Τοῦ κ. Στυλιανοῦ Σ. Μπαϊρακτάρη
Ἡ μεγάλη Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης (ἡ “τυχερή”), ποὺ κατέληξε στὴν ἀπελευθέρωση τῆς μεγαλονήσου καὶ τὴ δημιουργία τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, χρηματοδοτήθηκε ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Ἡ Ἐπανάσταση ἄρχισε τὸ 1895. Ἀρχηγὸς τῆς ἐπαναστάσεως καὶ πρόεδρος τῆς Μεταπολιτευτικῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ Σφακιανὸς νομικὸς Μανοῦσος Ρούσου Κούνδουρος.
Ὁ ἀρχηγὸς εἶχε μία ἀδελφὴ στὴ Σμύρνη, ποὺ τὴν εἶχε νυμφευθεῖ ὁ Σμυρνιὸς μεγαλέμπορος καὶ γαιοκτήμονας Εὐάγγελος Σταυρίδης. Αὐτὸς γύρω στὸ 1885 εἶχε ἐπισκεφθεῖ ἐπανειλημμένως τὰ Σφακιά, ὅπου ἔκανε ἐμπόριο ὅπλων.
Κατὰ τὶς ἐπισκέψεις του αὐτὲς γνώρισε τὴν οἰκογένεια τοῦ Ρούσου Κουνδούρου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐκεῖ μία ἐξέχουσα φυσιογνωμία καὶ εἶχε δύο γιοὺς καὶ ἕξι κόρες. Ὁ Σταυρίδης νυμφεύθηκε μία ἀπὸ τὶς κόρες τοῦ Ρούσου Κουνδούρου, τὴν πανέμορφη Ἑλένη, καὶ τὴν πῆρε στὴ Σμύρνη, ὅπου εἶχε μεγάλα κτήματα ὅπως στὸ Γκιοκαγὰτς καὶ τὸ Ντεβελίκιοϊ.
Ὁ Εὐάγγελος Σταυρίδης καὶ ἡ Ἑλένη Κουνδούρου ἀπέκτησαν ἕνα κοριτσάκι, τὴ Στέλλα. Ἀλλὰ ὁ Σταυρίδης πέθανε πολὺ πρόωρα καὶ τότε ἡ νεαρὴ χήρα κάλεσε ἀπὸ τὰ Σφακιὰ ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο ἀδελφούς της, τὸν Ἰωάννη, ὡς διαχειριστὴ τῆς μεγάλης περιουσίας ποὺ τῆς ἄφησε ὁ ἄνδρας της.
Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ Ντεβελίκιοϊ (Γκαμηλοχώρι) ἦταν ἕνα πολὺ μεγάλο κτῆμα. Ἦταν χωριὸ ὁλόκληρο. Εἶχε δύο ἐκκλησίες, σιδηροδρομικὸ σταθμό, ἀποθῆκες, ὑποστατικὰ κ.λπ.
Ὅταν ἄρχιζε ἡ μεγάλη Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης, ὁ γέρο-Ροῦσος Κούνδουρος ἔστειλε μήνυμα στὴ Σμύρνη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὰ παιδιά του, τὴν Ἑλένη καὶ τὸν Γιάννη, νὰ βοηθήσουν οἰκονομικῶς τὴ γιγαντιαία αὐτὴ προσπάθεια, στὴν ὁποία πρωτοστατοῦσε ὁ ἀδελφός τους Μανοῦσος. Καὶ οἱ δύο ἀνταποκρίθηκαν μὲ προθυμία καὶ γενναιοδωρία.
Ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐπαναστάσεως Μανοῦσος Ρ. Κούνδουρος ἀναφέρει σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ ἡμερολογίου του τὴν ἀποστολὴ χρημάτων ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Ἡ μεγάλη κρητικὴ Ἐπανάσταση τῶν ἐτῶν 1895-1898 δὲν βοηθήθηκε καθόλου ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση, ἀλλὰ συντηρήθηκε “ἐξ ἰδίων” καὶ κυρίως ἀπὸ τὰ χρήματα ποὺ ἔφθαναν ἀπὸ τὴ Σμύρνη.
Ἡ Ἐπανάσταση ἀντιμετώπιζε μεγάλο οἰκονομικὸ πρόβλημα. Ἀλλά, ἐκτός τοῦ Προέδρου, “τὰ λοιπὰ μέλη τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς “δὲν διέθετον χρήματα, τὰ πλεῖστα, οὔτε διὰ τὰς ἰδικάς των ἀνάγκας”. Ἔτσι τὰ ἀπαιτούμενα χρηματικὰ ποσὰ ἐστέλλοντο ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Στὴ Σμύρνη ὁ Ἰωάννης Κούνδουρος, ὡς ἔμπορος, εἶχε πολλὲς γνωριμίες.
Καὶ φαίνεται ὅτι καὶ μερικοὶ Σμυρνιοὶ τοῦ ἔδιναν χρήματα γιὰ τὸν κρητικὸ ἀγῶνα. Γιατί πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι πάντα οἱ Σμυρνιοὶ καὶ γενικότερα οἱ Μικρασιάτες παρακολουθοῦσαν μὲ “μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ βαθιὰ συγκίνηση” τοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες.
Τὰ χρήματα ἀπὸ τὴ Σμύρνη πήγαιναν στὴν Κρήτη μέσῳ Σύρου. Ὁ Γιάγκος ἔστελνε τὰ ποσὰ στὴν ἀδελφή του Ξανθίππη, ποὺ ἦταν παντρεμένη στὴ Σύρο κι ἐκείνη διαβίβαζε τὰ χρήματα μὲ κρητικοὺς καραβοκύρηδες στὴ χώρα τῶν Σφακίων, στὸν πατέρα της Ροῦσσο Κούνδουρο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐγκαταστήσει ἐκεῖ τὸ κέντρο ἀνεφοδιασμοῦ τῆς ἐπαναστάσεως.
Ἡ ἐπανάσταση σημείωσε, ἀπὸ τοὺς πρώτους μῆνες μεγάλες ἐπιτυχίες, ἀλλὰ ἀντιμετώπιζε μεγάλες ἐλλείψεις πολεμοφοδίων. Καὶ εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Μανοῦσος Κούνδουρος στὸ ἡμερολόγιό του:
“Καλέσας τὸν ἐξ Ἀσκύφου Μανοῦσον Γιαλέ, πωλητὴν φυσιγγίων, παρακολουθοῦντα τὴν Ἐπιτροπήν, τῷ ἐπρότεινα ν’ ἀγοράσω ἐπὶ πιστώσει ὁλόκληρον τὸ φορτίον. Ἐδέχθη ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ τεθῆ ἐν τῇ ἀποδείξει ὅτι, ἐὰν φονευθῶ, θὰ πληρωθῆ τὸ ποσὸν τῆς ἀποδείξεως ὑπὸ τοῦ ἐν Σμύρνῃ ἀδελφοῦ μου Ἰωάννου, ἠξεύρων ὅτι παρ’ ἐκείνου λαμβάνω τὰ χρήματα”.
Ἡ ἐπανάσταση, ὕστερα ἀπὸ μεγάλες καὶ νικηφόρες μάχες, κατόρθωσε νὰ ἐπικρατήσει σ’ ὁλόκληρη τὴν Κρήτη, ἀλλὰ τὸ οἰκονομικό της πρόβλημα παρέμενε ὀξύ.
Γι’ αὐτὸ τὴν ἄνοιξη τοῦ 1898 ὁ Μανοῦσος Κούνδουρος ἀποφάσισε νὰ κάνει μυστικὰ ἕνα ταξίδι στὴν Ἀθήνα. Πέρασε πρῶτα ἀπὸ τὴ Σύρο καὶ πῆρε ἀπὸ τὴν ἀδελφή του Ξανθίππη ἕνα χρηματικὸ ποσό, ποὺ εἶχε σταλεῖ ἀπὸ τὴ Σμύρνη, κι ὕστερα ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Στὴν Ἀθήνα ὁ ἀρχηγὸς δὲν βρῆκε καμιὰ συμπαράσταση. Οἱ πολιτικοὶ κύκλοι ἦσαν πολὺ “ἀποτεθαρρυμένοι” μετὰ τὸν ἄτυχο πόλεμο τοῦ 1897. Ἔτσι ὁ Μ. Κούνδουρος ἀποφάσισε νὰ ξαναγυρίσει στὴ Σύρο, περιμένοντας ἐκεῖ ἕνα νέο χρηματικὸ ποσὸν ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Καὶ κατόπιν ἔφυγε πάλι γιὰ τὴν Κρήτη. Γράφει σχετικὰ στὸ ἡμερολόγιό του:
“Μεταβάς εἰς Σύρον ἀνεχώρησα ἐκεῖθεν (διὰ τὰ Σφακιὰ) μετὰ τοῦ ἀνηψιοῦ μου Γεωργίου Κατσουλογιώργη διὰ τοῦ ἱστιοφόρου τοῦ Ἀποστόλου Ξηρουχάκη εὐθὺς ὡς ἔφθασαν ἐκεῖ τὰ παρὰ τοῦ ἐν Σμύρνῃ ἀδελφοῦ μου πρὸς με ἀποστελλόμενα χρήματα”.
Μετὰ τὴν ἐπανάσταση ὁ Μανοῦσος Κούνδουρος, ὑπουργὸς πιὰ τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Ροῦσο ἔκαναν ἕνα ταξίδι στὴ Σύρο καὶ στὴ Σμύρνη, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουν αὐτοὺς ποὺ τόσο ἐνίσχυσαν τὴν ἐπανάσταση. Στὴ Σμύρνη οἱ τρεῖς ἄνδρες ἔβγαλαν καὶ μίαν ἱστορικὴ φωτογραφία, τὴν ὁποία διέσωσε ὁ ἐγγονὸς τοῦ γερο- Ρούσου, Σταῦρος Μ. Μπαϊρακτάρης.
Λόγῳ τοῦ ἀνεπτυγμένου ἐμπορίου ποὺ εἶχαν, οἱ Σμυρναῖοι ἦταν οἰκονομικὰ ἀνεξάρτητοι, τόσο ποὺ ἔστελναν χρήματα ὅπου τοὺς ζητοῦσαν, γιὰ νὰ βοηθήσουν συνανθρώπους τους ἢ ἄλλα σκλαβωμένα μέρη. Ἕνα ἀπ’ αὐτὰ ἦταν καὶ ἡ Κρήτη. Καὶ λόγῳ τοῦ ὅτι ἐγὼ ποὺ γράφω αὐτὸ τὸ βιβλίο γεννήθηκα στὴν Κρήτη ἔχω καθῆκον νὰ γράψω ὅτι ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης χρηματοδοτήθηκε ἀπὸ τὴν πρώτη πατρίδα μου τὴ Σμύρνη.
Πηγή: «ΣΜΥΡΝΗ ἀγάπη μου»,
Δήμητρας Δ. Δελημιχάλη- Γεωργιάδη