Σύντομος εἰσαγωγὴ εἰς τὸν K. Rahner

Share:

Τοῦ κ. Εὐλαλίου Θωμαΐδη, Θεολόγου

  Στὸ παρόν μας ἄρθρο θὰ δοῦμε μερικὲς ἀπὸ τὶς θέσεις τοῦ Γερμανοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ θεολόγου K. Rahner σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὴ θεολογία τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς παράδοσης.

  Ταύτισης ἀΐδιας καὶ οἰκονομικῆς Τριάδας. Σύμφωνα μὲ τὸν Κ. Rahner, ἡ οἰκονομικὴ τριάδα, ἤτοι ὁ Θεὸς ποὺ ἀποκαλύπτεται, εἶναι ἡ ἀΐδια Τριάδα, δηλαδὴ ὁ Θεὸς καθαυτός, ὅπως καὶ τὸ ἀντίστροφο (K. Rahner, Mysterium salutis III, Queriniana, Brescia 1969, σελ. 424). Πρόκειται γιὰ τὸ θεμελιῶδες ἀξίωμα τοῦ K. Rahner, τὸ ὁποῖο προφανῶς καὶ δανείζεται ἀπὸ τὸν προτεστάντη K. Barth, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε, ὅπως εἴδαμε σὲ προηγούμενά μας κείμενα, ὅτι ὁ Θεὸς ταυτίζεται μὲ τὴν ἀποκάλυψή του πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα.

  Ἂς δοῦμε ἀναλυτικότερα τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα ταύτιση. Ὁ Rahner ὑποστηρίζει ὅτι ἡ θεολογία θὰ πρέπει νὰ ἀντιστρέψει τὸ κλασσικὸ σχολαστικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο ἔκανε λόγο πρῶτα γιὰ τὸν Ἕνα Θεὸ καὶ ἔπειτα γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Ἐὰν θέλουμε νὰ ἐναρμονιστοῦμε μὲ τὴ μοντέρνα ἐποχὴ καὶ νὰ κηρύξουμε σὲ αὐτὴν ἕνα κατανοητὸ χριστιανισμό, ἐποχὴ ποὺ δίνει ἔμφαση στὸν ἀνθρωποκεντρισμό, στὴν ὑποκειμενικότητα καὶ στὴν ὑπερβατικότητα τῆς συνείδησης, θὰ πρέπει νὰ ξεκινήσουμε τὴν πραγμάτευση τοῦ Τριαδικοῦ δόγματος ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ θεῖα πρόσωπα καὶ στὴ συνέχεια νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Ἕνα Θεό. Ἔτσι, οἱ ἀποστολὲς τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος στὴν κτιστὴ πραγματικότητα δὲν εἶναι ἰδιοποιήσεις, δηλαδὴ κοινὰ ἔργα τῆς ἀκτίστου θεότητας, ἀλλὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα. Συνεπῶς, μόνον ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ σαρκωθεῖ. Ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα δρᾶ ἐντὸς τῆς ἱστορίας μὲ τριπλὸ τρόπο, καθότι κάθε πρόσωπο τῆς ἀκτίστου θεότητας δρᾶ ἐπὶ τῆς θείας οἰκονομίας μὲ τὸ δικό του προσωπικὸ τρόπο, ὁ Πατὴρ ὡς Πατήρ, ὁ Υἱὸς ὡς Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι, οἱ δράσεις τοῦ Θεοῦ γίνονται προσωπικές, καθότι ὄχι μόνο ἀντανακλοῦν τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα τῶν τριαδικῶν προσώπων, ἀλλὰ εἶναι τὰ ἴδια τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα ποὺ κοινοποιοῦνται στὴν κτίση. Αὐτὸ εἶναι ποὺ καλεῖ ὁ Rahner ἄκτιστη ἐνέργεια σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν κτιστὴ ἐνέργεια, τὶς ἴδιες τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ἐδῶ χρειάζεται προσοχή! Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Rahner ὑποστηρίζει τὴν ὕπαρξη ἄκτιστης ἐνέργειας δὲν τὸν φέρνει κοντὰ στὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση, ἀλλὰ σὲ αὐτὴν τῆς ἀντιησυχαστικῆς βυζαντινῆς διανόησης. Ὅλοι οἱ ἀντιησυχαστὲς λόγιοι ὑποστήριζαν ὅτι οἱ μόνες ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀρνούμενοι τὶς κοινὲς σὲ ὅλα τὰ τριαδικὰ πρόσωπα ἐνέργειες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ).

  Ἂς δοῦμε τί ἔχει νὰ μᾶς πεῖ πάνω σὲ αὐτὰ ἡ ὀρθόδοξη πατερικὴ παράδοση. Θὰ πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι κανένας Ἕλληνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δὲν χρησιμοποίησε τὸν νεολογισμὸ «οἰκονομικὴ τριάδα». Ἡ Τριάδα εἶναι μονάχα ἀΐδια καὶ ὡς ἐκ τούτου παντελῶς ἀμέθεκτη, κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ. Οἱ κλασσικοὶ Λατῖνοι, ἐπειδὴ πιστεύουν ὅτι ἡ οἰκονομία ἀντανακλᾶ κατὰ κάποιο τρόπο τὴ θεολογία (δηλαδὴ τὰ φυσικὰ ἰδιώματα ἀντανακλοῦν τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα) υἱοθέτησαν τὸν ὅρο οἰκονομικὴ Τριάδα. Κάτι τέτοιο, ὅμως, ὁδήγησε στὴ θεώρηση τῆς ὕπαρξης δύο τριάδων, μίας ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ μίας ὡς πρὸς τὸν κόσμο. Ὁ Rahner ταυτίζει, λοιπόν, ἀΐδια καὶ οἰκονομικὴ Τριάδα, προκειμένου νὰ διασφαλίσει τόσο τὸ ἑνιαῖο τῆς Τριάδας ὅσο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ αὐτοκοινοποιεῖται πραγματικὰ στὰ ἔλλογα κτίσματα καὶ ὄχι μόνο διὰ τῆς λατινικῆς κτιστῆς ἐνέργειας. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ ὀρθόδοξη θεολογία θὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγει ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ σὲ ἀΐδια καὶ οἰκονομικὴ Τριάδα, ὄχι μόνο διότι οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες εἶναι τὸ ἴδιο ἀΐδιες μὲ τὴν οὐσία τῆς ἀκτίστου θεότητας, καθότι τὸ ἄκτιστο δὲν ἐπιδέχεται ποσοτικὲς διαβαθμίσεις (περισσότερο ἢ λιγότερο ἄκτιστο), ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ ὅρος «οἰκονομικὴ τριάδα» εἰσάγει ἀναπόφευκτα τὴ λειτουργικὴ διάκριση τῶν ὑποστάσεων ἢ προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διάκριση ποὺ οἱ Πατέρες οὐδέποτε ὑποστήριξαν. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι τὴ διάκριση μεταξὺ ἀΐδιας (immanent) καὶ οἰκονομικῆς (economic) Τριάδας, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴ νεοελληνικὴ θεολογία, ὑποστηρίζουν οἱ Ἰ. Ζηζιούλας, π. Ν. Λουδοβίκος καὶ Ν. Ματσούκας καὶ ὄχι οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι κάνουν λόγο ΜΟΝΟ περὶ θεολογίας  / Θεὸς κατ’ αὐτὸν καὶ οἰκονομίας / Θεὸς δι’ αἰτίαν. (Γιὰ τὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ σὲ ὑπὲρ αἰτίαν ἢ θεολογία καὶ δι’ αἰτίαν ἢ οἰκονομία, βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Β’, 16, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 93, ἐνῶ γιὰ τὴν ἀντιπατερικὴ διάκριση μεταξὺ ἀΐδιας καὶ οἰκονομικῆς Τριάδας βλ. J. D. Zizioulas Lectures on Christian Dogmatics, T&T Clark, New York / London 2008, p. 80, N. Loudovikos, Analogical Identities: The Creation of the Christian Self, Volume 2, Intermeaningfulness Self-Catholicization, Meta-Narcissism, and Christian Theology, Brepols Publishers, Turnhout / Belgium 2024, p. 28 καὶ Ν. Ματσούκας, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατὰ τὸν Μάξιμο Ὁμολογητή, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1980, σελ. 327).

  Ταύτιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Πατέρα. Ὁ K. Rahner ὑποστηρίζει τὴν ταύτιση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός. Ὁ ἴδιος ἀναφέρει ρητὰ ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ κατεξοχὴν Θεὸς (Βλ. K. Rahner, «Theos in Nuovo Testamento», στὸ: Saggi Teologici, vol. 1, edizioni Paoline, σελ. 582. Βλ. ἐπίσης W. Kasper, Il Dio di Gesu Cristo, Queriniana, Brescia 19976, σελ. 202: «Ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι πάντοτε ὁ Πατέρας). Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ πατρομονισμός, δηλαδὴ ἡ ἀρειανικὴ ταύτιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Πατέρα, εἶναι ὁπωσδήποτε δυτικῆς θεολογικῆς προελεύσεως. Παρόμοιες θέσεις ποὺ ἀφοροῦν στὸν πατρομονισμὸ μὲ τὸν Rahner ὑποστηρίζουν οἱ Ἰ. Ζηζιούλας καὶ Χρ. Γιανναρᾶς ἐπὶ τῆς ἑλλαδικῆς ἀκαδημαϊκῆς πραγματικότητας. Ὅμως, δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχύει κάτι τέτοιο, σύμφωνα μὲ τῆς ἑλληνικὴ πατερικὴ θεολογία. Τὸ ὀνοματικὸ κατηγόρημα «Θεός», δὲν ἀποδίδεται μόνο ἢ κυρίως στὴν ὑπόσταση ἢ στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν τρισυπόστατη οὐσία ἢ φύση μετὰ πασῶν τῶν φυσικῶν ἢ οὐσιωδῶν της ἐνεργειῶν, προόδων καὶ δυνάμεων ποὺ ὑπάρχουν μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο στὶς ὑποστάσεις τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πρὸς Διονύσιον, 11, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 488 καὶ τοῦ ἰδίου, Δεκάλογος, 1, Π. Χρήστου Ε΄, σελ. 251). Συνεπῶς, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ χριστιανικὸς Θεὸς εἶναι πρόσωπο δὲ μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ, καθότι ἡ προσηγορία «Θεός», ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης, δὲν ἀποδίδεται σὲ κανένα πρόσωπο ἢ ὑπόσταση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ὑποστηρίζει ἀκράδαντα ἡ προσωποκεντρικὴ ὀντολογία ὅλων τῶν ὁμολογιῶν, ἀλλὰ ἀναφέρεται στὴν ἄκτιστη θεία φύση ἢ οὐσία. (Γρηγόριος Νύσσης, Πῶς τρία πρόσωπα λέγοντες ἐν τῇ θεοτητι οὐ φαμὲν τρεῖς θεοὺς πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐννοιῶν, Jaeger III, 1, σελ. 19: «Εἰ τὸ θεὸς ὄνομα προσώπου δηλωτικὸν ὑπῆρχε, τρία πρόσωπα λέγοντες ἐξ ἀνάγκης τρεῖς ἂν ἐλέγομεν θεούς·»).

  Ἀντικατάσταση τοῦ ὅρου πρόσωπο μὲ τὸν νεολογισμὸ τρόποι ὑποστάσεως τῆς οὐσίας. Ο Rahner ἀναφέρει ὅτι ἡ μοντέρνα ἐποχὴ ἔχει ἀλλάξει τὸ περιεχόμενο τοῦ κλασικοῦ ὅρου «πρόσωπο». Ἔχουμε, πλέον, μεταβεῖ ἀπὸ μία ὀντολογικὴ θεώρηση τοῦ προσώπου (ἀτομικὴ φύση ἐλλόγου ὄντος) σὲ μία ψυχολογικὴ θεώρησή του (αὐτοσυνειδησία). Συνεπῶς, γιὰ νὰ μὴ ὁδηγηθοῦμε στὴν ὑποστήριξη τριῶν αὐτοσυνειδήσεων ἢ ἐγὼ στὸ Θεό, πρᾶγμα ποὺ θὰ ὑποστηρίξει λίγο ἀργότερα ὁ προτεστάντης Moltmann, ὁ Rahner θὰ κάνει λόγο γιὰ τρεῖς τρόπους ὑποστάσεως τῆς οὐσίας (Ν. Ξιώνης, Προλεγόμενα θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας. Προχριστιανική, ἑτερόδοξη καὶ ὀρθόδοξη θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2007, σελ. 119). Ὁ Θεὸς ἔχει μία αὐτοσυνειδησία, ἡ ὁποία, ὅμως, μοιράζεται μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις (K. Rahner, The Trinity, translated by J. Donceel, Burns & Oates, Great Britain 19863, σελ. 107) ἢ μία συνείδηση ποὺ ὑπάρχει μὲ τριπλὸ τρόπο (ὅπ.π.). Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὅμως, ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν οὐσία του, ἐνῶ τὰ ἔλλογα κτίσματα γνωρίζουν τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ ποικίλα ἀποτελέσματα τοῦ ἀκτίστου δημιουργεῖν (δημιουργικὴ δύναμη) / ἄκτιστοι λόγοι τῶν ὄντων (Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις μετὰ Γρηγορᾶ, 25, Π. Χρήστου Δ΄, σσ. 226-227). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Πατρὸς καὶ Ἁγίου Πνεύματος δὲν παρεμβάλλεται καμία γνώση, αὐτογνωσία ἢ αὐτοσυνειδησία, καθότι καὶ οἱ Τρεῖς γνωρίζουν τὸν ἑαυτό τους διὰ τῆς οὐσίας τους. Ἐπίσης, ἐδῶ συναντᾶται μία ἀντίφαση στὸ Rahner. Ὁ Γερμανὸς ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος ταυτίζει τὸ πρόσωπο μὲ τὴν αὐτοσυνειδησία καὶ θεωρεῖ τὸ Θεὸ ὡς τρεῖς τρόπους αὐτοσυνείδησης. Αὐτὸ εἶναι σὰν νὰ λέει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ ὑφίσταται μὲ τρεῖς τρόπους, πρᾶγμα ποὺ δικαιώνει τὴν αἵρεση τοῦ σαβελλιανισμοῦ.

  Προσωπικὲς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μὲ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας. Τέλος, ὁ Rahner ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει προσωπικὲς καὶ ἀτομικὲς σχέσεις μὲ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας (T. J. White, The Trinity. On the Nature and Mystery of the One God, The Catholic University of America Press, Washington, D.C. 2022, σελ. 570), πρᾶγμα ποὺ καταδικάζεται ὡς αἱρετικὸ καὶ ἀποβλητέο ἀπὸ τὴν Ἔκθεση τῶν Δυσσεβημάτων (Ἔκθεσις Δυσσεβημάτων, 28 : «Ἀποβάλλομεν τοὺς λέγοντας ὅτι ἑνώνονται μὲ ὅλον τὸν Θεὸν οὕτως, ὥστε νὰ εἶναι ἡνωμένοι μὲ αὐτὸν καὶ καθ’ ὑπόστασιν καὶ κατ’οὐσίαν καὶ κατ’ ἐνέργειαν»). Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μὲ τὸν K. Rahner ὑποστηρίζουν οἱ Ἰ. Ζηζιούλας καὶ Χρ. Γιανναρᾶς (Ἐλευθερία καὶ Ὕπαρξη. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν ἀρχαῖο στὸν χριστιανικὸ Ἑλληνισμό. Πέντε μαθήματα στὸ Ἵδρυμα Γουλανδρῆ-Χὸρν (1983), ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2018, σελ. 138: «οἱ λέξεις Πατήρ, Υἱὸς καὶ Πνεῦμα δηλώνουν ὄντα μὲ τὰ ὁποῖα ἐρχόμαστε σὲ ἰδιαίτερη προσωπικὴ σχέση», Χρ. Γιανναρᾶς, Χάιντεγκερ καὶ Ἀρεοπαγίτης, ἢ περὶ ἀπουσίας καὶ ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2006, σελ. 99).

  Αὐτὲς ἦταν ὁρισμένες ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀντιλήψεις τοῦ K. Rahner. Στὸ ἑπόμενο καὶ τελευταῖο μας κείμενο σχετικὰ μὲ τοὺς γερμανόφωνους μεταπατερικούς, θὰ δοῦμε ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς θεολογικῆς σκέψης τοῦ Hans Urs v. Balthasar.

Previous Article

Με αφορμή το Β΄ Διεθνὲς Επιστημονικό Συνέδριο του περιοδικού «Θεολογία»

Next Article

Μαντική – Μία σοβαρή διαχρονική πνευματική λοιμική νόσος