Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Καραλὴς
3ον – Τελευταῖον
Τὰ πρόσωπα σὰν ἐλεύθερα ποὺ εἶναι καὶ οἱ προσωπικὲς διαφορές τους, σύμφωνα μὲ τὸν στοχασμὸ τοῦ Περγάμου, προηγοῦνται τῆς δήθεν ἀναγκαστικότητος τῆς φύσεώς τους. Μὲ ἄλλα λόγια τὴν καταργοῦν ὁριστικά. Γιατί πλέον δὲν τὴν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μόνα τους μποροῦν νὰ βρεθοῦν σὲ σχέση καὶ νὰ ἐπικοινωνήσουν. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι μιλάει γιὰ τὴν ὀντολογία τῆς ἑτερότητος, τὴν ὀντολογία δηλαδὴ τῆς διαφορᾶς.
Εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι, αὐτὸ ποὺ διατύπωσαν μὲ πομπώδη τρόπο, οἱ μοντέρνοι στοχαστὲς (Ζηζιούλιας, Γιανναρᾶς καὶ ἄλλοι), δὲν εἶναι σημερινὸ, ἀλλὰ τὸ εἶχαν σκεφθεῖ καὶ διατυπώσει καὶ αἱρετικοὶ στὸν παρελθόν. Οἱ ἀρειανοὶ γιὰ παράδειγμα, πίστευαν, ἑρμηνεύοντας, ὅπως νόμιζαν, τὸν Ἀριστοτέλη, ὅτι: πᾶν φυσικὸν πάντως καὶ ἠναγκασμένον, ὅτι δηλαδὴ ἡ φύση εἶναι ἀναγκαστική, σὲ ὑποχρεώνει νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι καὶ ἡ φύση κινεῖται πάντοτε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Καὶ γιατί λοιπὸν ἐκμεταλλεόντουσαν ἔτσι τὸν Ἀριστοτέλη; Ἐπειδὴ ἤθελαν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ὁ μόνος ἄκτιστος εἶναι ὁ Πατέρας καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ προϊόντα της Θείας θελήσεως, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ὁ Πατέρας, σύμφωνα μὲ αὐτούς, ἤθελε νὰ γεννήσει τὸν Υἱὸν καὶ τὸν γέννησε μὲ τὴν θέλησή Του. Ἑπομένως ὁ Υἱὸς ὡς προϊὸν εἶναι ἕνα κτίσμα καὶ δὲν ἔχει ἄκτιστη φύση. Γιατί ἡ θέληση, ὅπως εἴδαμε, εἶναι μία ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἀκτίστου Πατρὸς καὶ παράγει κτίσματα. Οἱ ὀρθόδοξοι ὅμως ἔλεγαν ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι προϊόν τῆς θελήσεως, ἀλλὰ τῆς φύσεως τοῦ Πατρός. Δηλαδὴ ὁ Πατὴρ τὸν γεννάει κατά φύσιν (φυσικὰ) καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν θέλησή Του. Ἀπὸ τὴν μοναδικὴ κοινὴ θέληση τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων, πηγάζει ὁ ὁρατὸς καὶ ἀόρατος κόσμος. Ἄλλο λοιπὸν γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους σήμαινε τὸ ρῆμα γεννῶ καὶ ἄλλο τὸ ποιῶ. Τὸ γεννῶ εἶναι ὑποστατικὸ ἰδίωμα ἀκοινώνητο τοῦ Πατρός, τὸ ποιῶ ὅμως εἶναι ἐνέργεια καὶ ἀνήκει καὶ στὰ τρία πρόσωπα, γιατί ἀνήκει στὰ κοινά, ποὺ ἔχουν στὸν ἴδιο βαθμὸ καὶ τὰ τρία πρόσωπα τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου
Πῶς συνδέεται ἡ τριαδολογικὴ θεώρηση τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Ζηζιούλα — ἰδίως ἡ ἔννοια τῆς «κοινωνίας Προσώπων» — μὲ τὴν ἐκκλησιολογία καὶ εἰδικότερα μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου;
Ἂν ὑποθέσουμε —ἔστω καὶ σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο— ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως, τότε ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος ὑπάρχουν τρία Πρόσωπα ποὺ κοινωνοῦν μεταξύ τους ἄνευ φύσεως καὶ ἐνεργειῶν αὐτῆς. Τὰ Πρόσωπα αὐτά, καθένα μὲ διακριτὴ ἐλευθερία καὶ βούληση —οἱ ὁποῖες, κατὰ τὸν Ζηζιούλα, προηγοῦνται ὀντολογικά τῆς οὐσίας— προϋποθέτουν τὴν ὕπαρξη ἑνὸς Πρώτου· καὶ αὐτὸς ὁ Πρῶτος εἶναι ὁ Πατήρ. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὁ Ζηζιούλας ἑρμηνεύει τὴ μοναρχία τοῦ Πατρός, εἰσάγοντας τὴν ἔννοια τοῦ «Πρώτου» ἐντός τῆς Ἁγίας Τριάδος. Χωρὶς τὸν Πρῶτον, δὲν ὑφίσταται ἑνότητα στὴν Τριάδα, διότι ἡ ὁμοουσιότητα τῆς κοινῆς φύσεως θὰ ἦταν προϊὸν ἀναγκαιότητας καί, συνεπῶς, ἀνύπαρκτη.
Στὸ πλαίσιο τῆς εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ Ζηζιούλα, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πρωτίστως μία εὐχαριστιακὴ κοινότητα — ἡ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κλήρου γύρω ἀπὸ τὸ κοινὸ ποτήριο, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν ἐπίσκοπο ὡς Πρῶτον. Μόνον ἡ Εὐχαριστία συνιστᾶ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκφράζει κατ’ ἐξοχὴν τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ εἰκόνα. Κατὰ τὸν Ζηζιούλα, ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ μόνη αὐθεντικὴ ἐκκλησιολογία, ἐνῶ ἡ ἀσκητικὴ ἐκκλησιολογία θεωρεῖται αἱρετική, ἀπορρέουσα ἀπὸ γνωστικιστικὲς ἐπιρροὲς — ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀποδίδονται στὸν Εὐάγριο τὸν Ποντικό.
Στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη, κατὰ τὸν Ζηζιούλα, δὲν ὑπάρχουν ἄτομα ἀλλὰ πρόσωπα. Τὰ ἄτομα εἶναι κλειστὰ στὴν ὕπαρξη καὶ ὑποκείμενα στὶς ἀναγκαιότητες τῆς φύσεως καὶ τῆς πίστεως. Τὰ πρόσωπα, ἀντιθέτως, εἶναι ἐλεύθερα, κοινωνοῦν μὲ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν ἐπίσκοπο — καὶ ἀντανακλοῦν τὸ τριαδικὸ μοντέλο σχέσεως. Ἡ κοινωνία, ἑπομένως, προϋποθέτει τὴν ὕπαρξη Πρώτου.
Ὅταν, σὲ εὐρύτερο περιφερειακὸ ἐπίπεδο, συλλειτουργοῦν περισσότεροι ἐπίσκοποι, συγκροτεῖται ἕνα νέο εὐχαριστιακὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο προϋποθέτει τὴν παρουσία ἑνὸς Πρώτου. Ποιὸς εἶναι αὐτός; Σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, σὲ περιφερειακὸ ἐπίπεδο Πρῶτος εἶναι ὁ μητροπολίτης ἢ ὁ πρόεδρος τῆς συνόδου. Γιὰ παράδειγμα, ἂν οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλάδας συλλειτουργοῦν, Πρῶτος εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν. Ἂν πρόκειται γιὰ συλλειτουργία ἐπισκόπων τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας, συγκροτεῖται ἕνα νέο εὐχαριστιακὸ σῶμα καὶ Πρῶτος καθίσταται ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὡς «οἰκουμενικὸς Πρῶτος» καὶ ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα στὴ σημερινὴ συγκυρία διαιρέσεων μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν.
Τὸ πρωτεῖο, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ Ζηζιούλας, δὲν εἶναι ἁπλῶς πρωτεῖο μεταξὺ ἴσων (inter pares), ἀλλὰ οὐσιαστικὸ καὶ λειτουργικό, χωρὶς ἴσους (sine paribus). Ἔτσι, ὁ Ζηζιούλας διαμορφώνει μία ἀντίληψη πρωτείου, ἡ ὁποία δύναται νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ προσθέτει, ὅπως ὁ ἐπίσκοπος ἐκφράζει τὸ πρωτεῖο τοπικὰ σὲ κοινωνία μὲ τὸν κλῆρο του, ἔτσι καὶ ὁ Πρῶτος ἑνὸς ἔθνους ἐνεργεῖ σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους ἐπισκόπους. Ὁ παγκόσμιος Πρῶτος ὀφείλει νὰ ἀσκεῖ τὸ πρωτεῖο του σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο, σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἄλλους Πρώτους. Μὲ ἄλλα λόγια, κανένας Πρῶτος δὲν ἐνεργεῖ αὐτόνομα, χωρὶς τὴ σύμπραξη τῶν ἐπισκόπων, μὲ τοὺς ὁποίους βρίσκεται σὲ κοινωνία, καὶ κανένας ἐπίσκοπος δὲν ἐνεργεῖ χωρὶς τὴν ἀναφορὰ στὸν Πρῶτο του.
Σχετικὰ μὲ μία πιθανὴ ἕνωση μὲ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία, ἐφόσον ἡ ἑνότητα ἐπιτευχθεῖ καὶ πραγματοποιηθεῖ εὐχαριστιακὴ σύναξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καὶ τοῦ Πάπα Ρώμης — κάτι ποὺ σήμερα δὲν εἶναι ἐφικτὸ λόγω τοῦ σχίσματος —, Πρῶτος, σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, θὰ εἶναι ὁ Πάπας, ἀνεξαρτήτως τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης ποὺ πρεσβεύει!
Στὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ἔμφαση δίδεται στὴ σχέση καὶ στὴν ἕνωση τῶν διακριτῶν προσώπων ὑπὸ ἕνα Πρῶτο. Ἡ πίστη καθίσταται δευτερεύουσα· ἡ Ἐκκλησία δὲν συγκροτεῖται πρωτίστως ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Χριστό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς κοινωνίας! Γιὰ τὸν Ζηζιούλα, ἡ ὕπαρξη Πρώτου εἶναι ἀναγκαία, κατὰ τὸ πρότυπο τῆς Τριάδας! Συνεπῶς, ἡ ἑνότητα δὲν ἀπαιτεῖ κοινὴ πίστη ἢ ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλὰ τὴν ἀναγκαία παρουσία τοῦ Πρώτου!
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτή, χρειάζεται τὸν Πρῶτο, γιὰ νὰ εἶναι οἰκουμενική. Χωρὶς αὐτόν, ἡ κοινωνία τῶν προσώπων περιορίζεται σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ὁ Ζηζιούλας, ἀντιμετωπίζοντας τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν ὀρθὴ πράξη ὡς ἀναγκαιότητες, φαίνεται νὰ υἱοθετεῖ τὴ λατινικὴ ἐκκλησιολογία, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία εἶναι ἡ κοινωνία ὅλων τῶν ἐπισκόπων ὑπὸ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν Πάπα Ρώμης!
Ἡ συνάντηση τῆς Ραβέννας ἀπὸ τὶς 8 ἕως τὶς 14 Ὀκτωβρίου 2007 παρήγαγε, μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ζηζιούλα, ἕνα κοινὸ κείμενο (ὑπογεγραμμένο τόσο ἀπὸ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους), ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν ἔννοια τοῦ πρωτείου. Τὸ κείμενο, μὲ τίτλο Οἱ ἐκκλησιολογικὲς καὶ κανονικὲς συνέπειες τῆς μυστηριακῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, συνοδικότητα καὶ ἐξουσία, ἀναλύει τὴν ἐκκλησιολογία σὲ τρία ἐπίπεδα (τοπικό, περιφερειακὸ καὶ οἰκουμενικὸ) καὶ καταλήγει στὰ ἑξῆς σημεῖα:
45. Πρέπει νὰ μελετηθεῖ βαθύτερα τὸ ζήτημα τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στὴν κοινωνία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν. Ποιὰ εἶναι ἡ ἰδιαίτερη λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου τῆς «πρώτης ἕδρας» μέσα σὲ μία ἐκκλησιολογία κοινωνίας, λαμβάνοντας ὑπόψη τὰ ὅσα ἀναφέραμε στὸ παρὸν κείμενο σχετικὰ μὲ τὴ συνοδικότητα καὶ τὴν ἐξουσία; Πῶς μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ νὰ βιωθεῖ ἡ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ Βατικανοῦ Ι καὶ ΙΙ περὶ παγκόσμιου πρωτείου ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς τῆς πρώτης χιλιετηρίδας; Αὐτὰ εἶναι κρίσιμα ἐρωτήματα γιὰ τὸν διάλογό μας καὶ τὶς ἐλπίδες μας γιὰ τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς κοινωνίας μεταξύ μας.
46. Ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν Θεολογικὸ Διάλογο μεταξύ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, εἴμαστε πεπεισμένοι ὅτι ἡ παραπάνω δήλωση περὶ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, συνοδικότητας καὶ ἐξουσίας, ἀποτελεῖ ἕνα θετικὸ καὶ σημαντικὸ βῆμα προόδου στὸν διάλογό μας καὶ παρέχει στέρεα βάση γιὰ τὴ μελλοντικὴ συζήτηση σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου στὴν Ἐκκλησία σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Εἴμαστε ἐνήμεροι γιὰ τὰ πολλὰ δύσκολα ζητήματα ποὺ ἀπομένουν νὰ διευκρινιστοῦν, ἀλλὰ ἐλπίζουμε ὅτι, ὑποστηριζόμενοι ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ: «ἵνα πάντες ἕν ὦσι… ἵνα ὁ κόσμος πιστεύση» (Ἰω. 17, 21), καὶ ὑπακούοντας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ μπορέσουμε νὰ προχωρήσουμε βάσει τῆς ἤδη ἐπιτευχθείσας συμφωνίας. Ἐπαναβεβαιώνοντας καὶ ὁμολογώντας: «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (Ἐφ. 4, 5), δοξάζουμε τὸν Τριαδικὸ Θεό, Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ μᾶς ἕνωσε.
Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐκκλησιολογία ἐφαρμόσθηκε καὶ στὴν σύνοδο τῆς Κρήτης. Τὸ παρὸν κείμενο δὲν θὰ ἀσχοληθεῖ περαιτέρω μὲ αὐτὸ τὸ θέμα ποὺ ἔχει ἐξαντληθεῖ ἀπὸ ἄλλους ὀρθοδόξους. Παραπέμπουμε στὸ βιβλίο ποὺ πρόσφατα ἐκδόθηκε στὰ ἰταλικὰ μὲ τίτλο «ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ πρωτείου καὶ τὸ σχίσμα στὴν Οὐκρανία» ὀρθόδοξος ἐκδοτικὸς οἶκος «θέωσις», πιστεύοντας ὅτι σύντομα θὰ προχωρήσουμε καὶ στὴν ἑλληνικὴ μετάφρασή του.
Ἐν κατακλεῖδι
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία ἐφαρμόστηκε στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τὴ λεγόμενη περιεκτικὴ ἐκκλησιολογία καὶ τὴν ἐκκλησιολογία τῆς κοινωνίας — γνωστὴ καὶ ὡς θεωρία τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση τοῦ Μητροπολίτη Ἰωάννη Ζηζιούλα, ἡ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ταυτίζεται μὲ τὴν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Οἱ ἱστορικὲς Ἐκκλησίες μετέχουν σὲ αὐτήν, ὄχι ὅμως πλήρως, καὶ τελοῦν σὲ σχέση-κοινωνία μεταξύ τους ὡς διακριτὲς καὶ «ἀδελφὲς Ἐκκλησίες», ἐμπλουτίζοντας ἀλλήλως ἡ μία τὴν ἄλλη.
Ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, κατὰ τὴ Ζηζιούλειο θεώρηση, ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὰ τρία Πρόσωπα τῆς Τριάδος τελοῦν σὲ προσωπικὴ κοινωνία μὲ τὸν Πρῶτο — δηλαδὴ τὸν Πατέρα — καὶ ἡ οὐσία δὲν ἔχει πρωτεύουσα σημασία, διότι θεωρεῖται ἀναγκαιότητα. Καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἱστορικὲς Ἐκκλησίες — Ρωμαιοκαθολική, Ὀρθόδοξη καὶ Προτεσταντικὴ — δὲν ἔχει εἰκονίσει ἄψογα τὴν Τριάδα, διότι ὅλες προκάλεσαν σχίσματα καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἀδιαίρετη Καθολικὴ Ἐκκλησία, χωρίς, ὡστόσο, νὰ ἀπολέσουν ὁλοκληρωτικὰ τὴν καθολικότητά τους.
Πιὸ κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν Ζηζιούλα, βρίσκεται ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, διότι θεολογικὰ διέγνωσε ὅτι δίχως πρωτεῖο δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ πρωτεῖο λειτουργεῖ ὡς τὸ ὁρατὸ σημεῖο τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, παρέχοντας ἀπάντηση στὴ θεωρία τῆς «ἀοράτου Ἐκκλησίας» τῶν Προτεσταντῶν. Ὡστόσο, ὁ Ζηζιούλας ἐπισημαίνει ὅτι τὸ πρωτεῖο στὴ Δύση δὲν ἐφαρμόστηκε ὀρθά, καθὼς ἔλαβε αὐταρχικὸ χαρακτήρα καὶ δὲν μιμήθηκε τὸ πρωτεῖο, ὅπως αὐτὸ ὑφίσταται στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια θεώρηση, ἀπομακρύνθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴ Ρώμη, διότι — παρότι ἐφήρμοσε ἕνα μοντέλο ἐπισκοποκεντρικὴς διοίκησης — δὲν κατανόησε ὅτι, δίχως οἰκουμενικὸ πρωτεῖο, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἐφαρμογὴ τῆς κοινωνίας τῶν προσώπων σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο. Οἱ Προτεστάντες ἀπομακρύνθηκαν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀπέρριψαν τὴν ἔννοια τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ. Δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι χωρὶς τὸν ἐπίσκοπο — καὶ ἰδίως χωρὶς τὸν Πρῶτο — δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ὕπαρξη τοῦ γεγονότος τῆς κοινωνίας-σχέσης. Τὸ πρόβλημα, ἑπομένως, δὲν ἐντοπίζεται στὴν ἀπουσία κοινῆς πίστεως (ἡ ὁποία ἐκλαμβάνεται ὡς ἀναγκαιότητα ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἀπελευθερωθοῦμε), ἀλλὰ στὸ ὅτι δὲν ἐφαρμόστηκε κατὰ τρόπο τέλειο ἡ προσωπικὴ κοινωνία.
Ἡ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία δημιουργεῖ ἕνα νέο ἐκκλησιολογικὸ πρότυπο, τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴ Ζηζιούλειο σκέψη, δύναται νὰ ὑπερβεῖ τὶς δογματικὲς διαφορὲς καὶ νὰ ἑνώσει τὶς διαφορετικὲς «ἐκκλησίες», ὄχι στὴ βάση τῆς κοινῆς πίστεως, ἀλλὰ ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς Πρώτου καὶ ἐντός τοῦ πλαισίου τῆς τριαδολογικῆς, ἀντιπατερικῆς θεολογίας τοῦ Ζηζιούλα.
Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση αὐτή, ἡ ἐποχὴ μας εἶναι μεταμοντέρνα — ἤτοι μεταπατερική. Οἱ ἀρχαῖοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται νὰ ἀντικατασταθοῦν ἀπὸ τοὺς σύγχρονους «πατέρες», τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία δύναται νὰ ἀναγνωρίσει ὡς «ἁγίους» καὶ «οἰκουμενικοὺς διδασκάλους». Ἡ προσδοκώμενη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, κατὰ τοὺς νέους αὐτοὺς «πατέρες», θὰ πραγματοποιηθεῖ μέσῳ τοῦ πρωτείου τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης, ὁ ὁποῖος — φυσικὰ — «κατέχει τὸ ἀλάθητο». Ὅλα αὐτὰ καθίστανται ἐφικτὰ χάρη στὴ θεολογία τῶν προσωπικῶν σχέσεων, ὅπως αὐτὴ διαμορφώθηκε ἀπὸ τὸν Ζηζιούλα.
Ὁλοκληρώνουμε τὸ ἄρθρο μὲ ἕνα ἀπόσπασμα – ἀπὸ τὸ Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας – ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ θεολογία -ποὺ σήμερα θεωρεῖται ἀνάξια νὰ ἀπαντήσει στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο- ἔχει καταργηθεῖ ἀπὸ τὴ ζηζιούλειον «θεολογία»:
«ὅποιος πιστεύει ὅτι ἡ τέλεια ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ συντελεῖται μόνο διὰ τῆς μιμήσεως καὶ προσωπικῆς σχέσεως χωρὶς τὴν Θεοποιὸν χάρη τοῦ Πνεύματος, ὅπως συμβαίνει σ’ αὐτοὺς ποὺ τρέφουν φιλικὰ αἰσθήματα καὶ ἀγαπιῶνται μεταξύ τους καὶ ὅτι ἡ Θεοποιὸς χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι συνήθεια ποὺ τὴν ἀποκτάει κανεὶς διὰ τῆς μιμήσεως καὶ ὄχι ὑπερφυσικὴ καὶ ἀπόρρητος ἔλαμψη καὶ θεία ἐνέργεια ποὺ βλέπεται ἀοράτως καὶ νοεῖται ἀπερινοήτως ἀπὸ τοὺς ἄξιους, αὐτὸς ἂς γνωρίζει ὅτι ἔπεσε χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ στὴν αἵρεση τῶν Μασσαλιανῶν”.
Σημειώσεις:
[7] Χρῆστος Γιανναρᾶς: Τὸ ἀλφαβητάρι τῆς πίστης σελίδα 52, 53. [8] Δαμασκηνὸς ¨Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ Θεσσαλονίκη σελίδα 269. [9] Τώρα λοιπὸν ποὺ ἔχει τελειώσει ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ δέχθηκες τὴν κοινωνία, πήγαινε ἀμέσως στὸ δωμάτιό σου, κλεῖσε καλὰ τὰ παράθυρα καὶ τὶς πόρτες, ὅπως ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι πρὶν ἀπὸ τὴν πρώτη ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ μπορῶ νὰ σοῦ ἐγγυηθῶ ὅτι, Ἐκεῖνος θὰ ἔλθει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἐμφανίστηκε σὲ αὐτούς. Ἂν μείνεις πρῶτα ἐσὺ μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες, θὰ δώσεις στ’ ἀλήθεια τὴν ἴδια εὐλογία, ποὺ Ἐκεῖνος ἔδωσε στοὺς ἀποστόλους καὶ θὰ δεῖς ἕνα ἀληθινὸ θαῦμα (τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἀναπαράγει καὶ οὔτε νὰ περιγράψει, μόνο αὐτοὶ ποὺ τὸ γνώρισαν). Συμβαίνει δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ αἰσθανόμαστε, ὅταν βρισκόμαστε σ’ ἕνα σπίτι φωτισμένο ἀπὸ τὸν ἔξω χῶρο, ὅταν τὰ παράθυρα εἶναι ἀνοικτά. Ἡ θέα ἀπὸ τὶς πληγὲς τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὅπως τὰ παράθυρα ποὺ ἀναδίδουν ἕνα Φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐσωτερικό τοῦ σωματικοῦ Του ναοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς φωτίζει μὲ ἄκτιστη λαμπρότητα ὅλους αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος, πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή Του καὶ οἱ ὁποῖοι χαίρονται ἀπὸ τὴν φανέρωσή Του. Ὅλοι βυθίζονται στὸ φῶς ποὺ ἀναβλύζουν οἱ πληγές Του. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁμιλία στὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Ἀνάσταση.