Η απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης από σύγχρονες και αρχαίες αιρέσεις

Share:

Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Δρ.Θ.

  Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια εμφανίστηκαν αιρετικοί οι οποίοι απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη. Αυτοί ήταν οι Γνωστικοί, όπως  ο αιρετικός Μαρκίωνας που απέρριπτε την Παλαιά Διαθήκη και υποστήριζε  ότι αυτή έρχεται σε αντίθεση με την Καινή Διαθήκη διότι, όπως έλεγε,  ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν ταυτίζεται με τον Θεό της Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με τον Μαρκίωνα υπάρχει ένας κακός Θεός, αυτός της Παλαιάς Διαθήκης και ένας καλός, αυτός της Καινής Διαθήκης.  Παρόμοιες αντιλήψεις διατυπώθηκαν και από τους Μανιχαϊστές. Απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη και υποστήριζαν ότι αντιτίθεται στην Καινή Διαθήκη. Ο  Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ισχυρίζονταν, είναι διαφορετικός από τον Θεό της Καινής Διαθήκης.

  Στη σύγχρονη εποχή  είμαστε μάρτυρες ενός ιδιότυπου φαινομένου επιστροφής σε  κακέκτυπες ειδωλολατρικές πρακτικές και συνήθειες οι οποίες απορρίπτουν τον Χριστιανισμό. Μεταξύ αυτών των κύκλων έχουν διαμορφωθεί κάποιες μετριοπαθέστερες ομάδες οι οποίες αν και αναγνωρίζουν ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί  αγαθό της ελληνικής παράδοσης, όμως απορρίπτουν την  Παλαιά Διαθήκη υποστηρίζοντας ότι πρέπει ο Χριστιανισμός ν’ αποκοπεί από την παλαιοδιαθηκική παράδοση.

  Αντίθετα,  οι Πατέρες της Εκκλησίας εξαίρουν έντονα την ενότητα της Αγίας Γραφής, η οποία  είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Η ενότητα εκφράζεται μέσα από το γεγονός ότι ο ίδιος  Θεός, ο Υιός και Λόγος του Θεού αποκαλύφθηκε, άσαρκος κατά την Παλαιά Διαθήκη και   ενσαρκώθηκε  κατά την Καινή Διαθήκη. Αυτή η αλήθεια, ότι ο άσαρκος Υιός και Λόγος δηλαδή φανερώθηκε στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, είναι ένα από τα πιο ισχυρά επιχειρήματα που αντιτάσσουμε απέναντι σε όλους  που θέλουν  να διασπάσουν τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης.

  Η ενότητα των δύο Διαθηκών εκφράζεται επίσης από το γεγονός ότι το θέμα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι το ίδιο: Το σχέδιο και οι ενέργειες του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Διασαφηνίζεται αυτό ως εξής: κατά την Παλαιά Διαθήκη η  ανθρωπότητα προετοιμάστηκε για την έλευση του Μεσσία: «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις»(Εβρ. 1,1). Ο ίδιος ο άσαρκος Λόγος του Θεού μίλησε στους ανθρώπους του  οποίου την άκτιστη δόξα είδε ο προφήτης Ησαΐας: «ταῦτα εἶπεν ῾Ησαΐας ὅτε εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ Αὐτοῦ» (Ιωάν. 12,41). Γι΄ αυτήν την προετοιμασία της ανθρωπότητας μας ομιλεί η Παλαιά Διαθήκη. Όμως, κατά τους εσχάτους χρόνους, ο Θεός   «ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ» (Εβρ. 1,1).  Ο Θεός ενανθρώπησε  «ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστι τὸν διάβολον,  καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας»(Εβρ. 2,14-15). Με τη διδασκαλία, το θάνατο και την ανάστασή Του, ο Χριστός έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα της σωτηρίας.

  Τα διάφορα γεγονότα που περιγράφονται στην Παλαιά Διαθήκη δεν θα είχαν κανένα νόημα για εμάς, αν δεν αποτελούσαν την πρώτη πράξη του έργου της σωτηρίας που επρόκειτο να ολοκληρωθεί στην Καινή Διαθήκη. Οι υποσχέσεις του Θεού, η εκλογή των Πατριαρχών, η έξοδος από την Αίγυπτο, η Διαθήκη στο Σινά, οι προφητικές προρρήσεις, λαμβάνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις μόνο όταν τις δούμε ως μέρος του σχεδίου του Θεού για τον κόσμο. Από την άλλη μεριά, τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης θα μας ήταν ακατανόητα, αν δεν γνωρίζαμε την Παλαιά Διαθήκη. Χωρίς την Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και ποιες υποσχέσεις ήρθε να εκπληρώσει.

  Ο Ιησούς Χριστός είναι η εκπλήρωση των προφητικών προρρήσεων, η εκπλήρωση των προσδοκιών του λαού του Θεού, ο σκοπός  των παλαιοδιαθηκικών προφητειών, όπως αποδεικνύεται κατά τη Μεταμόρφωση Του στο όρος Θαβώρ όπου φανερώθηκαν ο Μωυσής και ο προφήτης Ηλίας «μετ᾿ Αὐτοῦ συλλαλοῦντες» (Ματθ. 17,3).

  Μελετώντας την Παλαιά Διαθήκη, λοιπόν, δεν μελετούμε την αρχαία ιστορία ενός λαού, του Ισραηλιτικού, αλλά την πνευματική προϊστορία μας. Παρακολουθούμε την ιστορική πορεία ολόκληρης της ανθρωπότητας προς τη λύτρωση.

  Ο Ιησούς δεν απέρριψε την διδασκαλία των προφητών, αντίθετα καταδικάζει κάθε είδους εχθρική ενέργεια ενάντια στους προφήτες (Λουκ. 11,47). Επίσης  μας προτρέπει: «ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ»(Ιωάν. 5,39). Για αυτόν τον λόγο η Παλαιά Διαθήκη έγινε Αγία Γραφή για την πρώτη Εκκλησία μετά την Πεντηκοστή, στηριζόμενη στην αυθεντία του Κυρίου και στην Παρουσία του Παρακλήτου. Αυτήν την θεϊκή αυθεντία ακολουθούμε και εμείς πιστά.

  Next Article

Ἡ μάνδρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἔχει μείνει ἐντελῶς ἀφύλακτη. Οἱ φύλακες ἔχουν ἐξαφανισθεῖ.