Μία συστηματικὴ κριτικὴ εἰς ὁρισμένας θεολογικὰς ἀπόψεις τοῦ W. Kasper ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου

Share:

Γράφει ὁ κ. Εὐλάλιος Θωμαΐδης, θεολόγος

  Ὁ Walter Kasper εἶναι Γερμανὸς ρωμαιοκαθολικὸς θεολόγος γνωστὸς γιὰ τὸ ἔργο του στὴ δογματικὴ θεολογία καὶ τὸν οἰκουμενικὸ διάλογο. Εἶναι καρδινάλιος καὶ θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς μέντορες τοῦ πρόσφατα τεθνεῶτος πάπα Φραγκίσκου. Στὸ παρόν μας ἄρθρο θὰ ἐξετάσουμε ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως ὁρισμένες θεολογικὲς θέσεις τοῦ W. Kasper, βασιζόμενοι στὸ γνωστὸ βιβλίο του «ὁ Θεὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» [1].

  Tὸ filioque ὡς ἀΐδια ἀγάπη μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ. Σύμφωνα μὲ τὸν καρδινάλιο W. Kasper, ὁ Θεὸς εἶναι κατὰ τὴν οὐσία του ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη διακρίνεται σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, στὸν Πατέρα ποὺ εἶναι ὁ ἀγαπῶν, τὸν Υἱὸ ποὺ εἶναι ὁ ἀγαπώμενος καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ τοῦ ἀγαπῶντος καὶ τοῦ ἀγαπωμένου [2]. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Πατὴρ θεωρεῖται ὡς ἡ πηγὴ τῆς ἀγάπης ποὺ αὐτὸ – κοινοποιεῖται στὰ ἄλλα αἰτιατὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας, στὸν Υἱὸ καὶ στὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Πατὴρ = αὐθεντικὴ ἢ πρωταρχικὴ ἀγάπη). Στὴ συνέχεια, ὁ Υἱὸς θεωρεῖται ὡς καθαρὴ μετάδοση καὶ κοινοποίηση, καθότι λαμβάνει τὴ θεία οὐσία καὶ τὴν μεταδίδει στὸ Ἅγιο Πνεῦμα (Υἱὸς = παθητικὴ καὶ μεταδοτικὴ ἀγάπη). Τέλος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ταυτίζεται μὲ τὴν καθαρὴ χαρὰ (χαρὰ μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ) τῆς λήψης, γιατί μόνο λαμβάνει τὴ θεία οὐσία καὶ δὲν τὴ μεταδίδει (Ἅγιο Πνεῦμα = ἀμοιβαία ἢ διαπροσωπικὴ ἀγάπη) [3]. Τώρα καταλαβαίνουμε, γιατί τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, σύμφωνα μὲ τὸν Γερμανὸ ρωμαιοκαθολικὸ θεολόγο, εἶναι ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη ἤ, ἀλλιῶς, ἡ ἄρρητη κοινωνία – σύνδεσμος μεταξὺ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ [4]. Ὁ Υἱὸς λαμβάνει ἀπὸ τὸν Πατέρα τὴν ἐκπορευτικὴ δύναμη, οὕτως ὥστε μαζὶ νὰ ἀποτελοῦν τὴ μία αἰτία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καταλύει τὸ δόγμα τῶν κοινῶν καὶ τῶν ἀκοινώνητων, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὅμως, γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης δὲ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ νὰ δηλωθοῦν οἱ ἀκοινώνητες διακρίσεις ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸ Θεό, ἤτοι τὰ ὑποστατικὰ ἰδιώματα, καθότι αὐτὴ ἀποτελεῖ ὄνομα τῆς κοινῆς σὲ ὅλα τὰ τριαδικὰ πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις ἀκτίστου ἐνεργείας. Ὅπως ἐπίσης τὰ κατηγορήματα λήψη καὶ μετάδοση δὲ μποροῦν νὰ ἀποδίδονται στὴν ἄκτιστη θεότητα, καθότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ θεωρηθεῖ ὡς σύνθετη καὶ ἄρα κτιστή. Ἀκόμη, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀποτελεῖ σύνδεσμο τοῦ Πατρὸς μὲ τὸν Υἱό, ὅπως μᾶς λέει μὲ σαφήνεια ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἀλλὰ ὁ Πατὴρ ἀποτελεῖ τὸν μοναδικὸ σύνδεσμο τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀπὸ Ἐκεῖνον προέρχεται ὁ Υἱὸς γεννητῶς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτῶς [5]. Συνεπῶς, ὁ μόνος Προβολέας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ὁ Πατήρ, καθότι ἡ ἐκπορευτικὴ ἰδιότητα δὲν κοινοποιεῖται ἀπὸ τὸν Πατέρα στὸν Υἱό, εἰδάλλως θὰ ἔπαυε νὰ ἰσχύει τὸ δόγμα τῆς ὑποστατικῆς μοναρχίας τοῦ Πατρός. Ἐπίσης, ἐὰν ὁ Υἱὸς λάμβανε τὴν ἐκπορευτικὴ ἰδιότητα ἀπὸ τὸν Πατέρα, τότε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν θὰ εἶχε κάτι κοινό, τουτέστιν τὸ ἐκπορεύειν, μὲ τὰ ἄλλα δύο θεῖα πρόσωπα καὶ τοιουτοτρόπως θὰ καθίστατο ὁπωσδήποτε κατώτερο τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός, καθότι τὰ τριαδικὰ πρόσωπα πρέπει νὰ κατέχουν ὅλα τὰ κοινὰ ἰδιώματα, γιὰ νὰ εἶναι ἐξίσου Θεός.

  Ἡ σχέση ἄκτιστης καὶ κτιστῆς χάρης. Σύμφωνα μὲ τὸν W. Kasper, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν δέχεται ὅτι οἱ πιστοὶ κοινωνοῦν πραγματικὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθότι ὁ ἡσυχαστὴς ἅγιος ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε ὑποστατικὴ ἢ οὐσιώδη κοινωνία τῶν πιστῶν μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ W. Kasper παρατηρεῖ ὅτι γιὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ οἱ πιστοὶ λαμβάνουν μονάχα ἕνα ἄκτιστο ἀποτέλεσμα, τὴ θεία δόξα καὶ ἐνέργεια, δηλαδὴ ἕνα ἄκτιστο δῶρο καὶ ὄχι τὸν ἴδιο τὸ Δωρητὴ (Ἅγιο Πνεῦμα) [6]. Ἀκόμη, ὁ W. Kasper ταυτίζει τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν αὐτοκοινοποίηση ἢ ἔκσταση τοῦ Θεοῦ πρὸς ὁ,τιδήποτε δὲν εἶναι Θεός. Ἡ ὑποστατικὴ κατοίκηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν, ὅμως, προϋποθέτει τὸ δόγμα τῆς κτιστῆς χάριτος, προκειμένου οἱ Λατῖνοι νὰ ἀποφύγουν τὸν πανθεϊσμό. Ἡ κτιστὴ χάρη, ἤτοι τὰ κτιστὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, προετοιμάζει τὴν ἔλευση τῆς ἀκτίστου χάριτος, ἤτοι τῆς ἴδιας τῆς ὑπόστασης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος [7]. Ὅμως, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τῇ χάριτι κατοίκηση ὅλης τῆς Ἁγίας Τριάδας (ὄχι ὡς πρόσωπα ἢ ὑποστάσεις, εἰδάλλως θὰ εἴχαμε μυριάδες ὑποστατικὲς ἑνώσεις ὅσοι ἀκριβῶς καὶ οἱ μετέχοντες τῆς ζωῆς τῆς θεότητας) στοὺς θεούμενους [8], ὅπως μᾶς ἐπιβεβαιώνουν καὶ τὰ ἴδια τὰ εὐαγγέλια. Ἡ κοινωνία μεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν θεούμενων δὲ γίνεται διὰ κτιστοῦ μέσου ἢ μορφῆς, τουλάχιστο σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία. Ἑπομένως, ὁ W. Kasper εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀρνεῖται πραγματικὴ σχέση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου καὶ ὄχι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, διότι παρεμβάλλει ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν ἄνθρωπο κτιστὲς χάριτες, μέσα καὶ μορφές.

  Ταύτιση τοῦ Πατρὸς μὲ τὴ θεότητα καὶ ὀντολογία τοῦ προσώπου. Σύμφωνα μὲ τὸν W. Kasper, ὁ Ἕνας Θεὸς ταυτίζεται μονάχα μὲ τὸν Πατέρα καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν χριστιανῶν ἀποδίδεται μόνο στὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός [9]. Ἡ ταύτιση Θεοῦ καὶ Πατρὸς ὑποστηρίζεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐγχώρια μεταπατερικὴ θεολογία, τοὐλάχιστον ἔτσι ὅπως ἐκφράστηκε ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἰ. Ζηζιούλα καὶ Χρ. Γιανναρᾶ. Ὅμως, γιὰ τὴ θεολογία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἕνας Θεὸς εἶναι ἡ θεία οὐσία μαζὶ μὲ ὅλες τὶς φυσικές της δυνάμεις καὶ ἐνέργειες, ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα [10]. Ἐπειδὴ στὴν ἄκτιστη πραγματικότητα οἱ ἑνώσεις προηγοῦνται τῶν διακρίσεων, ὅπως λέει ρητὰ ὁ Ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ἔχουμε ἕνα Θεὸ καὶ ὄχι τρεῖς. Ἑπομένως, ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, ἐπειδὴ μία εἶναι ἡ θεότητα (οὐσία καὶ ἐνέργεια) καὶ ὄχι ἐπειδὴ ὁ Πατὴρ εἶναι ἕνας. Συνεπῶς, ἡ προσευχὴ ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ὄχι ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὸν Πατέρα, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ W. Kasper. Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τώρα στὴν ὀντολογία τοῦ προσώπου, ὁ W. Kasper ὑποστηρίζει, προφανῶς ἐπηρεασμένος ἀπὸ τοὺς «ὀρθόδοξους» Ρώσους τῆς Διασπορᾶς ποὺ προσπαθοῦν νὰ θεμελιώσουν ἕνα ἰδιότυπο πατερικὸ περσοναλισμὸ ἢ ὑπαρξισμό, ὅτι ἡ ἑλληνικὴ πατερικὴ θεολογία ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ τριαδικὰ πρόσωπα καὶ καταλήγει στὴν ἐπιβεβαίωση τῆς μίας θείας οὐσίας, ἐνῶ ἡ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση (οὐσιοκεντρισμὸς) ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ μία οὐσία καὶ καταλήγει στὴν πραγμάτευση ὅλων ὅσα ἀφοροῦν στὰ τριαδικὰ πρόσωπα [11]. Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν ἰσχύει διότι οἱ Ἕλληνες Πατέρες ξεκινοῦν τὴν πραγμάτευση τῶν θείων δογμάτων ἀπὸ τὶς ἄκτιστες θεῖες, ἤτοι τὴ θεοπτικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων, καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ τριαδικὰ πρόσωπα ἢ οὐσία. Ἀπὸ τὶς ἐνέργειες, λοιπόν, ὁδηγούμαστε στὸ συμπερασμὸ ὅτι ἡ θεία οὐσία ἢ φύση ὑπάρχει σὲ τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες θέλουν καὶ ἐνεργοῦν μὲ τὸν ἴδιο καὶ τὸν αὐτὸ τρόπο, διότι δὲν ἔχουν γνωμικὸ θέλημα. Ἑπομένως, οἱ Ἕλληνες Πατέρες δὲν εἶναι οὔτε οὐσιοκεντρικοί, ἐπειδὴ διακρίνουν οὐσία καὶ ἐνέργεια, οὔτε προσωποκεντρικοί, καθότι δὲν ξεκινοῦν τὴ θεολογία ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

  Σύγχυση θεολογίας καὶ οἰκονομίας. Σύμφωνα μὲ τὸν W. Kasper, ἡ ἀΐδια διάκριση Πατρὸς καὶ Υἱοῦ στὸ ἐπίπεδο τῆς θεολογίας ἀποτελεῖ τὴν θεολογικὸ – ὑπερβατολογικὴ συνθήκη δυνατότητας τῆς αὐτὸ – ἀποξένωσης τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς σαρκώσεως [12], μία φράση ποὺ ἐπαναλαμβάνει συχνὰ στὸ διάσημο βιβλίο του. Τὰ θεῖα πρόσωπα ὑπάρχουν ὡς καθαρὸ δῶρο, ὡς αὐτὸ – ἀποξένωση ἐν ἀγάπῃ, κατὰ τὸν W. Kasper πάντοτε. Μὲ ἁπλὰ λόγια αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἰδῶν κενώσεις στὴν Ἁγία Τριάδα, μία ἀΐδια καὶ μία οἰκονομική. Τοῦτο, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲ γίνεται κυρίως γιὰ θεραπευτικοὺς τοῦ ἀσθενοῦντος κτιστοῦ ὄντος λόγους (ἀποκατάσταση τῆς ἑκούσιας πτώσης του στὸ παρὰ φύσιν), ἀλλὰ ἀποτελεῖ ἐξεικονισμὸ καὶ ἀναπαραγωγὴ τῶν ἀΐδιων ἐνδοτριαδικῶν σχέσεων πρὸς τὰ ἔξω, τουτέστιν πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες δὲν ὑπάρχουν δύο κενώσεις, μία ἐνδοτριαδικὴ καὶ μία ἐξωτριαδική, ἀλλὰ μόνο μία, αὐτὴ τῆς θείας οἰκονομίας. Ἀκόμη, ἡ οἰκονομικὴ κένωση δὲν σημαίνει ἀποξένωση ἢ αὐτὸ – ἄρνηση, ὅπως θὰ ἤθελε ἡ ἐγελιανὴ χριστολογία, ἀλλὰ πρόσληψη. Ὁ Υἱὸς δὲν ἀποξενώνεται τοῦ Πατρὸς κατὰ τὴ σάρκωση [13], ἁπλῶς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ νὰ τὴν κάνει χάριτι ὅ,τι Ἐκεῖνος εἶναι φύσει.

  Ἀπόδοση πάθους στὴ θεότητα. Σύμφωνα μὲ τὸν W. Kasper, ἢ κλασσικὴ ἔννοια τῆς ἀπάθειας τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ ξεπεραστεῖ, εἰδικὰ ἐὰν θέλουμε νὰ κάνουμε διάλογο μὲ τὴ σύγχρονη κοινωνικὴ πραγματικότητα. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι, πλέον, ἀπαθής, ἀλλὰ ἐμπαθής, συμπάσχει μὲ τὸν ἄνθρωπο [14], ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ ὁ προτεστάντης J. Moltmann. Tὸ πάθος τοῦ Θεοῦ, ὅμως, δὲν εἶναι ἀπὸ ἔλλειψη εἶναι, ὅπως συμβαίνει χαρακτηριστικὰ μὲ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ποὺ πάσχουν, ἀλλὰ ἀπὸ πληρότητα «εἶναι», κατὰ τὸν W. Kasper πάντοτε. Ἔτσι, ὁ Θεὸς ὑποφέρει μὲ θεῖο τρόπο, ἤτοι ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὰ κτίσματά του. Ὅμως, γιὰ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁ Θεὸς δὲν ὑποφέρει οὔτε πάσχει. Ἐκεῖνος ποὺ πάσχει εἶναι ὁ Υἱὸς κατὰ τὴ θεία του ἀνθρωπότητα καὶ ὄχι ἡ ἴδια ἡ θεότητα τῶν θεαρχικῶν ὑποστάσεων. Ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, ὁ Υἱὸς θέλησε νὰ πεθάνει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὅμως, τὸ πάθος καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβεῖ στὴ θεότητα καὶ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ὁ Υἱὸς προσέλαβε ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ πάθει μέσα σὲ αὐτήν, ἤτοι μονάχα ὡς ἄνθρωπος [15]. Συνεπῶς, τὸ πάθος ἀποδίδεται μονάχα στὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Λόγου, ἐνῶ ἡ ἀπάθεια στὴ θεότητα.

Σημειώσεις:

[1] W. Kasper, Il Dio di Gesu Cristo, Queriniana, Brescia. [2] Ὅπ.π., σελ. 266, [3] Ὅπ.π., σελ. 411. [4] Ὅπ.π., σελ. 290. [5] Λόγοι Ἀποδεικτικοὶ Β΄, 26. Τὸ ἕνα (Πατὴρ) ἀποτελεῖ τὴν αἰτία τῶν δύο (Υἱὸς καὶ Ἅγ. Πνεῦμα), ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, καὶ ὄχι τὰ δύο (Πατὴρ καὶ Υἱὸς) τὴν ἀρχὴ τοῦ ἑνὸς (Ἅγ. Πνεῦμα), ὅπως πρεσβεύουν οἱ Λατῖνοι. [6] Ὅπ.π., σελ. 295. [7] Ὅπ.π., σελ. 304. [8] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95, 200ΒC. [9] Ὅπ.π., σσ. 200-202. [10] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 94, 1485A. Στὴν προκειμένη περίπτωση ὁ Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνὸς ἀναφέρει ὅτι τὸ κατηγόρημα θεότητα δὲν περιορίζεται στὸν Πατέρα, ἀλλὰ ἀποδίδεται σὲ ὅλες τὶς θεαρχικὲς ὑποστάσεις.  [11] Ὅπ.π., σελ. 395. [12] Ὅπ.π., σσ. 266-267 καὶ 413 [13] Σύμφωνα μὲ τὶς μοντέρνες κενωτικὲς χριστολογίες τῶν W. Kasper καὶ Balthasar, ὁ Υἱὸς ἀποξενώνεται ἀΐδια διὰ τῆς γεννήσεώς του ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ πάνω σὲ αὐτὴν τὴν αἰώνια ἀποξένωση θεμελιώνεται ἡ οἰκονομική, ἤτοι τὸ μυστήριο τῆς σάρκωσης. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἀποξενώνεται ἀΐδια, ἤτοι ὁ ἄκτιστος Υἱός, ἀποξενώνεται οἰκονομικά, τουτέστιν σαρκώνεται. Βλ. Ὅπ.π., σελ. 413. [14] Ὅπ.π., σελ. 267. [15] Ἰωάννης Δαμασκηνός, PG 95, 209B.

Previous Article

Θαῦμα, αἵρεσις καὶ αἱρετικοὶ

Next Article

Πατρολογία – Ἀπάντησις δευτέρα Γρηγορίου Θεολόγου πρός άρειανούς