Ἡ τριαδικὴ ὀντολογία τοῦ J. Danielou

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Ὁ J. Danielou εἶναι γνωστὸς ἰησουίτης πατρολόγος ἀπὸ τὴ Γαλλία καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς κύριους ἐκπροσώπους τῆς νέας θεολογίας, ἡ ὁποία υἱοθετήθηκε καὶ προωθήθηκε ἀπὸ τὴ δεύτερη σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ [1]. Ὁ ὅρος νέα θεολογία ἀπευθύνεται στὴν ὑποτιθέμενη στροφὴ τῆς μοντέρνας ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας πρὸς τὶς βιβλικὲς καὶ πατερικὲς πηγές, ἑρμηνεύοντάς τις ὡστόσο μὲ ἕνα ὑπαρξιστικὸ καὶ περσοναλιστικὸ τρόπο. Αὐτὴ ἡ ἐπανερμηνεία (ποὺ στὴν οὐσία δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ παρερμηνεία) τῶν πηγῶν τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ βάση τὴ σύγχρονη φιλοσοφία ἐπηρέασε καὶ ἀρκετοὺς ὀρθοδόξους θεολόγους, οἱ ὁποῖοι σπούδασαν σὲ ρωμαιοκαθολικὰ πανεπιστήμια αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴ νέα θεολογία.

  Στὸ παρὸν μας ἄρθρο θὰ κάνουμε μία παρουσίαση τῆς τριαδικῆς ὀντολογίας τοῦ Danielou, βασιζόμενοι στὸ βιβλίο του μὲ τίτλο La Trinita e il Mistero dell’esistenza, καὶ τοῦτο, διότι συνοψίζει μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὴν τριαδολογία τῆς νέας θεολογίας τῆς δεύτερης συνόδου τοῦ Βατικανοῦ.  Σύμφωνα μὲ τὸν J. Danielou, ὁ Θεὸς εἶναι μία πραγματικότητα προσωπική, εἶναι Κάποιος καὶ ὄχι ἕνα φιλοσοφικὸ ἀπόλυτο [2]. Ἡ φράση ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Κάποιος καὶ ὄχι κάτι δεικνύει ἀπερίφραστα τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ συσχετιστεῖ προσωπικὰ μὲ αὐτὴ τὴ θεία πραγματικότητα, ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πρόσωπα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὸν J. Danielou, μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ προσωπικὴ σχέση μὲ τὶς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, μία θέση ποὺ καταδικάζεται ὡς μεσσαλιανὴ [3] ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, σύμφωνα μὲ τὴν Ἔκθεση δυσσεβημάτων.

  Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Κάποιος καὶ ὄχι κάτι, σύμφωνα μὲ τὸν J. Danielou, δηλώνει μία ριζικὴ ἀλλαγὴ στὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ἀσκεῖται μετὰ τὸ χριστιανισμὸ ὁ ὀντολογικὸς στοχασμός. Κανεὶς πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δὲν εἶχε διαβεβαιώσει ποτὲ ὅτι τὸ ἀπόλυτο, τὸ ἕνα, εἶναι ἕνα «ἐμεῖς» [4], ἕνα «ἐμεῖς» ποὺ συνίσταται ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ἐγὼ μὲ τὸ ἐσὺ [5]. Πλέον τὸ «εἶναι» θεμελιώνεται σὲ αὐτὸ τὸ «ἐμεῖς» τοῦ Θεοῦ, τουτέστιν στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τῶν προσώπων, καὶ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ νέα ὀντολογία καλεῖται τριαδικὴ ὀντολογία. Τὸ ἕνα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ κοινωνία μεταξὺ τῶν τριῶν προσώπων, ἤτοι μία ἀΐδια ἀνταλλαγὴ ἀγάπης. Ὁ Πατὴρ κοινοποιεῖ ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του στὸν Υἱό, τοῦ δωρίζει τὴν ὁλότητα ἐκείνου ποὺ ἔχει [6] (θεία οὐσία καὶ ἄκτιστα θεῖα ἰδιώματα, τὰ ὁποῖα ταυτίζονται μὲ τὴ θεία οὐσία κατὰ τοὺς Λατίνους). Ὁ Υἱὸς λαμβάνει τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τοῦ τὰ ἐπιστρέφει ἀγαπητικά. Τὸ πρόσωπο μέσῳ τοῦ ὁποίου ὁ Υἱὸς ἀντιδίδει ἀγαπητικὰ στὸν Πατέρα ὅ,τι Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε ὡς ἀρχὴ ἄνευ ἀρχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, καθότι τὸ Ἅγ. Πνεῦμα θεωρεῖται ὡς κοινὴ ἀγάπη καὶ σύνδεσμος τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν Υἱό, κατὰ τοὺς Λατίνους πάντοτε [7]. Συνεπῶς, ἡ Ἁγία Τριάδα φανερώνεται ὡς τὸ μυστήριο τοῦ δώρου καὶ τῆς ἐπιστροφῆς αὐτοῦ τοῦ δώρου. Πλέον ἡ σχεσιακότητα ἢ ἀναφορὰ δὲν εἶναι κάτι ἐκτός τοῦ εἶναι, ἀλλὰ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτό. Τὸ εἶναι ὑπάρχει ὡς σχέση καὶ ὡς κοινωνία [8].

  Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεθέξει τῆς τριαδικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὸν J. Danielou, καθότι ἡ ἐνδοτριαδικὴ ζωὴ ἀποτελεῖ τὸ ἀρχέτυπο κάθε εἴδους ζωῆς, ἀνθρώπινης ἢ ἀγγελικῆς, ποὺ κοινωνεῖ ἀγαπητικά μὲ αὐτὴ [9]. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ J. Danielou βασίζεται στὶς θωμιστικὲς ἀποστολὲς τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας.  Οἱ ἀποστολὲς τῶν θείων ὑποστάσεων εἶναι αὐτὲς ποὺ θεωροῦνται ὡς ἐπέκταση πρὸς τὰ ἔξω, ἤτοι πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, τῶν ἴδιων τῶν τριαδικῶν σχέσεων [10]. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ δημιουργία ἀποτελεῖ τὴν ad extra ἐπέκταση ἢ ἀκτινοβολία τῆς γέννησης τοῦ Υἱοῦ ἀπὸ τὸν Πατέρα, σύμφωνα μὲ τὸν J. Danielou πάντοτε [11]. Ἡ ἀναδημιουργία ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εἰκονίζει τὸ ἴδιο τὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος συνίσταται στὴν ἁγιοποίηση [12], καθότι ἀποτελεῖ τὴν προσωπικὴ ζωοποιὸ δράση τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, τόσο ἡ δημιουργία, ὅσο καὶ ἡ σωτηρία πραγματοποιοῦνται μέσῳ τῶν φυσικῶν προόδων τοῦ Θεοῦ (ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες) καὶ ὄχι μέσῳ τῶν ὑποστατικῶν καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο οἱ ὑποστατικὲς πρόοδοι δὲν εἰκονίζονται οὔτε στὶς φυσικὲς προόδους (διότι ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια εἶναι μία καὶ ὄχι τρεῖς) οὔτε στὰ ἀποτελέσματα τῶν φυσικῶν, ἤτοι στὸ ἔργο ἢ στὴν κτίση.

  Τέλος, κλείνουμε τὸ παρὸν μας ἄρθρο μὲ τὴν κατάδειξη τοῦ πατρομονισμoῦ τοῦ J. Danielou. Σύμφωνα μὲ τὸν J. Danielou, ὁ Πατὴρ ταυτίζεται μὲ τὴν αἰώνια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς θεότητας ἤ, ἀλλιῶς, τὴν ἀρχικὴ πηγὴ (αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε ὡς ὑποστατικὴ ἀρχὴ) [13]. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴν πατρότητα, ἡ ὁποία πατρότητα ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός [14]. Συνεπῶς, Πατὴρ καὶ ἀγάπη εἶναι τὸ ἴδιο καὶ τὸ αὐτό. Ὁ Πατὴρ ὡς ἀγάπη ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ, ἀπὸ τὴν ὁποίαν προβάλλονται αἰωνίως ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα καὶ χρονικῶς ἡ δημιουργία καὶ ἡ ἀναδημιουργία ἢ ἡ λύτρωση [15]. Τὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς λύτρωσης ἀποδίδεται κατὰ κύριο λόγο στὸν Πατέρα καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν ἀπευθύνεται πρωτίστως στὸν Πατέρα [16]. Αὐτό, ὅμως, θὰ σήμαινε ὅτι ὁ Πατέρας ἀποτελεῖ τὴν ἀρχὴ τόσο τῶν κοινῶν ὅσο καὶ τῶν ἀκοινώνητων. Ὁ Πατήρ, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἀλλὰ ὄχι τῶν θείων ἐνεργειῶν καὶ τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, εἰδάλλως θὰ ἔπρεπε νὰ γίνει δεκτὸς ἕνα ἰδιότυπος ἀρειανισμός. Οἱ θεῖες ἐνέργειες πηγάζουν καὶ ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, καθότι προέρχονται ἀπὸ τὴ θεία οὐσία καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός.

Σημειώσεις:

[1] Ἡ Δεύτερη Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀσχολήθηκε μὲ τὶς σχέσεις μεταξύ τῆς ρωμαιοκαθολικῆς «ἐκκλησίας» καὶ τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἦταν ἡ εἰκοστὴ πρώτη οἰκουμενικὴ σύνοδος τῆς παπικῆς «ἐκκλησίας» καὶ ἡ δεύτερη ποὺ διεξάχθηκε στὴ Βασιλική τοῦ Ἁγίου Πέτρου στὸ Βατικανό. Ἡ σύν­οδος, μέσῳ τῆς Ἁγίας Ἕδρας, ἐπίσημα ἄνοιξε ὑπὸ τὸ ποντιφικᾶτο τοῦ Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ στὶς 11 Ὀκτωβρίου 1962 καὶ ἔκλεισε ὑπὸ τὸν Πάπα Παῦλο ΣΤ΄ τὸ 1965. [2] J. Danielou, La Trinita e il Mistero dell’esistenza, Queriniana, Brescia 19892, σελ. 34. [3] Ὡς ἐκ τούτου, περισσότερα κοινὰ φαίνεται νὰ ἔχει τὸ ἰδιότυπο αἱρετικὸ θρησκευτικὸ μόρφωμα τοῦ Μεσσαλιανισμοῦ μὲ τὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση, τόσο μὲ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ, ὅσο καὶ μὲ τὴν προτεσταντική, παρὰ μὲ τὴ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μόνη διαφορὰ ποὺ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ ἐντοπιστεῖ στὴ θεώρηση τῆς μετοχῆς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῶν τριαδικῶν ὑποστάσεων τοῦ Μεσσαλιανισμοῦ καὶ αὐτῆς τῆς δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης εἶναι ὅτι γιὰ τὸν πρῶτο ἡ μετοχὴ γίνεται αἰσθητῶς, ἤτοι ἀκτίστως καὶ ἄμεσα, ἐνῶ γιὰ τὴ δεύτερη γίνεται μέσῳ κτιστοῦ συμβόλου ἢ ἐνεργείας καί, ὡς ἐκ τούτου, ἔμμεσα. Βλ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Περὶ αἱρέσεων, 80, Ἰζ’, Kotter IV, σέλ. 43. [4] Ἐδῶ ὁ Danielou φαίνεται νὰ λησμονεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς δὲ διακήρυξε ὅτι ἀποτελεῖ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα ἕνα «ἐμεῖς», ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἕνα μὲ Ἐκεῖνον. Ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς εἶναι ἕνα, σύμφωνα μὲ τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο, τόσο κατὰ τὴν οὐσία ὅσο κατὰ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα καὶ ἐνέργειες. [5] J. Danielou, La Trinita e il Mistero dell’esistenza, Queriniana, Brescia 19892, ὅπ.π., 38. [6] Ὅπ.π., σελ. 42. [7] Ὅπ.π., σελ. 36. [8] Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι τὸ πιὸ γνωστὸ βιβλίο τοῦ Ἰ. Ζηζιούλα φέρει τὸν τίτλο τὸ εἶναι ὡς κοινωνία (Being as communion). Καθίσταται φανερὸ τὸ ἀπὸ ποὺ ὁ  Ἰ. Ζηζιούλας πῆρε ἢ καλύτερα ἀντέγραψε τὶς ἰδέες του… [9] Ὅπ.π., σελ. 48. [10]  Ὅπ.π., σελ. 67. [11] Ὅπ.π., σελ. 59. [12] Ὅπ.π., σελ. 70. [13] Ὅπ.π., σελ. 50. [14] Ὅπ.π., σελ. 54. Ἡ ταύτιση τοῦ Πατέρα μὲ τὴν ἀγάπη ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ τὸ Χρ. Γιανναρὰ καὶ ἀπὸ τὸν Μητρ. Ἰωάννη Ζηζιούλα, τοὺς κύριους ἐκπροσώπους τῆς «ὀρθόδοξης» περσοναλιστικῆς ὀντολογίας. Βλέπουμε πλέον ξεκάθαρα ὅτι ὁ πατρομονισμὸς δὲν εἶναι ἴδιον χαρακτηριστικὸ τῆς ὀρθόδοξης βιβλικῆς καὶ πατερικῆς θεολογίας, ἀλλὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ νέα θεολογία τῆς δεύτερης συνόδου τοῦ Βατικανοῦ. [15] Ὅπ.π., σελ. 54. [16] Ὅπ.π., σσ. 51 καὶ 56. Ἡ προσευχὴ ἀποδίδεται καὶ στὶς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας, κατὰ τούς  Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὄχι μόνο ἢ κυρίως στὸν Πατέρα.

Previous Article

Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις καὶ αἱ ἄλλαι θρησκεῖαι

Next Article

Ὁ Ὅσιος Χριστοφόρος Παπουλᾶκος τῶν Καλαβρύτων