Τα χωριά μας άλλαξαν όψη. Με διώροφα και τριώροφα σπίτια. Περιποιημένα, επιπλωμένα, με αυλόγυρο και πράσινο. Τα περισσότερα, όμως, είναι αδειανά. Χωρίς το νοικοκύρη. Χωρίς φωνές και ζωή. Και παραμένουν χρόνια κλειστά. Διότι οι σπιτονοικοκύρηδες έριξαν πέτρα πίσω. Ούτε τον Αύγουστο, το μήνα αργίας και γιορτών δεν επιστρέφουν.
Άλλη άποψη έχει ο Σπύρος Γ. Τόκος από την Πλάκα, κάτοικος Τσούκας των Αγίων Σαράντα. Τριάντα τρία χρόνια εργάστηκε στην Ελλάδα. Δύσκολη καθημερινή εργασία. Μαζί με τη σύζυγό του Αλέξω τα κατάφεραν, να ζήσουν σαν άνθρωποι, να προκόψουν, να σπουδάσουν και τα παιδιά τους, που σήμερα ακτινοβολούν με τα επαγγέλματά τους.
«Καλή είναι η Αθήνα, αλλά σαν ο τόπος που γεννήθηκες, εκεί που μάτωσαν τα πόδια μας, εκεί που και η πέτρα ζυγίζει πιο βαριά, δεν υπάρχει».
Συνταξιοδοτήθηκαν μαζί με τη σύζυγό του και ασχολούνται με το διώροφο σπίτι που έχτισαν στο χωριό. «Χτίσαμε το σπίτι διότι εδώ θα επιστρέψουμε, για να έρχονται τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Να γαλουχηθούν με την ιδέα της ιδιαίτερης πατρίδας, με το άρωμα της γενέτειρας», λένε οι δυο τους και βιάζονται να δώσουν το τελευταίο χέρι στο σπίτι τους. Ένα σπίτι με όλες τις ανέσεις. Παρέα με τον γείτονά τους τον Βασίλη Μπελέρη, που έχει δεκατρία χρόνια που επέστρεψε από την Αθήνα, στο σπίτι του βίλα στην Τσούκα.
Ευχόμαστε να μιμηθούν πολλοί το Σπύρο και το Βασίλη, για να μην ρημάξει αυτός ο ευλογημένος τόπος.
Βαγγέλης Παπαχρήστος




