Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη
2ον.-Τελευταῖον
Διαφοραί μὲ τὴν Δύσιν
Στὸ χῶρο τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι: Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς, ζοῦν τὴν μυστικὴ ἐν Χριστῷ ζωή, καὶ δέχονται τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐνῶ στὴ Δύση ἡ θεολογία της, ἀπὸ τὸν 11ο αἰώνα ἔχει μεταβληθεῖ σὲ φιλοσοφία. Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα στὴ Δύση μπορεῖ νὰ γίνεται λόγος περὶ «μίξεως τοῦ κλασσικισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμό», ὅταν λάβει ὑπ’ ὄψιν του τὴν Λατινικὴ θεολογία, στὴν ὁποία δεσπόζει ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος. Στὴν ὀρθόδοξη, ὅμως, Ἐκκλησία ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερα, λαλεῖ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ Δυτικὴ θεολογία ἔχει ἐμπλακεῖ στὸν φαῦλο κύκλο ἀπίθανων αἱρέσεων, ἐνῶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἀνατολῆς παρέμεινε πραγματικὴ Ὀρθοδοξία.
Ὁ λόγος τῆς διακρίσεως
Μὲ τὰ ἀνωτέρω δεδομένα γεννᾶται τὸ εὔλογο ἐρώτημα: Ποιὸ ἦταν τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ συντέλεσε ὥστε, στὴν Ἀνατολή, παρὰ τὸν μεγάλο πειρασμὸ τῆς πλούσιας παγανιστικῆς μόρφωσης καὶ παιδείας, οἱ ἅγιοι Πατέρες νὰ καταστοῦν δοχεῖα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἀκόμα πῶς συνέβη ἡ διδασκαλία τους νὰ ἀναδειχθεῖ σὲ κανόνα θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ αὐτοὶ νὰ γεραίρωνται στοὺς αἰῶνες ὡς «μελίρρυτοι ποταμοὶ τῆς σοφίας»; Ὅλα αὐτὰ ὀφείλονται στὴν ἔκτακτη καταβολὴ τῆς φύσεως, στὴν εὔροια καὶ τὸ βάθος τῆς μάθησης καὶ τὴν ἀφθονία τῆς θείας χάριτος. Ἀλλὰ ἡ θεία χάρις δὲν δίδεται, ἂν δὲν ζητηθεῖ, καὶ ἂν δὲν ἔχει τόπο νὰ ἀναπαυθεῖ. Αὐτὸ δὲ ποὺ ἔδωσαν οἱ μεγάλοι ἱεράρχες ὡς ἀνθρώπινη προσφορά τους, ἦταν ὁ προσωπικὸς ἀγώνας, ἡ ἀσκητικότητα, τὸ πνευματικὸ πένθος, τὸ καρδιακὸ δάκρυ, ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή τους, ἡ πίστη, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους.
Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε λόγος τους ἀποτελεῖ «ὅρο καὶ δόγμα καὶ κανόνα» τῆς Ἐκκλησίας. Ἔμαθαν τὴ φύση καὶ τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας «διὰ θεωρίας καὶ πράξεως», μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειριῶν τους». Ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία τους εἶναι ἀκτινοβολία τῶν ἐνεργημάτων τῆς θείας χάριτος στὶς «διὰ θείου πυρὸς κεκαθαρμένας ψυχάς των». Οἱ ἔχοντες «πνευματικοὺς ὀφθαλμοὺς» καὶ μυστικὴ ἀκοή, μποροῦν νὰ βλέπουν καὶ νὰ ἀκοῦν τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου στοὺς λόγους τῶν τριῶν διδασκάλων, οἱ ὁποῖοι «πύρσευσαν τὴν οἰκουμένην» μὲ τὶς ἀκτῖνες τῶν θείων δογμάτων.
Ἐπίλογος
Οἱ τρεῖς «μέγιστοι φωστῆρες τῆς τρισηλίου θεότητος», κατὰ τὸν Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη: «Πανταχοῦ τῷ φωτὶ τῆς ἑαυτῶν πολιτείας τὰ τῆς γῆς δαδουχήσαντες τέρματα», εἶναι δένδρα καλλίκορμα, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦν νὰ ξεριζώσουν «οἰαιδήποτε ἀνέμων πνοαί», διότι ἔχουν βαθιὲς καὶ στερεωμένες τὶς ρίζες τους στὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι σέβονται καὶ τιμοῦν ἐκείνους ποὺ εἰσηγήθηκαν καὶ δίδαξαν «πᾶν ὅ,τι εἶναι ἱερώτατον δι’ ἕν ἔθνος». Ὡς αἰώνιοι διδάσκαλοι καὶ ποιμένες τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα νὰ παραμένουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες. Διδάσκουν ποιμένες καὶ λαό. Στέκονται μπροστὰ μας ὡς τύποι καὶ ὑποδείγματα σὲ ὅλους, σὲ θέματα πίστης, καθαρότητας ζωῆς, ἤθους καὶ ἐμμονῆς στὴν ὀρθοδοξία ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι «τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ λόγου. Τῆς μυστικῆς Σιών οἱ ἀκαθαίρετοι πύργοι, οἱ πολύφωτοι ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος».