Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση
Πολλοὶ ἀνώτεροι κληρικοὶ ἐπιδιώκουν σχέσεις μὲ ἀνθρώπους ποὺ φέρουν κάποιο ἀξίωμα, ἔχουν τίτλους σπουδῶν, διαθέτουν πλοῦτο, εἶναι ὀργανωμένοι σὲ συλλόγους, ἀδελφότητες καὶ σωματεῖα καὶ ἀσχολοῦνται ἐμμέσως μὲ τὰ κοινά, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦνται οἱ φιλοδοξίες τους. Βλέπουν οἱ συγκεκριμένοι κληρικοὶ ὅτι οἱ ἀριστοκράτες ἔχουν καὶ εὐσέβεια, ἀφοῦ δὲν ἀρνοῦνται τὶς τοπικὲς κοινωνικὲς σχέσεις μαζί τους καὶ κάποτε προσφέρουν γιὰ τὶς μητροπόλεις τους χρηματικὰ ποσὰ πρὸς ἐντυπωσιασμόν.
Ἡ συνεργασία μαζί τους εἶναι μόνο γιὰ κοσμικὴ ἐπικοινωνία καὶ γιὰ ἐκδηλώσεις προβολῆς. Βλέπουμε νὰ ἀπονέμονται τιμές, νὰ βραβεύονται καὶ νὰ ἐπαινοῦνται γιὰ τὰ «σπουδαῖα» ἔργα τους στὴν κοινωνία. Καὶ φυσικὰ μὲ τὶς εὐλογίες τῶν ἀρχιερέων. Τηρεῖται ἡ κοσμικὴ ἐθιμοτυπία καὶ κανεὶς δὲν θυμᾶται τὴν πνευματικὴ ζωὴ ποὺ προτείνει ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἀριστοκράτες δὲν ἔχουν οὔτε γνώση καὶ οὔτε ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Θέλουν ὅμως νὰ τοὺς συνοδεύουν καὶ ρασοφόροι γιὰ τὶς φωτογραφίες καὶ τὴ δημιουργία ψευδῶν ἐντυπώσεων.
Πρόκειται προφανῶς γιὰ νόθευση τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος μὲ τὸ κοσμικὸ καὶ ἁμαρτωλό. Αὐτὸ δυστυχῶς δὲν τὸ συνειδητοποιοῦν οἱ συγκεκριμένοι μεγαλόσχημοι κληρικοὶ καὶ ὅσοι διαφωνοῦν μὲ τὶς ἐπιλογὲς τους πέφτουν στὴ δυσμένειά τους καὶ γίνονται στόχος τους. Δὲν διστάζουν νὰ τοὺς «στολίζουν» μὲ τὰ χειρότερα ἀπαξιωτικὰ λόγια. Ἐνῶ γιὰ τοὺς «σπουδαίους» συνεργάτες τους, ποὺ εἶναι ἀποδεδειγμένα ἄσχετοι μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, ἐπιφυλάσσουν ἐπίθετα στὸν ὑπερθετικὸ βαθμὸ, γιὰ νὰ ἀναδείξουν τὶς ἀρετές τους καὶ τὴ λαμπρότητα τοῦ προσώπου τους. Τελικὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τιμῶντες καὶ τιμώμενοι βρίσκονται στὸ ἴδιο πνευματικὸ ἐπίπεδο καὶ ἔχουν τὶς ἴδιες ἐπιθυμίες καὶ ἐπιδιώξεις.
Γιὰ τοὺς ματαιόφρονες, κληρικοὺς καὶ ἀριστοκράτες, εἶναι ἀναγκαῖο καὶ χρήσιμο τὸ γραφικὸ χωρίο “ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης” (Ἐκκλ. α΄ 2). Νὰ μὴ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ ἐφήμερα καὶ φευγαλέα καὶ νὰ ἐπιλέγουν τὰ μόνιμα καὶ σταθερὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ πολλὲς εἰκόνες, γιὰ νὰ πείσει κάθε καλοπροαίρετο νὰ ἀποφεύγει τὰ μάταια καὶ νὰ σταθεροποιεῖται στὴν ἀπόκτηση τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἔχουν μόνιμη ἀξία καὶ γιὰ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ γιὰ τὴ μέλλουσα. Σημειώνουμε ἐδῶ μερικὰ παραδείγματα τοῦ ἁγίου:
«Τί εἶναι λοιπὸν τὰ ἀνθρώπινα πράγματα; Στάκτη καὶ σκόνη καὶ σὰν χνούδι μπροστὰ στὸν ἄνεμο, καπνὸς καὶ σκιά, φύλλο ποὺ περιφέρεται ἐδῶ καὶ κεῖ καὶ ἄνθος, ὄνειρο καὶ φανταστικὴ διήγηση καὶ παραμύθι, ἄνεμος καὶ γενικὰ κούφιος ἀέρας ποὺ φεύγει καὶ χάνεται, πτερὸ ποὺ δὲν στέκεται, ρυάκι ποὺ τρέχει, καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο πιὸ μηδαμινὸ ἀπὸ αὐτά»[1].
«Ἡ παροῦσα ζωὴ μοιάζει μὲ ἀνοιξιάτικα λουλούδια καὶ ἀδρανεῖς σκιὲς καὶ εἶναι ἀπατηλὴ, ὅπως τὰ ὄνειρα, ἐνῶ τὰ ἀληθινὰ πράγματα καὶ τὰ πάγια καὶ τὰ ἀμετακίνητα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν μετὰ τὴν ἀποδημία μας ἀπό ἐδῶ»[2].
«Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅλων τῶν πραγμάτων εἶναι πάντοτε καὶ σ’ ὅλες τὶς περιπτώσεις ἡ ἀστάθεια. Ποτὲ δὲν παρέμεινε διαρκὴς ὁ χειμώνας, ποτὲ τὸ καλοκαίρι, οὔτε ἡ ἄνοιξη, οὔτε τὸ φθινόπωρο, ἀλλὰ ὅλα τρέχουν καὶ φεύγουν γρήγορα καὶ κυλοῦν… Μία θεατρικὴ σκηνὴ καὶ ὄνειρο εἶναι ἡ ζωὴ»[3].
Ἡ κοινὴ ἐμπειρία τῶν ἀνθρώπων λέει ὅτι τὰ εὐχάριστα καὶ τὰ δυσάρεστα στὴ ζωὴ ἔρχονται καὶ παρέρχονται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Τίποτα δὲν εἶναι σταθερό. Ὅλοι εἴμαστε ὁδοιπόροι καὶ ὄχι πολίτες τῆς γῆς. «Ἡ ζωὴ μοιάζει μὲ ποτάμι ποὺ τρέχει συνεχῶς καὶ γεμίζει ἀπὸ ἀλλεπάλληλα κύματα. Γιατί ἕνα μέρος τοῦ νεροῦ ἔχει κιόλας κυλήσει, τὸ δὲ ἄλλο ἀκόμα τρέχει. Καὶ ἄλλο μὲν πρὶν ἀπὸ λίγο ξεπήδησε ἀπὸ τὶς πηγές, ἄλλο δὲ πρόκειται νὰ βγεῖ στὴ συνέχεια καὶ ὅλοι τρέχουμε πρὸς τὴν κοινὴ θάλασσα τοῦ θανάτου»[4], ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος.
Σημειώσεις:
1. Χρυσοστόμου, Γ΄, σελ. 462. 2. Ὅπ. παρ., σελ. 465. 02. 3. Ὅπ. παρ., σελ. 466. 4. Βασιλείου, Β΄, σελ. 593 – 594.




