Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Ἐμμανουηλίδης, Πτολεμαΐς
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δέκα ἡμέρες πρὶν ἀλλὰ καὶ λίγες μόνο ἡμέρες μετὰ τὴν ἱερὴ Θεομητορικὴ ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων, ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος σὲ συνεντεύξεις του πρὸς Ἰταλοὺς δημοσιογράφους ἐφανέρωσε τὶς ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Πάπα προσπάθειες ποὺ γίνονται μὲ σκοπὸ τὸν ὁρισμὸ μίας κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν καὶ ὄχι μόνο) καὶ δὲν παρέλειψε νὰ ἐκφράσει τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ λαχτάρα του γιὰ πλήρη κοινωνία ἢ ἀλλιῶς «κοινὸ Ποτήριο» μετὰ τῶν “Καθολικῶν”.
«Εὐχόμαστε καὶ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε σύντομα τὴν ἀπαραίτητη λύση, ποὺ θὰ ἐπιτρέψει σὲ ὅλους τούς Χριστιανοὺς ὅλου τοῦ κόσμου νὰ ἑορτάσουν τὴν πιὸ σημαντικὴ ἑορτὴ τῆς πίστης μας τὴν ἴδια ἡμερομηνία» [1], εἶπε τὴν 11η Νοεμβρίου 2022 στοὺς Ἰταλοὺς δημοσιογράφους.
«Ἂν δὲν μοιραζόμαστε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ λαχτάρα γιὰ πλήρη κοινωνία, τότε δὲν μποροῦμε πραγματικὰ νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἕνωση καὶ ἡ κοινωνία εἶναι ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος – τὴ νύχτα ποὺ προδόθηκε – προσευχήθηκε μὲ δάκρυα, ὥστε οἱ μαθητές του νὰ εἶναι ἕνα (Ἰωάννης 17:21). Ὁ διάλογος καὶ ἡ συμφιλίωση δὲν εἶναι προαιρετικὲς γιὰ ἐμᾶς. Εἶναι ὁδηγίες καὶ ἐντολές.
Περιττὸ νὰ ποῦμε ὅτι παραμένουν ἐμπόδια, τόσο ἐκκλησιαστικὰ ὅσο καὶ θεολογικά. Ὅμως, στὴ δεκαετία τοῦ 1960, δημιουργήσαμε τὸν «διάλογο τῆς ἀγάπης», μὲ τὸν ὁποῖο οἱ δύο ἐκκλησίες μας ἀντάλλαξαν ἐπισκέψεις καὶ ἐπικοινωνίες μὲ σκοπὸ νὰ διαλύσουν τὶς παρεξηγήσεις καὶ τὶς προκαταλήψεις τοῦ παρελθόντος. Καὶ τὸ 1980, ξεκινήσαμε τὸν «διάλογο τῆς ἀλήθειας», ὅπου ὡς ἀδελφὲς ἐκκλησίες συνεχίζουμε νὰ συζητᾶμε γιὰ θέματα ποὺ μᾶς ἑνώνουν καὶ μᾶς χωρίζουν σὲ μία προσπάθεια νὰ διακρίνουμε τρόπους γιὰ τὸ κοινό μας ταξίδι πρὸς τὰ ἐμπρὸς» [2], εἶπε σὲ συνέντευξή του στὴν παπικὴ ἱστοσελίδα “The Pillar”, λίγες μέρες μετά.
Ἔχοντας κατὰ νοῦ τὰ παραπάνω λόγια τοῦ Πατριάρχη Κων/πόλεως γεννῶνται πολλὰ ἐρωτηματικά, μὲ πρῶτο τὸ ἂν μποροῦμε πραγματικὰ νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ τόσο οἱ Λατῖνοι, ὅσο καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ἐν ἐνεργείᾳ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ποὺ σιωποῦν καὶ δὲν ἀντιδροῦν ἱεροκανονικῶς. Μποροῦμε;
Ἀκόμη,
μποροῦν νὰ μᾶς ποῦνε οἱ ἀρχιερεῖς μας, ἂν οἱ Παπικοὶ μετανόησαν καὶ ἀπέβαλαν ὅλα τὰ κακόδοξα «δόγματα» καὶ ὅτι ζήτησαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ ἐντολὴ τοῦ Πατρ. Βαρθολομαίου γιὰ «πλήρη ἕνωση καὶ μυστηριακὴ κοινωνία»; Εἶπε ὅτι: «Ἡ ἕνωση καὶ ἡ κοινωνία (μὲ τοὺς ἀμετανόητους αἱρετικοὺς) εἶναι ἐντολὴ τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου». Μὴ γένοιτο!
Μποροῦν νὰ ὁμολογοῦν οἱ ἐπίσκοποί μας – εἰς τὸ Πιστεύω – ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι «Μία», ὅταν σιωποῦν ἐνώπιον τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου ποὺ πιστεύει καὶ σὲ ἄλλες Ἐκκλησίες, τὶς ὁποῖες ὀνομάζει: «ἀδελφὲς ἐκκλησίες»; Εἶπε: «ὡς (ἰσότιμες) ἀδελφὲς ἐκκλησίες συνεχίζουμε νὰ συζητᾶμε γιὰ θέματα ποὺ μᾶς ἑνώνουν καὶ μᾶς χωρίζουν».
Ἀντιλαμβάνονται οἱ καλοὶ ἐπίσκοποί μας – ὄχι οἱ Οἰκουμενιστὲς – ὅτι ὅταν ὁ Πατρ. Βαρθολομαῖος λέγει: «Ἂν δὲν μοιραζόμαστε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ λαχτάρα γιὰ πλήρη κοινωνία, τότε δὲν μποροῦμε πραγματικὰ νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ», ὅτι ἐννοεῖ: ‘’Ἂν δὲν μοιραζόμαστε τὴν ἐλπίδα καὶ τὴ λαχτάρα γιὰ πλήρη κοινωνία μὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰδωλολάτρες ἐθνικούς, ὅτι «τότε» δὲν μποροῦμε πραγματικὰ νὰ ποῦμε ὅτι εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ’’; Θυμίζουμε ἐδῶ τί παλαιότερα ἔγραψε: «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους…» [3].
Ἀντιλαμβάνονται οἱ παραδοσιακοί μας ἐπίσκοποι ὅτι τὰ παρακάτω ἀνατρεπτικὰ λόγια τοῦ νῦν Κων/πόλεως ποὺ γράφτηκαν σὲ παλαιά του πανεπιστημιακὴ ἐργασία (Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων…), ὅτι ἔγιναν πράξη στὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης; Γράφει: «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Δὲν δύναται ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ’ αὐτῶν συμπροσευχήν, καθ’ ἥν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς προσεύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ’ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ἐλπίδι. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου»[4].
Ἀντιλαμβάνονται οἱ ἀντιοικουμενιστὲς ἐπίσκοποί μας τὴν εὐθύνη τους ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι: «…Ὁ νῦν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος συμπροσεύχεται ἀσύστολα, ὄχι μόνο μὲ Χριστιανοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀλλοθρήσκους στὶς πάμπολλες καὶ ἀναρίθμητες διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις καὶ συναντήσεις, ἐκτός τοῦ ὅτι χαρακτήρισε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ὡς «τείχη τοῦ αἴσχους»[2], ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας, ὡς ἀρχιμανδρίτης ἀκόμη, εἶχε ἀναλάβει τὸ γκρέμισμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων μὲ τὴν διδακτορική του διατριβὴ «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἡ ὁποία μᾶλλον γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ἔγινε δεκτὴ στὴν Ὀρθόδοξη τότε Θεολογικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης καὶ ὑπεβλήθη σὲ παπικὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ρώμης, ἀπ’ ὅπου ἔλαβε καὶ τὸν τίτλο τοῦ διδάκτορος. Στὴν προδρομικὴ λοιπὸν αὐτὴ μελέτη τοῦ μετέπειτα ἔργου του γράφει: «Δὲν δύνανται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερα καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ διατάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους…» [5] (ὅπως Γράφει ὁ πατὴρ Θεόδωρος Ζήσης); Μήπως τὰ ἀγνοοῦν;
Τέλος, ἀντιλαμβάνονται οἱ ἐπίσκοποι ποίου τὸ ὄνομα μνημονεύουν στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες ἢ καλύτερα πόσους καὶ ποιοὺς Ἁγίους ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες ἀτιμάζουν μὲ τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγαλύτερου αἱρετικοῦ ὅλων τῶν αἰώνων, αὐτοῦ ποὺ μὲ τὸ σφυρὶ τῆς Κρήτης σφυρηλάτησε καὶ ἔθραυσε τὸ Πηδάλιον τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας; Ὁ ἐπίσκοποι πάλι τῶν ὁποίων κόπηκε ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματός τους ἀντιλαμβάνονται τὸ μέγεθος τῆς πτώσης τους λόγῳ τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ μέρος τους τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης ὡς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης»;
Ἀδελφοί, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐρωτηματικὰ ἂς προχωρήσουμε στὰ κατηγορηματικὰ λόγια του ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ποὺ ἑρμηνεύουν τὸν ΝΒ’ Ἀποστολικὸ Κανόνα, γιὰ νὰ ἐννοήσουμε ὅτι ὁ «ἐναντιούμενος τῷ Χριστῷ, δὲν εἶναι μαθητὴς αὐτοῦ»! Ἰδού :«Τὸν ἐρχόμενο πρὸς με οὐ μὴ ἐκβάλλω ἔξω, λέγει ὁ Κύριος» (Ἰωάν. στ’ 37). Διὰ τοῦτο καὶ οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι εἰς τοῦτον τὸν Κανόνα διορίζουσιν ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος, δὲν ὑποδέχεται τὸν ἀπὸ ἁμαρτίας ἐπιστρέφοντα καὶ μετανοοῦντα, ἀλλὰ ἀποβάλλει τοῦτον καὶ ἀποδιώκει, ὡς ὁ Ναυάτος ἐκεῖνος, συγχαινόμενος αὐτόν, τρόπον τινά, καὶ ἀποστρεφόμενος διὰ τὰς ἁμαρτίας του, ἂς καθαίρεται διότι μὲ τοῦτο ὁπού κάμνει λυπεῖ τὸν Χριστόν, ὅστις εἶπε «χαρὰ γίνεται εἰς τὸν οὐρανὸν (ἤτοι εἰς τοὺς ἐν οὐρανῷ Ἀγγέλους), διὰ ἕνα ἁμαρτωλόν, ὅπου μετανοεῖ ἀπὸ τὰς προτέρας του ἁμαρτίας (Ἀποκ. ι΄, 7). Καὶ ἂν αὐτὸς πάλιν ὁ ἴδιος εἶπεν «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοια» (Ματθ. θ΄ 13), φανερὸ ὅτι ὁ μὴ δεχόμενος τοὺς ἁμαρτωλούς, ἐναντιεῖται καὶ ἀντιπράττει τῷ Χριστῷ, ὁ δὲ ἐναντιούμενος τῷ Χριστῷ, δὲν εἶναι μαθητὴς αὐτοῦ, ὁ δὲ μὴ ὤν μαθητής, οὐδὲ ἄξιος εἶναι νὰ ἔχη τὴν ἱερωσύνην. Πῶς γὰρ δύναται νὰ τὴν ἔχη, καὶ νὰ εἶναι δεκτὸς τῷ Χριστῷ, ὁ ἀντίχριστον ἑαυτὸν ποιήσας, καὶ ἐναντιούμενος τῷ ἐκείνου θελήματι;» [6].
Συμπερασματικά:
Ἂν αὐτὸς ποὺ «δὲν ὑποδέχεται τὸν ἀπὸ ἁμαρτίας ἐπιστρέφοντα καὶ μετανοοῦντα» ἐναντιώνεται καὶ πράττει ἀντίθετα ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (ποὺ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία;). Λοιπόν, ἂν αὐτὸς ὄχι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δὲν λογαριάζεται ἀλλὰ ἀντίχριστος, τότε, αὐτοὶ (ἐνν. ὁ Κων/πόλεως καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παναιρετικοὶ οἰκουμενιστὲς) ποὺ
α) δέχονται «τὰ παρὰ τῶν αἱρετικῶν»,
β) ἔχουν «ὅμοια φρονήματα» μὲ τοὺς αἱρετικούς,
γ) δὲν ἔχουν «προθυμίαν νὰ ἐλευθερώσουν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν των»,
δ) συνευδοκοῦν «εἰς τὰς ἐκείνων τελετάς», καὶ
ε) ἀδυνατοῦν νὰ ἐλέγξουν τοὺς κακοδόξους, ὥστε «νὰ παρατήσουν τὴν κακόδοξον καὶ πεπλανημένην των αἵρεση» (Ἀποστολικὸς 46ος Κανὼν) [7]…
Καὶ ποὺ ἐν τέλει δέχονται νὰ ἑνωθοῦν μυστηριακὰ μὲ ἀμετανόητους αἱρετικοὺς εἶναι μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ; Ἢ ἀρνητὲς τοῦ Χριστοῦ; Δίκαιοι κριτὲς ἢ ὑποκριτές; Σώφρονες ἢ Λατινόφρονες; Σεβασμιώτατοι ἢ ἀσεβέστατοι;
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ δημοσιευμένο ἄρθρο τοῦ ἰατροῦ Φ. Μιχαὴλ ποὺ φέρει τὸν τίτλο: «Οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ τε καὶ τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. – Θαυμαστὲς παρεμβάσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου σὲ περιπτώσεις ἀπόπειρας αἱρετικῶν νὰ μολύνουν τὴν Πίστη τῶν Ὀρθοδόξων».
«Στὶς ἡμέρες μας, ὁ ἀντίχριστος κάνει τὴν δουλειά του μὲ πρωτοφανῆ δόλο καὶ μάλιστα ἐντελῶς ἀνεπαίσθητα. Μᾶς ξεγελάει πανεύκολα μὲ διάφορες προφάσεις καὶ ψευτοδικαιολογίες καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἄρνηση καὶ τὴν περιφρόνηση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας…
Ἐμεῖς, σήμερα, ἐν ὀνόματι μιᾶς νοθευμένης καὶ ψεύτικης ἀγάπης, ὀνομάζουμε τοὺς αἱρετικοὺς ”ἀδελφὲς ἐκκλησίες”. Τοὺς προκαθημένους τους, τοὺς προσφωνοῦμε ”ἁγιώτατους” καὶ τοὺς πολυχρονίζουμε ψαλμωδικῶς ἐντὸς τῶν Ἱερῶν μας Ναῶν. Τοὺς καλοῦμε καὶ συμπροσευχόμαστε μαζί τους μέσα στὶς ἐκκλησιές μας, λειτουργούμαστε παρέα μαζί τους κ.ἄ.π.
Ρωτήσαμε τὴν Παναγιά μας, ποὺ λέμε ὅτι θὰ τὴν τιμήσουμε στὶς δεκαπέντε τοῦ μηνός, ἐὰν συμφωνεῖ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑβριστικὰ καὶ ἐπαίσχυντα “κατορθώματά μας’’; Διότι ἡ Παναγιὰ μᾶς ἔχει φανερώσει τὴν στάση Της ἀπέναντι στοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἡ στάση Της εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν δική μας: Ὑπάρχουν θαυμαστὲς ἱστορικὲς μαρτυρίες, ποὺ βεβαιώνουν ὅτι ἡ Δέσποινά μας, ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὅλους τούς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς “ἡμέτερους’’ λατινόφρονες, τοὺς ἀποκαλεῖ “ἐχθροὺς δικούς Της καὶ τοῦ Κυρίου, ὑποκριτὲς καὶ ἀσεβέστατους’’» [8].
Σημειώσεις:
[1] “Πατριάρχης Βαρθολομαῖος: «Εὐχὴ καὶ προσπάθεια» γιὰ κοινὸ Πάσχα Ὀρθόδοξων – Καθολικῶν (Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου 2022)” naftemporiki.gr [2] «Βαρθολομαῖος: ἡ ἕνωση εἶναι ἐντολή!» katanixi.gr [3] Ἀρχιμ. Βαρθολομαίου Ἀρχοντώνη, Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν Κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Ἀνάλεκτα Βλατάδων σελ. 73. [4] βλ. παραπομπὴ Νο3 [5] «Ἀπάντηση κόλαφος τοῦ Πρωτοπρ. π. Θεοδώρου Ζήση στὸν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ἄνθιμο.» averoph.wordpress.com [6] ΠΗΔΑΛΙΟΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (2003), σελ. 80 [7] Αὐτόθι, σελ. 53-54 [8] aktines.blogspot.com