Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν θεολογικὴν σκέψιν τοῦ Κ. Μπὰρτ

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος

  Στὸ παρόν μας κείμενο θὰ παρουσιάσουμε ὁρισμένα στοιχεῖα τῆς θεολογικῆς σκέψης τοῦ Κ. Μπὰρτ (1886-1968). Ὁ Κ. Μπὰρτ εἶναι Ἑλβετὸς προτεστάντης θεολόγος, γνωστὸς γιὰ τὴν ἐγελιανὴ καὶ ὑπαρξιακὴ ἑρμηνεία τῶν κειμένων τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἔχει ἐπηρεάσει τόσο τὴ σύγχρονη ρωμαιοκαθολικὴ θεολογία, ὅσο καὶ τὴν αὐτὴν τῆς ὀρθόδοξης ἀκαδημαϊκῆς.

  Analogia fidei καὶ ἀποκάλυψη. Ὁ K. Μπὰρτ ἀρνεῖται τὸ ρωμαιοκαθολικὸ ἀξίωμα τῆς ἀναλογίας τῶν ὄντων, τὸ ὁποῖο ὑποστηρίζει ὅτι τὰ κτίσματα εἶναι πεπερασμένες ἐκφάνσεις τῶν τελειοτήτων ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα μέσα στὸν ἄκτιστο Θεό, ἤτοι ἀσθενῆ ἀντίγραφα κατὰ κάποιον τρόπο τῆς ἴδιας τῆς θείας οὐσίας. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ φυσικὴ θεολογία, ἤτοι ἡ ἀναγνώριση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς παρατήρησης τῆς τάξης, τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ σκοποῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου, χάνει τὴν δύναμή της, παραχωρώντας τὴ θέση της στὴν analogia fidei. Analogia fidei σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μονάχα διὰ μίας ὁδοῦ, αὐτῆς τῆς ὑπερφυσικῆς ἀποκάλυψης, τουτέστιν διὰ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυσικὴ ἀποκάλυψη γιὰ τὸν K. Μπὰρτ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἐφεύρημα τοῦ διαβόλου. Ὁ μόνος λόγος ποὺ δὲν υἱοθέτησε τὸν καθολικισμό, ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς ὁμολογεῖ, εἶναι ἡ ἐπίμονη ἄρνησή του νὰ δεχθεῖ τὴ ρωμαιοκαθολικὴ ἀναλογία τῶν ὄντων. Ἔτσι, ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκαλύπτεται γιὰ τὸν Μπὰρτ μονάχα μέσα ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη, μέσῳ τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Ἑαυτοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν Ἐκκλησιαστική του Δογματικὴ δὲν ξεκινᾶ ἀπὸ τὸν ἕνα Θεό, γιὰ νὰ καταλήξει στὸν τριαδικό του τρόπο ὕπαρξης, ἀλλὰ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτό της στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι ἡ Θεολογία παύει νὰ διακρίνεται ἐναργῶς ἀπὸ τὴν Οἰκονομία, καθότι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα ἀποκαλύπτει τὸν Ἑαυτό της μέσα στὴν κτιστὴ πραγματικότητα ἤ, ἀλλιῶς, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἑαυτοῦ της [1]. Ἡ Ἁγία Τριάδα δὲν διακρίνεται, πλέον, γιὰ τὸν Μπὰρτ 1) στὸν ἑαυτό της καὶ στὴν 2) οἰκονομία, ἀλλὰ διακρίνεται μονάχα στὴ σχέση της μὲ τὴ θεία οἰκονομία, καθὼς ἡ ἀποκάλυψη δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ φανέρωση αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὴν ἀΐδιά του ὕπαρξη. Ἡ ἀνωτέρω, ὅμως, ἄποψη δὲ συμβαδίζει μὲ τὴν πατερικὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ σὲ Θεὸ ἀναίτιο καὶ Θεὸ δι’ αἰτίαν [2] (ἄκτιστα καὶ τὰ δύο ὡς Θεός).

  Ὁ Μπὰρτ ὡς πρόδρομος τῶν λειτουργικῶν διακρίσεων. Προκειμένου νὰ διακριθεῖ ὁ Θεὸς μέσα στὴν οἰκονομία ὁ Μπὰρτ θὰ εἰσαγάγει γιὰ πρώτη φορὰ τὶς περίφημες λειτουργικὲς διακρίσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσχοληθήκαμε σὲ ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ περσινά μας κείμενα. Ποιὸς εἶναι ὁ ἀποκαλύπτων, ποιὸς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη καὶ ποιὸς εἶναι οἱ καρποὶ αὐτῆς τῆς ἀποκάλυψης; Ἡ ἀπάντηση ποὺ δίνει ὁ Μπὰρτ στὴν ἀνωτέρω ἐρώτηση εἶναι ἡ ἑξῆς: ὁ ἀποκαλύπτων εἶναι ὁ Πατήρ, ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι οἱ καρποὶ τῆς ἀποκάλυψης. Ὁ Μπὰρτ στὴ συνέχεια, ἔχοντας ὡς βάση τὴν ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσα διάκριση τοῦ Θεοῦ σὲ ἀποκαλύπτων, ἀποκάλυψη καὶ ἀποκαλυπτόμενο ἤ, ἀλλιῶς, σὲ Πατέρα, Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ ὑποστηρίξει ὅτι ὁ Πατὴρ εἶναι τὸ πρωκαταρκτικὸ αἴτιο τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ἀναδημιουργίας / λύτρωσης, ὁ Υἱὸς ἔχει τὴν πρωτοβουλία στὴν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει τὴν πρωτοβουλία στὸν ἁγιασμὸ τῶν κτισμάτων (στὸ σημεῖο αὐτὸ φαίνεται ὅτι ἡ διάκριση τῶν τριαδικῶν προσώπων βασίζεται στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὰ δροῦν μέσα στὴν κτίση). Ὁ Πατὴρ διακρίνεται κατὰ τὸ ὅτι κρύβεται τὴ στιγμὴ τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ, ὁ Υἱὸς διακρίνεται κατὰ τὸ ὅτι προβάλλει τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὸ ὅτι ἐκχύνεται κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Ἀκόμη, ὁ Πατὴρ διακρίνεται ὡς πρὸς τὴν ἁγιότητα, ὁ Υἱὸς ὡς πρὸς τὸ ἔλεος καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς πρὸς τὴν ἀγάπη καὶ οὕτω καθεξῆς [3]. Βλέπουμε ὅτι ὁ Μπὰρτ προσ­παθεῖ νὰ διακρίνει τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας μέσῳ τῶν κοινῶν τους χαρακτηριστικῶν, πρᾶγμα ποὺ συγχέει ὁπωσδήποτε τὸ δόγμα τῶν κοινῶν μὲ τὰ ἀκοινώνητα, τουλάχιστον σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἡ μόνη ἐξωτριαδικὴ διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδας εἶναι ἡ ἐνσάρκωση, ἡ ὁποία ἔγινε μόνο ἀπὸ τὸν Υἱό, οὕτως ὥστε τὸ ἰδίωμα τῆς υἱότητας νὰ παραμείνει ἀκίνητο [4]. Μὲ ἄλλα λόγια, Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι κάποιου ἀνδρός, καθότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπάτωρ ὡς ἄνθρωπος. Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἀφοροῦν στὴ θεία οἰκονομία, ὅπως ἡ ἀπολύτρωση, ὁ ἁγιασμὸς καὶ οὕτω καθεξῆς, εἶναι κοινὰ σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθὼς ἀφοροῦν στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία.

  Ἀντικατάσταση τοῦ ὅρου πρόσωπο μὲ τὸν νεολογισμὸ τρόπος τοῦ εἶναι. Στὴ συνέχεια ὁ Μπὰρτ διακηρύττει ὅτι ἡ κλασικὴ τριαδολογικὴ φράση μία φύση σὲ τρία πρόσωπα θὰ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ. Ὁ ὅρος πρόσωπο στὴν μοντέρνα ἐποχὴ κατανοεῖται ὡς ἕνα ἐγὼ ποὺ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ τῆς συνείδησης τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι, τὸ πρόσωπο ἰδωμένο ὡς ἐγὼ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὴν πολυθεΐα. Ἀκόμη, ἡ θεολογία δὲν μπορεῖ νὰ ξεκινήσει τὴν πραγμάτευση τοῦ τριαδικοῦ δόγματος ἀπὸ τὴ θεία φύση, γιατί στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς ἐμφανίστηκε στὸν Μωυσῆ ὡς ὁ Γιαχβὲ ἢ Κύριος. Συνεπῶς, ἀντὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ οὐσία καὶ πρόσωπα, μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τρία πρόσωπα / πλευρὲς / ἐκφάνσεις ἑνὸς ἐγώ, καθότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται ἰδεαλιστικὰ μὲ τὴν προσωπικότητα [5]. Στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ὑπάρχουν τρία ἐγώ, ἤτοι τρία κέντρα αὐτοσυνειδησίας, ἀλλὰ ἕνα. Ἐφόσον, ὅμως, τὸ θεῖο ἐγὼ εἶναι ἕνα, πῶς μποροῦν νὰ διακρίνονται οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδας; Ὁ Μπὰρτ θὰ ἀπαντήσει ὅτι οἱ ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲν εἶναι κάτι ἄλλο παρὰ τρεῖς τρόποι τοῦ εἶναι. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἕνας Κύριος, τὸ ἕνα θεῖο ἐγὼ ποὺ ὑπάρχει καὶ φανερώνεται μὲ τρεῖς τρόπους, τουτέστιν ὡς Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἀνωτέρω θεώρηση τῆς Ἁγίας Τριάδας ὡς «τρόπους τοῦ εἶναι» ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὸ σαβελλιανισμό, καθότι ἐφόσον ἡ ἀποκάλυψη καὶ ἡ θεολογία ταυτίζονται, πάντοτε κατὰ τὸν Μπάρτ, ἕπεται ὅτι τρόπος τοῦ εἶναι σημαίνει καὶ τρόπος ἀποκάλυψης ἢ φανέρωσης, πρᾶγμα ποὺ ὑποστήριξε ὁ ἴδιος ὁ Σαβέλλιος. Ἂν καὶ ὁ Μπὰρτ προσπαθεῖ νὰ διακρίνει τὴν οἰκονομικὴ ἀπὸ τὴν ἀΐδια Τριάδα, προκειμένου νὰ μὴ πέσει στὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλιανισμοῦ, ὁ ὅρος τρόπος τοῦ εἶναι καθίσταται προβληματικός, καθότι εἶναι ἀσαφής. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κάποιος θεολογία, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τοὺς ὅρους πρόσωπο καὶ οὐσία, καθότι ὁ πρῶτος δεικνύει τὸν τριαδικὸ χαρακτήρα τῆς ἀκτίστου θεότητας, ἐνῶ τὸ δεύτερο τὸ ἑνιαῖο τοῦ Θεοῦ.

  Ἐνδοτριαδικὴ ὑπακοή. Ὁ Μπὰρτ ἀρνεῖται ἕνα ὀντολογικὸ μοναρχιανισμὸ τύπου Ἀρείου, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι κατώτερος κατὰ τὴν οὐσία ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ἡ ὑπακοή, λοιπόν, ἀποδίδεται στὸν Χριστὸ ὡς ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὑπακούει πραγματικὰ καὶ ὄχι κατὰ προσποίηση. Ὅμως, ἐκεῖνο ποὺ συμβαίνει οἰκονομικά, τὸ ἴδιο ὀφείλει νὰ συμβαίνει καὶ ἐνδοτριαδικά, ἕνεκα τῆς προαναφερθείσας ταύτισης τοῦ εἶναι καὶ τῆς δράσης ἢ τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ἡ ὑπακοὴ ποὺ δείχνει ὁ Χριστὸς στὸν Πατέρα ἀποκαλύπτει (καὶ ἄρα ταυτίζεται) τὴν ἴδια του τὴν υἱότητα. Ταυτίζοντας ὁ Μπὰρτ τὴν ὑπακοὴ μὲ τὴν υἱότητα τὴν κάνει ὑποστατικὸ ἰδίωμα τοῦ Υἱοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ὁδηγεῖται στὸ νὰ ἀποδέχεται τὴν ἀρειανικὴ θεολογία κατὰ τὰ πράγματα, παρότι τὴν ἀρνεῖται κατ’ ὄνομα. Γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, ἡ ὑπακοὴ δὲν ἔχει ἐνδοτριαδικὸ χαρακτήρα, παρὰ μόνον ἀνθρώπινο. Ὁ Υἱὸς ὑπακούει τὸ θέλημα τῆς Ἁγίας Τριάδας (κοινὸ) μόνον ὡς ἄνθρωπος καὶ ὄχι ὡς Θεός [6].

  Αὐτὲς εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς ἰδέες, ποὺ ὁ Μπὰρτ κληροδότησε στὴν μεταπατερικὴ θεολογικὴ σκέψη.

Σημειώσεις:

[1] K. Barth, Church Dogmatics, New York 1936, I / 1, pp. 339-340. Ἐδῶ θεμελιώνεται καὶ ἡ ταύτιση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀγάπη. Ἐφόσον ὁ Θεὸς δρᾶ ὡς ἀγάπη, συνεπάγεται καὶ ὅτι ὑπάρχει ὡς ἀγάπη, κατὰ τὸν Μπὰρτ πάντοτε. [2] Γιὰ τὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ σὲ ὑπὲρ αἰτίαν (θεολογία) καὶ δι’ αἰτίαν (οἰκονομία) βλ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Β’, 16, Π. Χρήστου Α΄, σελ. 93. [3] B. Mondin, La Trinita mistero d’Amore, Edizioni Studio Domenicano, Bologna 20102, p. 217. [4] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95, 176C. [5] K. Barth, Church Dogmatics, New York 1936, I / 1, p. 400-402. [6] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95, 180A καὶ 184BC.

Previous Article

Οικουμενισμός και woke agenda

Next Article

Ἀπόλυτα ἀσύμβατος ὁ παπισμὸς μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ ταπεινότητα!