1ον
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι καυχῶνται γιὰ τὶς πολλὲς γνώσεις τους καὶ γιὰ τὴν εὐκολία νὰ μάθουν, μέσῳ τοῦ διαδικτύου, πληροφορίες γιὰ θέματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν. Ὅλες βέβαια αὐτὲς οἱ γνώσεις εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Δὲν γνωρίζουν τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς τους. Ἁπλῶς ἔχουν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸ τί εἶναι παρόλα τὰ πολλὰ καὶ δυσεπίλυτα προβλήματα, ποὺ ἀντιμετωπίζουν. Τὰ πράγματα θὰ ἦταν διαφορετικά, ἂν εἶχαν αὐτογνωσία, δηλαδὴ ἂν γνώριζαν τὸν ἐσωτερικό τους κόσμο, ὁ ὁποῖος δὲν βρίσκεται στὴν κατάσταση, ποὺ οἱ ἴδιοι νομίζουν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει ὅτι: «δὲν εἶναι μικρὴ εὐσέβεια καὶ ἀρετή, τὸ νὰ μπορέσουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν πραγματική μας ἀξία. Γιατί αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ γνωρίζει καλύτερα τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς δηλαδὴ ποὺ πιστεύει ὅτι δὲν εἶναι τίποτε».1
Οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται μὲ τὶς δραστηριότητες τῶν ἄλλων, ἐπαινοῦν ἢ κατηγοροῦν ἀνάλογα μὲ τὶς προτιμήσεις τους καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὸν ἑαυτό τους ἔξω ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντά τους. Χρησιμοποιοῦν συχνὰ καὶ τὴν ὑποκρισία πρὸς ἐντυπωσιασμὸ καὶ παραπλάνηση. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνεται, ἀλλὰ χρειάζεται κάποια ἀνώτερη σοφία, μὲ τὴν ὁποία ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ γνωρίσει καλὰ ποιὸς τέλος πάντων εἶναι ὁ ἑαυτός του. Αὐτὸ ὅμως, ἂν δὲν καθαρίσουμε τὸ νοῦ μας, εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο ἀπὸ τὸ νὰ δεῖ τὸν ἥλιο ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει βλαμμένα τὰ μάτια του»2. Καὶ συμπληρώνει ὁ ἅγιος ὅτι ἡ αὐτογνωσία εἶναι τὸ δυσκολότερο κατόρθωμα: «Πραγματικὰ τὸ δυσκολότερο ἀπὸ ὅλα εἶναι νὰ γνωρίσει κανεὶς καλὰ τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὄχι μόνον τὸ μάτι μας, ποὺ βλέπει τὰ ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι κατάλληλο νὰ βλέπει τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ νοῦς μας, ποὺ βλέπει μὲ πολλὴ ἀκρίβεια καὶ γρήγορα τὸ ξένο ἁμάρτημα, εἶναι βραδυκίνητος στὸ νὰ ἀντιληφθεῖ τὰ δικά μας ἐλαττώματα».3
Ἡ ἀπόκτηση τῆς αὐτογνωσίας εἶναι πνευματικὸ ἔργο καὶ παράλληλα προσωπικό. Ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὶς διαρκῶς αὐξανόμενες βιοτικὲς μέριμνες, γιὰ νὰ κάνει τὴ ζωή του «εὐτυχισμένη», δηλαδὴ μιὰ ἀδιάκοπη ματαιοπονία γιὰ ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Αὐτὸς δὲν πρόκειται νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἔμπειρος ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει: «Τίποτε δὲν κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀγνοεῖ τόσο τὸν ἑαυτό του, ὅσο τὸ νὰ εἶναι προσηλωμένος στὰ βιοτικά. Καὶ τίποτε πάλι δὲν τὸν κάνει νὰ εἶναι τόσο πολὺ προσηλωμένος στὰ βιοτικά, ὅσο τὸ νὰ ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐπειδὴ αὐτὰ ἐξαρτῶνται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο».4
Σημειώσεις:
1. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 740. 2. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Μεγάλου Βασιλείου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2002, σελ. 439. 3. Ὅπ. παρ., σελ. 440. 4. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Α΄, Ἀθήνα 1993, σελ. 742-743.
Πρεσβ. Διονύσιος Τάτσης