ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Πρξ. ε΄ 21-32
21 Ἀκούσαντες δὲ εἰσῆλθον ὑπὸ τὸν ὄρθρον εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκον. παραγενόμενος δὲ ὁ ἀρχιερεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ πᾶσαν τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀπέστειλαν εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀχθῆναι αὐτούς. 22 οἱ δὲ ὑπηρέται παραγενόμενοι οὐχ εὗρον αὐτοὺς ἐν τῇ φυλακῇ, ἀναστρέψαντες δὲ ἀπήγγειλαν 23 λέγοντες ὅτι τὸ μὲν δεσμωτήριον εὕρομεν κεκλεισμένον ἐν πάσῃ ἀσφαλείᾳ καὶ τοὺς φύλακας ἑστῶτας πρὸ τῶν θυρῶν, ἀνοίξαντες δὲ ἔσω οὐδένα εὕρομεν. 24 ὡς δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους τούτους ὅ τε ἱερεὺς καὶ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο. 25 παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἰδοὺ οἱ ἄνδρες, οὓς ἔθεσθε ἐν τῇ φυλακῇ, εἰσὶν ἐν τῷ ἱερῷ ἑστῶτες καὶ διδάσκοντες τὸν λαόν. 26 τότε ἀπελθὼν ὁ στρατηγὸς σὺν τοῖς ὑπηρέταις ἤγαγεν αὐτοὺς οὐ μετὰ βίας· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν, ἵνα μὴ λιθασθῶσιν· 27 ἀγαγόντες δὲ αὐτοὺς ἔστησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ. καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ἀρχιερεὺς 28 λέγων· οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν Ἱερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου. 29 ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις. 30 ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἤγειρεν Ἰησοῦν, ὃν ὑμεῖς διεχειρίσασθε κρεμάσαντες ἐπὶ ξύλου· 31 τοῦτον ὁ Θεὸς ἀρχηγὸν καὶ σωτῆρα ὕψωσε τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ δοῦναι μετάνοιαν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 32 καὶ ἡμεῖς ἐσμεν αὐτοῦ μάρτυρες τῶν ῥημάτων τούτων, καὶ τὸ Πνεῦμα δὲ τὸ Ἅγιον ὃ ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς πειθαρχοῦσιν αὐτῷ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
21 Ὅταν δὲ ἤκουσαν ταῦτα οἱ ἀπόστολοι, ἐμβῆκαν πρωΐ – πρωῒ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ ναοῦ καὶ ἐδίδασκον. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲ ἦλθε ἀπὸ τὴν οἰκίαν του εἰς τὸν τόπον τῶν συνεδριάσεων, ὁ ὁποῖος δὲν ἦτο μακρὰν ἀπὸ τὸν ναόν, ὁ ἀρχιερεὺς μὲ τοὺς φίλους καὶ συγγενεῖς του, ποὺ ἐσυνήθιζαν νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ συνεκάλεσαν τὸ συνέδριον καὶ ὅλους τοὺς προκρίτους καὶ προεστοὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Καὶ ἀπέστειλαν ἀνθρώπους εἰς τὸ δεσμωτήριον, διὰ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀποστόλους ἐνώπιον τοῦ συνεδρίου, τὸ ὁποῖον ἐπρόκειτο τώρα νὰ τοὺς δικάσῃ. 22 Οἱ ὑπηρέται ὅμως καὶ κλητῆρες τοῦ συνεδρίου, ὅταν ἦλθον, δὲν τοὺς εὗρον εἰς τὴν φυλακήν· ἀφοῦ δὲ ἐπέστρεψαν, ἀνέφεραν τοῦτο εἰς τὸ συνέδριον, 23 λέγοντες ὅτι· Τὴν μὲν φυλακὴν τὴν εὕρομεν κλεισμένην ἀσφαλέστατα καὶ τοὺς φρουροὺς τοὺς εὕρομεν νὰ στέκωνται ὄρθιοι ἐμπρὸς εἰς τὰς θύρας, ὅταν ὅμως ἠνοίξαμεν τὴν φυλακήν, δὲν εὕρομεν μέσα κανένα. 24 Ὅταν δὲ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς καὶ ὁ ἀρχιερεύς, ποὺ προΐστατο τοῦ συνεδρίου, καὶ ὁ ἱερεύς, ποὺ ἔφερε τὸ ἀξίωμα τοῦ στρατηγοῦ τοῦ ἱεροῦ, καὶ εἶχε ὑπὸ τὴν δικαιοδοσίαν του καὶ τὴν ἐπιτήρησιν τῆς φυλακῆς, καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ εἶχαν διατελέσει ἀρχιερεῖς εἰς χρόνους παρελθόντος, κατελήφθησαν ἀπὸ ἀπορίαν δι’ αὐτά, ποὺ τοὺς ἀνέφεραν οἱ ὑπηρέται, ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζαν, τί νὰ ἐνεργήσουν καὶ ποίας συνεπείας θὰ εἶχεν ἡ ἑξαφάνισις αὐτὴ τῶν φυλακισμένων. 25 Ἀλλ’ ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε κάποιος καὶ τοὺς ἀνήγγειλεν, ὅτι· Ἰδού, οἱ ἄνθρωποι τοὺς ὁποίους ἐβάλατε εἰς τὴν φυλακήν, στέκονται εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ διδάσκουν τὸν λαόν. 26 Τότε ἐπῆγεν ἐκεῖ ὁ στρατηγὸς τοῦ ἱεροῦ μαζὶ μὲ τοὺς κλητῆρας τοῦ συνεδρίου καὶ τοὺς ἔφερεν εἰς τὸ δικαστήριον, χωρὶς νὰ μεταχειρισθῇ βίαν, διότι ἐφοβοῦντο τὸν λαόν, μήπως τοὺς λιθοβολήσῃ. 27 Ἀφοῦ δὲ τοὺς ἔφεραν, τοὺς διέταξαν νὰ σταθοῦν ὡς κατηγορούμενοι ὄρθιοι ἐν μέσῳ τοῦ συνεδρίου. Καὶ τοὺς ἠρώτησεν ὁ ἀρχιερεύς, 28 καὶ εἶπε· Δὲν σᾶς ἐδώκαμεν ρητὴν καὶ αὐστηρὰν παραγγελίαν νὰ μὴ διδάσκετε περὶ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ καὶ νὰ μὴ τὸ παρουσιάζετε ὡς ὅνομα λατρευτὸν καὶ ἀνώτερον ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα; Καὶ ὅμως ἰδού, ὅτι ἔχετε γεμίσει τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὴν διδασκαλίαν σας καὶ μὲ κακοβουλίαν καὶ κακὰς προθέσεις ζητεῖτε νὰ ἐπιρρίψετε ἐπάνω μας τὴν εὐθύνην καὶ τὴν ἐνοχὴν διὰ τὸν φόνον τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. 29 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Πέτρος ἐξ ὀνόματος καὶ τῶν Ἀποστόλων καὶ εἶπεν· Ὑποχρέωσιν καὶ καθῆκον ἔχομεν να πειθαρχῶμεν μᾶλλον εἰς τὸν Θεόν, ποὺ μᾶς διέταξε διὰ τοῦ ἀγγέλου του νὰ ἐξακολουθήσωμεν τὸ δημόσιον κήρυγμά μας, παρὰ εἰς σᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ μᾶς διετάξατε νὰ σιωπῶμεν. 30 Ὁ Θεός, τὸν ὁποῖον ἐλάτρευσαν οἱ πατέρες μας καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἔλαβον οὗτοι τὰς ἐπαγγελίας, ἀνέστησεν ἐκ νεκρῶν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ὁποῖον σεῖς ἐφονεύσατε, ἀφοῦ τὸν ἐκρεμάσατε ὡς ἐπικατάρατον ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ. 31 Ἀλλ’ ἐνῷ σεῖς τόσον πολὺ ἠτιμάσατε αὐτόν, ὁ Θεὸς ὕψωσε τοῦτον διὰ τῆς δεξιᾶς αὐτοῦ, διὰ νὰ εἶναι ἀρχηγὸς καὶ σωτήρ, ποὺ θὰ δώσῃ εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ εὐλογημένου Ἰσραὴλ μέσον μετανοίας καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. 32 Ὡς ἐκ τούτου καὶ ἡμεῖς ἔχομεν κληθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ εἴμεθα μάρτυρές του, διὰ νὰ διακηρύττωμεν μὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν διδασκαλίαν μας τὰ σωτηριώδη αὐτὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του. Συγχρόνως ὅμως μαρτυρεῖ μαζί μας μὲ τὰ θαύματα καὶ τὰ χαρίσματά του καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνους, ποὺ πειθαρχοῦν εἰς τὰς ἐντολάς του.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Ἰω. ς΄ 14-27
14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον. 15 Ἰησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος. 16 Ὡς δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν, 17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, 18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. 19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν. 20 ὁ δέ λέγει αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 21 ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον. 22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον· 23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· 24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν Ἰησοῦν. 25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ῥαββί, πότε ὧδε γέγονας; 26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ᾿ ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε. 27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
14 Οἱ ἄνθρωποι λοιπόν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα αύτό, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν ὅτι· Αὐτὸς εἶναι πραγματικῶς ὁ προφήτης, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μὲ τὴν εἰς τὸ Δευτερονόμιον προφητείαν τοῦ Μωϋσέως πρόκειται νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον. 15 Κατόπιν λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἐντύπωσιν καὶ τὸν ἐνθουσιασμὸν αὐτὸν τοῦ πλήθους, ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη, ὅτι σκοπεύουν νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τὸν ἁρπάσουν διὰ νὰ τὸν κάμουν διὰ τῆς βίας βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὅρος ὁλομόναχος, ἀφοῦ προηγουμένως ἠνάγκασε τοὺς μαθητάς του νὰ ἀναχωρήσουν μὲ πλοῖον. 16 Πράγματι δὲ ὅταν ἔγινε βράδυ, κατέβησαν οἱ μαθηταί του ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς, εἰς τὴν θάλασσαν. 17 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκαν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπήγαιναν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, εἰς τὴν Καπερναούμ. Καὶ εἶχε γίνει πλέον σκοτάδι καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχεν ἔλθει εἰς αὐτούς. 18 Καὶ ἡ θάλασσα ἐν τῷ μεταξὺ ἐφούσκωνε καὶ ἐσηκώνετο ὀλονὲν ἀγριωτέρα λόγῳ τῶν κυμάτων, ἐπειδὴ ἔπνεεν ἄνεμος σφοδρὸς καὶ βίαιος. 19 Ἀφοῦ λοιπὸν εἶχαν προχωρήσει περίπου εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα στάδια, δηλαδὴ περίπου ἓξ χιλιόμετρα, ἔξαφνα καὶ χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ νὰ ἔρχεται πλησίον τοῦ πλοίου, καὶ ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον. 20 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς εἶπε τότε πρὸς αὐτούς· Ἐγὼ εἶμαι· δὲν σᾶς παρουσιάσθη κανένα φάντασμα, μὴ φοβεῖσθε. 21 Κατόπιν λοιπὸν τῆς βεβαιώσεως αὐτῆς, οἱ μαθηταὶ ἐξεδήλωσαν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν νὰ τὸν πάρουν εἰς τὸ πλοῖον. Καὶ ἅμα τὸν ἐπῆραν, ἀμέσως τὸ πλοῖον ἔφθασεν εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν. 22 Τὴν ἄλλην ἡμέραν πολλοὶ ἀπὸ τὰ πλήθη ἐπέμεναν νὰ στέκουν εἰς τὴν ἀπέναντι παραλίαν τῆς θαλάσσης, ὅπου εἶχε γίνει τὸ θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν πέντε ἄρτων. Καὶ ἐπέμεναν νὰ στέκουν ἐκεῖ, ἐπειδὴ εἶχαν ἴδει τὴν προηγουμένην ἡμέραν, ὅτι ἄλλο πλοιάριον δὲν ἦτο ἐκεῖ παρὰ μόνον ἕνα, ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν ἔμβει οἱ μαθηταί του καὶ ὅτι δὲν ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταί του ἀνεχώρησαν. Ἐνόμιζαν, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦτο ἀκόμη ἐκεῖ· 23 ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως κατὰ τὸ πρωῒ ἦλθαν ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ διάφορα σημεῖα τῆς λίμνης τῆς Τιβεριάδος πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔφαγαν τὸν ἄρτον, ὁ ὁποῖος εἶχε πληθυνθῇ μὲ τὴν εὐχαριστίαν, ποὺ ἔκαμεν ὁ Κύριος. 24 Ὅταν λοιπὸν εἶδεν ὁ λαός, ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶναι ἐκεῖ, οὔτε οἱ μαθηταί του, ἐμβῆκαν καὶ αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα ἐκεῖνα καὶ ἦλθον εἰς τὴν Καπερναοὺμ ζητοῦντες νὰ εὕρουν τὸν Ἰησοῦν. 25 Καὶ ὅταν τὸν ηὔραν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θαλάσσης, τὸ δυτικόν, τοῦ εἶπαν· Διδάσκαλε, πότε ἐπρόφθασες τόσον σύντομα νὰ ἔλθῃς ἐδῶ ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μέρος; 26 Τοὺς ἀπεκρίθη τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀλήθείᾳ σᾶς λέγω, ὅτι ζητεῖτε νὰ μὲ εὕρετε ὄχι διότι εἴδατε θαύματα, ποὺ σᾶς ἔπεισαν διὰ τὴν θείαν ἀποστολήν μου καὶ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν τῆς διδασκαλίας μου, ὥστε νὰ ὠφεληθῆτε πνευματικῶς, ἀλλὰ διότι ἐφάγατε ἀπὸ τοὺς ἄρτους καὶ ἐχορτάσθητε καὶ ζητεῖτε πάλιν νὰ σᾶς δώσω ὑλικὰ ἀγαθά. 27 Δὲν πρέπει ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον σας ὁλόκληρον νὰ στρέφεται εἰς τὰ ὑλικὰ ψωμιά, ἀλλὰ νὰ ἐργάζεσθε μὲ ζῆλον, ὅπως ἀποκτήσετε ὅχι τὴν ὑλικὴν τροφήν, ποὺ εἶναι προσωρινὴ καὶ φθείρεται, ἀλλὰ τὴν πνευματικὴν τροφήν, ποὺ μένει ἄφθαρτος καὶ παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν αἰώνιον ζωήν. Τὴν τροφὴν αὐτὴν θὰ σᾶς δώσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μόνος αὐτός. Διότι αὐτὸν ὁ Πατήρ, δηλαδὴ αὐτὸς ὁ Θεός, ἀπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε διὰ τῆς σφραγῖδος καὶ μαρτυρίας τῶν θαυμάτων του ὡς τὸν μόνον χορηγὸν τῆς τροφῆς καὶ τῆς ζωῆς ταύτης.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΕΠΤΑ ΠΑΡΘΕΝΟΙ
Στίς 18 Μαΐου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμη τῶν ἁγίων ἑπτά παρθένων τῶν ἐν Ἀγκύρᾳ, Τεκούσης, Ἀλεξανδρείας, Κλαυδίας, Φαεινῆς, Εὐφρασίας, Ματρώνης, Ἰουλίας, Θεοδότης καί Θεοδότου μάρτυρος. Οἱ ἁγίες ἑπτά παρθένες κατάγονταν ἀπό τήν Ἄγκυρα τῆς Γαλατίας. Ὁ δέ ἅγιος Θεόδοτος ἦταν εὐσεβής χριστιανός καί εἶχε ὡς διακόνημα νά ζυμώνη ψωμιά, μέρος τῶν ὁποίων προσέφερε ὡς εὐλογία στόν Θεό καί τά ἄλλα στούς χριστιανούς τῆς Ἄγκυρας, ἐπειδή ὁ τοπικός εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ὁ Θεότεκνος, εἶχε ἐπιβάλει τά φαγητά τῶν χριστιανῶν νά εἶναι ραντισμένα καί μολυσμένα ἀπό τίς θυσίες τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἐπίσης, ἐπισκεπτόταν τούς φυλακισμένους χριστιανούς, τούς ὁποίους στερέωνε στήν πίστη καί τούς προσέφερε φαγητό. Κάποτε, ἐρχόμενος στήν φυλακή, γιά νά διακονήση τούς χριστιανούς, βρῆκε τίς ἑπτά παρθένους, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ Τεκούσα ἦταν κατά σάρκα θεία του. Αὐτές, ἐπειδή δέν ἤθελαν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, δόθηκαν στούς στρατιῶτες γιά νά ἀτιμασθοῦν, ὅμως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τίς προστάτεψε ἀπό τόν πειρασμό· γι’ αὐτό ὁ Θεότεκνος διέταξε νά τίς ρίξουν στήν παρακείμενη λίμνη καί ἔτσι οἱ μακάριες ἀξιώθηκαν νά λάβουν τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τά ἅγια λείψανά τους τά συνέλεξαν ὁ ἅγιος Θεόδοτος μέ ἄλλους χριστιανούς καί τά ἐνταφίασαν μέ τιμές. Γιά τήν πράξη του αὐτή οἱ εἰδωλολάτρες τόν κατηγόρησαν στόν ἄρχοντα, ὅμως ὁ Θεόδοτος παρουσιάσθηκε ἀπό μόνος του καί ἀφοῦ ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν Χριστό, τόν ὑπέβαλαν σέ φρικτά βασανιστήρια, τοῦ ξέσκισαν τίς σάρκες καί ἔρριξαν ξύδι καί ἁλάτι στίς πληγές του. Τέλος τόν ἀποκεφάλισαν καί ἔτσι ὁ ἀοίδιμος ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί ἀξιώθηκε τῆς οὐρανίας βασιλείας.