Κοντάκιον Ρωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ «Εἰς τὴν σταύρωσιν». Ἕνα χριστολογικὸν ποίημα

Share:

Τοῦ κ. Βασιλείου Τουλουμτσῆ, Ὑπ. δρος Θεολογικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ

  Σύμφωνα μὲ τὴ γραφίδα τοῦ καθηγητοῦ Παντελῆ Πάσχου «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὁ Σταυρὸς ἢ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα γίνεται λογοτεχνία, γίνεται θέατρο ἢ κινηματογράφος, γίνεται στοχαστικὴ διάλεξη ἢ δημοσιογραφικὸ ἄρθρο, γίνεται εὐκαιρία, γιὰ νὰ δοκιμάσει κανεὶς τὶς ἱκανότητές του μ’ ἕνα τρόπο – ὁποιοδήποτε– ἐπάνω σ  ἕνα σοβαρὸ θέμα. Καὶ μόνο μέσα ἀπὸ τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ φτάσει στὴν κορφὴ τῆς πνευματικῆς φιλοσοφίας καὶ στὴ δόξα τῆς Ἀναστάσεως, ἀνεβαίνοντας τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ περνώντας πνευματικὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς Σταυρώσεως». Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἐκκλησιοποίησης τῆς τέχνης ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα ὁ Ρωμανὸς ὁ Μελῳδός, ὁ ὁποῖος ἀξιοποιεῖ τὴν ποίηση ὡς γόνιμο ἐργαλεῖο καὶ ἀσίγητο στόμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς χρησιμοποιεῖ τὸ καλλιτεχνικὸ καὶ συγγραφικό του τάλαντο μπολιασμένο στὴν ἐν γένει λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, θέλοντας νὰ προβάλλει μὲ ἰδιαίτερο τρόπο τὴ δογματικὴ διδασκαλία της, ἀπαντώντας παράλληλα σὲ συγκεκριμένες ἀποκλίσεις τῶν ἡμερῶν του, ποὺ ἀφοροῦν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἐξαίσιο δεῖγμα ἀποτελεῖ τὸ κοντάκιο ποὺ συνέγραψε «εἰς τὴν Σταύρωσιν».

  Τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμά του εἶναι ὅτι σὲ μορφὴ «θεατρικοῦ δράματος» προσωποποιεῖ τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ ὅλους ὅσους συνέπραξαν στὴν παράδοση καὶ σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ, ἐνῷ διαμέσου τῶν μεταξύ τους γενομένων διαλόγων, ἐπιδιώκει νὰ διατρανώσει, στὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, τὸ βαθύτερο περιεχόμενο τῆς χριστολογίας, τὸ πραγματικὸ δηλαδὴ τῆς ἕνωσης τῶν δύο φύσεων στὴν Ὑπόσταση τοῦ Λόγου, καθὼς ἐπίσης καὶ τὶς συνέπειες αὐτῆς τῆς ἕνωσης ὡς πρὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

  Βλέποντας λοιπὸν ὁ διάβολος τὸ «ἀνεωγμένον ἰατρεῖον» τοῦ Χριστοῦ νὰ ἔχει γεμίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο μὲ θαύματα, σκορπώντας δωρεὰν θεραπεία, ὀδύρεται καὶ ἀναφωνεῖ «τί ποιήσω τῷ υἱῷ τῆς Μαρίας; κτείνει με ὁ Βηθλεεμίτης, ὁ πανταχοῦ τὰ πάντα πληρῶν». Ἀπευθύνεται τότε στοὺς φίλους του, τοὺς ὁποίους ἀποκαλεῖ «φίλους τῆς ζάλης καὶ ἐχθρούς τῆς γαλήνης» καὶ ζητάει τὴ συμβουλή τους γιὰ τὸ τί νὰ πράξει, ἀφοῦ ὁ ἴδιος βρίσκεται σὲ πανικὸ («ἠμαυρώθη μου ὁ νοῦς») καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσει. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη τοὺς ἀκούει νὰ τοῦ δίνουν θάρρος, λέγοντάς του: Βελίαρ, μὴ δειλιάζεις, «θάρσησον, κραταίωσον τὰς φρένας σου· τῶν πρώτων σου καμάτων μνημόνευε· τὰ ἐν παραδείσῳ ἀνακαίνισον». Τὸν συμβουλεύουν δηλαδή, ὅπως παλαιότερα, μέσῳ τῆς ἀπάτης καὶ τοῦ ψεύδους ἐνήργησε στὸν Παράδεισο μὲ τοὺς πρωτόπλαστους, κατὰ παρόμοιο τρόπο νὰ ἐνεργήσει καὶ τώρα.  Ἄλλωστε ἔχει τόσους φίλους καὶ δὲν δικαιολογεῖται νὰ κλαίει σὰν νὰ ἔχει μείνει μόνος. «Ἱερεῖς καὶ γραμματεῖς, Ἰούδας καὶ Καϊάφας, […] Ἡρῴδης σου φίλος διάπυρος» καὶ ὁ Πιλᾶτος πιστὸς ὑπηρέτης. Ἀκούγοντας ὅλα αὐτὰ ὁ διάβολος ἀναθάρρησε καὶ εἶπε: «Εὐφράνθην, ὦ φίλοι, ὅτι τοῖς ἐμοῖς με ἐστηρίξατε». Θὰ τρέξω λοιπὸν πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, ὥστε νὰ ἀναφωνήσουν τὸ  «σταυρωθήτω».

  Στὴ συνέχεια ἐμφανίζονται οἱ Ἰουδαῖοι νὰ ὁμιλοῦν πρὸς τὸν διάβολο, θέλοντας κατὰ κάποιο τρόπο νὰ τὸν ξεκουράσουν ἀπὸ τὴν κακόβουλη καὶ διεστραμμένη αὐτὴ μέριμνά του, λέγοντας πρὸς αὐτόν: Μὴ μεριμνᾶς πλέον, «ἃ εἶχες τελέσαι, ἐτελέσαμεν· παρεδόθη καὶ ἠρνήθη Ἰησοῦς, ἐδέθη, ἐδόθη Πιλάτῳ». Ὁ διάβολος τοὺς ξεκαθαρίζει ὅτι ὁ λόγος ποὺ βρίσκεται ἐκεῖ, δὲν εἶναι διότι τοὺς θεωρεῖ ρᾴθυμους. Μάλιστα δέ, εἶναι πολὺ εὐχαριστημένος ἀπὸ τὸν εἰδωλολατρικὸ τρόπο ζωῆς τους, θυμίζοντάς τους ὅτι εἶναι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, ποὺ καὶ παλαιότερα στὴν ἔρημο προτίμησαν ὄχι τὸν Θεὸ ἀλλὰ τὸν μόσχο. Ἄλλωστε ἡ εἰδωλολατρία συνίσταται ἀκριβῶς σὲ αὐτὸν τὸν ἐγκλωβισμὸ καὶ στὸ «δέσιμο» τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ κριτήρια καὶ τὴν λογική τῆς κτιστῆς πραγματικότητας, σὲ σημεῖο τέτοιο ὥστε νὰ ὁρίζεται ἀπὸ αὐτά. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνεται ἔμμεσα καὶ ἡ σύνδεση μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Φαινομενικὰ καὶ μόνον στὰ λόγια μισοῦν τὸ διάβολο, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα τοῦ ἀνήκουν ἐξ’ ὁλοκλήρου, ὑπηρετώντας τον πιστά, («ἡμέτεροί ἐστε ἐξ ὅλης διανοίας»), σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν υἱὸ τῆς Μαρίας, τὸν ὁποῖο μισοῦν καὶ διώκουν, ὄχι θεωρητικά, ἀλλὰ λόγῳ καὶ ἔργῳ.

  Στὴ 12η στροφή, ὁ Ρωμανὸς τονίζει τὸ νηπτικὸ βάθος τῆς Γραφῆς, ἡ ὁποία ἂν δὲν γίνει σταθερὸ καὶ συνεχὲς βίωμα, παραμένοντας ὡς ἐκ τούτου ὡς ἁπλὴ ἐγκεφαλικὴ γνώση, σωτηριολογικῶς δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ διάβολος προτρέπει τοὺς φίλους του νὰ μὴν «σφίξουν τὰ ρητὰ τοῦ νόμου Μωσέως» ἐντός τῆς διανοίας τους, ὥστε αὐτὰ νὰ γεννήσουν τὴν ἐσωτερικὴ καρδιακὴ προσευχή, ἀφοῦ τοὺς θέλει ἁπλῶς «ἀναγνώστας καὶ μὴ γνώστας γραφῶν».

  Στὸ σημεῖο αὐτὸ ξεκινᾶ ὁ διάλογος μεταξὺ τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου, ὅπου ὁ θάνατος τοῦ ἀποκαλύπτει ἔντρομος ὅτι ἡ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ Πιλάτου, τοῦ προκάλεσε μεγάλο φόβο, πιστεύοντας πὼς αὐτὴ δηλώνει γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι σχεδιάζει νὰ κάνει ἄνω κάτω τὸν Ἅδη (φιμῶσαι με ἔχει ἐν τῷ θάπτεσθαι). Στὸ ἄκουσμα αὐτὸ ὁ διάβολος γελᾶ μὲ τὴ δειλία τοῦ θανάτου. Ὅμως ὁ θάνατος, θέλοντας νὰ δικαιολογήσει τὴ στάση του, ὑπενθυμίζει στὸν διάβολο –ἁπλῶς ἐνδεικτικὰ- κάποια ἀπὸ τὰ τραύματα πού ὑπέστη στὸ πρόσφατο παρελθὸν ἐνώπιον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, λέγοντας: «οὐκ ἐκ τῶν μνημάτων σε ἀπήλασεν; οὐ Χαναναίας ἀπεδίωξε; μετὰ ταῦτα τοῦ ἀλάλου καὶ κωφοῦ ἀλλότριον ἐποίησέ σε ὁ πανταχοῦ τὰ πάντα πληρῶν». Ὁ διάβολος παραδέχεται πὼς ὅλα αὐτὰ ὄντως τὰ γνωρίζει καλῶς, ἐνῷ παράλληλα προχωρεῖ καὶ σὲ μία καταπληκτικὴ χριστολογικὴ ὁμολογία, κατὰ τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι ὁ Χριστὸς ὅ,τι πάσχει γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἀφορᾶ μόνον τὴν παθητὴ ἀνθρώπινή Του φύση, παραμένοντας ἡ θεία φύση ἐντελῶς ἀπαθὴς («ἔγνων καὶ παρὰ γνώμην, ὅτι ἀήττητος Χριστὸς ἐν φύσει νικωμένη»). Παρὰ ταῦτα δὲν ἐγκαταλείπει τὸν ἀγῶνα καὶ «τῆς πάλης οὐκ ἀφίσταται», ξεκινώντας νὰ κινηθεῖ πρὸς τὰ ὄργανά του, τοὺς Ἰουδαίους. Ἐδῶ παρατηρεῖται ὁ ἀπόλυτος παρὰ-Λογισμός, ὁ ὁποῖ­ος ἀποδεικνύει τὴν ἀρρωστημένη κατάσταση ποὺ βιώνει τὸ κτιστὸ ἔλλογο ὄν, ὅταν ἠθελημένα ἀρνεῖ­ται τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁμολογεῖ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ συνέπεια τὴν δική του ἀπόλυτη ἀδυναμία, θὰ προσπαθήσει μὲ ἑωσφορικὴ μανία νὰ τελειώσει αὐτὸ ποὺ ἄρχισε, ὥστε νὰ ἀποφύγει τὴ ντροπή, δηλώνοντας πὼς «ἐὰν οὖν ἐκφύγω, καταισχύνομαι». Νιώθει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ τὸν κολάζει, αἰτία ὅμως τῆς προσωπικῆς του κόλασης δὲν εἶναι ὁ ὄντως ἀγαθὸς Χριστός, ἀλλὰ ἡ διαφοροποίηση τοῦ θελήματός του ὡς ἀρρωστημένου γνωμικοῦ («τῷ Βηθλεεμίτῃ ἀντιτάσσομαι»), ποὺ τὸν κάνει νὰ στέκεται ἀπέναντί Του ὡς ἀντικείμενος μὲ ἀντεστραμμένα καὶ διεστραμμένα κριτήρια ἀληθείας.

  Παίρνοντας τὸν λόγο ὁ θάνατος, ξεκαθαρίζει στὸν διάβολο νὰ μὴ τὸν ὑπολογίζει σὲ αὐτὸ του τὸ ἐγχείρημα, τὸ ὁποῖο δὲν συμμερίζεται, τονίζοντας ὅτι ὁ ἴδιος θὰ κοντέψει στὸ Σταυρὸ μόνον ἐὰν τοῦ κάνει νεῦμα ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ἀφοῦ «εἰ μὴ γὰρ θελήσει, οὐ θνήσκει». Στὸ σημεῖο αὐτὸ τονίζεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἑκουσίως προσέρχεται καὶ παραδίδει Ἑαυτὸν σὲ θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.  Ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία τὸ ὅτι ὁ Ρωμανὸς βάζει ἐνδιάμεσα τὸ θάνατο καὶ τὸ διάβολο ὡς σκοτεινὲς καὶ φθοροποιὲς δυνάμεις νὰ ὁμολογοῦν ἀδίστακτα τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, θέλοντας νὰ ἀπαντήσει στὶς ἀναφυόμενες χριστολογικὲς αἱρέσεις, οἱ ὁποῖες κατὰ διαφόρους τρόπους «ἄδειαζαν» κυριολεκτικὰ τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας.

  Βλέποντας ὁ διάβολος τὴν ὀπισθοχώρηση τοῦ θανάτου, κινήθηκε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους, στοὺς ὁποίους βρῆκε ὅ,τι ἔψαχνε. Αὐτοὶ μάλιστα τὸν ὁδήγησαν μπροστὰ στὸ Χριστό, ὁ Ὁποῖος μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὕβρεις καὶ μαστιγώσεις, πλέον κείτονταν «ὡς σάλπιγξ ἐν τῷ ξύλῳ». Βέβαιοι ὅτι ἔχουν ὁλοκληρώσει τὴν ἐξόντωση Αὐτοῦ ποὺ τόση ἀναστάτωση εἶχε προκαλέσει στὸ ἄκαρπο ἱερατικὸ καὶ πολιτικὸ κατεστημένο, ἀναφέρουν στὸν διάβολο καὶ μία εἴδηση μὲ σκοπὸ νὰ τὸν κάνουν νὰ γελάσει. Ἡ εἴδηση ἦταν ὅτι «εἷς τῶν λῃστῶν τῶν μετ’ αὐτοῦ δικαίως σταυρωθέντων, κράζει αὐτῷ μνήσθητί μου, Κύριε». Στὸ ἄκουσμα αὐτό, ὁ μισόκαλος διάβολος «ἐστύγνασεν» καὶ ἀφοῦ ἔσκυψε περίλυπος τὸ κεφάλι του κραύγασε: «Εἰ ἐν ξύλῳ μαθητάς χειροτονεῖ, ἐν τάφῳ παιδευτάς καθίσει». Ἐνθυμήθηκε τότε τὴ συμβουλὴ τοῦ φίλου του θανάτου καὶ πλέον συμφώνησε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν ἄτοπη ἡ προσπάθεια, ἀφοῦ «οὐδὲν ἠδικήθη Ἰησοῦς ἐκ τοῦ πάθους». Τώρα πλέον παρακαλεῖ τὸν θάνατο νὰ τὸν πάρει, ἐφόσον νιώθει ἀδύναμος καὶ καταντροπιασμένος ἀπὸ «τὴν αἰσχύνην τὴν πολλὴν ἥν ἔλαβεν ἐκ τοῦ ξύλου».

  Ἡ 23η καὶ τελευταία στροφὴ τοῦ κοντακίου, ἐπαναλαμβάνει καὶ τονίζει αὐτὸ ποὺ οἱ ἄνομοι ἄθελά τους ὁμολόγησαν. Ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Σαρκωμένος Λόγος τοῦ Πατρός, «βουλῇ ἐσταυρώθη καὶ γνώμῃ ἐνεκρώθη». Δὲν εἶναι ἕρμαιο τῆς ἀνθρώπινης κοσμικῆς ἐξουσίας, στὴν ὁποία μοιραῖα ὑποτάσσεται. Εἶναι «ὁ πάντα περιέχων δρακί», ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας, μέσα στὴν ὁποία ἀποκαλύπτεται ἡ ἄφραστη πρόνοιά Του γιὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Του. «Οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη», διότι «ἑκών ἀφῆκε τὸ πνεῦμα καὶ ἄκων οὐκ ἐγένετο ἐν νεκροῖς». Μέσα ἀπὸ τὴ διαλογικὴ αὐτὴ πλοκὴ τοῦ ἔργου, ὁ Ρωμανὸς ἀφενὸς προβάλλει τὴν ὀρθόδοξη χριστολογία ὡς πίστη καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῷ ἀφετέρου καταδεικνύει τὸ ἀνυπόστατο καὶ ἀδύναμο τοῦ κακοῦ, ἀποδομώντας τὴν ὁποιαδήποτε μανιχαϊστικὴ ἀντίληψη.

Previous Article

«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον καὶ κόσμος ἁγιάζεται»

Next Article

Πατερικὸς λόγος εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸν