [3] J. Meyendorff, The Byzantine Legacy in Orthodox Church, St Vladimir’s Seminary Press, New York 1982, p. 180. [4] M. Vegetti, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ: Γιάννης Ἀ. Δημητρακόπουλος, ἐκδόσεις Τραυλός, Ἀθήνα 200310, σ. 426. Βλ. ἀκόμη Α. S. McGrady, The Cambridge Companion to Medieval Philosophy, Cambridge 2003, p. 219. [5] V. Lossky, In the Image and Likeness of God, St’ Vladimir’s Seminary Press, New York 1985,  p. 49. [6] Γ. Παναγόπουλος, Εἰσαγωγὴ στὴν Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας, Πρόσωπα, διδασκαλία, κριτικὴ θεώρηση ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, Ἐναλλακτικὲς Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2012, σελ. 118. Γιὰ περισσότερα περὶ τῆς ἀναλογίας τῶν ὄντων ἢ τοῦ εἶναι, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται ὡς σύμπτωση τοῦ νοῦ, τῆς πραγματικότητας καὶ τοῦ Θεοῦ, βλ. Γ. Ἀραμπατζής, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία καὶ Εἰκονολογία, ἐκδόσεις Α. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2012, σσ. 73-75. [7] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Α’ Πρὸς Βαρλαάμ, 29-32, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α’, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882 , σελ. 244. [8] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1, 1, 2-4, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882 , σελ. 363. [9] π. Ἰωάν. Ρωμανίδης, Τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1989, σελ. 34. [10] Κ. Γεωργούλης, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, τ. Β΄, ἐκδόσεις Δημ, Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1975, σελ. 807. Βλ. ἀκόμη Β. Τατάκης, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, μτφρ: Ἐ. Καλπουρτζῆ, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1997, σελ. 215. [11] Ὅπ. π., σελ. 43. [12] ΒΑΡΛΑΑΜ, Α΄ Πρὸς Παλαμᾶν, Schiro σελ. 252-262. [13] Ὁ Βαρλαὰμ ὑποστηρίζει ὅτι ὑφίστανται δύο εἴδη καθάρσεως τῆς ψυχῆς: α) ἡ κάθαρση τῶν παθῶν, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πλήρη ἐφαρμογὴ τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων καὶ ἐντολῶν, δηλαδὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ β) ἡ κάθαρση τῆς ἐσωτερικῆς ἄγνοιας, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μὲ τὴ γνώση τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων, δηλαδὴ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης. Τέλειος κατὰ Θεόν, σύμφωνα μὲ τὸ Βαρλαάμ, γίνεται μόνον ὅποιος ἔχει καθαρθεῖ διττῶς καὶ ἰδιαιτέρως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κατορθώσει νὰ ἀπαλλάξει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του ἄγνοια μὲ τὴ βοήθεια τῆς κοσμικῆς παιδείας. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 1, 36-38, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 499-500. [14] Β. Τατάκης, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, μτφρ: Ε. Καλπουρτζῆ, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ, Ἀθήνα 1997,  σελ. 246. [15] Ν. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία Δ’. Ὁ Σατανᾶς, {φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ βιβλιοθήκη-38}, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 21. [16] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 556. [17] ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΙΠΠΩΝΟΣ, De Trinitate, 2-3. PL 42, 845 – 886. [18] A. Sopko, Προφήτης Ρωμαίικης Ὀρθοδοξίας. Ἡ θεολογία τοῦ Ἰωάννη Ρωμανίδη, μετάφραση: Ἐλευθέριος Κρίγκας, Ἐπιμέλεια – Εἰσαγωγὴ – Σχόλια: (π.) Μάξιμος Λαυριώτης – Λάμπρος Ψωμάς, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2020, σσ. 236 – 247. [19] Β. Τατάκης, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, μτφρ: Ἐ. Καλπουρτζῆ, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ Ἀθήνα 1977, σελ. 246. [20] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 408. Βλ. ἀκόμη ΒΑΡΛΑΑΜ, Β΄ Πρὸς Ἰγνάτιον, Schiro, 323 καὶ ἑξ. Δὲν εἶναι διόλου ἀπίθανη ἡ εἰρωνεία τοῦ Καλαβροῦ πρὸς τοὺς ἡσυχαστὲς στὸ σημεῖο αὐτό. [21] Τὸ φῶς, κατὰ τὸ Βαρλαάμ, στὴν πιὸ λεπτὴ καὶ συνεπῶς νοερή του ἔκφανση ταυτίζεται μὲ ἀγγελικὸ πνεῦμα. Σὲ μία λιγότερο ἐκλεπτυσμένη του μορφὴ τὸ φῶς ἀποτελεῖ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ἀκόμη, ὑπάρχει καὶ τὸ ἐπικουρικὸ-βοηθητικὸ αἰσθητὸ φῶς ποὺ συνηγορεῖ στὴν προσέγγιση τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων, τὸ ὁποῖο γίνεται καὶ ἀπογίνεται μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς ἀποκαλυπτικῆς φωτοφάνειας, δηλαδὴ ὅλες οἱ αἰσθητὲς θεοφάνειες-φωτοφάνειες τῶν πατριαρχῶν, τῶν δικαίων, τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων. Τέλος, ὑπάρχει καὶ τὸ πυρῶδες δαιμονικὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παραπλανεῖ τοὺς ἡσυχαστές, διότι ὑποτίθεται ὅτι ἐπηρεάζονται ἀρνητικὰ ἀπ’ αὐτό, καθὼς θεωροῦν ἐσφαλμένως ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ὁρατὴ μὲ σωματικοὺς ὀφθαλμούς. Βλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 11-13, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α’, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 548. Βλ. ἀκόμη J. Meyendorff, St. Gregory Palamas and Orthodox Spirituality, St. Vladimir’s Seminary Press, translated by Adele Fiske, Crestwood – New York 1974, p. 91. [22] Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Δογματικὸς Δ΄, Migne PG 149, 365C. [23] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἀναίρεσις Γράμματος Καλέκα, 21-23, τ. Β΄, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19942, σσ. 604-605. [24] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 1, 36-39, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 650-551. [25] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 63-65, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 596-597.

Previous Article

Μ. Παρασκευή: Ο Σταυρός ως τέλεια έκφραση της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο

Next Article

Ποῦ θὰ κάνεις Πάσχα;