Γράφει ὁ κ. Ἰωάννης Λίτινας
1ον
«Σήμερα προσπαθοῦν νά γκρεμίσουν τήν πίστη, γι’ αὐτό ἀφαιροῦν σιγά-σιγά ἀπό καμμιά πέτρα, γιά νά σωριασθεῖ τό οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιά τό γκρέμισμα αὐτό· ὄχι μόνον αὐτοί πού ἀφαιροῦν τίς πέτρες καί τό γκρεμίζουν, ἄλλα καί ὅσοι βλέπουμε νά γκρεμίζεται καί δέν προσπαθοῦμε νά τό ὑποστυλώσουμε»[1], ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος, διαβλέποντας στήν ἐποχή του τίς μεθοδεῖες τῶν ἐχθρῶν τῆς Πίστεως.
Σαράντα χρόνια μετά, «τό γκρέμισμα τῆς Πίστεως» ἔχει προχωρήσει πολύ καί συνεχίζεται ἀδιάκοπα. Ἄν ζοῦσε ὁ ἅγιος στὶς μέρες μας, πόσο περισσότερο θά ἔφριττε καί ἀντιδροῦσε βλέποντας τήν ὑπερψήφιση τοῦ σoδoμικοῦ νόμου ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀναιμικῆς ἀντίδρασης τῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀπό παλαιότερα∙ μέ τήν προσυνοδική προσπάθεια στό Σαμπεζύ γιά κατοχύρωση τῆς ὁμοφυλοφιλίας[2] στά κείμενα τῆς μετέπειτα διεξαχθείσης ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης, τήν φαναριώτικη δημιουργία νέου Οὐκρανικοῦ σχίσματος, τήν ἀπαγόρευση τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν λατρεία; Πόσο πολύ θά θλιβόταν ἡ ἁγία του καρδιά ἀπό τήν ἐπιβολή βλάσφημων «ὑγειονομικῶν μέτρων» στούς ἱ.ναούς (νεοβαρλααμισμός) ὑπό τίς ὁδηγίες τῆς ΔΙΣ καί τήν τέλεση Ἀνάστασης κατά τό Μ. Σάββατο; Πόση λύπη θά ἔνοιωθε ἀπό τήν αὔξηση τῶν συμπροσευχῶν μέ αἱρετικούς καί ἀλλοθρήσκους, τίς καινοτομίες στήν Ἱ.Παράδοση, καί τήν ἔνοχη σιωπή σέ κάθε ἀντεθνικό καί ἀντίχριστο νόμο; Τέλος, πόση ὀδυνηρά ἔκπληξη θά δοκίμαζε ὅταν ὑπό τό βάρος τῶν θλίψεων κατέφευγε, ὅπως ἄλλοτε, νά ’βρει, παρηγοριά στόν Ἐσταυρωμένο[3] καί διαπίστωνε ὅτι ἀφαιρέθηκε, μάλιστα μέ ἐναντίον Του κατηγορίες;
1. Συνοδεία κακοδοξίας ἡ ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου
Ἄν καί μόνο ἡ λειτουργική χρήση τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀπό σειρά ἁγίων Πατέρων [4] ἦταν ἀρκετή νά καταδείξει τό ἄτοπον κάθε ἀντίθετου ἰσχυρισμοῦ, «οὐκ εὔλογον ἡγησάμην σιγᾶν καὶ δεσμὸν ἐπιθεῖναι τῇ γλώσσῃ»[5]∙ ἐλλείψει κάποιας στοχευμένης σχετικῆς πραγματείας καί παρά τήν ἐπίγνωση τῆς μηδαμινότητάς μας ἐκπονήσαμε ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας ταπεινό μελέτημα γιά τή θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου στό Ἱερό Βῆμα[6], ἐπιχειρώντας μία ἀπολογητική ἔναντι τῶν προτεθειμένων ἐπιχειρημάτων μέ παράθεση πατερικῶν διδασκαλιῶν καί πράξεων, πρός ἀνάδειξη τῆς ἐκκλησιαστικῆς Του συμφωνίας μέ τήν λατρεία καί ἐν γένει τήν ὀρθόδοξη Ἱερά Παράδοση. Ὑπεβλήθη, μέ τήν ἐλπίδα νά στηριχθῆ στήν πίστη του κάθε ἀδελφός πού κλονίσθηκε ἀπό τήν ἄθεσμη ἀφαίρεση καί νά ἀρθῆ ἡ ὑποτίμηση τοῦ Κυρίου μας ἐπαναφέροντας τόν Ἐσταυρωμένο. Δυστυχῶς ὅμως, τό κακόδοξο ἐγχείρημα τῆς ἀφαιρέσεως φαίνεται πώς παγιώνεται στήν Ἱ.Μ. Περιστερίου.
Στό παρόν πόνημα, ὡς συμπλήρωμα τοῦ πρώτου, παρατίθενται ἐπιπλέον χρήσιμες πληροφορίες περί τοῦ θέματος, ἐπαναλαμβάνονται ἀναγκαῖα στοιχεῖα γιά τόν ἀναγνώστη πού δέν ἔχει ὑπόψιν του τήν πρώτη ἀπολογητική, ἐκθέτοντας συγχρόνως τούς λόγους ἐκείνους πού στοιχειοθετοῦν τήν ἀποβολή Του ὡς ἀναβίωση τῆς εἰκονομαχίας ὑπό νέα μορφή, αἰτούμενοι τήν κρίση ἐπ’ αὐτῶν ἀπό «ἅπαντα τόν τοῦ Θεοῦ λαόν, τό ἔθνος τό ἅγιον, τό βασίλειον ἱεράτευμα»[7]. Στή μακραίωνη ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλωστε, παρατηρεῖται συχνά τό φαινόμενο ἐπανεμφάνισης αἱρέσεων καί αἱρετικῶν δράσεων πού ἔχουν καταδικαστεῖ στό παρελθόν συνοδικά, προσφερόμενες ὑπό νέα μορφή καί διδασκαλία, ἐξυπηρετώντας ἐνίοτε διαφορετικούς σκοπούς. Ὡστόσο, δικός μας σκοπός «οὐ νικῆσαι, ἀλλὰ τῇ ἀληθείᾳ πολεμουμένῃ χεῖρα ὀρέξαι, τῆς προαιρέσεως ὀρεγούσης χεῖρα δυνάμεως»[8].
Ἔχοντας ὄχημα τήν ἐπενδυμένη μέ «ὀρθόδοξο χρῶμα» ἀπό τόν Περγάμου Ἰωάννη (Ζηζιούλα) προτεσταντική «θεολογία τῆς ἐλπίδας»[9] καί προορισμό τήν ἐμπέδωση στό ποίμνιο τῆς πλάνης τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ, (ὁ ὁποῖος συνεπικουρεῖ μέ τήν σειρά του στήν ἐκπαραθύρωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεσμοθέτηση ἑνός «Πρώτου ἄνευ ἴσων» πάπα στήν Ὀρθοδοξία), ἐκκολάπτεται σέ ὁρισμένες Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μέ πρώτη σέ καθολική ἐφαρμογή τήν Ἱ.Μ.Περιστερίου[10], ἡ αὐθαίρετη καί χωρίς συνοδική κατοχύρωση πρακτική, κατά τήν ὁποία ἀποβάλλεται ἀπό τούς ναούς καί συγκεκριμένα ἀπό τό Ἱερό Βῆμα πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, ὁ Ἐσταυρωμένος καί ὁ Σταυρός λιτανειῶν[11], ὑπό τό πρόσχημα διορθώσεως τῆς ὑφιστάμενης «λανθασμένης» παράδοσης καί ἐπιστροφῆς στήν προηγούμενη «σωστή». Ταυτόχρονα, ἀντ’ αὐτῶν τοποθετεῖται (πάλιν αὐθαίρετα) τό ἐγκαταλελειμμένο κατά τήν βυζαντινή περίοδο σύνθρονο[12], τό ὁποῖο σέ πολλές περιπτώσεις λόγῳ ἔλλειψης ἐπαρκοῦς χώρου στήν κόγχη τοῦ Ἱ. Βήματος δέν εἶναι παρά μόνο ἕνας θρόνος, αὐτός τοῦ ἐπιχώριου μητροπολίτη. Ὅπως πολύ εὔστοχα ἔχει παρατηρηθῆ, «τήν Παράδοση ἐπικαλοῦνταν ὅσοι ἤδη ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους παραχάρασσαν τή διδασκαλία καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά καί μεταγενέστερα ὅσοι, ἐκ πρώτης ὄψεως τήν ἀπέρριπταν, οὐσιαστικά τήν ἀνανοηματοδοτοῦσαν μή ἀποδεχόμενοι τό προγενέστερο περιεχόμενό της» [13].
Ἐμβόλιμα, ἀξίζει νά σημειωθεῖ τό ἑξῆς «παράδοξο»: Οἱ μητροπολίτες ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐπαίσχυντου νομοσχεδίου περί «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων «ἐξουσιοδοτοῦνται»[14] ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ἀφ’ ἑνός μέν νά πράξουν αὐτό πού εἶναι ἀπολύτως αὐτονόητο ὡς χρέος θεσπισμένο ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες[15], ἤτοι τό νά διδάσκουν, νά ἑρμηνεύουν καί νά νουθετοῦν πρός τήν εὐσέβεια καί τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἀπολαμβάνουν στήν πράξη πλήρη ἐλευθερία νά ἐνεργοῦν κατά τό δοκοῦν, αὐθαίρετα καί δυστυχῶς ὅπως ἀποδεικνύεται ἀνατρεπτικά, σέ θέματα πού ἔχουν νά κάνουν μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία καί παράδοση. Σύγχρονος ἔλεγχος στό τελευταῖο ὀρθώνεται ἀσφαλῶς ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὁ ὁποῖος ἀντιδρώντας στήν ὅποια ἄθεσμη καινοτομία ἐπιχειρεῖτο, νουθετοῦσε: «ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι καράβι τοῦ κάθε ἐπισκόπου νά κάνη ὅ,τι θέλει» [16].
Στήν Ἱ.Μητρόπολη Περιστερίου ἡ καθολική ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ λιτανειῶν ἀπό τήν θέση τους πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα συνετελέσθη μέσα σέ διάστημα περίπου ἑνός χρόνου. Κοινός παρονομαστής τῶν κινήσεων αὐτῶν ἦταν ὁ «ἐν τῷ κρυπτῷ» τρόπος ἀπομάκρυνσης. Ἐρήμην, δηλαδή, τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί χωρίς προηγούμενη ἐνημέρωση, διότι προφανῶς οἱ ἑκάστοτε ἐνεργοῦντες τήν ἀφαίρεση ἀντιλαμβάνοντο ὅτι δέν ἦταν δυνατόν νά ἀποτολμηθῆ ἐπί παρουσίᾳ του, οὔτε βεβαίως νά τό φέρουν προηγουμένως εἰς γνῶσιν καί νά ἐπιτύχουν τήν συναίνεσή του.
Ὁ Ἐσταυρωμένος λοιπόν καταγγέλλεται ἀπό τούς ὑποστηρίζοντας συνειδητά τήν ἀποβολή Του, ὅτι προκαλεῖ «ἀλλοίωση στήν ἐσχατολογική προοπτική τῶν πιστῶν», «ὀντολογική σύγχυση», ὅτι «εἶναι λάθος νά βρίσκεται πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα», ἐνῶ θεωρήθηκε de facto σωστό νά ἀποβληθῆ ἐντελῶς σέ ἀποθῆκες, δωμάτια καί γραφεῖα ἤ νά μετατεθῆ στό γυναικωνίτη ἤ κάποια ἄλλη γωνιά τοῦ ναοῦ.
Ἐκτός τῆς ἀντιπατερικῆς «θεολογίας τῆς ἐλπίδας», χρησιμοποιοῦνται ἐπίσης ἐπιχειρήματα ὅπως: «ἡ θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου εἶναι κανονικά στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί ὄχι πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα», χωρίς νά ὑποδεικνύεται ποιά ἦταν ἡ «κανονική» θέση Του (καί ἄν ὑπῆρχε Ἐσταυρωμένος) πρίν τήν κατασκευή καί ὕψωση τῶν τέμπλων, κατά τούς πρώτους δηλαδή 5 μέ 6 αἰῶνες τῆς χριστιανοσύνης. Σύν τοῖς ἄλλοις, ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα παρουσιάζεται ὡς δυτικόφερτος, ὡς ἀπόδειξη δῆθεν κακῆς δυτικῆς ἐπίδρασης στήν ὀρθόδοξη λατρεία καί ἀλλοίωσης πού ἔχει ὑποστῆ ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀπό τούς παπικούς καί προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι δίνουν ἔμφαση στήν Σταύρωση καί δέν προχωροῦν στήν Ἀνάσταση∙ (ἰσχυρίζονται ὅτι ὑφιστάμεθα «ἀπώλεια τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης»). Πρᾶγμα ἐπίσης ἀνυπόστατο[17]. Οἱ θέσεις αὐτές ἐξετάστηκαν κάτω ἀπό τό φῶς τῆς ὀρθόδοξης Ἱ. Παράδοσης στό προηγούμενο μελέτημα.
Προβάλλεται ἐπίσης ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ἔχουμε ἤδη Ἐσταυρωμένο στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί βάλαμε καθ’ ὑπερβολήν καί δεύτερον στό ἱερό», χωρίς ἀσφαλῶς νά δίνεται ἀπάντηση ὁμοίως στό γιατί δέν εἶναι ὑπερβολή π.χ. ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου πού ἐπαναλαμβάνεται δύο καί τρεῖς καί τέσσερις καί πέντε καί ἕξι ἐνίοτε φορές[18], ἤ γιά ποιόν λόγο νά ἀφαιρεῖται ὁ Ἐσταυρωμένος πίσω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα στήν περίπτωση πού ὁ ναός δέν ἔχει οὔτε αὐτόν τόν ἕνα στήν κορυφή τοῦ τέμπλου ἤ ἀκόμα γιατί δέν εἶναι ὑπερβολή ἡ ὕπαρξη δεκάδων Σταυρῶν (μικρῶν ἤ μεγάλων) πού ὑπάρχουν μέσα στούς ναούς.
Κατά τήν ἴδια συλλογιστική, ἐάν ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ θρόνος τοῦ Μητροπολίτου εἶναι ἕνας καί βρίσκεται «κανονικά» στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος (σύνθρονο), ἀφοῦ αὐτό γνώριζε ἡ παλαιά παράδοση μέχρι τόν 10ο αἰ. καί ὄχι στόν κυρίως ναό, ὅπου μεταφέρθηκε καί βρίσκεται ἔκτοτε μέχρι σήμερα, θά πρέπει συνεπῶς νά ἀφαιρεθεῖ ὁ νεώτερος, δεύτερος θρόνος ἀπό τόν κυρίως ναό. Ἀλλά κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο σέ ὅσους ὑποστηρίζουν τήν ἀφαίρεση τοῦ Ἐσταυρωμένου μέ τίς ἀνωτέρω προφάσεις, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει τό ὑποκριτικό καί σκόπιμο τῶν προθέσεων. Πλήν ὅμως, ἡ παράδοση δέχθηκε γιά ἕνα μεταβατικό διάστημα τήν συνύπαρξη συνθρόνου καί δεσποτικοῦ θρόνου μέχρι τήν ὁριστική ἐγκατάλειψη τοῦ πρώτου.
Καταγγέλλεται ἀκόμα καί ἡ ἁγιογράφηση τῶν συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν, (δηλαδή ἡ ἁγιογράφηση τῶν Ἱεραρχῶν σέ στάση τριῶν τετάρτων πού ἀνάγεται ἀπό τό τέλος τοῦ 11ου αἰ. στήν ἁψῖδα τοῦ Ἱ.Βήματος [19]) ὡς ἀποτέλεσμα τῆς «διπλῆς ἀλλοίωσης» πού ἔχουν ὑποστῆ οἱ ὀρθόδοξοι (καί μάλιστα οἱ ἁγιογράφοι), ἀφοῦ μετά τήν τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου στήν κόγχη, δῆθεν ἔστρεψαν καί τούς ἱεράρχες νά κοιτοῦν Ἐκεῖνον καί ὄχι μετωπικά «ὅπως πρέπει», καί ἄρα «ἐχάθη ἡ ἐσχατολογική προοπτική τῆς Ἐκκλησίας» [20]. Κι ἐδῶ βεβαίως εἶναι προφανής ἡ ἀστοχία τοῦ ἐπιχειρήματος ἀπό τήν χρονική -τοὐλάχιστον- ἀναντιστοιχία εἰσαγωγῆς τοῦ Ἐσταυρωμένου καί ἁγιογράφησης συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν.
Ἀσφαλῶς, ἀποφεύγεται ἡ συζήτηση γιά τόν Σταυρό λιτανειῶν, διότι ἡ ἀφαίρεσή του δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθῆ μέ τό πρόσχημα ἐπιστροφῆς σέ παλαιότερη παράδοση, ἀφοῦ ὁ Σταυρός αὐτός ἐντοπίζεται σέ χρήση ὅπως σήμερα πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα, ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες (σώζεται Σταυρός λιτανειῶν ἀπό τόν 6ο αἰ. στό Βυζαντινό καί Χριστιανικό Μουσεῖο).
Εἰσάγοντας τήν «θεολογία τῆς ἐλπίδας» στήν ἐπιχειρηματολογία τῆς ἀποβολῆς, διδάσκoνται οἱ κάτωθι ἐπιγραμματικά ἀναφερόμενες θέσεις:
Τό ἀρχικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ «μεταφορά» τοῦ πρωτοπλάστου ἀπό τήν φάση τοῦ προαιωνίου ἀπευθείας στά «ἔσχατα» καί στή Βασιλεία, χωρίς νά παρεμβληθῆ ἡ φάση τῆς Ἱστορίας (πού ἑρμηνεύεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πτώσεως), στήν ὁποία βρισκόμαστε.
Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων «τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἀποτυγχάνει» καί διαλέγει ὡς ἐναλλακτική λύση νά φέρει τόν Υἱόν Του. Ἡ Ἐνσάρκωση γίνεται μέσα στήν Ἱστορία. Ἡ Ἱστορία δέν εἶναι στόν ἀρχικό σχεδιασμό τοῦ Θεοῦ. Προέκυψε ἀπό τήν πτώση.
• Ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάληψη δέν βρίσκεται στήν Ἱστορία (παροῦσα φάση), ἀλλά στήν Βασιλεία, στά «ἔσχατα» («ἐσχατολογικός Χριστός» – «ἐσχατολογική Ἐκκλησία»). Βρίσκεται ταυτοχρόνως καί πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα κατά τήν τέλεση (μόνο) τοῦ Μυστηρίου τῆς Θ.Εὐχαριστίας. Ἡ Ἐκκλησία ὁμοίως βρίσκεται στά «ἔσχατα» καί ἔρχεται στήν Ἱστορία κατά τήν τέλεση τῆς Θ. Εὐχαριστίας.
• Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ὡς εἰκόνα τῆς Βασιλείας (πρβλ. «εἰκονική ὀντολογία» Ζηζιούλα).
• Ἡ Ἐκκλησία εἰσάγει τόν Χριστό στήν φάση τῆς Ἱστορίας.
• Ἡ Σταύρωση αὐτονομεῖται, θεωρεῖται «στιγμιαῖο» γεγονός καί ἁπλῶς ὡς μέσον πρός τήν Ἀνάσταση, ἡ ὁποία ἀντιδιαστέλλεται ὡς «αἰωνία».
Συνεπακόλουθα, ἡ ὅλη ἐπιχειρηματολογία προχωρεῖ σέ ἀνορθόδοξη θεώρηση τῆς λατρείας. Διασπᾶται τό «ἑνιαῖον» τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὑπερτονίζεται ἡ Ἀνάσταση καί κατ’ ἀνάγκην τά ὑπόλοιπα θεῖα γεγονότα ὑποβαθμίζονται[21]. Ἡ Ἐσχατολογία ἀποκτᾶ δυσανάλογα μεγαλύτερη θεολογική βαρύτητα ἀπό σύνολη τήν θεολογία, ὅπως αὐτή ἀντικατοπτρίζεται στήν λατρευτική πράξη, ἐνῶ ἡ Θεία Λειτουργία ἑρμηνεύεται ὡς ἕνα εἶδος ἱερᾶς παραστάσεως, τῆς ὁποίας ἡ ὑπόθεση εἶναι ἡ διαδοχική ἱστορικά ἀναπαράσταση τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, παραβλέποντας τό πολυσήμαντο τῶν ἱερῶν πράξεων καθώς καί τό «ἱστορικό πρωθύστερο» ὁρισμένων συμβολισμῶν[22].
Παράλληλα ὁ ὀρθόδοξος ναός ἑρμηνεύεται εἰς τρόπον ὥστε νά ἐξυπηρετεῖται ἡ θεολογία αὐτή: Ἐννοιολογική διάκριση τοῦ ναοῦ σέ δύο μέρη (Ἱστορία καί Ἔσχατα) ἀντί τῆς τριμεροῦς πατερικῆς ἑρμηνείας (Συμεών Θεσσαλ., Γερμανός Κων/πόλεως). Ταύτιση τῆς κορυφῆς τοῦ τέμπλου μέ τόν Γολγοθᾶ, ὅπου ἐκεῖ ὁ Ἐσταυρωμένος «πρέπει νά ἔχει κλίση πρός τά κάτω καί ὄχι κάθετα, ὥστε νά παρατηρῆ τά τελούμενα» (γεννᾶται βεβαίως ἐδῶ τό ἐρώτημα, τί γίνεται στούς ναούς, ὅπου δέν ὑπάρχει Ἐσταυρωμένος στήν κορυφή τοῦ τέμπλου καί ὁ μοναδικός πίσω ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα ἔχει ἀφαιρεθεῖ. Ἀπό ποῦ θά «παρατηρῆ τά τελούμενα» ὁ Χριστός;). Ἐπίσης ἡ εἰκόνα τῆς Ἄκρας Ταπείνωσης στήν Ἱ.Πρόθεση λογίζεται ἀνάρμοστη ἐπειδή «ἐκεῖ εἶναι τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως» καί δῆθεν τοποθετήθηκε ἐκεῖ ἀπό «προτεσταντικό καί ρωμαιοκαθολικό ἐπηρεασμό». Ἡ κόγχη ἀποκόπτεται ἐννοιολογικά καί συμβολικά ἀπό τό ἑνιαῖον τοῦ Ἱεροῦ Βήματος καί ἡ κατασκευή της αἰτιολογεῖται «ὥστε νά τοποθετηθοῦν τά ἔσχατα καί ἡ Βασιλεία», κ.ἄ.) [23]. Τελικά, φθάνει μέχρι νά γίνεται λόγος γιά «σχιζοφρένεια» τῶν ὀρθοδόξων πού δέν ἔχουν αὐτή τήν θεώρηση.
Ἡ ἑρμηνευτική τοῦ χώρου μεταξύ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῆς κόγχης ὡς ἀποκλειστικοῦ «χώρου ἐσχάτων» ἀπαιτεῖ τήν παντελῆ ἀπουσία κάθε ἀντικειμένου ἤ προσώπου πού ἀνήκει στό φάσμα τῆς «Ἱστορίας». Ἔτσι, ὁ Σταυρός λιτανειῶν, τά ἑξαπτέρυγα, ὁ Ἐσταυρωμένος ἀκόμα καί οἱ λειτουργοί ἱερεῖς δέν ἔχουν θέση στό χῶρο αὐτό παρά μόνο ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἐγείρεται λοιπόν ὁ ἰσχυρισμός ὅτι «ἀτενίζοντας πρός τήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ στά ἔσχατα, δέν ἁρμόζει νά βλέπουμε τόν Σταυρό ἤ τόν Ἐσταυρωμένο». Ἐντούτοις, κατά παράδοση στήν εἰκονογραφία τῆς «Ἑτοιμασίας τοῦ Θρόνου» , ὁ Σταυρός εἰκονίζεται πάνω στόν ἄδειο θρόνο στήν πολύμορφη παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας , ἀλλά καί τῆς ἐπουρανίου Ἱερουσαλήμ. Τόσο ὁ θρόνος, ὅσο καί ὁ Σταυρός προσλαμβάνουν σαφῆ ἐσχατολογική ἔννοια, διότι ἀναφέρονται στό γεγονός, ὅπου θά καθίσει ὁ Κύριος κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ὡς Κριτής.
Ἔτσι, καί σέ αὐτήν τήν περίπτωση δέν μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ ἡ ἄρνηση καταλληλότητας τοῦ Σταυροῦ στόν τόπο αὐτόν, ἀφοῦ: α) ὁ Σταυρός εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν ἐσχατολογικό σύμβολο, «τό σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (Μτ.24,30) πού θά σηματοδοτεῖ τόν ἐρχόμενο Κύριο κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του ἐγκαινιάζοντας τήν αἰώνια Βασιλεία. Ὁ δέ Ἐσταυρωμένος καί Ἀναστάς διατηρεῖ πάνω στό Πανάγιο Σῶμα Του τίς πληγές πού Τοῦ προξένησαν ἐπί γῆς, καί μέ αὐτές τίς πληγές «ὄψεται αὐτόν πᾶς ὀφθαλμός καί οἵτινες αὐτόν ἐξεκέντησαν» (Ἀποκ.1,7), β) οἱ Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Σταυρός εἶναι τό ξύλον τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ἵσταται στό μέσο τοῦ Ἱεροῦ πού εἰκονίζει τόν Παράδεισο καί ὅτι μέ τήν θέαση τοῦ Ἐσταυρωμένου οἱ ὀφθαλμοί τῶν πιστῶν ἐξαγιάζονται, γ) ἡ ἀρχαία εἰκονογραφία ἐπιβεβαιώνει τόν ἐσχατολογικό χαρακτῆρα τοῦ Σταυροῦ καί δ) ἡ ἀρχαιοτάτη ἀκολουθία τοῦ «Σταυροπηγίου»[24] δεικνύει τήν πῆξιν Σταυροῦ (καί ὄχι εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως) στά θεμέλια τοῦ ναοῦ ὡς ἔνδειξη «καθιερώσεως τοῦ χώρου τοῦ μέλλοντος νὰ ἀνεγερθῇ ναοῦ», ὑφίσταται δέ, τουλάχιστον ἀπό τον 8ο αἰ.
Σημειώσεις:
[1] ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι Β’, Πνευματική Ἀφύπνιση, Ἔκδ: Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλ.1999, σελ.20-21.
[2] Βλ. Ἡ ὁμοφυλοφιλία, μῆλον τῆς ἔριδος γιά τούς Ὀρθόδοξους Ἱεράρχες στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ethnegersis.substack.com
[3] Ὁ ἅγ. Παΐσιος, ὅταν ἐνοχλεῖτο μία νύκτα ἀπὸ τοὺς δαίμονες, κατέφυγε στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ ὅπως διηγεῖτο: «Μπῆκα στὸ Ἱερό, γιὰ νὰ μὴ ἀκούω, καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, κοντὰ στὸν Ἐσταυρωμένο, ἔμεινα μέχρι τὸ πρωί», στό ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι ΣΤ΄, Περί Προσευχῆς, ἔκδ. Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2012, σελ.64.
[4] Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε τούς Ἁγίους: Νεκτάριο Πενταπόλεως, Νικόλαο Πλανᾶ, Ἀρσένιο Καππαδόκη, Σάββα Καλύμνου, Ἰάκωβο ἐν Εὐβοίᾳ, Πορφύριο Καυσοκαλυβίτη, Παΐσιο Ἁγιορείτη, Ἄνθιμο Χίου, Καλλίνικο Ἐδέσσης, Γεώργιο (Καρσλίδη), Νικηφόρο τόν Λεπρὸ, Εὐμένιο (Σαριδάκη), Ἀμφιλόχιο Πάτμου, Παναγῆ Μπασιᾶ κ.ἄ.
[5] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, ΕΠΕ 3,20.
[6] Βλ. ΛΙΤΙΝΑ Ι. Ὁ Ἐσταυρωμένος στό Ἱερό Βῆμα. Μελέτημα περί τῆς ἐπιχειρουμένης ἀποβολῆς Του, Β’ Ἔκδοση, Ἀθήνα 2023.
[7] ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς ἁγίας εἰκόνας, ΕΠΕ 3,24.
[8] Ὅ.π. σελ.25, Ξεκινώντας ὁ ἱερός Δαμασκηνός τήν πρα-γματεία του γιά τίς ἱερές εἰκόνες ἑστιάζει στόν θεοφιλῆ σκοπό τοῦ συγγράμματός του: «σκοπός μου δὲν εἶναι νὰ νικήσω, ἀλλὰ νὰ ἁπλώσω χέρι στὴν ἀλήθεια ποὺ πολεμεῖται, χέρι δυνάμεως ποὺ τὸ ἁπλώνει ἡ ἀγαθὴ διάθεση».
[9] Στό ἐξαιρετικό πόνημα τοῦ ὑπ. Διδάκτορος Θεολογίας Βασιλείου Τουλουμτσῆ «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας» φανερώνεται ἐναργέστατα ἡ θεολογική βάση τῆς διδασκαλίας πού συνοδεύει τήν ἀποβολή τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τοῦ Σταυροῦ. Γιά τήν «θεολογία τῆς ἐλπίδας» σημειώνει ὁ συγγραφέας: «Ἡ θεμελίωση τοῦ ἀνωτέρω θεολογικοῦ ρεύματος γίνεται στή βάση τῆς διάκρισης καί τῆς ὀξείας ἀντιπαραβολῆς μεταξύ «ἱστορικοῦ καί ἐσχατολογικοῦ Ἰησοῦ». Ὁ «ἱστορικός Ἰησοῦς» ἦταν φορέας ἑνός μηνύματος ἀγάπης πού ἔζησε ἀναμένοντας τήν ἐπερχόμενη Βασιλεία, ἡ ἀναμονή τῆς ὁποίας ὅμως «ἀποδείχθηκε μάταιη». Συνεπῶς, σύνολο τό βάρος τῆς σωτηρίας μετατίθεται πλέον στόν «ἐσχατολογικό Χριστό», ὁ ὁποῖος ἐν τέλει πρόκειται μελλοντικά νά φέρει τήν ἀναμενόμενη Βασιλεία, ἀποκαθιστώντας τίς διαιρέσεις καί κυρίως τήν ἀποτυχία τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ». Ἀπό αὐτήν τήν θεώρηση προκύπτει ὅτι τά ἔσχατα φωτίζουν καί νοηματοδοτοῦν τήν Ἐκκλησία, οὖσα ἡ ἐσχατολογία «ἡ οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου» καί ἡ «οὐσία τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἡ νέα αὐτή θεώρηση τῶν ἐσχάτων καί μέ δεδομένη τήν ὑποτίμηση τοῦ «ἱστορικοῦ Ἰησοῦ», προκάλεσε πλέον τήν συζήτηση περί τῆς σχέσεως ἱστορίας καί ἐσχάτων».
[10] Στήν Ἱ.Μητρόπολη Περιστερίου ἐξεφωνήθη τήν 14/5/2023 σχετική ὁμιλία περί τῆς θέσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀντικατοπτρίζουσα τήν ἐν λόγῳ θεολογία. Ὁλόκληρη ἡ ὁμιλία στό: tinyurl.com
[11] Ὁ λειτουργιολόγος καθηγ. Φουντούλης γράφει γιά τόν Σταυρό τῶν λιτανειῶν: «Ἀμφιπρόσωπο, ξύλινο ἤ μεταλλικό, σύμβολο τῆς δόξης καί τῆς κατά τοῦ θανάτου νίκης τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Φέρει συνήθως, ζωγραφισμένη ἤ σκαλισμένη, τήν σταύρωση ἀπό τή μία πλευρά καί τήν ἀνάσταση ἀπό τήν ἄλλη. Στηρίζεται σέ κοντό, προπορεύεται στίς λιτανεῖες καί τοποθετεῖται πίσω ἀπό τήν ἁγία τράπεζα». Λειτουργική Α’, Θεσσαλονίκη 1993, σελ.51.
[12] Βλ. Θ.Η.Ε. λῆμμα «Σύνθρονον»: «Τό σύνθρονον, πλήν ἐξαιρέσεων, καταργεῖται κατά τήν βυζαντινή περίοδο, κυρίως λόγῳ τῆς διαμορφώσεως τοῦ ὑψηλοῦ τέμπλου, ὁπότε ὁ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου τοποθετεῖται εἰς τόν κυρίως ναόν» (Καλοκύρης Κων/νος).
[13] ΚΟΛΟΒΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, σελ.8. (στό ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας»).
[14] Ἀνακοίνωση Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά «Ὁμόφυλο Γάμο» -Ὁμόφυλη γονεϊκότητα» (23/1/2024). «Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας ἀποφάσισε: …γ) τήν παροχή ἐξουσιοδότησης πρός κάθε Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη νά προχωρήσει, ἐντός τῆς ἐπαρχίας του καί κατά τήν ἔμφρονα ποιμαντική κρίση του, σέ πρωτοβουλίες ἐνημέρωσης καί εὐαισθητοποίησης ὡς πρός τήν ἐπικείμενη νομοθέτηση καί τόν θεσμό τῆς οἰκογένειας».
[15] Βλ. Κανών ΙΘ’ τῆς ἐν Τρούλλῳ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πενθέκτης Συνόδου, ὅπου σύν τοῖς ἄλλοις ἐντέλλεται τούς «προεστῶτας τῶν ἐκκλησιῶν» νά διδάσκουν χωρίς νά παραβαίνουν τήν παραδεδομένη διδασκαλία τῶν θεοφόρων Πατέρων.
[16] ΙΕΡΟΜ. ΙΣΑΑΚ, Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004, σελ. 691.
[17] Bλ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ., Ἄθως, θέματα ἀρχαιολογίας καί τέχνης, Ἀθήνα 1963, σελ.206-209, ὅπου ὁ καθηγητής περιγράφοντας τήν βυζαντινή παράδοση τῶν ἁγιορείτικων τέμπλων ἀναφέρει: «Οἱ μεγάλων διαστάσεων Ἐσταυρωμένοι τῶν τέμπλων κατάγονται ἐκ τῆς παραδόσεως ταύτης (σ.σ. βυζαντινῆς). Θά εἶναι ὑπερβολή νά θεωρηθοῦν οὗτοι δυτικῆς προελεύσεως». Ἀντιθέτως, ἀναφέρει δυτικούς ναούς πού ὑιοθέτησαν τήν παράδοση τοῦ μεγάλου Ἐσταυρωμένου πού ὑπῆρχε στό τέμπλο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κων/πόλεως καί γνωμοδοτεῖ πώς «μόνον ἀργότερον, νομίζομεν, οἱ Ἐσταυρωμένοι δέχονται τήν ἐπίδρασιν τῆς Δύσεως». Τήν δυτική ἐπίδραση αὐτή ἐντοπίζει ὁ καθηγητής μόνο στήν τεχνοτροπία πού υἱοθετήθη μέ τήν εἰκόνα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ζωγραφιζόμενου σέ ξεχωριστό ξύλο μὲ περικεκομμένο περίγραμμα τοποθετούμενο ἐπί τοῦ Σταυροῦ, ὅπως γιά παράδειγμα στό τέμπλο τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ στό Ρέθυμνο Κρήτης τοῦ 19ου αἰ. Συμπεραίνει δέ, ὅτι καί αὐτές ἀκόμα οἱ ἐλάχιστες ἐπιδράσεις, «πρέπει νομίζω νά ἐννοηθοῦν οὐχί ἀπ᾽ εὐθείας, ἀλλά μέσῳ τῆς ὁμοδόξου Ρωσίας -ἥτις ὑπέστη ταύτας εἰς τά τέμπλα της ἀπό τοῦ 16ου αἰῶνος- καί τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων κρατῶν».
[18] Ἡ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰκονίζεται συνήθως στίς κολόνες δεξιά καί ἀριστερά τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ, στίς ἁψῖδες, στά βημόθυρα τοῦ τέμπλου, στό «δωδεκάορτο» τοῦ τέμπλου, ἀνάμεσα στίς εἰκόνες τῆς κεντρικῆς ζώνης τοῦ τέμπλου στά λεγόμενα «Δεσποτικά» (ὅταν π.χ. ὁ ναός εἶναι ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ), μεταξύ τῶν βασικῶν μεγάλων τοιχογραφιῶν στόν κυρίως ναό καί στά προσκυνητάρια.
[19] Περί τῆς ἁγιογράφησης τῶν συλλειτουργούντων ἱεραρχῶν: tinyurl.com
[20] Βλ. ὑποσημ.10.
[21] Πρβλ. ΤΟΥΛΟΥΜΤΣΗ Β., «Ἡ ἑνότητα Σταυροῦ καί Ἀνάστασης στό “ἑνιαῖον” τῆς θείας Οἰκονομίας καί στό “διαιρετικόν” τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας».
[22] Βλ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι. Τελετουργικά θέματα «Εὐσχημόνως καί κατά τάξιν»,Ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας, Ἀθήνα 2002, σελ.115 ὅπου ὁ καθηγητής καταλήγει: «Πάντως στήν τάση τῆς ἱστορικῆς θεωρήσεως τοῦ ὅλου βίου τοῦ Κυρίου στά τελούμενα ὀφείλεται καί ἡ μετατόπιση τῆς ἐννοίας πολλῶν σημείων τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀπό τούς παλαιούς παραδοσιακούς συμβολισμούς σέ νεωτέρους, πού περιέπλεξαν ἀντί νά διαφωτίσουν τό νόημα τῶν τελουμένων. Ἐπί παραδείγματι ἡ προσκομιδή καί τά τελούμενα κατ᾽ αὐτήν, τά σκεύη καί τά καλύμματα, ἐνῶ ὅλα εἰκόνιζαν ἀρχικά τό σωτήριον πάθος καί τά κατ᾽ αὐτό, βιάσθηκαν στό νά ἐκτυπώνουν τήν γέννηση τοῦ Κυρίου καί τά κατ᾿ αὐτήν, ἀκριβῶς ἐπειδή ἡ ἱστορική συνέχεια καί ὁ νεώτερος συμβολικός τρόπος ἑρμηνείας τό ἀπαιτοῦσε».
[23] Ὅ.π. σελ.112, ὅπου ὁ καθηγητής σχολιάζοντας τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγ. Γερμανοῦ παρατηρεῖ: Ὁ ἅγιος «ἀναφέρεται στό συμβολισμό τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ, πού διακλαδίζεται σέ τρεῖς ἐπί μέρους ἑνότητες μέ πολλαπλούς ἐπί μέρους συμβολισμούς, χωρίς αὐτὸ νὰ διασπᾶ τή συμφωνία καί τήν ἁρμονία τοῦ ὅλου. Ὁ συμβολισμός ὑπερβαίνει τή λογική, γι᾿ αὐτό καί κινεῖται ἐλεύθερα και ἀδούλωτα ἀπό τά συμβατικά σχολαστικά σχήματα, χωρίς να παραλογίζεται. Ναός-ἐκκλησία-οὐρανὀς-Χριστός ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἀφοῦ ὁ Χειροποίητος ναός εἶναι ὁρατό σύμβολο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς καινῆς κτίσεως καί τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου τοῦ Θεοῦ». Ἀκόμα, ὑπάρχουν ἀναφορές γιά ἀρχιτεκτονικές συγγένειες τοῦ ἀρχαίου θεάτρου μέ τήν Ὀρθόδοξη ναοδομία πού ὑποδηλώνουν πιθανότατα τήν καταγωγή της. Πρβλ. ΠΛΩΡΙΤΗ Μ.,Τό θέατρο στό Βυζάντιο, Ἀθήνα 1999 , σελ.160.
[24] ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ Ι., Τάξις γινομένη ἐπί θεμελίῳ Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.5.