Ἡ Χριστολογία τοῦ H. U. von Balthasar

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος

  Ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενά μας κείμενα, οἱ Λατῖνοι θεωροῦν ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶχε τὸ πλήρωμα τῆς κτιστῆς χάριτος καὶ ὄχι τῆς ἄκτιστης, πρᾶγμα ποὺ καταλύει ἀναμφιλέκτως τὸ δόγμα τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης. Οἱ «παραδοσιακοὶ» [1] ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι, θωμιστὲς καὶ φραγκισκανοί, περιόρισαν ὅσο μποροῦσαν τὴν γνώση τοῦ ἀνθρωπίνου στοιχείου τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα στοὺς μοντέρνους θεολόγους ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου ὑποτιμᾶται μὲ τέτοιο τρόπο, οὕτως ὥστε νὰ γίνεται ἀποδεκτὸ κάποιο εἶδος μοντέρνου νεστοριανισμοῦ καὶ ἀρειανισμοῦ.

  Στὸ παρὸν ἄρθρο θὰ δείξουμε τὴν αἱρετικὴ χριστολογικὴ σκέψη τοῦ Ἑλβετοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου Balthasar. Ὁ Balthasar ὑποστηρίζει τὴν ταυτότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἀποστολή του στὸν κτιστὸ κόσμο. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει νὰ πραγματώσει κάποιο ρόλο κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή του. Δὲν ἔρχεται στὸν κόσμο τυχαῖα ἢ συμπτωματικά, ἀλλὰ ἔχοντας τὸ καθῆκον νὰ ἐκπληρώσει κάποια ἀποστολή. Αὐτὴ ἡ ἀποστολὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν πραγμάτωση τῆς ἴδιας τῆς ἀγάπης μέσα στὴν ἱστορία, ὅσο εἶναι δυνατόν, εἶναι αὐτὸ ποὺ τοῦ προσδίδει ταυτότητα καὶ ἰδιαιτερότητα. Ὅμως, ὑπάρχει ἕνα κενὸ ἢ χάσμα μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι, ἤτοι ἡ ἴδια του ἡ ἀποστολὴ ὡς αὐτοπραγμάτωση μέσα στὴν ἀγάπη, καὶ αὐτοῦ ποὺ πράγματι εἶναι. Γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα ὁ Ἑλβετὸς ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος θὰ χρησιμοποιήσει τὸ παράδειγμα τῶν προφητῶν. Οἱ προφῆτες ἀναγγέλλουν στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ τὸ μήνυμά Του, δίχως, ὅμως, νὰ ταυτίζονται ἀπόλυτα (ὑποστατικὰ) μὲ τὴν ἀποστολή τους, καθότι εἶναι ἄνθρωποι ἁμαρτωλοί, ἤτοι ὑπάρχει καὶ σὲ αὐτοὺς μία δυσαρμονία μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ εἶναι καὶ αὐτοῦ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι [2]. Οἱ προφῆτες, παρότι συμμετέχουν στὸ πάθος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ὑπόκεινται καὶ ἐκεῖνοι ὥς ἕνα βαθμὸ στὴν ἁμαρτία καὶ τὶς συνέπειές της καὶ ἔτσι ἀδυνατοῦν νὰ ἐνσαρκώσουν τὴν ἀποστολή τους μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπό τους.

  Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ δὲν συμβαίνει στοὺς προφῆτες, συμβαίνει στὸν Χριστό, δηλαδὴ ἡ πλήρης ταύτιση τοῦ προσώπου τοῦ Υἱοῦ μὲ τὴν ἀποστολή του στὸν κόσμο. Ὁ Ἰησοῦς δὲν ἦταν ἁπλῶς αὐτὸς ποὺ ἀναγγέλλει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λόγος. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει μία ἀποστολή, αὐτῆς τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Τὰ πάντα, λοιπόν, ἦταν σὲ Ἐκεῖνον ἀποστολή, λόγος τοῦ Πατρὸς ποὺ ἀκούγεται καὶ κοινοποίηση τῆς αὐθεντικῆς ἀγάπης. Ὁ Ἰησοῦς ἐξέλαβε τὰ πάντα ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν καθαρὴ δεκτικότητα ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, γίνεται δεκτικότητα μέσα στὸν κόσμο. Στὴν ἀποστολή του ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐξέφραζε τὴν ἴδια του τὴν ταυτότητα ὡς Υἱός, ὡς Ἐκεῖνος ποὺ λαμβάνει ἐκ τοῦ Πατρός. Ὅμως, ὁ Υἱὸς δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς καθαρὴ δεκτικότητα ἢ λήψη, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ τὸν ἅγ. Γρηγόριο Νύσσης, ἡ μετάδοση ἢ λήψη ὑφίσταται ἀποκλειστικὰ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὰ ὑλικὰ πράγματα, καθότι μόνο σὲ αὐτὰ συναντᾶται ἐνεργητικὴ καὶ παθητικὴ δύναμη ἤ, ἀλλιῶς, οἱ ἰδιότητες τοῦ ποιοῦντος καὶ τοῦ πάσχοντος [3]. Τὸ θεμελιῶδες λάθος τοῦ Balthasar εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀνωτέρα σύγχυση μεταξύ τῆς ἀποστολῆς καὶ τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῆς ὑποστάσεως, διδασκαλία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη. Σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ ἀποστολὴ ἀποτελεῖ τὴν ad extra ἀναπαραγωγὴ τῶν ἴδιων τῶν ὑποστατικῶν ἰδιωμάτων ἤ, ἀλλιῶς, τὴν παρουσία τῶν ἴδιων τῶν ὑποστάσεων τῆς ἀκτίστου θεότητας διὰ κτιστοῦ σημείου ἢ συμβόλου.

  Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ γνώση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου, ὁ Balthasar ἀκολουθεῖ τὸν πολὺ K. Rahner, ἀρνούμενος τὴν σχολαστικὴ θέα τῆς θείας οὐσίας ἐκ μέρους τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς (μία φράση καθαρὰ νεστοριανὴ) δὲν θεωροῦσε τὸν Λόγο ἢ τὴ θεία οὐσία ὡς μία ἔννοια ἀφηρημένη. Ἐκεῖ ὅπου ὁ Rahner μιλοῦσε γιὰ μία θέα τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ ἄμεση καὶ μὴ θεματοποιημένη στὸ ἐπίπεδο τῆς ὑποκειμενικότητας, ἤτοι μὴ μεταφράσιμη ἐξαρχῆς σὲ ἔννοιες, ὁ Balthasar μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς εἶχε διαίσθηση τῆς ἀποστολῆς του. Μέσῳ αὐτῆς τῆς διαίσθησης ὁ Χριστὸς εἶχε μία ἄμεση σχέση μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ ἔτσι κατὰ κάποιον τρόπο τὸ τριαδικό του εἶναι ἑνωνόταν μὲ τὴν ἀποστολή του. Τὸ ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ὁ ἀποστελλόμενος στὸν κόσμο ἀποτελεῖ μία ἀναπαραγωγὴ ἐν χρόνῳ τῆς υἱότητάς του, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ἡ ὁποία διαχωρίζει ἀποστολὴ / οἰκονομία / ἐνέργεια ἀπὸ τοὺς τρεῖς τρόπους ὕπαρξης τῆς θείας οὐσίας (ἀγέννητο, γεννητὸν καὶ ἐκπορευτόν), πράγματα ἀμέθεκτα καὶ μὴ εἰκονιζόμενα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

  Ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος ἄφηνε τὴν διεξαγωγὴ τῆς ἀποστολῆς του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ Πατρός, κατὰ τὸν Balthashar. Δὲν ὑπῆρχε ἀνάγκη νὰ γνωρίζει τὰ πάντα ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς, καθότι ἤξερε ὅτι μὲ τὴν γνώση ὅλων τῶν πραγμάτων (καὶ αὐτῶν ποὺ διαφεύγουν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ) θὰ ἀσχολοῦνταν ὁ Πατήρ του. Ἑπομένως, ὁ Χριστὸς πίστευε ὅτι ὁ Πατήρ του θὰ τοῦ χορηγοῦσε σταδιακὰ ὅλα τὰ ἀγαθά, προκειμένου νὰ ἐκτελέσει τὴν ἀποστολή του. Ἔτσι, ὁ Ἑλβετὸς ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος θὰ διακρίνει τὸν Χριστὸ σὲ 1) Χριστὸ comprehensor (κατανοητὴς ἢ ὡς αὐτὸς ποὺ συνειδητοποιεῖ ποιὸς εἶναι) καὶ σὲ 2) Χριστὸ viator (ταξιδευτὴς ἢ ὡς αὐτὸς ποὺ δὲ γνωρίζει οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν κτιστὴ πραγματικότητα στὸ σύνολό της καὶ ἐμπιστεύεται τὸν Πατέρα του, ὥστε νὰ τοῦ τὰ χορηγήσει Ἐκεῖνος ἐν χρόνῳ καὶ μέσα στὴν ἱστορία). Στὴν πρώτη, λοιπόν, περίπτωση ὁ Χριστὸς εἶχε μία θέα ἄμεση ὑποκειμενική τῆς ἀποστολῆς του, ἡ ὁποία ἀντικειμενικοποιοῦνταν διὰ τῆς ὡρίμανσής του  κατὰ τὸ ἀνθρώπινον μέσα στὸν χρόνο καὶ τὴν ἱστορία, ἐνῶ στὴ δεύτερη περίπτωση ὁ Χριστὸς ἀρνήθηκε (κένωση) μία ἐξαντλητικὴ γνώση τῆς ἀποστολῆς του, προκειμένου νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸν Πατέρα Του, οὕτως ὥστε νὰ τοῦ δωρίσει διὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ὅλα τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιὰ τὴ γνώση τῆς ἀποστολῆς του. Ἄρα συνοψίζοντας ὅλα αὐτὰ τὰ δυσνόητα τοῦ Baltashar, ὁ Χριστὸς δὲν γνώριζε οὔτε τὴν ἴδια του τὴν ἀποστολὴ πλήρως, οὔτε τὴν κτιστὴ πραγματικότητα, πρᾶγμα ποὺ προϋποθέτει τὴν ἄρνηση τῆς θέωσης τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Λόγου.

  Θὰ κλείσουμε τὸ παρὸν μας κείμενο μὲ τὴν ἀνασκευὴ ποὺ κάνει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν ἀρειανίζουσα καὶ μπαλτασαριανὴ ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς πίστευε στὸν Πατέρα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παρατηρεῖ πὼς δὲν ἁρμόζει νὰ ὑποστηρίζεται ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Υἱὸς πιστεύει στὸν Πατέρα, λόγω τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι Θεὸς κατὰ φύσιν καὶ ἄρα ὁ αὐτὸς κατὰ τὴ βούληση μὲ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πιστευτός, καθότι εἶναι Θεός [4] ποὺ φέρει σάρκα (ἄλλο πιστευτὸς καὶ ἄλλο πιστός). Ἐὰν γίνει ἀποδεκτὸς ὁ ἰσχυρισμὸς πὼς ὁ Υἱὸς ἐμπιστεύεται τὸν Πατέρα, τότε θὰ πρέπει νὰ γίνει ἀποδεκτὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει κάποιου εἴδους διαφοροποίηση κατὰ τὴ βούληση μεταξύ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἡ ὁποία ὑπερβαίνεται διὰ τῆς ἀπόλυτης ὑπακοῆς καὶ ἐμπιστοσύνης τοῦ Υἱοῦ στὸ θέλημα τοῦ Πατρός. Ἐξ ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὅμως, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὸ εἶναι πὼς τὸ ἀνθρώπινο θέλημα τοῦ Χριστοῦ ὑποτάσσεται στὸ θεῖο θέλημα τοῦ Πατρὸς ἄνευ πίστης, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐνυπόστατο Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁποιαδήποτε ἔκφραση ἐμπιστοσύνης ἢ πίστης τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα καταλύει τὴν ὑποστατικὴ ἕνωση καὶ κατ’ ἐπέκταση τὴν ταυτότητα τῆς θείας βουλήσεως, διότι αὐτὴ ὑπονοεῖ ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι Θεὸς κατὰ φύσιν, ἀλλὰ ἔχει λάβει τὴ θεότητά του ὡς δώρημα, δηλαδὴ ὡς χάρισμα, ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Baltashar μὲ τὴν παράξενη θεωρία του σχετικὰ μὲ τὸν Υἱὸ ὡς καθαρὴ δεκτικότητα. Τέλος, ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετέχει τοῦ Θεοῦ, ἔτσι δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι Χριστὸς πίστευε κατὰ τὸ ἀνθρώπινο στὸ Θεό, διότι τοιουτοτρόπως θὰ ἔπρεπε νὰ παραδεχθοῦμε δύο ὑποστάσεις στὸ Χριστὸ καὶ ἄρα μὴ ἕνωση βουλητικὴ ἢ σχετική, ἤτοι τὴν αἵρεση τοῦ νεστοριανισμοῦ.

Σημειώσεις:

[1] Μὲ τὸν ὅρο παραδοσιακὸ ἐννοῶ ἐκείνους τοῦ Λατίνους ποὺ ἀποδέχονται τὸ θωμιστικὸ δόγμα ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶχε τὴ θέα τῆς θείας οὐσίας, ὅπως οἱ ἅγιοι στὸν οὐρανό, πρᾶγμα ποὺ ἐξ ὀρθοδόξου ἀπόψεως θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει στὴν ἄποψη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι χριστὸς χάριτι καὶ ὄχι ὑποστατικῶς. Ἡ θέα ταυτίζεται μὲ τὴ μετοχή, τουλάχιστον σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία, καὶ ἔτσι δὲ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, καθότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς (σὲ μία ἀπὸ τὶς ὑποστάσεις του) σαρκοφόρος. [2] A. Ducay, Gesu. Coscienza, liberta redenzione, Saggio di cristologia, Roma 2018, p. 59. [3] Γρηγόριος Νύσσης, Κατὰ Εὐνομίου Γ΄, 2, 66-67, JAEGER II, σσ. 73-74. [4] Μ. Ἀθανάσιος, Λόγος Κατὰ Ἀρειανῶν Β΄, PG 26, 160Β: «Πιστὸς δὲ ὁ Λόγος, ὅτι ὃ εἴρηκεν, ὀφείλει πιστεύεσθαι· ἀληθὲς γάρ ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλως. Καὶ τὸ γεγράφθαι τοίνυν, Πιστὸν ὄντα τῷ ποιήσαντι αὐτόν, οὐ πρὸς ἄλλους ἔχει τὴν ὁμοιότητα· οὐδ’ ὅτι πιστεύων, εὐάρεστος γέγονεν, ἀλλ’ ὅτι Υἱὸς ὤν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, πιστός ἐστι καὶ αὐτὸς ὀφείλων πιστεύεσθαι, ἐν οἷς ἂν λέγῃ καὶ ποιῇ, αὐτὸς ἄτρεπτος μένων, καὶ μὴ ἀλλοιούμενος ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ οἰκονομίᾳ καὶ τῇ ἐνσάρκῳ παρουσίᾳ».

Previous Article

Οἱ Πάπαι ὡς τύποι τοῦ Ἀντιχρίστου

Next Article

Οἱ λατινογενεῖς νεωτερισμοί εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν καί Λατρείαν – 5ον