Πρεσβυτέρου Ἀθανασίου Μηνᾶ
«Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω».
Σταθερότητα καί ὑπομονή: οἱ δύο θυγατέρες τῆς «ἀνδρείας» -μιᾶς ἐκ τῶν τεσσάρων δυνάμεων τῆς ψυχῆς- χρειάζονται, ὥστε νά ἐργαζόμαστε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί τέλειον καί δίκαιον.
Ὑπάρχουν, ἐν τούτοις, ἄνθρωποι μέ ἄλφα μικρό, καί Ἄνθρωποι μέ κεφαλαῖο. Οἱ πρῶτοι ἀποτυγχάνουν ἐξαιτίας τῆς ἰδιοτέλειας· παραφρονοῦν μέσα στόν παραλογισμό, στήν ἀστοχία τοῦ νοός καί τῆς διάνοιας. Ἀναφέρεται κατ’ ἀρχήν ὁ Κύριος στίς καρδιές ἐκεῖνες πού σάν ἔδαφος πού εἶναι πλησίον εἰς τόν δρόμον, ὁ διάβολος ἀφαιρεῖ τόν λόγο τοῦ Λόγου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ Ὁδός. Ὄντως, ἁγία γερόντισσα, ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί πολέμιοι τῆς ἀληθείας, εἶναι «φρόνιμοι παρ’ ἑαυτοῖς», πού σημαίνει ἐπικατάρατοι.
Φρονοῦμε ἐπίσης ὅτι ἄκαρποι παραμένουν, καί οἱ ἄλλες δύο κατηγορίες ἀνθρώπων, οἱ σκληρόκαρδοι καί οἱ ἐπιπόλαιοι-ἀνόητοι. Οἱ πρῶτοι ἀπ’ αὐτούς, δέν ἔχουν ρίζα· δέν ἀντέχουν στούς πειρασμούς. Οἱ δεύτεροι, «πνίγονται» ἀπό τίς ἡδονές καί τίς ἀγωνιώδεις φροντίδες· ἀγνοοῦν τόν λόγο τῶν Πατέρων: «ἀγωνιζόμαστε, μέ φιλότιμο, χωρίς νά ἀγωνιοῦμε».Ἔτσι ὁ φιλάμαρτος ἄνθρωπος καί στίς τρεῖς περιπτώσεις βιώνει ἀδιάκοπα τόν παραλογισμό, τήν ἀστοχία, τήν ἄκαρπη ἐξαναγκαστική τυραννία.
Ἀναγνώσαμε ὅμως ἀδελφοί: ὑπάρχει καί ἡ «καλή γῆ», ὅπου οἱ πιστοί μέ καθαρή καί ἀγαθή καρδιά ἐργάζονται τίς ἐντολές τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Ἰησοῦ, μέ ἀπόλυτη ἀνιδιοτέλεια καί πρός ὠφέλεια τοῦ κοινοῦ καλοῦ μέ σκοπό, εἰ δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ», τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Δηλαδή φροντίζουν νά μήν γίνεται πρόνοια τῆς κακῆς ἐπιθυμίας· ἀλλά ἐπιθυμοῦν καί ἐργάζονται μέ ὑπομονή, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», πρός ἐπίτευξιν τοῦ κοινοῦ καλοῦ τῶν ἀνθρώπων καί μέσα σ’ αὐτό καί τό δικό τους.
Θεωροῦμε, χριστιανοί μου, ὅτι μέ τήν Ὀρθόδοξη ἄσκηση σβήνουμε τίς κακές ἐπιθυμίες καί ἔξεις· «ἔκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν»· δίωκε δικαιοσύνην καί ὁ Χριστός βρίσκεται συνοδοιπόρος στούς ἀγῶνες γιά τήν ἁγιότητα. Ὅταν ἡ ψυχή ἀνακουφιστεῖ ἀπό τήν ἐνόχληση τῆς πλάνης τῶν αἱρέσεων, τῶν λογισμῶν τῆς σκληροκαρδίας καί μαραθεῖ ἡ τυραννική φλόγα τῆς σάρκας, τότε γνώριζε ὅτι ἦλθε τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀναγγέλει στόν ἔσω τῆς καρδίας ἄνθρωπο, τήν ἐν Χριστῷ καρποφορίαν μέ τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός. Ὁ νοῦς πού καθαρίστηκε ἀπό τήν λάσπη, γίνεται γιά τήν ψυχή, οὐρανός γεμάτος ἀπό τά ἀστέρια τῶν λαμπρῶν νοημάτων, δέχεται σάν πύρινη γλώσσα τόν Παράκλητο καί στέλνει στόν κόσμο τίς λαμπρές ἀκτῖνες τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας(βλέπε Ἅγιο Πορφύριο).
Λέγει ὁ Κύριος: «…κατέχωσι καί καρποφοροῦσι ἐν ὑπομονῇ»· δηλαδή, ἁγία γερόντισσα, ὅπου παρατηρεῖται ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ ποιότητα τῆς προσευχῆς. Ὅπου ὅμως δέν φαίνεται καρπός: ἀγάπη, ταπείνωση, δικαιοσύνη, ἐκεῖ ἡ ποιότητα δέν ἔχει ἰκμάδα καί ξηραίνεται. Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀδελφοί, βρίσκεται ἡ αἰώνιος ζωή· ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιά νά ἀναπτυχθεῖ σέ αὐτήν τήν ζωήν, κατά τό μέτρον τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν διδασκόμαστε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρίσκεται ὅλη ἡ ἀλήθεια, οἱ καρποί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πουθενά ἀλλοῦ. Ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ δότης τῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός δύναται τά πάντα μέ τήν ὁλόκαρδη καί ἀπεριόριστη πίστη του, διότι «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι»[1].
Ἔτσι ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀναφέρεται τελευταῖα στό μικρό ποίμνιό Του, στή Ζύμη, ὅπου, ἄνευ δόλου εἰς τήν καρδίαν, οἱ ἄξιοι ἐργάζονται μέ ὑπομονή τίς ἀρετές πρός ἐπίτευξιν τοῦ κοινοῦ καλοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τονίσαμε παραπάνω. Κάθε ἀγωνιστής τελειοποιεῖται μέ τήν ὑπομονή ἐκουσίων καί ἀκουσίων πόνων ἀπό τούς ὁποίους, ἄλλοι εἰσβάλλουν ἀπ’ ἔξω καί ἄλλοι προκαλοῦνται ἀπό μέσα. Χωρίς τήν ὑπομονή τῶν δεινῶν πού μᾶς ἐπέρχονται χωρίς τήν θέλησή μας, οὔτε οἱ ἐκούσιες πράξεις θά ἐπιτύχουν τή θεία εὐλογία. Διότι, ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον, ἀποκτᾶ τήν εὐδοκίμησι κυρίως μέ τήν θλίψι, ἀπό τούς πειρασμούς.
Γιατί αὐτός πού ἔχει ἀληθινή αὐτομεμψία καί πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀληθινά ὑπεύθυνο τῆς αἰωνίου κολάσεως, πῶς δέν θά ὑπομείνει γενναίως καί κάθε θλίψη, δυστυχία καί κακοπάθεια γενικῶς. Αὐτός πού δείχνει τέτοια ὑπομονή, λυτρώνεται ἀπό τήν πραγματικά βαριά ἐκείνη καί ἀφόρητη καί ἀτελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δέ, λυτρώνεται καί ἀπό τά τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς ἡ θεία Χρηστότης, λαμβάνει ἀρχή ἀπό ἐδῶ, σάν νά χρεωστεῖται λόγῳ τῆς ὑπομονῆς. Γι’ αὐτό ὁ Προφήτης εἶπε: «θά ὑπομείνω τήν παίδευσι ἀπό τόν Κύριο, διότι ἁμάρτησα σ’ Αὐτόν»[2].
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ἀδελφοί: τίς σωματικές ὀρέξεις καί τά σκιρτήματα τῆς σάρκας, τά σταματοῦν ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, τό ταπεινόν φρόνημα καί οἱ πνευματικοί ἀγῶνες. Τίς φλεγμονές τῆς ψυχῆς τίς δροσίζει ἡ ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν καί τά πρηξίματα τῆς καρδιᾶς τά κατευνάζει ἡ ἀέναη προσευχή. «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω».
Στόν Σωτῆρα Χριστόν, ἡ Δόξα, ἡ Βασιλεία, τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
[1](Μάρκ. 9, 23 καί Ματθ. 21, 21-22)
[2](Μιχαίου 7, 9)