Ἡ διάκρισις θείας καὶ ἐγκοσμίου σοφίας κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριον Παλαμᾶν – 2ον

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, Δρ. Θεολογίας

Μέρος δεύτερον

  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὑποστηρίζει πὼς ὁ Θεὸς δὲ γνωρίζεται μόνο ἀπὸ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ πορίσματα ποὺ ἐξάγονται ἀπὸ τὴ συστηματικὴ καὶ μεθοδικὴ ἔρευνα τοῦ κτιστοῦ ἐπιστητοῦ. Ὁ ἡσυχαστὴς ἅγιος, χρησιμοποιώντας ἀρκετὰ στοιχεῖα τῆς προγενέστερης νηπτικῆς παράδοσης, ἀναφέρει ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διαθέτει δύο εἴδη ὀφθαλμῶν. Ὁ πρῶτος ὀφθαλμὸς βλέπει τὴ σοφία, τὴν παντοδυναμία καὶ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἰδιότητες ποὺ κρύβονται πίσω ἀπὸ τὰ κτιστὰ ὄντα καὶ τὶς ἁρμονικὲς διατάξεις – σχέσεις τους, ἐνῷ ὁ δεύτερος ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς βλέπει – θεωρεῖ τὴ δόξα τῆς ἄκτιστης θεότητας, δηλαδὴ μετέχει στὴ θεοποιὸ ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Πηγὴ τῆς θεογνωσίας, ἡ ὁποία διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴ γνώση τῶν λόγων (αἰτιῶν) τῶν κτιστῶν ὄντων, δηλαδὴ τὸ ἀντικείμενο τῆς θέας τοῦ πρώτου ὀφθαλμοῦ, ἀποτελοῦν τὰ ἄκτιστα, δηλαδὴ τὰ γύρω ἀπὸ τὸ Θεὸ ἰδιώματα. Συνεπῶς, πρόκειται γιὰ τὴν ἄμεση θέα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑφίσταται μέσῳ τοῦ δευτέρου πνευματικοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς[1]. Τὰ ἀνωτέρω ἰδιώματα ἢ ἰδιότητες τῆς ἄκτιστης θεότητας, τὰ ὁποῖα βλέπονται, μὲ τὴν ἔννοια τῆς μετοχῆς, ἀπὸ τὸ διανοιγμένο καὶ μεταμορφωμένο πνευματικὰ δεύτερο ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς, δὲν ταυτίζονται μὲ τὴ θεία οὐσία, ἐνῷ παράλληλα εἶναι ἐνδεικτικά τῆς ὑπάρξεώς της, ὄχι ὅμως καὶ τῆς προσπέλασης ἢ κατανόησή της ἀπὸ τὸν πεπερασμένο ἀνθρώπινο νοῦ. Τὰ θεῖα ἰδιώματα – ἰδιότητες γίνονται γνωστὰ διὰ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες διακρίνονται σαφῶς ἀπὸ τὴν ἄκτιστη θεία οὐσία. Τοῦτο, ὅμως, δὲ σημαίνει ὅτι αὐτὲς εἶναι κτίσματα, παρότι διαφέρουν τῆς θείας οὐσίας, ἀλλὰ ὅτι ἀποτελοῦν τὶς θεοπρεπεῖς βουλητικὲς κινήσεις τῆς θεότητας, οἱ ὁποῖες ὑφίστανται πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

  Οἱ ἀνωτέρω ἐνεργειακὲς καὶ ἄρα ἀποκαλυπτικὲς κινήσεις τῆς ἄκτιστης θεότητας, οἱ ὁποῖες ὑφίστανται πρὸς τὴ δημιουργία της, δὲν προσεγγίζονται, γνωρίζονται καὶ ἐξηγοῦνται, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, διὰ τῆς σαρκικῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς φυσικῆς σκέψης[2].  Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὑποστηρίζει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος διαφέρει ἀπὸ τὸν ψυχικὸ καὶ τὸ σαρκικό, ἀναγνωρίζει τὴ λογικότητα ποὺ διέπει ὁλόκληρο τὸν κτιστό, αἰσθητὸ καὶ νοητό, κόσμο. Ἡ λογικότητα αὐτὴ παραπέμπει στὸ ἰδίωμα τοῦ λόγου, δηλαδὴ τοῦ αἰτίου τῆς συναρμογῆς τῶν ἀντιθετικῶν ποιοτήτων ποὺ ἀπαρτίζουν ὁλάκερη τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, συναρμογὴ ποὺ προσιδιάζει στὸ δημιουργικὸ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Πατρός, ὁ Ὁποῖος συνέχει ὁλόκληρη τὴν κτιστή, αἰσθητὴ καὶ νοητή,   πρα­γματικότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅσους μετέχουν τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φανερώνει – ἀποκαλύπτει στοὺς πιστοὺς τὸ δημιουργικὸ θεῖο Λόγο. Οἱ μέτοχοι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνονται ἕνα κατὰ χάριν μὲ τὸ  Πνεῦμα καὶ βλέπουν ὑπὲρ τὴν αἴσθηση καὶ ὑπὲρ τὴ νόηση, δηλαδὴ μὲ μεταμορφωμένους καὶ συνεπῶς διανοιγμένους πνευματικοὺς ὀφθαλμούς, τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ[3]. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι οἱ κεκαθαρμένοι, φωτιζόμενοι καὶ τεθεωμένοι ἀτενίζουν – βλέπουν τὸ φῶς μέσα στὸ ἴδιο τὸ φῶς. Αὐτὴ ἡ ἐνατένιση – ὅραση τῆς ἄκτιστης θείας πραγματικότητας, δηλαδὴ ἡ μετοχὴ στὴ βουλητικὴ καὶ συνάμα ἀποκαλυπτικὴ κίνηση τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν στὴ θεία ἐνέργεια, ὑφίσταται μόνον μέσῳ τῆς ἐκφαντορικῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[4].

  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ φιλοσοφία, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, δὲ συμβάλλει καθόλου στὴν ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς ὅρασης τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ θεία μέθεξη ἀποτελεῖ συνέπεια πρωτοβουλίας τῆς ἄκτιστης θείας πραγματικότητας,  ἡ ὁποία ἀποκαλύπτεται ἐνεργειακὰ στὴν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ δημιουργία της. Ἡ ποιότητα τῆς μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὴ σωτηριώδη ἀποκάλυψη τῆς θεότητας ἔγκειται στὴ συν­εργασία του μὲ τὴν ἄκτιστη θεότητα, δηλαδὴ τὴ μετοχή του στὰ στάδια τῆς τελειώσεως. Ἡ φιλοσοφία, λόγω τοῦ ἀσταθοῦς, εὐμετάβλητου καὶ μὴ ἀσφαλοῦς χαρακτήρα τῆς ὑπάρξεώς της, ἀδυνατεῖ νὰ ἀποτελέσει σταθερὸ σημεῖο ἀναφορᾶς, διότι κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἀνατρέπεται ἀπὸ ἄλλο λόγο, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν προσφέρει τὴ θέωση ἢ τὴν τελείωση[5]. Ἑπομένως, προϊόν τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ἀγνωσία, δηλαδὴ ὁ ἐγκλωβισμὸς ἐντός τοῦ ἐπιπέδου τῆς πνευματικῆς ἀγνοίας, καὶ κατ’ ἐπέκταση ἡ μωρία. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει ἀσφαλῶς καὶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία περιορίζεται στὴν ἐξήγηση τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῶν πτωτικῶν κτιστῶν ὄντων (τὸ πῶς). Τοῦτο ἀποδεικνύεται σαφῶς ἀπὸ τὸν ἰσχυρισμὸ τοῦ Γρηγόριου Παλαμᾶ ὅτι τὰ δόγματα, δηλαδὴ οἱ ἀσφαλεῖς ὁδοδεῖκτες πρὸς τὴ μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲ σχετίζονται μὲ τὴν ἐξειδικευμένη μελέτη τῶν οὐρανίων καὶ ἐπίγειων ὑλικῶν σωμάτων[6]. Συνεπῶς, ἐπιστήμη καὶ φιλοσοφία, ὡς μεταγενέστερα κατασκευάσματα τῆς ἀνθρώπινης ἐπίνοιας, δηλαδὴ τῆς ἐπεξεργασμένης θεωρητικῆς σκέψης τοῦ νοῦ, ἐγκλωβίζονται ἐντός τοῦ φθαρτοῦ καὶ συνεπῶς πεπερασμένου κόσμου, καθὼς ἀπευθύνονται μόνο στοὺς σαρκικοὺς καὶ ψυχικοὺς ἀνθρώπους. Οἱ σαρκικοὶ ἄνθρωποι, κατὰ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀρκοῦνται μόνο στὸ γεγονὸς τῆς προσωρινῆς βιολογικῆς ἐπιβίωσης, ἐνῷ οἱ ψυχικοὶ στὸ γεγονὸς τῆς ἀναζήτησης καὶ ταυτόχρονα φιλοσοφημένης νοηματοδότησης, δηλαδὴ τῆς αἰτιολόγησης, τοῦ τρόπου ὕπαρξης τοῦ κόσμου ποὺ τοὺς περιβάλλει.

  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται σαφὲς ὅτι ἡ θεογνωσία ἐπιτυγχάνεται μὲ βάση τὴν πνευματικότητα τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴν πρόσληψη τῆς θείας ἀποκάλυψης, καὶ ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸ «ποσοστὸ» τῆς ὀρθολογικότητας ποὺ ἐκεῖνος χρησιμοποιεῖ. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλωτῖνο, ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ καθ. M. Veggeti, ὁ θεός, δηλαδὴ τὸ ἕν ἢ τὸ ἐπέκεινα, ἀποτελεῖ τὸ ὕψιστο ἀντικείμενο τῆς θεωρητικῆς ἐνατένισης, ἡ ὁποία ὑφίσταται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο μέσῳ τοῦ νοῦ τῶν φιλοσόφων[7]. Ἡ νεοπλατωνικὴ παράδοση ὑποστηρίζει πὼς ἕνας θεὸς ποὺ προσφέρεται ἀνεξαιρέτως σὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δίχως νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν τοῦ ἑνὸς αἰτίου ἡ νοητικὴ ὀξυδέρκεια καὶ ἡ γνωστικὴ ἱκανότητα τῶν πολλῶν αἰτιατῶν, εἶναι ἀπολύτως ψευδὴς καὶ χυδαῖος[8]. Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὅμως, ἀντιστρέφει τὴν ἀνωτέρω ἐκτεθεῖσα ἐπιχειρηματολογία τῶν νεοπλατωνικῶν φιλοσόφων. Ὁ Θεός, σύμφωνα μὲ τὸν ἡσυχαστὴ ἅγιο, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ μὴ προσφέρεται σὲ ὅλους, καὶ τοῦτο, διότι θὰ ἦταν ἄδικος ἐὰν προσέφερε τὸν ἑαυτὸ του μόνο στοὺς ὀξύνοες φιλοσόφους, δηλαδὴ σὲ μία πολὺ μικρὴ μερίδα-κάστα ἀνθρώπων. Συνεπῶς, τὰ στάδια τῆς τελειώσεως (κάθαρση-φωτισμὸς – θέωση), τὰ ὁποῖα δεικνύουν τὸν τρόπο μεθέξεως τῆς ἄκτιστης θείας ἐνέργειας, δηλαδὴ τὸν τρόπο τῆς πρόσληψης τῆς μίας ἐνεργειακῆς ἀποκάλυψης τῆς θεότητας ἀπὸ τὰ ποικίλα κτιστὰ ὄντα, ἀπευθύνονται σὲ ὅλα τὰ ἔλλογα, αἰσθητὰ καὶ νοητά, ὄντα ἀνεξαιρέτως. Τοιουτοτρόπως, ἡ ἀδυναμία τῆς προσπέλασης τῆς κτιστῆς γνώσης, δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων, ἡ ὁποία προσεγγίζεται ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες καὶ τὴ φιλοσοφία, δὲν ἐμποδίζει ἕνα ἁπλοϊκὸ καὶ συνάμα μὴ γραμματιζούμενο πιστὸ νὰ μετέχει τῆς θείας ἀλήθειας, λόγῳ τῆς ἐνδεχόμενης ἄγνοιας ἢ ἀκόμη καὶ τῆς ρᾳθυμίας τῆς ψυχῆς του. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι ὁ φωτισμὸς τοῦ πνεύματος διακρίνεται σαφῶς ἀπὸ τὴ γνώση νοημάτων, καθὼς ἡ θεία φωτοφάνεια δὲν ὑφίσταται μέσῳ νοημάτων[9]. Ἑπομένως, ἡ ἄγνοια τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς φιλοσοφίας δὲ δικαιολογεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴν ἄγνοια τῆς ἄκτιστης θείας πραγματικότητας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ θεία ἀλήθεια δὲν περιορίζεται ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στοὺς γνῶστες τῆς κτιστῆς «ἀλήθειας», δηλαδὴ αὐτῆς τῶν ὄντων[10].

  Ἡ ἱερὰ φωτοφάνεια, παρότι διαφοροποιεῖται ἐν­αργῶς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἐνόραση τοῦ θείου μέσῳ τῆς ἐκλεπτυσμένης νόησης, ἡ ὁποία καλλιεργεῖται μὲ τὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα, δὲν ταυτίζεται ἐπ’ οὐδενὶ μὲ τὶς εὐμετάβλητες καὶ ἀσταθεῖς σωματικὲς αἰσθήσεις. Ἡ θεία ὑπεραισθητὴ φωτοφάνεια ταυτίζεται ἀποκλειστικὰ μὲ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως ποὺ φάνηκε στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ ὄρος Θαβώρ, μὲ τὸ πύρινο ἅρμα τοῦ προφήτη Ἠλία, μὲ τὴ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ καθοδηγοῦσε τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἐντός τῆς ἐρήμου, μὲ τὸ φῶς ποὺ ἐξέλαμψε στὴ καιόμενη βάτο ἐνώπιον τοῦ προφήτη Μωυσῆ[11], μὲ τὸν ἄρτο τῶν νοερῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων[12], δηλαδὴ τῶν ἀσωμάτων νοῶν, ὁ ὁποῖος καλλύνει πνευματικά, δηλαδὴ ἐπαυξάνει τὴ δεκτικότητα θεογνωσίας τῶν ἐπουρανίων ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ θεῖο φῶς εἶναι ἄκτιστο καὶ ὑπάρχει πάντοτε, ἀκόμη καὶ πρὸ τῆς χωροχρονικῆς ἐκδίπλωσης τῆς αἰσθητῆς καὶ νοητῆς δημιουργίας, καθὼς ἡ ἄκτιστη θεότητα ἐνεργεῖ, δηλαδὴ κινεῖται ἀποκαλυπτικά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ χῶρο, τὸν τόπο, τὸ χρόνο καὶ τὸν αἰῶνα, δηλονότι αἰώνια, ἀέναα καὶ ἀΐδια. Συνεπῶς, τὸ θεῖο φῶς, δηλαδὴ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ μοναδικὸς τρόπος ἐπίτευξης τῆς γνώσεως τῆς ἄκτιστης ἀλήθειας, ὑφίσταται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐπίτευξη τῆς ὅρασης τῶν ὁρώντων, δηλαδὴ δὲ γίνεται κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς φανερώσεώς του στοὺς ἀξίους[13]. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι ἡ σχέση ὁρώντων καὶ ὁρωμένου, μετεχόντων καὶ μεθεκτοῦ ἢ μετοχῶν, δηλαδὴ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, δὲν εἶναι συμμετρική, δηλαδὴ ἀναλογική. Συνεπῶς, τὸ ἄκτιστο φῶς, δηλαδὴ ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεία ἐνέργεια, ὑφίσταται ἀκόμη καὶ ὅταν δὲ βλέπεται νοερὰ καὶ πνευματικὰ ἀπὸ τὰ κτιστὰ ὄντα, λόγῳ τῆς ἑκούσιας ἁμαρτητικῆς ἀποστροφῆς τους ἀπὸ αὐτό.

  Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ φιλοσοφία, σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο Παλαμᾶ, λειτουργεῖ ὡς γλωσσικὴ διατύπωση τῆς ἤδη ὑφιστάμενης νοερῆς φωτοφάνειας ἢ φωτοχυσίας, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ γλῶσσα τῆς φιλοσοφίας ἐκφράζει τὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ δὲ μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ σὲ αὐτή. Ὁ κατ’ ἐπίγνωσιν πιστὸς διαιρεῖ καὶ παραλαμβάνει ἀπὸ τὴν ἔξω σοφία, δηλαδὴ τὴ φιλοσοφία καὶ τὶς ἐπιστῆμες τῆς περιρρέουσας ἀτμόσφαιρας τῆς ἐποχῆς του, τὸ χρήσιμο – ὠφέλιμο στοιχεῖο καὶ τὸ ἀναμιγνύει μὲ τὴν ἁπλότητα τῶν εὐαγγελικῶν διδαγμάτων[14]. Τοῦτο, ἀσφαλῶς, δὲ σημαίνει ὅτι ὑπάρχει χριστιανικὴ ἐπιστήμη καὶ φιλοσοφία. Τὰ λογικὰ καὶ συνεπῶς ὠφέλιμα στοιχεῖα τῆς κοσμικῆς παιδείας, τὰ ὁποῖα ἐξάγονται ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ μαθήματα, ἀποτελοῦν τὴν ἔλλογη ἔκφραση, ἡ ὁποία περιγράφει μὲ ἁπλὸ τρόπο τὴ θεία ἀποκάλυψη καὶ τὸν τρόπο προσλήψεώς της, δίχως, ὅμως, νὰ ὁδηγεῖ στὴ περαιτέρω ἐμβάθυνση καὶ κατανόησή της. Ἡ θεία ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία ἀποτυπώνεται σὲ ὁλάκερο τὸ χριστιανικὸ βίο, δὲ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ κανένα εἶδος ἀντιλογίας, καθὼς ὑπερβαίνει τὰ ἐπίπεδα τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς νόησης. Ἡ θέα – ὑπερφυὴς μέθεξη τῆς ἐνεργειακῆς ἀποκάλυψης τῆς ἄκτιστης θεότητας ὑφίσταται μέσῳ τῆς νοερῆς αἴσθησης. Πρόκειται γιὰ ἁρμονικὸ συνδυασμὸ τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοεροῦ στοιχείου τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ὁ ὁποῖος καταδεικνύει τὸ φυσικὸ τρόπο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μετέχει θεοπτικά τῆς αἰτίας τῆς ὑπάρξεώς του. Συνεπῶς, ἡ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνοποιεῖ ὅλες τὶς διασπασμένες δυνάμεις τῆς ἀνθρώπινης φύσης, τὶς μεταμορφώνει πνευματικὰ καὶ τὶς καθιστᾶ ἱκανὲς νὰ δοῦν τὸ ἄκτιστο φῶς, τὸ ὁποῖο ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν ὑπερούσια θεότητα, δηλαδὴ τὴ θεία οὐσία. Ὅλος ὁ τεθεωμένος ἄνθρωπος βλέπει τὸ Θεό, ὡς σῶμα καὶ ὡς ψυχή, ὡς αἴσθηση καὶ ὡς νόηση, ὡς ὕλη καὶ ὡς πνεῦμα, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτὸς γίνεται ὁλόκληρος πνεῦμα, δηλαδὴ κατὰ χάριν θεός, μέσῳ τῆς μεθέξεως τῆς ἀπόρρητης καὶ ἀνεκλάλητης δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Σημειώσεις:

[1] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 2, 3, 13-15, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 551-552. [2] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 12-13, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 421-423. [3] ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 3, 10-12 , στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 687-689. [4] Ὅπ. π., Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 12-13, σσ. 428-429. [5] Ὅπ. π., Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 1, σσ. 361-362. [6] Ὅπ. π., σσ. 362-363. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἡσυχαστὴ Γρηγόριο Παλαμᾶ ὅτι τὰ φιλοσοφικὰ δόγματα τῶν Πυθαγορείων καὶ τῆς Στοᾶς εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἀναγκαιότητα ἐπιτεύξεως τῆς ἐπιστημονικῆς μάθησης, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸν ἀποκλειστικὸ σκοπὸ τῆς θεωρίας. [7] M. Vegetti, Ἱστορία τῆς Ἀρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ: Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, ἐκδόσεις Τραυλός, Ἀθήνα 200310, σελ. 387. [8] Ὅπ. π. [9] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 1, 3, 11, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σσ. 420-421. [10] Ὅπ. π. [11] Γεωργούλης, Κ., Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας, τ. Β΄, ἐκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1975, σσ. 806-810. [12] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ἁγιορείτικος Τόμος, τ. Β΄, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19942, σελ. 569. [13] Ὅπ. π. [14] ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2, 1, 16, στὸ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, τ. Α΄, ἐπ. ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 19882, σελ. 479.

Previous Article

Έχει το σώμα προαίρεση ή θέληση;

Next Article

“Tὸ «ἀράτω τὸν Σταυρόν», ὡς ἀποστολὴ τοῦ Χριστιανοῦ”