Ἡ Ἐπανάστασις καί ἡ καταστροφή τῆς Χίου μέ βάσιν τάς ἱστορικάς πηγάς καί τήν παγκόσμιον βιβλιογραφίαν
Ὑπό Δρ. Ἱστορίας Μαρίας- Ἐλευθερίας Γ. Γιατράκου
3ον
«Ὁ λαὸς τῆς Χίου καὶ οἱ σπουδαστὲς δέχθηκαν τοὺς ἐπαναστάτες ὡς ἐλευθερωτές, ἀλλ’ ἀτυχῶς ἀπὸ τοὺς Σαμίους πολὺ ὀλίγοι ἦταν ἔνοπλοι, οἱ περισσότεροι εἶχαν μόνον μίαν μάχαιραν ἢ ξύλα ἢ ἕνα μόνον πυροβόλο…»[46]. Πληροφορίες μᾶς δίνει ὁ Ἀνδρέας Μάμουκας, ὅταν τὰ γεγονότα ἦταν ἀκόμα νωπά, μὲ ἡμερομηνίαν 31 Ὀκτωβρίου 1822[47]. Παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν ἀρχόντων καὶ ἐκκλησιαστικῶν τῆς Χίου πρὸς τοὺς Σαμίους νὰ ἐκκενώσουν τὴν νῆσο καὶ νὰ μὴ ἐξοργίζουν τοὺς Μουσουλμάνους[48], οἱ Σάμιοι δὲν ὑποχωροῦσαν[49]. Ὁ Λυκοῦργος ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες κατήργησε τὴν παλαιὰ δημογεροντία, τὴν ἀντικατέστησε μὲ ἑπταμελῆ ἐφορία, καὶ τοποθέτησε πυροβόλα σὲ κατάλληλες θέσεις γιὰ τὴν προσβολὴ τοῦ φρουρίου. Δυστυχῶς δὲν εἶχαν συλλάβει καὶ δὲν εἶχαν ὑπολογίσει οἱ ἐπαναστάτες τοὺς κινδύνους ποὺ διέτρεχε τὸ κίνημά τους, γιὰ τὸ ὁποῖο, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε εἰδοποιηθεῖ ὁ Σουλτᾶνος ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους ἕξι μῆνες περίπου πρὶν τὴν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης.
Ἤδη εἶχε συλλάβει Χίους ὁμήρους, οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦντο στὴν Κων/λη καὶ στὰ χέρια τῆς τουρκικῆς διοικήσεως τοῦ νησιοῦ[50]. Στὶς 9 Μαρτίου 1822, παραμονὴ τῆς ἀποβάσεως οἱ Ψαριανοὶ ἔστειλαν ἀναφορὰ στὴ Βουλὴ, μὲ τὴν ὁποίαν εἰδοποιοῦσαν ὅτι σύμφωνα μὲ εἰδήσεις ποὺ εἶχε φέρει στὰ Ψαρὰ δύο μέρες πρίν, δηλαδὴ στὶς 7 Μαρτίου, ἕνα εὐρωπαϊκὸ πλοῖο, «ὁ ἐχθρὸς μὲ μεγάλην προθυμίαν ἑτοιμάζει “χονδρὸν στόλον”» [51]. Οἱ Σάμιοι λεηλάτησαν τὰ παλάτια τοῦ Ἀγὰ καὶ Βέη καὶ πολλὰ τουρκικὰ μέγαρα μεγάλης ἀξίας[52].
Ὁ Λυκοῦργος καὶ ὁ Μπουρνιᾶς «ἐννοοῦντες ὡς προφανῆ τὴν ἀπώλειαν τοῦ τόπου, δὲν ἐσυλλογοῦντο τὴν διόρθωσιν», γράφει ὁ Μάμουκας, «δὲν ἐσκέπτοντο τὴν οἰκονομίαν, ἀλλὰ ἐσκέπτοντο τὴν φυγήν, φοβούμενοι καὶ τὸν ἐρχομὸν τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ ἀντιπαραταχθῶσιν ἦταν πάντῃ ἀδύνατον. Ἡ φροντὶς τῶν λοιπῶν ἦταν νὰ εὕρωσιν καράβια εὐρωπαϊκὰ καὶ νὰ φύγωσιν ἀφήνοντες τὸ λοιπὸν ὅλον πλῆθος χωρὶς καμίαν ἐλπίδα βοηθείας…»[53].
Οἱ δύο ἀρχηγοὶ τῆς Ἐπαναστάσεως ποὺ διεκδικοῦσαν τὰ πρωτεῖα, ἐγκατέλειψαν τὴν ἐκστρατείαν, κατέστρεψαν τόσους ἀνθρώπους[54] καὶ στὴ συνέχεια ζητοῦσαν στὶς 16 Μαρτίου βοήθεια ἀπὸ τὰ τρία ναυτικὰ νησιά, γιατί ἦταν «ἀπὸ ὅλα ἐλλιπεῖς, ἀπὸ ἅρματα, ἀπὸ μπαρούτια, ἀπὸ κανόνια διὰ τὴν πολιορκίαν καὶ τὸ χείριστον ἀπὸ ζωοτροφίας»[55].
Ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἔγγραφα φαίνεται ἡ προχειρότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἐνήργησαν. Ἐξάλλου ὁ Σπηλιάδης γράφει ὅτι ὁ μὲν Μπουρνιᾶς δὲν ἀνεγνώριζε τὸν Λυκοῦργον ὡς ἀρχηγόν, ὁ δὲ Λυκοῦργος μετεχειρίζετο τοὺς Χίους ὡς κατακτημένους καὶ τοὺς ἐζήτει χρήματα. Ἀλλὰ καὶ ἡ στάση τῶν προκρίτων δὲν ἦταν ἡ ἐνδεδειγμένη. Δὲν ἔλαβαν ἐνεργὸ μέρος στὴν ἐπανάσταση οὔτε κατέβαλαν χρήματα οὔτε συνέπραξαν γιὰ τὴν κοινὴν σωτηρίαν, ἀλλὰ φρόντιζε ὁ καθένας νὰ σώσει τὸν ἑαυτὸν του[56]. «Ἦταν κρῖμα» γράφει ὁ Καστάνης, «νὰ βλέπεις μία κοινωνία ἑκατὸν ὀγδόντα χιλιάδων ἀνθρώπων νὰ κινδυνεύει ἀπὸ διακοσίους τολμητίες»[57]. Καὶ συνεχίζει: «Αὐτὴ ἡ τρομερὴ φάρσα ἐπρόκειτο νὰ δώσει τόπον εἰς μίαν τραγῳδίαν, ἡ ὁποία ἐξέθεσε τὶς αἱματηρότερες σκηνὲς τοῦ αἰῶνος, ἐνώπιον τῆς χριστιανοσύνης».
Οἱ Τοῦρκοι κλεισμένοι στὸ κάστρο ἑτοιμάζονταν δεόντως σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Λυκοῦργο, στὸν ὁποῖον κατὰ τὸν Μάμουκα «καθ’ ἡμέραν ἤρχετο στὸν ἐγκέφαλόν του ἐμποδιστικὸς στοχασμός, διὰ νὰ δίδει καιρὸν τῷ καιρῷ διὰ τὰ τέλη ὅπου ἐκεῖνος ἤξευρεν»[58].
Παρὰ τὸ πάθος καὶ τὸν πόθον τῶν Χίων γιὰ ἐλευθερία ἡ εἰκόνα τῆς ἀπωλείας ἦταν φανερὴ σὲ ὅλους. Χαρακτηριστικὰ ὅσα γράφει ὁ Ἀνδρέας Μάμουκας: «ἡμεῖς δὲν ἀποθέσαμεν τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ἀλλ’ ἀφήσαμεν τὴν ἐλπίδα εἰς ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων αὐτοψεί ἐβλέπομεν τὰς ἔριδας καὶ ἀκαταστασίας, ἀνθρώπους, οἵτινες καὶ πρὶν ἴδωσιν ἔτι ἴχνος ἢ σκιὰν τῆς νίκης, ἐμάχοντο πῶς θὰ μοιρασθοῦν τὴν Χίον, ποῖος νὰ γνωρισθεῖ ἡγεμών, καὶ ποῖος νὰ ὀνομάζεται ὁ ἀρχιστράτηγος, ἢ χιλίαρχος…»[59].
Σὲ ἐκδίκηση τῶν ἐξεγερθέντων ἔλαβε ὁ Σουλτᾶνος τὰ πρῶτα μέτρα. Διέταξε τὸν φόνο τριῶν ὁμήρων ἀπὸ τὴ Χίο, τῶν προκρίτων Παντελῆ Ροδοκανάκη, Μιχαὴλ Σκυλίτση καὶ Θεόδ. Ράλλη, καθὼς ἐπίσης 60 ἐμπόρων ποὺ ἦταν ἐγκατεστημένοι στὴν Κων/λη[60].
30 Μαρτίου, Μεγάλη Πέμπτη, ὁ Καρὰ-Ἀλὴς βρισκόταν στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς Χίου, μὲ ἰσχυρότατον στόλον 34 πλοίων (46 κατὰ τὸν Κουτσονίκα), ἐνῷ ματαίως τὸ Μινιστέριον τῶν ναυτικῶν ζητοῦσε τὴν ἑπομένην βοήθεια ἀπὸ τὰ ναυτικὰ νησιὰ[61].
Εἶναι συγκλονιστικὴ καὶ λεπτομερειακὴ ἡ περιγραφὴ καὶ οἱ πληροφορίες τοῦ Καστάνη. Σὲ τραγικὴ κατάσταση οἱ κάτοικοι κατέφευγαν στὴν οἰκίαν τοῦ Ἄγγλου προξένου καὶ κρύβονταν στὸ σταῦλο της. Ἐν τῷ μεταξὺ πρόλαβαν νὰ δοῦν τὴν κολοσσιαία τουρκικὴν ἁρμάδα νὰ προχωρεῖ, ἑπτὰ πλοῖα καὶ κορβέτες συνοδευόμενες ἀπὸ μικρότερα σκάφη καὶ ἀναρίθμητες βάρκες. Ὁ βομβαρδισμὸς ἄρχισε. Μὲ κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται ἀπὸ τὸν Καστάνη οἱ φρικαλεότητες ποὺ ἀκολούθησαν, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει οὔτε ἡ πιὸ τολμηρὴ φαντασία[62]. Οἱ Τοῦρκοι προχωροῦσαν λυσσαλέα στὸ ἔργο τῆς καταστροφῆς καὶ τῆς σφαγῆς. Εἰσῆλθαν στὸ Λεπροκομεῖον τῆς νήσου καὶ κατέσφαξαν τοὺς λεπροὺς[63].
Καὶ πάλιν χαρακτηριστικὰ τὰ λόγια τοῦ Μάμουκα: «κατ’ ἀκρίβειαν ποτὲ κανεὶς δὲν ἤθελέ σε τὴν ἱστορήση, μόνος τὴν ἐννοεῖς ἐὰν συλλογισθῆς, ὅτι ἐκεῖ (ἐννοεῖ στὴν Χίο) ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς εἶδον νὰ πράττωνται ἐπάνω εἰς τὴν ἀνθρωπότητα θηριωδέστερα τῶν ὅσα εἰς τίγρεις, παρδάλεις καὶ σ’ ἄλλα αἱμοβόρα θηρία τῆς Ἀφρικῆς ὑπαγορεύει ἡ ἄλογος μανία κατὰ τῶν ὁμοφύλων τους ζῴων»[64].
Σημειώσεις:
[46] Ἀνδρέας Ζ. Μάμουκας, ὅ.π., σελ. 6. [47] Ἀνδρέας Ζ. Μάμουκας, ὅ.π. [48] Μαρία Γ. Γιατράκου, ὅ.π., σελ. 175. [49] Βασ. Σφυρόερας, ὅ.π. [50] ὅ.π. [51] ὅ.π. [52] Μαρία Γ. Γιατράκου, ὅ.π., σελ. 176. [53] Ἀνδρέας Ζ. Μάμουκας, ὅ.π., σελ. 7 καὶ 8. [54] Μαρία Γ. Γιατράκου, ὅ.π. [55] Βασ. Σφυρόερας, ὅ.π. [56] ὅ.π. [57] Μ. Γιατράκου, ὅ.π. [58] Α. Μάμουκας, ὅ.π., σελ. 10. [59] Α. Μάμουκας, ὅ.π., σελ. 11. [60] Βάσ. Σφυρόερας, ὅ.π. [61] ὅ.π. [62] Βλ. Χρ. Πλ. Καστάνης, Ὁ Ἕλληνας Ἐξόριστος (μετάφραση Χρήστου Γ. Γιατράκου), ὅ.π., σελ. 39,40. [63] Χρ. Καστάνης, ὅ.π.[64] Α. Μάμουκας, ὅ.π., σελ. 2.