Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Καραλὴς
1ον
Εἰσαγωγὴ
Ἡ Ἐκκλησία, ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν θεωμένων, παύει νὰ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ μετατρέπεται σὲ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ ζωντανὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων μὲ νέες θεολογικὲς κατασκευές, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐπιστήσουμε τὴν προσοχὴ στὶς μεταβολὲς ποὺ σημάδεψαν τὴ σύγχρονη ἐκκλησιολογία. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ παροῦσα μελέτη ἐκκινεῖ ἀπὸ μία προσεκτικὴ ἀνάγνωση τῶν ἐν λόγῳ ἀλλαγῶν, γιὰ νὰ ἀναδείξει τὴν πορεία ποὺ ὁδήγησε στὴν ἀπώλεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἱστορική, θεολογικὴ καὶ κριτικὴ ματιὰ
Ἡ λατινικὴ ἀντίληψις τοῦ πρωτείου
Θὰ γίνει προσπάθεια, μὲ πολὺ ἁπλὸ τρόπο, νὰ γίνει μία ἀνάλυση, γιατί δὲν ἀπευθυνόμαστε μόνο στοὺς θεολόγους ἀλλὰ καὶ στὸν πιστὸ κλῆρο, μοναχοὺς καὶ λαό, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὶς συνέπειές των.
Γιὰ τοὺς λατίνους λοιπόν, ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ σύνοδος τῶν ἀποστόλων ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πέτρο. Δηλαδὴ μεταφράζοντας, σύμφωνα μὲ τὴν λατινικὴ νοοτροπία ἔχουμε. Οἱ Ἀπόστολοι ὅταν ἵδρυαν Ἐκκλησίες ἄφηναν σὰν διαδόχους τους τοὺς ἐπισκόπους καὶ ἵδρυαν τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες. Γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἵδρυσε τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἄφησε σὰν διάδοχό του τὸν ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν ποὺ ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης. Αὐτὸς μετὰ ἄφηνε ἄλλους ἐπισκόπους καὶ ἔτσι φτάνουμε μέχρι τὸν σημερινὸ ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν. (αὐτὸ κατὰ τοὺς λατίνους ὀνομάζεται Ἀποστολικὴ διαδοχὴ). Αὐτὴ εἶναι μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Πέτρος ὅμως, σύμφωνα μὲ τοὺς λατίνους ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ ἦταν ὁ πρῶτος αὐτῆς ἐπίσκοπος!!! Μετὰ ἄφησε σὰν διάδοχό του τὸν Λίνο, μετὰ τὸν Ἀνάκλητο καὶ οὕτω καθεξῆς μέχρι τὸν σημερινὸ πάπα τῆς Ρώμης. Τώρα γιὰ τοὺς λατίνους τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατί πάνω σ’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία. Πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, ὄχι στὴν πίστη τοῦ Πέτρου ἀλλὰ στὸν ἴδιο τὸν Πέτρο (δηλαδὴ στὸ πρόσωπο) ὁ Χριστὸς ἄφησε τὴν Ἐκκλησία Του! Δηλαδὴ προσωποπαγὴς ἐκκλησία!!!. Βέβαια ὁ Πέτρος ἦταν θνητὸς καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ζήσει αἰώνια. Ἄρα ὁ ἴδιος χρειάζεται ἕνα ἀντικαταστάτη, ποὺ μετὰ τὸν θάνατό του, θὰ μποροῦσε νὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἔδωσε στὸν Πέτρο καὶ ὁ ἴδιος θὰ γινόταν Πέτρος. Ὁ ἀντικαταστάτης αὐτὸς σύμφωνα μὲ τοὺς καθολικοὺς εἶναι ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καὶ πάπας! Οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, ὅταν πέθαναν ἄφηναν καὶ αὐτοὶ ἀντικαταστάτες στὶς διάφορες τοπικὲς ἐκκλησίες. Αὐτοὶ οἱ ἀντικαταστάτες ποὺ εἶχαν καὶ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Πέτρο, δηλαδὴ τὸν ἑκάστοτε πάπα, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρῶτος, δημιουργοῦν τὴν καθολικὴ ἐκκλησία. Δὲν ὑπάρχει καθολικὴ ἐκκλησία ἂν δὲν ὑπάρχει καὶ κοινωνία μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης . Τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου εἶναι αὐτὸ ποὺ δίνει ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ γιὰ τὴν ἀποστολικότητα τῆς ἐκκλησίας. Καὶ ἐπειδὴ ὁ πάπας εἶναι ἀλάθητος ἀπὸ τὸν Θεό, ἄρα δὲν ὑπάρχει καμμιὰ περίπτωση ἡ λατινικὴ ἐκκλησία νὰ πέσει σὲ αἵρεση. Ἂν ἄλλος ἐπίσκοπος πέσει σὲ αἵρεση ὁ πάπας τὸν ἀλλάζει καὶ ἔτσι μόνο ὁ Πέτρος εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ὀρθοδοξίας!!! Ὅσοι χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν πρῶτο, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Πέτρο δημιούργησαν σχίσματα καὶ αἱρέσεις.
Οἱ λατῖνοι λοιπὸν νομίζουν ὅτι ἡ Καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι μία συνομοσπονδία τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης ἀπ’ ὅπου πέρνουν τὴν ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἐπειδὴ ἡ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ὁ ἀντικαταστάτης τῶν ἄλλων Ἀποστόλων, δηλαδὴ ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος, αὐτὴ ἡ συνομοσπονδία εἶναι μία προσωπικὴ κοινωνία τῶν ἐπισκόπων μὲ τὸν πάπα (προσωποπαγὴς ἀντίληψη τῆς ἐκκλησίας). Ἡ κοινωνία προσώπων, δηλαδὴ τῶν διακρίσεων, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο ἀλάθητο πρόσωπο, ἐπειδὴ αὐτὲς οἱ διακρίσεις ἔχουν διαφορετικὲς καὶ ἀλληλοσυγκρουόμενες σκέψεις, ἐλευθερίες καὶ θελήσεις. Ἂν θέλουμε τὸ μοντέλο αὐτὸ νὰ λειτουργήσει πρέπει κάποιος νὰ εἶναι ἀλάθητος.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ οἱ λατῖνοι δὲν ἀναγνωρίζουν τοὺς προτεστάντες σὰν ἐκκλησία, γιατί δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀποστολικὴ διαδοχὴ (διαδοχὴ Ἀποστόλων, δηλαδὴ ἐπισκόπων) ἀλλὰ οὔτε κοινωνία μὲ τὸν Πάπα. Οἱ προτεστάντες εἶναι μόνο χριστιανικὲς κοινότητες. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οὔτε οἱ ὀρθόδοξοι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ γίνουν ἡ μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατί ναὶ μὲν ἔχουν τὴν Ἀποστολικὴ διαδοχή, ἀλλὰ τοὺς λείπει ἡ κοινωνία μὲ τὸν πρῶτο, δηλαδὴ μὲ τὸν Πέτρο, δηλαδὴ μὲ τὸν πάπα τῆς Ρώμης. Οἱ ὀρθόδοξοι λοιπὸν εἶναι μόνο τοπικὲς ἐκκλησίες, γιατί ἔχουν κανονικοὺς ἐπισκόπους, δηλαδὴ ἔχουν ἀποστολικὴ διαδοχὴ (πρᾶγμα ποὺ οἱ προτεστάντες δὲν ἔχουν), ὅμως ἐπειδὴ δὲν κοινωνοῦν μὲ τὸν πάπα δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἀλλὰ ἐκκλησίες. Καὶ ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ πίστη, ἀλλὰ μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Πέτρου, ὅπως εἴδαμε, οἱ ὀρθόδοξοι γι’ αὐτοὺς ἀδυνατοῦν νὰ δημιουργήσουν τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τὴν προσωπικὴ κοινωνία τῶν ἐπισκόπων μὲ τὸν πάπα καὶ ὄχι μόνον μὲ αὐτὸν, ἀλλὰ οὔτε μὲ κανένα πρῶτο. Ἄρα ἡ προσωπικὴ κοινωνία δὲν συντελεῖται μὲ σωστὸ τρόπο, δὲν ὑπάρχει ἐγγύηση τοῦ πάπα γιὰ τὴν ἀλήθεια, δὲν πιστεύουν σὲ κανένα ἀλάθητο, μένουν ἑτερότητες ποὺ ποτὲ, ἂν δὲν ἑνωθοῦν μὲ τὸν πρῶτο δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ὑπάρξουν ὡς Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία!!!
Ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως κατὰ τοὺς λατίνους
Σ’ ἕνα διάλογο ποὺ ἔκανα μὲ ἕνα λατῖνο ἐπίσκοπο καὶ μελετητὴ τῶν Πατέρων μοῦ εἶχε πεῖ. “Ἄν θέλουμε ἐμεῖς οἱ «καθολικοὶ» νὰ καταλάβουμε τὴν ἱερωσύνη, θὰ πρέπει νὰ μελετήσουμε πῶς αὐτὴ ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ πῶς λειτουργεῖ στὴ ὀρθόδοξη ἐκκλησία”. Δὲν κατάλαβα τί ἤθελε νὰ μοῦ πεῖ καὶ τὸν ρώτησα τί ἐννοοῦσε. Ἡ ἀπάντησή του μὲ ἐξέπληξε: “Δυστυχῶς ἐμεῖς οἱ λατῖνοι περάσαμε ἀπὸ πολὺ νωρὶς σὲ μία μεταπατερικὴ θεολογία, γιατί δεχόμαστε τὴν θεωρία τῆς ἐξέλιξης στὴ θεολογία» Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι φτιαγμένος ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ καταλαβαίνει τὸν Θεὸ μὲ διανοητικὸ τρόπο. Μὲ ἄλλα λόγια κάθε φορά ποὺ θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό Του, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν καλλιεργήσει τὴν διάνοιά τους. Καὶ βέβαια κάθε διανοητικὴ κατάσταση εἶναι ἐξελίξιμη. Ἡ κάθε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διανοητικὴ κατάσταση κάθε ἐποχῆς. Κατὰ συνέπεια αὐτό, ποὺ κατάλαβε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία γιὰ τὸν Θεό, ἑξαρτιόταν ἀπὸ τὴν ἐποχή του, ἡ ὁποία ἦταν σὲ διανοητικὴ κατάσταση ὄχι τόσο ἀνεπτυγμένη, ἀλλὰ μᾶλλον νηπιώδης. Ἕνα νήπιο δὲν καταλαβαίνει τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἕνας ὥριμος ἄνδρας. Ἡ κάθε μεταγενέστερη λοιπὸν ἐποχὴ προσέγγιζε μὲ πιὸ μεγάλη βαθύτητα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρώπου ὑπονοεῖ ὅτι ἡ διανοητική του ἐξέλιξη ἀναπτύσσεται μὲ τὸν χρόνο. Ἐδῶ ἔχουμε τὴν γνωστὴ ἱστορικὴ εἰκόνα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἦταν νήπιο, μεγάλωσε καὶ ὡρίμασε καὶ τώρα καταλαβαίνει καλύτερα. Κατὰ συνέπεια σήμερα ποὺ τὸ διανοητικό μας ἐπίπεδο εἶναι ὑψηλότερο, ἀντιλαμβανόμαστε μὲ πιὸ μεγάλη ἀκρίβεια τὴν Ἀποκάλυψη ἀπ’ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες σὲ προηγούμενες ἐποχές. Τὸ νήπιο ἔγινε ἔφηβος καὶ σήμερα εἶναι ὥριμος ἄνδρας.
Μὲ αὐτὴ τὴ νοοτροπία ἡ δυτικὴ χριστιανικὴ παράδοση δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ μελέτη τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται πλέον ξεπερασμένοι καὶ μελετῶνται μόνο ἀπὸ ἱστορικῆς καὶ συγκριτικῆς ἀπόψεως. Τώρα μία τέτοια ἐξέλιξη βασίζεται πάνω στὸ πρωτεῖο τοῦ πάπα. Γιατί ποιὸς μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἐγγύηση ὅτι ἡ ἐξέλιξη βαδίζει σύμφωνα μὲ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὰ προσωπικὰ συμφέροντα; Μόνο ὁ πάπας καὶ ἔτσι ἡ λατινικὴ ἐκκλησία μετατράπηκε σὲ παπικὴ ἐκκλησία καὶ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν πατέρων καὶ θεωμένων. Καὶ συνέχισε ὁ λατῖνος.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ μὲ ἀνησυχεῖ ἰδιαίτερα εἶναι ὅτι ἀλλάζει καὶ ἡ ἱερωσύνη. Δηλαδὴ γιὰ νὰ καταλάβεις μόνο ὁ πάπας τὴν ἐκφράζει ἀπόλυτα, δηλαδὴ κατέχει ἑκατὸ τοῖς ἑκατό, ὅλη τὴν ἱερωσύνη. Ἕνας καρδινάλιος ἔχει τὸ 90%, ἕνας ἀρχιεπίσκοπος πέφτει στὸ 80%, ἕνας ἁπλῶς ἐπίσκοπος σὰν καὶ μένα μόνο τὸ 60%. Δὲν εἶναι ἴσοι λοιπὸν οἱ Ἀπόστολοι, μὰ μόνο ὁ Πέτρος ἐκφράζει τὴν ἀπόλυτη ἱερωσύνη καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἕπονται. Κατὰ συνέπεια καὶ οἱ ἐπίσκοποι δὲν εἶναι ἴσοι. Ἑπομένως μόνο ὁ πρῶτος ἐκφράζει τὸ ἀπόλυτο καὶ ἡ κοινωνία μαζί του σὲ κάνει νὰ εἶσαι καὶ «καθολικὸς» καὶ ἐπίσκοπος. Μετατραπήκαμε ἀπὸ τὸν πάπα τὸν Πιὸ τὸν ἔνατο σὲ πραγρατικὴ παπικὴ ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ καὶ ἂν κοιτάξεις τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ μετὰ ἡ ἱστορία τῆς «καθολικῆς» ἐκκλησίας συμπίπτει μὲ τὴν ἱστορία τῶν παπῶν”.
Ὀρθόδοξος ἐκκλησιολογία
Γιὰ τὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ὅμως ἡ Ἀποστολικὴ διαδοχὴ δὲν εἶναι μία προσωποπαγὴς διαδοχὴ ἐπισκόπων ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους μέχρι σήμερα. Γιατί πρῶτον οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἦταν ἐπίσκοποι μίας συγκεκριμένης πόλης, ἐπειδὴ γύριζαν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη, γιὰ νὰ διδάξουν τὸν χριστιανισμό. Εἶναι λοιπὸν πρωτίστως ἡ πίστη στὸν Χριστὸ καὶ ἡ ζωὴ ἐν Χριστῷ. Εἶναι δηλαδὴ ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία. Δὲν ὑπάρχει ὀρθοδοξία χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἐν Χριστῷ ζωὴ ἄνευ ὀρθοδοξίας. Οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ὀρθόδοξοι ὄχι μόνο, ἐπειδὴ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ γιατί ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μὲ αὐτοὺς καὶ τὴν ἴδια ἐν Χριστῷ ζωή.
Μία πίστη ποὺ εἶναι ἡ ἴδια καὶ δὲν ἐξελίσσεται, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ αὐτός, στὸ παρελθὸν παρὸν καὶ μέλλον. Δὲν ὑπάρχει ἡ ἐξέλιξη στὴν ὀρθοδοξία. Δὲν ἐξελίσσεται τὸ δόγμα. Μπορεῖ νὰ διατυπώνεται σὲ διάφορες γλῶσσες, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖται μία διαφορετικὴ ὁρολογία διατύπωσης, γιὰ νὰ προφυλαχθοῦμε ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ δὲν ἐξελίσσεται. Καὶ αὐτὸ γιατί ἡ Θεολογία δὲν εἶναι μία ἀνθρώπινη αὐτόνομη, διανοητικὴ γνώση, ἀλλὰ μετοχὴ στὴν θεία Ζωή, δηλαδὴ γνώση ποὺ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς.
Ὁ κάθε θεωμένος μετέχει σ’ ὅλη τὴν ἀλήθεια, ἡ ὁποία δὲν δέχεται αὐξομειώσεις, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε ὁ καθένας. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ πλῆθος ἄλλων θεοφόρων Ἁγίων, κάθε ἐποχῆς, γνώρισαν ἅπασα τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λέει σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε ἅγιο διαφορετικὰ πράγματα. Γιατί ἡ ἀλήθεια δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν διανοητικὴ κατάσταση μίας ἐποχῆς, ἢ ἑνὸς προσώπου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θεώσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεώνεται, σὲ ὅποια ἱστορικὴ συγκυρία καὶ νὰ ἔζησε, φθάνει στὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ἡ θέα τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὅποιος βλέπει τὸν Χριστὸν βλέπει τὸν Πατέρα. Ἕνας ὁ Χριστὸς, μία ἡ ἀλήθεια, ἡ ἅπασα ἀλήθεια.
Ἑπομένως ὅταν στὸν ἀνατολικὸ χριστιανισμὸ μιλᾶμε γιὰ Θεολογία δὲν ἐννοοῦμε τὴν ἀκαδημαϊκή, ἀλλὰ τὴν μετοχὴ ὅλων αὐτῶν τῶν Θεωμένων ποὺ ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ μετάσχουν στὸν Θεὸ βιωματικά, νὰ Τὸν δοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν μαζί Του. Πρόκειται γιὰ τὴν θεοπτικὴ μετοχὴ τῶν Πατριαρχῶν, Προφητῶν, Ἀποστόλων, Διδασκάλων, Ὁμολογητῶν καὶ Ἁγίων πρὶν καὶ μετὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Χωρὶς αὐτὴ τὴν θεοπτία δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ θεολογία, γιὰ ἀλήθεια, γιὰ Ἀποστολικὴ διαδοχή, οὔτε γιὰ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν χωρίζεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν κοινωνία τῶν θεωμένων γίνεται ἀνθρώπινο οἰκοδόμημα, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν σωτηρία. Ἡ θεολογία ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῶν πατέρων (δηλαδὴ τὴν ἀλάθητη πληρότητα ποὺ περιέχεται στὴν πᾶσα ἀλήθεια) μετατρέπεται σὲ φιλοσοφία ποὺ ἐξυπηρετεῖ μόνο τὰ ἀνθρώπινα πάθη, ὅσων φαντάζονται τὸν Θεό, ὅπως αὐτοὶ νομίζουν. Γίνεται δηλαδὴ ἐγκεφαλικὴ καὶ διανοητικὸ κατασκεύασμα, δηλαδὴ προϊὸν ἀνθρωπίνου θελήματος. Γι’ αὐτὸ ἔχει δίκιο ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Παράδοση νὰ παραμένει πιστὴ σὲ ὅσα εἶπαν καὶ δογμάτισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Χωρὶς τὴν ἀσφάλεια τῶν Πατέρων δὲν ὑπάρχει ὀρθόδοξη παράδοση.
Κατὰ συνέπεια οἱ ἐπίσκοποι ποὺ ἐπέλεγαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ λαὸς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν τὸ πραγματικὸ πνεῦμα τῆς Θεολογίας καὶ βρίσκονταν ἢ στὴν κάθαρση ἢ στὸν φωτισμὸ ἢ στὴν Θέωση. Ἦταν οἱ γιατροὶ ποὺ εἶχαν θεραπευθεῖ καὶ βοηθοῦσαν καὶ τοὺς ἄλλους. Ὅταν χειροτονοῦνταν ἕνας ἐπίσκοπος καὶ δὲν εἶχε τὴν ἀληθινὴ θεολογία ἢ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τὸν καθαιροῦσαν, ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Νεστόριο, ὁ ὁποῖος ἦταν Πατριάρχης τῆς Κωσταντινούπολης. Μόλις ἐξέφρασε δόγμα ἀντίθετο μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση κανένας δὲν εἶπε: Προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Ἀντρέα ἄρα εἶναι διάδοχός του ἑπομένως δὲν μπορεῖ νὰ καθαιρεθεῖ. Ὅλοι ἀνεφώνησαν δὲν εἶναι ὀρθόδοξος ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ δὲν ἐκφράζει τὴν ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθοπραξία.
Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸν λόγο κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἐκφράζει τὴν ὀρθόδοξο πίστη εἶναι καὶ καθολικὴ Ἐκκλησία. Γιατί ἐκεῖ εἶναι παρὼν ὁ Χριστὸς, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Καθολικὴ λοιπὸν ἐκκλησία δὲν εἶναι ἡ προσωπικὴ συνομοσπονδία τοπικῶν ἐκκλησιῶν μὲ κεφαλὴ τὸν Πέτρο, ἀλλὰ ἡ καθολικὴ πίστη, ποὺ ἔχει κεφαλὴ τὸν Χριστό. Ἡ ἴδια πίστη ποὺ εἶχαν οἱ προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ πέρασαν, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σήμερα καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ ζήσουν στὸ μέλλον. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παλαμᾶς χρησιμοποίησε καὶ τὴν μεταμόρφωση, γιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸ μυστήριον αὐτὸ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι βλέπουν τὴν Ἄκτιστον δόξα, εἶναι πεσμένοι στὸ ἔδαφος καὶ συμβολίζουν τὴν στρατευμένη Ἐκκλησία ποὺ βλέπει τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Μωυσῆς εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ πέρασαν καὶ ποὺ εἶδαν τὴν ἴδια Ἄκτιστον δόξα καὶ ὁ Κύριος εἶναι τὸ παρελθὸν τὸ παρὸν καὶ τὸ ἐσχατολογικὸ τέλος. Ἕνας ὁ Κύριος, Μία Ἄκτιστος δόξα. Ἡ θέα Αὐτοῦ τοῦ ἀναστάντος Κυρίου συνιστᾶ τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Βέβαια ἡ θέα εἶναι ἢ ἐν κατόπρῳ, ἐν αἰνίγματι, μέσῳ τῶν προσευχῶν, ἂν βρισκόμαστε στὴν κάθαρση ἢ στὸν φωτισμὸ ἢ ἀπευθείας, ἂν βρισκόμαστε στὸ στάδιο τῆς θεώσεως
Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι εἶναι ἴσοι μεταξύ τους καὶ ἔχουν τὸν ἴδιο βαθμὸ ἱερωσύνης. Ὁ Πατριάρχης εἶναι Ἐπίσκοπος καθὼς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος καθὼς καὶ ὁ Ἐπίσκοπος μίας μικρῆς πόλης. Ἂν ἡ Ἐκκλησία ὀργανώθηκε σὲ ἐπισκοπές, ἀρχιεπισκοπὲς ἢ Πατριαρχεῖα, αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ πρῶτος, εἴτε Ἀρχιεπίσκοπος εἶναι, εἴτε Μητροπολίτης, εἴτε Πατριάρχης, ἔχει μεγαλύτερη ἱερωσύνη ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ὅλοι συμμετέχουν στὴν σύνοδο καὶ ἔχουν μία ψῆφο καὶ δὲν διοικεῖ ὁ πρῶτος. Ὁ Πρῶτος δὲν μπορεῖ οὔτε κἄν νὰ ἐπέμβει στὶς ὑποθέσεις ποὺ ἀφοροῦν ἐπισκοπὴ τινα ἐκτὸς καὶ ἂν ζητηθεῖ ἢ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἐπίσκοπο ἢ ἀπὸ ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποστεῖ ἀδικία ἐκ τοῦ ἐπισκόπου. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἂν σὲ μία μικρὴ ἐπαρχία γίνει σύνοδος καὶ ἐκφραστεῖ μία ἀλήθεια, ἔστω καὶ μὲ λίγους ἐπισκόπους ἢ ἕνα ἐπίσκοπο μὲ τὸν κλῆρο, τὸν λαὸ καὶ τοὺς μοναχούς, αὐτὴ ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νὰ ἀναγνωριστεῖ ἀπὸ ἅπαντες τούς ἁγίους καὶ ἀπὸ μία μετέπειτα σύνοδο πολλῶν ἐπισκόπων, σὰν καθολικὴ ἀλήθεια ποὺ θὰ ἀντιπροσωπεύει τὴν πίστη ὅλων τῶν χριστιανῶν. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μᾶς δείχνει ἡ δευτέρα οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἡ ὁποία ἦταν μία τοπικὴ σύνοδος τῆς Κωσταντινούπολης. Ἀναγνωρίστηκε σὰν οἰκουμενικὴ ἀπὸ τὴν τετάρτη. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ καὶ μία σύνοδος ποὺ συμμετέχουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι καὶ ποὺ φιλοδοξεῖ νὰ ἀντιπροσωπεύσει μία οἰκουμενικὴ ἀλήθεια, μπορεῖ νὰ μὴ ἀναγνωριστεῖ σὰν οἰκουμενικὴ μὰ σὰν ληστρικὴ ἢ ψευτοσύνοδο, γιατί δὲν κηρύττει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὴν καθολικὴ πίστη τῶν Πατέρων, Προφητῶν διδασκάλων καὶ Ἀποστόλων. Παραδείγματα ληστρικῶν συνόδων ἢ ψευτοσυνόδων ὑπάρχουν πολλά. Ὑπενθυμίζω μόνο τὴν σύνοδο τῆς Φερράρας Φλωρεντίας.