Ὁ Κύριος δίδασκε στή Συναγωγή καί ἐκεῖ βρισκόταν καί μία γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐκ συνεργείας τοῦ πονηροῦ πνεύματος κατείχετο ἀπό ἀσθένεια ἐπί 18 ἔτη «καί ἦν συγκύπτουσα». Δέν μποροῦσε νά σηκώσει ὄρθια τό κεφάλι της. Ἦταν διαρκῶς σκυμμένη. Συγκύπτουσα. Ἀλλά, ὅταν τήν εἶδε ὁ Χριστός, τήν θεράπευσε. Ἰδού τά λόγια Του: «Γύναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Καί στή συνέχεια γράφει τό ἱερό κείμενο: «Καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χεῖρας καί παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τον Θεόν».
Ὡστόσο, διαπιστώνουμε ὅτι τό πρόβλημα τῆς γυναίκας ἐκείνης, προερχόταν ἀπό τήν ἐπήρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι πολλές φορές ὁ σατανᾶς κτυπᾶ τόν ἄνθρωπον «παραίτιος γάρ τοῖς ἀνθρωπίνοις σώμασι τοῦ νοσεῖν ὁ ἀλιτήριος γέγονεν σατανᾶς, ὅτι δι’ αὐτοῦ τήν παράβασιν τήν ἐν Ἀδάμ ἠρτύσθαι φαμέν, δι’ ἧς εἰς ἀσθένειαν καί φθοράν τά τῶν ἀνθρώπων κατεκομίσθη σώματα». Καί ἄλλοτε τό πονηρόν πνεῦμα προκαλεῖ καί ἄλλες ἀσθένειες καί καλεῖται «πνεῦμα κωφόν», «πνεῦμα ἄλαλον».
Ὡστόσο, ἡ λέξη «συγκύπτουσα» μᾶς παραπέμπει στήν ἀθλιότητα τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν πτώση του καί τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Εἶναι ὁ συγκύπτων ἄνθρωπος. Ἐκεῖνος, πού ἠμαύρωσε τό «κατ’ εἰκόνα» καί μαζί του καί ἡ κτίση συστενάζει καί συνωδίνει. Πρόκειται γιά τήν συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα. Ἐκεῖ τήν ὁδήγησε ἡ παρακοή στό θεῖο θέλημα, ἡ ἁμαρτία, τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἡ αἰχμαλωσία στόν πονηρό. Μέ τήν λέξη «συγκύπτουσα» ἔχουμε ἐνώπιόν μας τήν προσωπική μας πτώση, τήν πτώση τῆς κοινωνίας, τῆς ἀνθρωπότητας. Εἶναι γεγονός ὅτι τυγχάνει βαρέως ἀσθενοῦσα ἡ ἀνθρωπότητα καί τό διαπιστώνουμε αὐτό καθημερινά.
Καί αὐτή ἡ συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα συντελεῖται σέ τρία ἐπίπεδα: Πρῶτον, σέ ἀναφορά μέ τό Θεό, ὅπου καταδεικνύεται μία περιφρόνηση ἤ μία ἀλαζονεία. Δεύτερον, στό διάλογο μέ τήν ἴδια μας τήν ὕπαρξη, τόν ἑαυτό μας, ὅπου ἐκφράζεται πνευματική ραθυμία, μελαγχολία καί ἀπογοήτευση. Καί τρίτον, στίς σχέσεις μας μέ τόν συνάνθρωπο, ὅπου ἡ ἀδιαφορία ἤ τό χειρότερο ἡ ἀγριότητα δίδει νέες μορφές συνύπαρξης. Ὅλα αὐτά, ὅμως, φέρουν βάσανο στόν ἄνθρωπο, ψυχολογικά κενά, πλέγμα πολλῶν κοινωνικῶν προβλημάτων, γιατί ἡ ἁμαρτία συντρίβει καί ἀλλοτριώνει. Εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀφροσύνη. Ὁ Δαυΐδ τό γράφει: «Ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τήν κεφαλήν μου, ὡσεί φορτίον βαρύ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ».
Δέν βλέπουμε ποῦ καταντήσαμε;
Ἔχουμε ὡς συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα ἀνατρέψει ὅλες τίς ἀξίες. Ἔχουμε χάσει τά ἰδανικά. Ἀντιστρεφόμεθα τά πνευματικά. Ἐπικρατεῖ «πνεῦμα ἀσθενείας». Τά μάταια καί τά φθαρτά ἔχουν καταλάβει τήν θέση τῆς ἱερότητας τῆς ζωῆς. Τό ὑλικό φρόνημα ὑπερισχύει καί ἡ πνευματική σύγχυση ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχει ἔνδον τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὡς πότε, θἄμαστε συγκύπτοντες;
Ἀλήθεια, σκεπτόμεθα τήν ἀνόρθωση καί ποῦ καί πῶς ὑπάρχει καί κατορθοῦται; Τό Ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει, ἐν προκειμένῳ: «Καί ἐπέθηκε αὐτῇ τάς χεῖρας καί παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀνόρθωση! Καί μᾶς περιμένει νά Τόν θέσουμε στό νοῦ μας, στή καρδιά μας, στή προσωπική μας ζωή. Μόνοι μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχουμε τήν ἀνόρθωση. Ὅσο θἄμαστε μακρυά ἀπό τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του, τόσο θά παραμένουμε μία συγκύπτουσα ἀνθρωπότητα. Ἡ πνευματική δύναμη λαμβάνεται μόνο ἀπό τό Θεό γιά τήν ἀνόρθωσή μας. Ὁ Ψαλμωδός θά μᾶς τό πεῖ: «Σωτήριον τοῦ προσώπου μου, ὁ Θεός μου».
Ποῦ, λοιπόν; Στήν Ἐκκλησία, στό «πανδοχεῖον τῆς χάριτος». Καί πῶς; Μέ τήν μετάνοια, τήν «διαλλαγή Κυρίου».