Τοῦ κ. Β. Χαραλάμπους, θεολόγου
Στὸν κώδικα τῆς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας 1.70, Μηναῖο 1363, φύλλο 247α ἀναγράφονται τὰ ἑξῆς: “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ Ὁσίου πατρὸς Ἀχιλλίου, Μητροπολίτου Λαρίσης: Οὗτος ὑπῆρχεν ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ἐξ εὐσεβῶν γεννητόρων φύς, μετὰ τῶν ἓξ μαθητῶν αὐτοῦ τὴν φιλοσοφίαν ἐκπεπαίδευται· πάσαις δὲ ταῖς κατὰ Θεὸν πολιτείαις ἑαυτὸν κοσμηθείς, ἀρχιερεὺς δευτέρας Θετταλίας ἐν τῇ Λαρισαίων παρὰ πάντων ἀναγορεύεται καὶ ἐν τῇ κατὰ Νίκαιαν Μεγάλῃ Συνόδῳ γενόμενος καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ καταβαλὼν καὶ ἀναθέματι παραπέμψας, εἰς δύο τεμόντος ὁ Ἄρειος τὸ τῆς Ἐκκλησίας σῶμα, αὐτὸς μετὰ πάντων ὁμοούσιον καὶ συναΐδιον τῷ Πατρὶ τὸν Υἱὸν ἐξεφώνησεν· ὑποστρέψας δὲ ἀπὸ Νικαίας καὶ πολλὰ μετὰ τῶν ἀρειανῶν μαχησάμενος, πολλοὺς πρὸς θεοσέβειαν εἵλκυσε καὶ πολλοὺς ναοὺς καὶ μεγίστους ἀνήγειρε καὶ δαίμονας ἐξ ἀνθρώπων ἐλαύνων καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα ἐργασάμενος· …Οὗτος ἀγγελικῶς βιώσας καὶ πολλὰ θαύματα ἐργασάμενος, πρὸς Κύριον ἐξεδήμησεν”*.
Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπιτελοῦσε θαύματα, ἐπειδὴ εἶχε ἁγία ζωὴ καὶ φυσικὰ ἁγία ζωὴ χωρὶς τὴν ὀρθὴ Πίστη δὲν νοεῖται. Ἀπὸ ἐγκωμιαστικὸ λόγο χειρογράφου τοῦ ιζ΄ αἰώνα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο, ἀναφέρεται ὅτι ὁ Ἅγιος ὁμολογῶν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη του, λέγει στοὺς Ὁμοιουσιανοὺς τὰ ἑξῆς: “Εἰ μὲν οὖν ὑμεῖς, φησίν, οἱ μὴ τὸ ὁμοούσιον ἐξειπεῖν θέλοντες, ἀλλὰ διὰ χάρακος τοῦτο περιταφρεύοντες καὶ ὁμοούσιον λέγοντες, ἀληθῆ φατὲ καὶ τῆς ἀκριβείας τὰ εἰρημένα ἐξέχετε, θαύμασι πιστώσατε τὰ λεγόμενα”*.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος τοὺς ζητεῖ νὰ ἐπιβεβαιώσουν μὲ θαύματα αὐτὰ ποὺ λέγουν. “Ὑπῆρχε δὲ ἐκεῖ πέτρα, ποὺ βρισκόταν ἀνάμεσά τους· «αὐτὴν κάνετε τώρα νὰ βγάλει λάδι μὲ ἀπίστευτο τρόπο καὶ ὅλοι θὰ παραδεχθοῦμε τὴ διδασκαλία σας. Ἂν ὅμως ὄχι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι θὰ ἀναλάβουμε τὸ ἔργο στὸ ὄνομα τοῦ ὁμοουσίου καὶ θὰ θαυματουργήσουμε ἀπίστευτα». Ἐκεῖνοι δὲ καθόσον τί ἐπρόκειτο νὰ πράξουν ἢ καὶ τί νὰ εἰποῦν αὐτοὶ ποὺ φέρονταν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, σιωποῦν σ’ αὐτὰ καὶ ἀφήνουν τὸ τόλμημα στὸν Ἀχίλλιο”*. Τότε ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε καὶ πρόσταξε τὴν πέτρα νὰ ἀναβλύσει τὸ λάδι. Τότε ἡ πέτρα ἔσπασε καὶ ἔτρεχαν πηγὲς λαδιοῦ ἀπὸ αὐτή. Τὸ θαῦμα ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀληθινὴ Πίστη.
Ὁμολογία Πίστεως συνοδευόμενη ἀπὸ θαῦμα εἴχαμε καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα τὸν Θαυματουργό, ὁ ὁποῖος ἀπέδειξε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικὸς καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι “ὁμοούσιος τῷ Πατρί”. Ἔκανε ὁ Ἅγιος τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἔσφιξε τὸ κεραμίδι καὶ ἀπὸ πάνω ἀνέβηκε φλόγα φωτιᾶς ἀπὸ κάτω ἔσταξε νερὸ καὶ στὸ χέρι του ἔμεινε τὸ χῶμα. Καὶ φυσικὰ ὁ μεγάλος αὐτὸς Ἅγιος “κἄν τέθνηκε”, “τοῦ θαυματουργεῖν οὐκ ἔληξεν εἰσέτι”, ὅπως ἀναφέρει τὸ Συναξάριόν του.
Παρατηροῦμε ὅτι μπορεῖ νὰ γίνει ἕνα θαῦμα καὶ σὲ αἱρετικοὺς καὶ σὲ ἀλλοθρήσκους, ὅπως γιὰ παράδει-γμα ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης, ἀλλ’ ὅμως ἕνας αἱρετικὸς ἢ ἀλλόθρησκος οὐδόλως ἐπιτελεῖ ἕνα θαῦμα.
“Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ”, λέγει ὁ Κύριος, “τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει καὶ μείζονα τούτων ποιήσει” (Ἰω. 14, 12). Θὰ ἦταν ἄτοπο νὰ θεωρήσουμε ὅτι αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισυμβεῖ καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ὑποπέσει σὲ αἵρεση. Τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας δίνεται.
Γιὰ παράδειγμα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ὁμολογητὴς αὐτὸς Ἅγιος, ἔκανε πολλὰ θαύματα. Τὸν αἱρετικὸ ἀντιησυχαστὴ Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό, ὁ «πνευματορρήτωρ θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἄφρονα καὶ ἄνουν ἀπέδειξε». Ὡς γνωστὸ ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περὶ τῆς ἀκτίστου Θείας Χάριτος, ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
“Δρεπάνῃ τῶν λόγων σου, καὶ ἱεροῖς συγγράμμασιν ἔτεμες αἱρέσεις ἀκανθώδεις, καὶ ζιζανίων νόθα βλαστήματα, τῆς Ὀρθοδοξίας δ’ εὐσεβῆ κατεβάλου σπέρματα, Ἱεράρχα Γρηγόριε” (Κανὼν α΄, Ὠδὴ ε΄), ψάλλομε κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς δευτέρας Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν.
Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναφέρει θαύματα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρομε τὸ μεγάλο θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἅγιος σὲ κάποια γυναίκα ὀνομαζομένη Ζωή, ἡ ὁποία ἦταν παράλυτη. Θὰ ἦταν ἄτοπο νὰ θεωρήσει κανεὶς ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτελέσει θαῦμα ὁ αἱρετικὸς Βαρλαὰμ ἢ ὁ αἱρετικὸς Ἀκίνδυνος.
Οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἐπιτελοῦν θαύματα, ἀλλὰ ψευδοθαύματα. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ψευδοθαυμάτων στὶς μέρες μας ἀποτελεῖ ἡ αἵρεση τῶν “Πεντηκοστιανῶν”, ἡ ὁποία ἐμπαίζει μὲ τὶς δῆθεν “γλωσσολαλιὲς” καὶ μὲ τὶς δῆθεν “θεραπεῖες”, τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ βλάσφημος ἰσχυρισμὸς τῶν αἱρετικῶν “Πεντηκοστιανῶν”, ὅτι δῆθεν ἔχουν τὶς ἔκτακτες χαρισματικὲς ἐκδηλώσεις ποὺ εἶχαν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, μὲ δῆθεν “θεραπεῖες” καὶ “ὁμιλίες γλωσσῶν”, ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει, εἶναι ἀποτέλεσμα δαιμονικῆς ἐνέργειας. Ψευδῶς ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν κάνουν “θεραπεῖες”.
Αὐτοϊσχυρίζονται ὅτι ὁμιλοῦν “γλῶσσες” ποὺ δὲν καταλαβαίνουν ὅμως οἱ παρευρισκόμενοι, ἐνῶ οἱ Ἀπόστολοι, ὅταν ὁμιλοῦσαν, ὁ καθένας καταλάβαινε στὴ δική του γλώσσα, γεγονός. Ἡ βαβέλειος γλωσσικὴ σύγχυση τῶν αἱρετικῶν “Πεντηκοστιανῶν”, φανερώνει ὅτι οἱ αἱρετικοὶ αὐτοὶ μὲ τὴ συνέργεια τοῦ πονηροῦ συμπεριφέρονται ἔτσι. Κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ Πάρθοι, Μῆδοι κλπ, ἄκουε ὁ καθένας “τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ αὐτοῦ”, ἐνῶ οἱ αἱρετικοὶ “Πεντηκοστιανοί”, ὅταν ὁμιλοῦν δὲν τοὺς καταλαβαίνει κανείς.
Ρωτήθηκε κάποτε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «Γέροντα αὐτὰ ποὺ λένε ὅσοι προσχωροῦν στοὺς Πεντηκοστιανούς, ὅτι δηλαδὴ βλέπουν ὁράματα, μιλοῦν γλῶσσες κ.λπ., εἶναι ἀπὸ φαντασία ἢ ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια;» Ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Παναγούδας, ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «Ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια εἶναι. Γιατί, ὅταν πηγαίνουν στοὺς Πεντηκοστιανοὺς καὶ ξαναβαπτίζονται, περιφρονοῦν τὸ Ἅγιο Βάπτισμα – “ὁμολογῶ ἓν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”, λέει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως-, ὁπότε ξεβαπτίζονται, δέχονται δαιμονικὲς ἐπιδράσεις… “Μιλάει, λένε, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς”. Δὲν εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα· εἶναι ἕνα σωρὸ ἀκάθαρτα πνεύματα. Τί γλωσσολαλιές; Ἀσυναρτησίες εἶναι αὐτὰ ποὺ λένε· οὔτε οἱ ἴδιοι τὰ καταλαβαίνουν…Καὶ βλέπεις ἐνῶ εἶναι κάτι τὸ δαιμονικό, αὐτὸν τὸν δαιμονισμὸ τὸν θεωροῦν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λένε πὼς ζοῦν ὅ,τι ἔζησαν καὶ οἱ Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι βλασφημίες αὐτὰ ποὺ πιστεύουν, γι’ αὐτὸ δαιμονίζονται»*.
Δὲν πρέπει νὰ παραγνωρίζουμε ὅτι οἱ αἱρετικοὶ “Πεντηκοστιανοί” εἶναι “λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου” (Πράξ. 20,29); Δὲν πρέπει νὰ παραγνωρίζουμε ὅτι οἱ αἱρετικοὶ “Πεντηκοστιανοὶ” εἶναι “ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν” (Πράξ. 20, 30); Πῶς λοιπὸν οἱ αἱρετικοὶ θὰ μπορέσουν νὰ ἐπιτελέσουν θαύματα;
«Ὅπου ἀπουσιάζει ἡ εὐλάβεια πρὸς τὰ θεῖα καὶ ἡ ὑπακοὴ στὰ λόγια τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐπίσης καὶ ἡ γνήσια πίστη ποὺ φανερώνεται μὲ ἀγαθὰ ἔργα, ἐκεῖ τίποτα καλὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εὐδοκιμήσει»**, ἀναφέρει ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰερεμία Β΄, στὴν πρώτη ἀπάντηση, στὴν Αὐγουσταία Ὁμολογία, ποὺ ἐστάλη στὴν Τυβίγγη τὸ 1576.
«Ὁ ἀρειανισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση ἐξ ἀπόψεως θεωρητικῆς ἐπιστήμης καὶ κακῶν στοχασμῶν ἁπλῶς. Ὁ ἀρειανισμὸς εἶναι αἵρεση, διότι καταστρέφει τὴν διδασκαλία τῆς θεώσεως. Δὲν καταλαβαίνει τὸ θέμα τῆς θεώσεως, τὶς σχέσεις μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου κλπ. Καὶ δὲν μπορεῖ ποτὲ μία αἵρεση νὰ μεταβάλη τὸ δόγμα σὲ βίωμα, διότι πάντοτε τὸ δόγμα της παραμένει ἕνα κακὸ βίωμα καὶ δὲν θὰ εἶναι βίωμα τῆς θεώσεως. Καὶ ἂν δῆτε ὅλες τὶς αἱρέσεις, θὰ δῆτε πάντοτε ὅτι τὰ κριτήρια τῶν αἱρέσεων εἶναι πνευματικά. Οἱ αἱρέσεις εἶναι αἱρέσεις, γιατί δὲν ὁδηγοῦν ἐκεῖ ποὺ πρέπει νὰ ὁδηγήσουν. Καὶ δὲν μπορεῖ ἡ αἵρεση νὰ ὁδηγήση στὴν σωστὴ πνευματικὴ ζωή»,* σημειώνει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιὰ τὸν ἀρειανισμό. “Τὸ δόγμα τῆς (αἵρεσης) παραμένει ἕνα κακὸ βίωμα καὶ δὲν θὰ εἶναι βίωμα τῆς θεώσεως”***.
Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσει ὁ αἱρετικὸς θὰ ἐπιτελέσει θαύματα; Τὸ προαναφερθὲν στὸν ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ χειρογράφου τοῦ ιζ΄ αἰώνα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους γιὰ τὸν Ἅγιο Ἀχίλλιο, μὲ τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ὁμοιουσιανοὺς πιστεύω ἀποτελεῖ τὴν ἀπόδειξη τῆς προϋπόθεσης τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης γιὰ τὴν ἐπιτέλεση θαύματος, ὅτι δηλαδὴ ἐὰν “ἀληθῆ φατὲ καὶ τῆς ἀκριβείας τὰ εἰρημένα ἐξέχετε, θαύμασι πιστώσατε τὰ λεγόμενα”*.
Σημειώσεις:
* “Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος” (Ἀπὸ ἐγκωμιαστικὸ λόγο χειρογράφου τοῦ ιζ΄αἰ. τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους) Ἔκδοση κειμένου – Ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ -Σχόλια Βασιλείου Χ. Στεργιούλη, Θεολόγου).
* * Οἱ ἐπιστολιμαῖες ἀπαντήσεις τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰερεμία Β΄, εἶναι παρμένες ἀπὸ τὸ βιβλίο “Β΄ καὶ Γ΄ Ἀπόκρισις πρὸς Λουθηρανοὺς θεολόγους”, Ἐκδόσεις Λύχνος, σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση Εὐάγγελου Π. Λέκκου.
* * * Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου «Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Τόμος Β΄».