Διατὶ ὁ Κων/νος Παπαρρηγόπουλος κατηγόρησε τοὺς Ἁγίους ἀδελφοὺς «Γραπτούς»

Share:

Γράφει ὁ κ. Ἠλίας Μπάκος, θεολόγος-φιλόλογος, δρ. τοῦ Πανεπ/μίου Ἀθηνῶν,

Ἀντεπιστέλλον μέλος τῆς «Academia Gentium “Pro Pace” (U.S.A.-ΡΩΜΗ)»

1ον

  Ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 1815 καί πέθανε στήν Ἀθήνα τό 1891. Ὁ πατέρας του καταγόμενος ἀπό τή Βυτίνα τῆς Γορτυνίας σταδιοδρόμησε ὡς Τραπεζίτης στήν Κωνσταντινούπολη, γνώρισε τό βίαιο θάνατο ἀπό τούς Τούρκους στίς 4 Ἀπριλίου 1821- λίγες ἡμέρες πρίν ἀπό τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε΄, καί τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰωάννη, μετά τοῦ υἱοῦ του Μιχαήλ καί τοῦ γαμβροῦ του Δημητρίου Σκαναβῆ. Τά διασωθέντα μέλη τῆς οἰκογένειάς του κατέφυγον στή Ρωσική πρεσβεία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ἀπό ἐκεῖ μέ τόν ἀδελφό του φυγαδεύτηκαν στήν Ὀδησσό. Ἀφήνουμε τίς σπουδές του καί τίς περιπλανήσεις του, τίς ἀνησυχίες, τίς διακρίσεις του καί τίς ἄλλες ἀπογοητεύσεις του, γιά νά τόν συναντήσουμε τό 1873 μπροστά στό σκήνωμα τοῦ μονάκριβου 30/χρονου υἱοῦ του. Μέσα ἀπό τήν πολυτάραχη αὐτή βιοτή ἔφθασε στό τέλος τοῦ βίου στίς 14 Ἀπριλίου 1891.

  Ἄν καί ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος στίς γενικές κρίσεις τῆς Ἱστορίας του εἶναι αὐθεντικός, δέν σφάλλεται· μόνον σέ εἰδικές περιπτώσεις σέ ἐπί μέρους λεπτομέρειες θεμάτων ἤ προσώπων, ἐλλείψει πηγῶν, μπορεῖ ὁ νεώτερος ἐρευνητής νά τόν συμπληρώσει. Στό ζήτημα τῆς εἰκονομαχίας ἔμεινε περισσότερο στόν μεταρρυθμιστικὸ καί λιγότερο στόν θεολογικό της χαρακτήρα πού ἦταν τό κυρίαρχο θέμα καθόλη τή διάρκεια τῆς κρίσεως ἀλλά καί μετέπειτα. Οἱ πηγές πού διέθετε, ἡ στάση τῆς Δύσεως ἔναντι τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ἐπέτρεψαν στό ἱστορικό του αἰσθητήριο νά φθάσει στήν καρδιά, στόν πυρήνα τῆς εἰκονομαχίας, στόν αἱρετικό της χαρακτήρα καί ὡς ἐκ τούτου ἀντιμετωπίζει τήν εἰκονομαχική κρίση ὡς ἁπλὴ μεταρρύθμιση, κοινωνική πολιτική, θρησκευτική κλπ., καί ὄχι ὡς αἵρεση τῶν αἱρέσεων. Δέν θέλησε νά στηρίξει τόν ἱστορικό του λόγο στίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων: Ἑβδόμης, Οἰκουμενικῆς τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν εἰκονομαχικῶν Συνόδων 754 καί 815 καί τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν ἐνδημοῦσα Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 843.

Παρά ταῦτα ὅμως ἔκαμε τομή στήν ἑρμηνεία τῆς εἰκονομαχικῆς κρίσεως, ἔδωσε βάθος καί πλάτος καί προσέφερε διεθνῶς τήν πλησιέστερη μέχρι τότε ἐξήγηση τοῦ φαινομένου αὐτοῦ. Ἀπό τοῦ Λέοντος Γ΄ (717-741) μέχρι τοῦ Βασιλείου τοῦ Α΄(867-886) ἐξετάζει πολλαχῶς τά γεγονότα καί τά πρόσωπα κατά γραμμική καί αἰτιώδη σειρά σέ 311 σελίδες τοῦ τετάρτου τόμου. Ἔδωσε τόση βαρύτητα στή βυζαντινή Ἱστορία καί ἰδιαίτερα στήν εἰκονομαχία μέ ἀποτέλεσμα νά κατηγορηθεῖ ἀπό τόν Γρηγόριο Παπαδόπουλο: «ὅτι μόνος ἔχει τήν ἁπλότητα νά πιστεύῃ ὅτι ἡ βυζαντινή ἐποχή εἶναι ἡ πολυτιμωτέρα τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους». Καί ὁ ἐπικριτής του ὀργισμένος τόν ἀποδοκιμάζει(!), γράφοντας: «τρίς καί τετράκις μάκαρες οἱ μή ἐπιζήσαντες νά ἀκούσωσι τοιαύτας ἀνοησίας», δηλαδή τήν ἔκθεση τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας! Γιά τόν Κ. Παπαρρηγόπουλο δέν εἶναι «ἀταλαίπωρος ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας»· στίς γενικές του κρίσεις, ἀκόμη καί ἐκεῖ πού τόν ὁδηγεῖ ἡ μεγαλοφυής ἱστορική του διαίσθηση, παραμένει ἀδιαμφισβήτητος, συμπληρώνεται μόνον -τονίζεται καί πάλιν- στίς λεπτομέρειες τῆς Ἱστορίας σέ ἐπί μέρους θέματα.

Πρῶτος ἐπικριτής τοῦ Κ. Παπαρρηγοπούλου ἦταν ὁ Γρηγόριος Παπαδόπουλος μέ στόχο τήν ἀνακοπή τοῦ ἱστορικοῦ του ἔργου, στό κρισιμότερο σημεῖο τῆς ζωῆς του, ἀπό ἀντιζηλία. Τό ἔργο του κατηγορήθηκε ὅτι: « ἀναπτύσσει μᾶλλον τήν Ρωμαϊκήν ἤ τήν Ἑλληνικήν Ἱστορίαν» ( ἐξ ἐπόψεως πολιτιστικῆς)· ὅτι «μόνος ἔχει τήν ἁπλότητα νά πιστεύῃ ὅτι ἡ βυζαντινή ἐποχή εἶναι ἡ πολυτιμοτέρα τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους»· ὅτι «τό σύγγραμμα μέ τόν μέσον αἰῶνα, δέν εἶναι πλέον Γενική ἀλλά μόνον Γαλλική Ἱστορία». Πολλοί ἐπώνυμοι ὅπως οἱ Π. Καλλιγᾶς, Γ. Μιστριώτης, Γ. Παπασπιλιώτης, Κ. Σάθας κ.ἄ. ἔθεταν ζήτημα ἐθνικῆς καί πατριωτικῆς ψυχῆς τοῦ Κ. Παπαρρηγοπούλου καί ἐτέθη θέμα ἄν «ᾐσθάνετο ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος ὡς Ἕλλην». Στήν ἐφημερίδα «Ἀθηνᾶ» διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι μέ τό ἔργο του ἐπιδιώκει «ἄνευ οὐδεμιᾶς ἐννοίας καί γνώσεως τῆς τῶν Ἰώνων Ἱστορίας… νά ἀναιρέσῃ τήν συγγένειαν τῶν ἐντεῦθεν καί ἐκεῖθεν Ἰώνων…».

Ὓστερα ἀπό τά ὅσα ἐλέχθησαν παραπάνω ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι ὁ μεγαλοφυέστατος Ἱστορικός Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος στήν ἱστορία του ἀντιμετώπισε μέ βαθύ αἴσθημα εὐθύνης καί ἐπιστημονική-ἱστορική γνώση τή συνάντηση Χριστιανισμοῦ, Ἑλλήνων, Ρωμαίων καί διαφόρων ἄλλων λαῶν καί κοσμοθεωριῶν. Ἐπισημαίνει, μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τή μετάπλαση, μεταστοιχείωση ὅλων τῶν ἀξιῶν καί πολιτισμῶν μέ ἀριστοτεχνικό τρόπο καί εὔστοχο πνεῦμα θεωρήσεως καθώς καί τήν ἀνατροπή ἠθικῶν καί πνευματικῶν ἀξιῶν ὑπέρ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου.

Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ἀναζητήσουμε γιατί ὁ ἐθνικός μας Ἱστορικός, ὁ εὐγενής τοῦ πνεύματος, λησμόνησε τόν ἑαυτόν καί κατηγόρησε ἀπρεπῶς ἁγίους ἱερωμένους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Βυζαντίου, ὅπως τοὺς Ἁγίους ἀδελφοὺς Θεοφάνη καὶ Θεόδωρο τοὺς Γραπτούς.

Πρῶτα- πρῶτα ὁ Κ. Παπαρρηγοπουλος εἶναι καί αὐτός προϊόν τῆς κοινωνίας ἀπό τήν ὁποία προέρχεται· βιώνει τήν τραγωδία τῆς παιδικῆς του ἡλικίας, τή σφαγή τοῦ πατέρα του στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Τούρκους, τίς μετέπειτα περιπέτειες τῆς ζωῆς του, τό ἄξενο, γι’ αὐτόν, περιβάλλον τῶν Ἀθηνῶν μέ τίς ἀστήρικτες κατηγορίες καί διαβολές τοῦ ἔργου ἀπό ἔγκριτους ἐπιστήμονες: δεκατέσσερα εἴδη κατηγοριῶν τοῦ προσῆψαν οἱ διαβολεῖς καί ἐπικριτές του.

Ἔπειτα γράφει Ἱστορία κατά τή μέθοδο τοῦ Γάλλου Λευΐ καί τοῦ Γερμανικοῦ θετικισμοῦ, ὅπου εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀκολουθεῖ τή γραμμική πορεία-μέθοδο τῆς Ἱστορίας, κατά κανόνα , καί τή χρονολογική τους σειρά. Καί ἐμμένει μόνο ἀπό ἱστορική διαίσθηση καί ὑποψία στήν αἰτιώδη σειρά τῶν γεγονότων.

Συνδέει τά πρόσωπα μέ τά γεγονότα, δέν ἀναζητεῖ πάντα τά ἠθικά καί πνευματικά προσόντα αὐτῶν-ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἀδελφούς Γραπτούς καί προβαίνει σέ ἀνοίκειους χαρακτηρισμούς. Ἐμμένει ὅμως ἐρευνητικά στά γενεσιουργά αἴτια σύμφωνα μέ τίς κοινωνικές δομές, τά φιλοσοφικά, θεολογικά καί κοινωνικά ρεύματα διαχρονικά, τούς μετασχηματισμούς τῶν κοινωνιῶν καί τῶν πολιτιστικῶν τάσεων τῶν διαφόρων ἐποχῶν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ τήν παρουσία τῶν δρώντων προσώπων παράλληλα μέ τήν ἐκδήλωση τῶν ὁρατῶν αἰτίων, τῶν γεγονότων, ἀντιπαρερχόμενος τήν αἰτιώδη σειρά τῶν μή ὁρατῶν αἰτίων τῆς Ἱστορίας.

Κατόπιν, κατά φυσικό τρόπο, ἐπηρεάζεται τό γνωστικό του ἀντικείμενο καί ἀπό τούς δυτικούς συγγραφεῖς, Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι τοποθετοῦνται στήν ἐποχή του ἀρνητικά ἔναντι τοῦ Βυζαντίου καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν Εὐρώπη κυριαρχεῖ καί ὁ Ἑλληνοκεντρισμός, ὁ ὁποῖος ἐπηρεάζει καί τόν Ἑλλαδικό χῶρο.

Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς τήν ἐποχή αὐτή λειτουργεῖ στό Παρίσι ὡς «πρέσβυς» τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους, γιατί εἶναι ὁ ἐξοχότερος Ἕλληνας στή Δύση. Δυστυχῶς ὅμως ἐπηρεάστηκε ἀπό τόν Γαλλικό διαφωτισμό καί ἰδιαίτερα ἀπό τόν Βολταῖρο, ὁ ὁποῖος χαρακτήριζε τήν Βυζαντινή Ἱστορία «ὡς: o dieuse et degoktante». Οἱ βυζαντινοί χρόνοι ἐθεωροῦντο ὡς περίοδος παρακμῆς καί καταπτώσεως, ἡ ὁποία παρακμή ἐκφράζεται σκωπτικῶς μέ τούς ὅρους «βυζαντινός, βυζαντινισμός», ἐνῶ «ἡ ἐξωτερική ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἐλογίζετο μονότονος καί ἀηδής, ἡ δέ ἐσωτερική ἀναξία προσοχῆς», «ἡ μόνη χάρις ἥτις ἀνεγνωρίζετο εἰς τούς βυζαντινούς εἶναι ὅτι δίκην ἐπιμελῶν βιβλιοθηκαρίων περιέσωσαν τούς θησαυρούς τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καί τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας. Ἀλλ’ ἐκ παραλλήλου τοῖς προσήπτετο ὅτι καί αὐτούς τούς νόμους καί τά γράμματα δέν ἐθεράπευον κατά τόν ἁρμόζοντα τρόπον, μεταβληθέντες εἰς πλῆθος δικολόγων ἀδίκων καί σχολαστικῶν». Ὁ Κοραῆς ἐν προκειμένῳ ἀπηχεῖ τίς κρατοῦσες ἐπί τῶν ἡμερῶν του ἀπόψεις καί γι’ αὐτό δέν βρίσκει οὔτε μία λέξη νά ἀφιερώσει στό Βυζάντιο καί τόν πολιτισμό του. Οἱ ἀντιλήψεις τοῦ Κοραῆ διατυπώνονται στά Ἄτακτα καί μάλιστα στόν πρόλογο τοῦ πρώτου τόμου τῶν Ἀτάκτων. Ἄν ὁ Κοραῆς διατυπώνει τέτοιες θέσεις γιά τό Βυζάντιο, τί μποροῦμε νά ποῦμε γιά τούς Εὐρωπαίους συγγραφεῖς; Ὁ L. Maiombourg συνδέει ἄμεσα τή διαφώτιση τῶν Διαμαρτυρομένων μέ τήν εἰκονομαχία καί τούς θεωρεῖ συνεχιστές τῶν εἰκονομάχων. Ὁ Didron (1806-1867), ἀναφερόμενος στή βυζαντινή τέχνη, λέγει ὅτι «ὁ Ἕλληνας καλλιτέχνης ὑποδουλώθηκε στίς παραδόσεις σάν τό ζῶο στό ἔνστικτό του». Ὁ Βαζάρι τῆς ἰταλικῆς ἀναγεννήσεως χαρακτηρίζει τή βυζαντινή τέχνη «βάρβαρη», καί ὁ Μολιέρος στόν 17ο αἰώνα χαρακτήριζε τά Γοτθικά μνημεῖα «ἀποτρόπαια τέρατα ἀμαθῶν κλώνων», ἐνῶ ὁ Louis Bertrand χαρακτήριζε τή Γοργοεπήκοο τῶν Ἀθηνῶν, τό θαυμάσιο αὐτό ἱερό τέμενος τοῦ 12ου αἰώνα, «μικρό καχεκτικό τέρας».

Οἱ δυσμενεῖς κρίσεις γιά τό Βυζάντιο καί τόν πολιτισμό του διατηρήθηκαν καί ἐπηρέασαν καί τό Νεοελληνικό Κράτος μέ ἀπρόβλεπτες συνέπειες γιά τήν τύχη τῆς Ἱστορίας, ἐάν δέν ἐμφανιζόταν στήν Ἱστορία ὁ Σπ. Ζαμπέλιος καί ἰδιαίτερα ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος, ὁ ὁποῖος ἔγινε εὐρύτερα γνωστός καί ἀποκατέστησε τά πράγματα. Στήν ἐποχή τους ἡ κατά τοῦ Βυζαντίου καταδίκη ἦταν σχεδόν καθολική. Σήμερα ὅμως ἀναγνωρίζεται ὅτι τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε τό προπύργιο τῆς Χριστιανοσύνης, πολιτεία συνεχῶς ἀκμάζουσα, ἡ ὁποία προσήγγιζε περισσότερο συστήματα καί λειτουργίες νεωτέρων πολιτειῶν παρά τά ἡμιβάρβαρα κράτη, ἀπό τά ὁποῖα περιεβάλλετο. Σ’ αὐτό συνετέλεσαν ἡ ἐμφάνιση Βυζαντινολόγων, ἡ ἵδρυση ἑδρῶν βυζαντινῆς Ἱστορίας, τέχνης καί φιλολογίας σέ ἀρκετά πανεπιστήμια τῆς Εὐρώπης, ἡ ἔκδοση εἰδικῶν περιοδικῶν κ.π. ἄ. Ἡ πρώτη Βυζαντινολογία ἱδρύθηκε τό 1892 στήν πρωτεύουσα τῆς Βαυαρίας. Τό πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου μιμήθηκαν καί πολλά ἄλλα Πανεπιστήμια, ὥστε σήμερα, πράγματι, νά ἀκμάζουν οἱ βυζαντινές σπουδές ἀνά τόν κόσμο. Κατά συνέπεια ἡ ἐμμονή τοῦ Κ. Παπαρρηγοπούλου στήν Ἱστορία τοῦ Βυζαντίου δικαιώνεται καί ὡς θέση καί ὡς ἀντίθεση. Ἁπλές διορθωτικές ἤ συμπληρωματικές παρεμβάσεις στό ἔργο του θά γίνονται, αὐτό ὅμως δέν ἀκυρώνει, δέν μειώνει τήν Ἱστορία, ἀντιθέτως προάγει τήν Ἐπιστήμη. Ἄλλωστε αὐτό ἐπιβάλλεται ἀπό τή διαχρονική ἀνακάλυψη νέων καί ἐπαρκῶν Ἱστορικῶν πηγῶν.

Previous Article

Διατὶ ὁ Κων/νος Παπαρρηγόπουλος κατηγόρησε τοὺς Ἁγίους ἀδελφοὺς «Γραπτούς» – 2ον

Next Article

Οι Θερμοπύλες του Ελληνοϊταλικού, το Ύψωμα 731