Ἡ μοναρχία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον Ναζιανζηνὸν

Share:
Παντοκράτορας

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, Δρ. Θεολογίας

  Ὅταν ὀνομάζουν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ὡς πηγαία θεότητα ἤ, ἀλλιῶς, ὡς πηγὴ τῆς θεότητας τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἐννοοῦν πὼς Ἐκεῖνος (Πατὴρ) ἀποτελεῖ τὸ μόνο ὑποστατικὸ αἴτιο τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν προσώπων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τίποτε περισσότερο. Ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος μονάχα τῶν αἰτιατῶν ὑποστάσεων καὶ ὄχι αἴτιος τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλονότι τῆς πατρικῆς οὐσίας. Αὐτό, ὅμως, (δηλαδὴ ἡ ὑποστατικὴ αἰτιότητα τοῦ Πατρὸς) δὲ σημαίνει ὅτι προηγεῖται ὀντολογικὰ ἢ ἀξιολογικὰ ὁ Πατὴρ τῶν ἄλλων δύο θείων προσώπων ἤ, ἄλλως εἰπεῖν, ὅτι εἶναι αἴτιος τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Οὔτε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι αἴτιος τῆς ἴδιας τῆς θείας οὐσίας καὶ τῆς ἴδιας τῆς πατρικῆς του Ὑποστάσεως, δηλαδὴ ὅτι προηγεῖται ὁ Πατὴρ τῆς θείας οὐσίας ἢ ὅτι προηγεῖται ὀντολογικὰ ἡ βούληση τοῦ προσώπου τοῦ Πατρὸς ἀπὸ τὴν θεία οὐσία, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ περσοναλιστικὴ ὀντολογία στὸ σύνολό της. Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ δεικνύει ὁ ὅρος πηγαία θεότητα εἶναι ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι μονάχα αἴτιος τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῶν ὑποστάσεων τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (μοναρχία τοῦ Πατρός). Ὡς ἐκ τούτου, ἡ θεία οὐσία εἶναι ἀναίτια καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ καμία ὑπόσταση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δηλώνεται ἀπὸ τὴ μοναρχία τῆς θείας οὐσίας (θεία μοναρχία).

  Ἡ θεία μοναρχία, ὅπως γράφει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δὲ μπορεῖ νὰ χαρακτηρίζει μόνον ἕνα θεῖο πρόσωπο ἢ ὑπόσταση, ἀλλὰ ἀποδίδεται στὴν ἄκτιστη θεία φύση (μοναρχία τῆς θείας φύσεως). Ὁποιαδήποτε ταύτιση τῆς ἔννοιας τῆς θείας μοναρχίας μὲ κάποια ὑπόσταση ὁδηγεῖ ἀναγκαστικὰ σὲ μία μορφὴ ἰουδαϊσμοῦ, καθιστώντας συνάμα κατώτερες τὶς ἄλλες δύο θεῖες ὑποστάσεις ἢ πρόσωπα (Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα) [1]. Ἡ θεία μοναρχία – μοναρχία τῆς οὐσίας, λοιπόν, βασίζεται στὴν ἰσοτιμία τῆς φύσεως, στὴ σύμπνοια τῆς γνώμης, στὴν ταυτότητα τῆς κινήσεως καὶ στὴ συμφωνία μὲ τὸ ἕνα προσωπο [2]. Σύμφωνα μὲ τὰ προαναφερθέντα, ἡ προσηγορία Θεὸς δὲν ἀνήκει μόνο στὴ ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ὅπως ὑποστηρίζουν ἀρκετοὶ σύγχρονοι προσωποκράτες θεολόγοι καὶ μελετητὲς πατερικῶν κειμένων, ἀλλὰ ἀνήκει στὰ κοινὰ ἢ κοινότητες τῆς Ἁγίας Τριάδος. Συνεπῶς, ἡ προσηγορία Θεὸς σημαίνει τὴ μία θεότητα καὶ ὄχι τὸ ἕνα πρόσωπο. Αὐτὴ ἡ μία θεότητα καὶ δύναμη βρίσκεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, καὶ αὐτὴ ἡ μία θεότητα περιέχει τὶς τρεῖς ὑποστάσεις μὲ τρόπο ἀσύγχυτο [3]. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει ξεκάθαρα πὼς «γιὰ ἐμᾶς ὑπάρχει ἕνας Θεός, διότι μία εἶναι ἡ θεότητα, καὶ στὸ ἕνα ἀναφέρονται τὰ προερχόμενα ἐξ αὐτοῦ, ἂν καὶ πιστεύονται τρία [4]». Ἡ μία ἄκτιστη θεότητα ὑπάρχει ἀδιαίρετη σὲ διάφορα μεταξύ τους πρόσωπα, στὸν Πατέρα, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ἡ μία θεότητα εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὄχι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλη ἡ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς χριστιανοσύνης συνοψίζεται στὴν παρακάτω σύντομη πρόταση: «κατὰ τὴν θεότητα τὰ τρία εἶναι ἕνα καὶ τὸ ἕνα εἶναι τρία κατὰ τὶς ὑποστατικὲς ἰδιότητες» [5].

  Μὲ βάση τὰ ἀνωτέρω ἐκτεθέντα, ἡ σύγχυση τῆς μοναρχίας τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς μοναρχίας τῆς θείας φύσεως, τουλάχιστον ἔτσι ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ μερικοὺς σύγχρονους ἀκαδημαϊκοὺς θεολόγους, δὲ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ θεολογία. Ἡ θεία μοναρχία χαρακτηρίζει τὴ θεία φύση ἢ οὐσία καὶ τὸ ἀναίτιο ἢ τὸ μεῖζον χαρακτηρίζει τὸν Πατέρα (μοναρχία τοῦ Πατρός). Ἡ λέξη μεῖζον δὲν ἀποδίδεται στὴν οὐσία, ἀλλὰ δηλώνει ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ὑπαρκτικὸ αἴτιο τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τοῦτο, διότι ἐκ τῶν ὁμοουσίων ὄντων κανένα δὲν εἶναι μεῖζον ἢ ἔλασσον κατὰ τὴν οὐσία [6]. Ἡ μοναρχία τοῦ Πατρός, ὅσον ἀφορᾶ στὶς ἀΐδιες ἐνδοτριαδικὲς σχέσεις, μπορεῖ νὰ γίνει δεκτὴ μόνο ἐὰν ταυτιστεῖ ἐννοιολογικὰ μὲ τὸ μεῖζον, δηλαδὴ τὸ ἀναίτιο τοῦ Πατρός. Ὁ Πατὴρ εἶναι ἀναίτιο αἴτιο τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι αἰτιατά, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι προέρχονται ἀπὸ τὸν Πατέρα ὡς μείζονα κατὰ τὸ αἴτιο. Ὅμως, ὅσον ἀφορᾶ στὴ σχέση μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κτιστοῦ κόσμου, οἱ τρεῖς ὑπέρθεες ὑποστάσεις εἶναι μία ἀρχή, τουτέστιν μία ὡς Θεὸς (μοναρχία τῆς θείας δημιουργικῆς δύναμης).

  Συνοψίζοντας, τὰ δύο εἴδη μοναρχίας, ἤτοι τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς θείας φύσεως, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ διακρίνουν τὴν ὑπόσταση ἀπὸ τὴν οὐσία. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν ἐπιτρέπεται ὁποιαδήποτε εἰσαγωγὴ αἰτιότητας στὴν ἀναίτια ἄκτιστη θεία φύση, καθότι τὸ αἴτιο καὶ τὸ αἰτιατὸ ὑπάρχει μόνο στὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Σημειώσεις:

[1] Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Θεολογία τῆς Φύσεως, Μετάφραση: Ἠ. Γ. Πετροπούλου, Ἐπιμέλεια – Εἰσαγωγὴ – Σχόλια: π. Μάξιμος Λαυριώτης, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα, 2018, σελ. 226.

[2] Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Λόγος ΚΘ’, PG 36,76B.

[3] Τοῦ ἰδίου, Λόγος Μ΄, PG 36, 417Β: «Ταύτην δίδωμι παντὸς τοῦ βίου κοινωνὸν καὶ προστάτιν, τὴν μίαν θεότητά τε καὶ δύναμιν ἐν τοῖς τρισὶν εὑρισκομένην ἑνικῶς, καὶ τὰ τρία συλλαμβάνουσαν μεριστῶς· οὔτε ἀνώμαλον οὐσίαις ἤ φύσεσιν, οὔτε αὐξομένην, ἤ μειουμένην ὑπερβολαῖς καὶ ὑφέσεσι, πάντοθεν ἴσην, τὴν αὐτὴν πάντοθεν, ὡς ἕν οὐρανοῦ κάλλος καὶ μέγεθος· τριῶν ἀπείρων ἄπειρον συμφυίαν, Θεὸν ἕκαστον καθ’ ἑαυτὸ θεωρούμενον, ὡς Πατέρα καὶ Υἱόν, ὡς Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, φυλασσομένης ἑκάστῳ τῆς ἰδιότητος. Θεὸν τὰ τρία σὺν ἀλλήλοις νοούμενα, ἐκεῖνο διὰ τὴν ὁμοουσιότητα, τοῦτο διὰ τὴν μοναρχίαν»

[4] Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Λόγος ΛΑ’, PG 36, 149A: «Ὁ δὲ κοινὸς ἡμῖν πρὸς ἀμφοτέρους τις ἀγών τε καὶ λόγος; ἡμῖν εἷς Θεός, ὅτι μία θεότης· καὶ πρός ἕν τὰ ἐξ αὐτοῦ τὴν ἀναφορὰν ἔχει, Κἄν τρία πιστεύηται».

[5] Ὅπ.π., 144A: «ἕν τὰ τρία τῇ θεότητι, καὶ τὸ ἕν τρία ταῖς ἰδιότησιν·».

[6] Τοῦ ἰδίου, Λόγος Μ΄, PG 36, 420BC: «Θέλω τὸν Πατέρα μείζω εἰπεῖν, ἐξ οὗ καὶ τὸ ἴσοις εἶναι, τοῖς ἴσοις ἐστί, καὶ τὸ εἶναι. Τοῦτο γὰρ παρὰ πάντων δοθήσεται. Καὶ δέδοικα τὴν ἀρχήν, μὴ ἐλαττόνων ἀρχὴν ποιήσω, καὶ καθυβρίσω διὰ τῆς προτιμήσεως· οὐ γὰρ δόξα τῷ ἐξ οὗ ἡ τῶν ἐξ αὐτοῦ ταπείνωσις. Πρὸς δὲ καὶ ὑφορῶμαι τὴν σὴν ἀπληστίαν, μὴ τὸ μεῖζον λαβὼν διχοτομήσῃς τὴν φύσιν, κατὰ πάντα τῷ μείζονι χρώμενος. Οὐ γὰρ κατὰ τὴν φύσιν τὸ μεῖζον, τὴν αἰτίαν δέ. Οὐδὲν γὰρ τῶν ὁμοουσίων τῇ οὐσίᾳ μεῖζον ἤ ἔλαττον».

Previous Article

Ὑπόμνησις Ἱερατικῶν καθηκόντων – 6ον

Next Article

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (1714-1779) Διδάσκαλος καὶ φωτιστὴς τοῦ Γένους. – 2ον