Μία συστηματικὴ παρερμηνεία τῶν παλαμικῶν κειμένων ἀπό τόν κ. Γ. Ἀ. Δημητρακόπουλον

Share:

Γράφει ὁ κ. Παντελεήμων Τομάζος, ὑπ. διδάκτωρ Δογματικῆς Θεολογίας

1ον

  Στὸ παρόν μας ἄρθρο θὰ καταδειχθοῦν ὁρισμένες παρερμηνεῖες τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, τὶς ὁποῖες κάνει ὁ καθ. Φιλοσοφίας Γ. Δημητρακόπουλος, ὁ ὁποῖος θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς κατεξοχὴν εἰδικοὺς στὴν παλαμικὴ σκέψη, τόσο στὸ διεθνῆ, ὅσο καὶ στὸν ἑλλαδικὸ ἀκαδημαϊκὸ χῶρο. Προτοῦ, ὅμως, προχωρήσουμε στὴν κατάδειξη ὁρισμένων παρερμηνειῶν καὶ στὴν ἀναίρεσή τους μὲ βάση τὸν ἴδιο τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, θὰ θέλαμε νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι τὰ πατερικὰ κείμενα δὲ διαβάζονται ἀποσπασματικά, ἀλλὰ ὡς ὅλον διὰ τῆς βοηθείας τῶν ἑρμηνευτικῶν κλειδιῶν, ποὺ μᾶς παρέχουν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες Πατέρες [1]. Ἔτσι, ἕνας μὴ θεολόγος, ἤτοι κάποιος ποὺ ἀγνοεῖ αὐτὰ τὰ ἑρμηνευτικὰ κλειδιά, ἀδυνατεῖ νὰ παρουσιάσει ἐκεῖνο ποὺ πράγματι ἤθελαν νὰ μᾶς ποῦν τὰ πατερικὰ κείμενα.

  Ἔπειτα ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω μποροῦμε νὰ προχωρήσουμε στὴν κατάδειξη ὁρισμένων παλαμικῶν παρερμηνειῶν τοῦ καθ. Φιλοσοφίας Γ. Δημητρακόπουλου, ποὺ ἐντόπισα κατὰ τὴν μελέτη τῶν διαφόρων κειμένων του, ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν παλαμικὴ θεολογία.

Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ὡς ἀγαθότης

   Σύμφωνα μὲ τὸν καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλο, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀντιγράφει τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο μέσῳ τῶν μεταφράσεων τοῦ Μαξίμου Πλανούδη στὰ ζητήματα ποὺ ἀφοροῦν στὶς θεωνυμίες, διότι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς φαίνεται νὰ ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἀγαθότητα στὸ Θεὸ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, τουλάχιστον στὰ Ἑκατὸν Πεντήκοντα Κεφάλαια [2]. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ὅμως, οἱ ὀνοματικοὶ προσδιορισμοὶ ποὺ ἀποδίδονται στὶς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες διαφέρουν μεταξύ τους, σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτοὺς τῆς ὑπερούσιας οὐσίας ἢ κρυφιότητας, λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι αὐτοὶ ἐκφράζουν τὶς ἀμερίστως μεμερισμένες προόδους τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἡ θεία ὑπερουσιότητα, τουτέστιν ὁ Θεὸς ἔτσι ὅπως ὑπάρχει κατ’ αὐτόν, πράγματι χαρακτηρίζεται ὡς ἄκρα ἀγαθότητα, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀλλὰ μόνον ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ προϋπόθεση ὅτι ἔχει, πλέον, χαθεῖ ἡ ἰδιαίτερη σημασία τῆς ἔννοιας «ἀγαθότητα», καὶ τοῦτο, διότι ἡ ἀνωτέρω ἔννοια δὲ δηλώνει στὴν προκειμένη περίπτωση ἐνέργεια ἢ ἰδιότητα. Συνεπῶς, πρόκειται γιὰ κάποιου εἴδους ταυτολογία, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ θεία οὐσία εἶναι ἄκρα ἀγαθότητα, δὲν ἐννοεῖ τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεία ὑπερουσιότητα εἶναι θεία ὑπερουσιότητα (ἄκρα ἀγαθότητα), καθότι ὁ ὅρος «ἄκρα ἀγαθότητα», ὅπως ἀναφέρθηκε ἀνωτέρω, δὲ σημαίνει καμία ἐνέργεια ἢ φυσικὸ ἰδίωμα. Ἐν ὀλίγοις, ἡ ὑπερώνυμος οὐσία τοῦ Θεοῦ καλεῖται ἄκρα ἀγαθότητα ὁμωνύμως καὶ ἡ φυσικὴ ἀγαθότητα, ἡ ὁποία διαφέρει ἐναργῶς τῆς ἄκρας ἀγαθότητας – θείας ὑπερουσιότητας, προσυπάρχει – ἐνυπάρχει στὴν ὑπερούσια οὐσία μὲ φυσικὸ τρόπο [3]. Ὅμως, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος δὲ θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι οἱ θεωνυμίες ἀπευθύνονται σὲ ἐναργῶς διακεκριμένες τῆς θείας φύσεως ἢ οὐσίας ἄκτιστες ἰδιότητες, ἐνέργειες, προόδους καὶ δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι οὐσία, ὅπως ἀκριβῶς πράττει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἐνῶ παράλληλα θὰ δεχόταν ὁπωσδήποτε τὸν ὁμωνυμικὸ ἢ πολυωνυμικὸ χαρακτήρα ἀπόδοσης κατηγορημάτων καὶ ὀνοματικῶν προσδιορισμῶν στὴν ἴδια τὴν ἄκτιστη θεία οὐσία ἢ φύση, καθότι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὶς θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς προϋποθέσεις τῆς αὐγουστίνειας μεταφυσικῆς, δὲν εἶναι σὲ καμία περίπτωση διάφορη τῆς οὐσίας του [4]. Ἐὰν ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἦταν κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν οὐσία του, τότε ἡ ἄκτιστη θεότητα θὰ διαιροῦταν σὲ ὑποκείμενο καὶ σὲ οὐσία ἤ, ἀλλιῶς, σὲ κάτι ποὺ ὑπόκειται – συμβεβηκὸς καὶ σὲ ἐκεῖνο ποὺ ὑφίσταται ἐκεῖνο ποὺ ὑπόκειται – ὑπόσταση [5]. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν εὐσταθεῖ ἡ ἄποψη τοῦ Ι. Ι. Δ. Παπαγεώργη ὅτι ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος διακρίνει τὴ θεολογία (ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος) ἀπὸ τὴν οἰκονομία (ἀποστολὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καὶ ἐκ τῶν τριῶν ὑποστάσεων) ἤ, ἀλλιῶς τὴν ἄκτιστη οὐσία ἀπὸ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια [6]. Ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, σύμφωνα μὲ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἐκλαμβάνει ὁ κάθε εἴδους Παπαγεώργης, εἶναι μεταξὺ τῆς τρισυπόστατης θεία οὐσίας καὶ τοῦ ὑποταγμένου στὴ βούληση – οὐσία τοῦ Θεοῦ κτίσματος μέσῳ τοῦ ὁποίου ἐκείνη φανερώνεται στὴν κτιστὴ πραγματικότητα. Ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος διακρίνει τὴν ἄκτιστη οὐσία καὶ τὴν κτιστὴ ἐνέργεια στὸ Θεὸ [7]. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐκεῖνο, ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸν καθ. Γ. Δημητρακόπουλο, ἕνεκα τῆς μὴ θεολογικῆς του ἰδιότητας, εἶναι ἡ πατερικὴ ὁμωνυμία [8], τουτέστιν ἡ ἀπόδοση ὀνομάτων τῶν θείων ἐνεργειῶν στὴν ἴδια τὴ θεία οὐσία, ὀνόματα ποὺ χάνουν τὴν ἰδιαίτερη σημασία τους, ἐξαιτίας τοῦ ἀποφατισμοῦ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, ἐνῶ τὰ ὀνόματα τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τὴ διατηροῦν.

Τὸ ἀκριβὲς νοηματικὸν περιεχόμενον τοῦ παλαμικοῦ χωρίου ἐκ τοῦ ὄντος οὐσία

   Ὁ καθ. ΓΑΔημητρακόπουλος  στὸ ἔργο του μὲ τίτλο «Is Gregory Palamas an existentialist? The restoration of the true meaning of his comment on Exodus 3, 14: «Ἐγὼ εἰμι ὁ ὤν», στὸ ὁποῖο ἀναιρεῖ ἐπιτυχῶς τὶς ὑπαρξιστικὲς παρερμηνεῖες τοῦ ἉγΓρηγορίου Παλαμᾶ ἐκ μέρους τῶν Ρώσων τῆς διασπορᾶςὑποστηρίζει ὅτι ἡ παλαμικὴ φράση «ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία» σημαίνει πὼς ἡ δημιουργία προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὄχι τὸ ἀντίστροφοὍμωςτὸ ἀκριβὲς νοηματικὸ περιεχόμενο τῆς ἀνωτέρω ἀναφερθείσας παλαμικῆς πρότασης δὲν ἀναφέρεται στὴν αἰτιώδη σχέση Θεοῦ καὶ δημιουργίαςἀλλὰ στὴ σχέση θείας ἐνέργειας καὶ οὐσίαςἘν ὀλίγοιςἡ ἄκτιστη ἐνέργειαἡ ὁποία διακρίνεται ἐναργῶς τόσο τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως ἢ οὐσίας μετὰ τῶν τριαδικῶν της ὑποστάσεων ἢ προσώπων ὅσο καὶ τῆς κτιστῆς πραγματικότηταςπροέρχεται κατὰ τὸ λόγο τῆς αἰτίας ἀπὸ τὴν ὑπερούσια οὐσία ἢ κρυφιότητα τῆς ἀκτίστου θεότητας καὶ σὲ καμία περίπτωση δὲν ὑφίσταται τὸ ἀντίστροφο [9]. Συνεπῶςὁ ἍγΓρηγόριος Παλαμᾶς κάνει λόγο στὴν προκειμένη περίπτωση γιὰ τὰ μὴ χρονικῶς ἠργμένα ἔργαἤτοι τὶς ἄκτιστες μετοχὲς – ἐνέργειες καὶ δυνάμεις τῆς ἀκτίστου θεότητας – καὶ ὄχι γιὰ τὰ μετέχοντα τῶν ἀκτίστων μετοχῶντουτέστιν γιὰ τὰ δημιουργήματα [10]. Ἡ ἐσφαλμένη ταύτιση τῆς οὐσίαςἤτοι τῆς οὐσιοποιοῦ δυνάμεωςμὲ τὴ δημιουργία καὶ ὄχι μὲ τὰ μὴ χρονικῶς ἠργμένα – ἄκτιστα ὄντατουτέστιν τὰ μεθεκτάφανερώνεται ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες φράσεις τοῦ κΓΔημητρακόπουλουα) «This brings us to the following conclusion. When Palamas says that it is not “he who is” that is derived from “essence” but “essence” that is derived from “him who is”, he does but cite the Areopagitic statement: ἐκ τοῦ ὄντος (masculine) οὐσία (817C) and, as a consequence, states nothing more than the trivial Christian doctrine that it is creation that is derived from God and not, of course, God that is derived from creation [11]» (sic), καὶ β) «In this sense to ὂν or εἶναι (MEYENDORFF indiscriminately renders both as «being») means everything that can be thought of and called, in any sense, “being” – beings which are not essences included as well – while in the Defense of the Saint Hesychasts III, 2,12 the εἶναι or οὐσία is used (and therefore meant) in contradistinction to God or ὤν and thus acquires the meaning of the creation [12]». Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ ἀνωτέρω σημειωθεῖσα παλαμικὴ παρερμηνεία τοῦ καθΓΑΔημητρακόπουλου προσεγγίζει τὶς ἑρμηνεῖες τόσο τοῦ σχολαστικισμοῦ ὅσο καὶ τοῦ βυζαντινοῦ ἀντιησυχασμοῦοἱ ὁποῖες πραγματεύονται τὴν προέλευση  τῆς  κτιστῆς  πρα­γματικότητας ἀπὸ τὴ ἀμέθεκτη δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦἐνέργεια ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἀκτίστου θεότητας (actus purus) [13].

  Οἱ ἀνωτέρω ἀναφερθεῖσες σχολαστικὲς ἑρμηνεῖες περὶ τῆς σχέσεως μεταξὺ τοῦ ὄντος καὶ τῆς οὐσίας ἀποφεύγουν νὰ τοποθετήσουν «ἐνδιάμεσα» τῆς κτιστῆς πραγματικότητας καὶ τῆς θείας φύσεως τὶς ἄκτιστες φυσικὲς ἐνέργειεςπροόδους καὶ δυνάμεις τῆς δεύτερηςοἱ ὁποῖες διακρίνονται ἐναργῶςτόσο τῆς τρισυπόστατης ὑπερουσιότηταςὅσο καὶ τῆς κτιστῆς πραγματικότηταςἩ ἀποφυγὴ τῆς διάκρισης μεταξὺ ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστων ἐνεργειῶν ἐκ μέρους τῆς δυτικῆς θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς παράδοσης ὑφίσταται ἐξαιτίας τῆς ὑποτιθέμενης ἀναγκαιότητας γιὰ διασφάλιση τῆς θείας ἁπλότητας καὶ ἑνότηταςπράγματα ποὺ χαρακτηρίζουν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο τὸ ἄκτιστο θεῖο ὄντὸ ὁποῖο ταυτίζεται μὲ τὴν οὐσία τουΤὰ δημιουργήματαὅμωςδὲν προέρχονται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ θεία οὐσίαἀλλὰ ἀπὸ τὴ δημιουργική της οὐσιώδη ἢ φυσικὴ ἐνέργειαἡ ὁποίαμὲ τὴ σειρά τηςπροέρχεται ἀκτίστως – θεοπρεπῶς ἀπὸ τὴ θεία φύσησύμφωνα μὲ τὸν ἍγΓρηγόριο Παλαμᾶ.

  Ἑπομένως, ἡ ἀσήμαντη κοινοτοπία ποὺ ὑποτίθεται ὅτι πρεσβεύει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποτιμητικὲς στὸ πρόσωπο τοῦ ἡσυχαστῆ ἁγίου ἐκφράσεις τοῦ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλου, δὲν εἶναι κἄν αὐτὸ ποὺ ὑποστηρίζει ὁ ἴδιος ὁ Ἅγ. Γρηγόριος, καθότι ἡ φράση «ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία» σημαίνει σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ «ἐκ τῆς οὐσίας ἡ ἐνέργεια» καὶ ὄχι τὸ «ἐκ τῆς ἐνεργείας ἢ οὐσίας ἡ δημιουργία», πρᾶγμα ποὺ ὑποστηρίζεται ἀκράδαντα ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω καθηγητή. Συν­επῶς, οἱ ἀκατάσχετες μεταδόσεις (τὰ μὴ χρονικῶς ἠργμένα ὄντα) ἤ, ἀλλιῶς, οἱ πρόοδοι – δυνάμεις τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲν ταυτίζονται μὲ τὰ δημιουργικά τους ἀποτελέσματα, τουτέστιν ἡ οὐσιοποιὸς ἐνέργεια ἢ πρόοδος δὲν ταυτίζεται μὲ τὶς οὐσίες τῶν κτιστῶν ὄντων, ὅπως καὶ ἡ ζωοποιὸς ἐνέργεια δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν κτιστῶν ζώντων. Τὸ αὐτὸ ἰσχύει ἐπακριβῶς καὶ γιὰ τὴ λογοποιὸ ἢ σοφοποιὸ ἐνέργεια, ἡ ὁποία δὲν ταυτίζεται μὲ τὸ λόγο τῶν κτιστῶν λογικῶν ὄντων. Ἑπομένως, ἡ οὐσία, ἡ ζωὴ καὶ ὁ λόγος – σοφία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ κτιστὰ ἀποτελέσματα τῆς ἀκτίστου οὐσιοποιοῦ, ζωοποιοῦ καὶ λογοποιοῦ – σοφοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, δίχως ἡ ἄκτιστη θεία ἐνέργεια νὰ ταυτίζεται ἀπὸ τὴ μία μεριὰ μὲ τὴ θεία οὐσία ἢ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ τὰ δημιουργήματά της [14].

Σημειώσεις:

[1] Κλειδιά, ὅπως ἐκεῖνο τῆς πατερικῆς ὁμοφωνίας, ἢ ὁποῖα ὑποστηρίζει ὅτι ἡ θεία οὐσία μπορεῖ νὰ ὀνομάζεται ἀπὸ προσηγορίες τῶν ἐνεργειῶν καταχρηστικά, ἢ ὅπως ἐκεῖνο τῆς φυσικῆς ἢ οὐσιώδους ἐνέργειας τῶν προσώπων, τὰ ὁποία ἀποτελοῦν τὴ μία ἀρχὴ τῶν δημιουργημάτων, ἢ ὅπως ἐκεῖνο τῆς διάκρισης μεταξὺ τῶν κοινῶν (οὐσία καὶ ἐνέργεια) καὶ τῶν ἀκοινωνήτων (ὑπόσταση καὶ ὑποστατικά).  [2]  Γ. Α. Δημητρακόπουλος, Αὐγουστῖνος καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς: τὰ προβλήματα τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν καὶ τῆς τριαδικῆς ψυχοθεολογίας, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1997, σσ. 52-53 καὶ Β. Πασιουρτίδης, «Τὸ θωμικὸ ὑπόβαθρο τῆς ἀντιπαλαμικῆς Πραγματείας εἰς τὸ περὶ οὐσίας καὶ ἐνεργείας ζήτημα (paulo ante 1367) τοῦ ἁγιορείτη ἱερομόναχου Προχόρου Κυδώνη (ca. 1330-1369/71)», στὸ: Thomas Latinus – Thomas Graecus: Ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης καὶ ἡ πρόσληψή του στὸ Βυζάντιο. Πρακτικὰ συνεδρίου (Ἀθήνα, Κέντρο πολιτισμοῦ «Ἵδρυμα Σταῦρος Νιάρχος», 14 – 15 Δεκεμβρίου 2017), Ι. Α. Δημητρακόπουλος καὶ Χ. Δενδρινὸς (ἐπιμέλεια), Ἄρτος Ζωῆς: Ἀθήνα 2020, σσ. 391-394.  [3] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλεξις Θεοφάνους πρὸς Θεότιμον, 24, Π. Χρήστου Β΄, σέλ. 251: «Ἐπειδῆπερ ἐκεῖνο τὸ ἀνώνυμον οὐκ οὐσία μόνον, ἀλλὰ καὶ θεότης καὶ ἀγαθότης καὶ σοφία καὶ ζωή, καὶ πάνθ’ ἁπλῶς, ὁπόσα καὶ τὰ μεθεκτὰ καλεῖται, εἰ πότε περὶ θεοῦ ἀκούσεις ὡς οὐσίαν ἔχει τὴν ἀγαθότητα, καὶ φύσιν τὸν ἁγιασμόν, καὶ οὐκ ἄλλη παρ’ αὐτὸν ἡ ἁγιότης, καὶ ὡς ἡ θεότης οὐ μερίζεται, οὔδ’ ἐκχεῖται, οὔδ’ ἀποστέλλεται, καὶ τάλλ’ ὅσα τούτοις παραπλήσια, μὴ τῶν ἐνεργειῶν ἑκάστην θείαν ὑπολάβης εἶναι λέγεσθαι οὐσίαν, ἀλλ’ ἀπὸ τούτων ὁμωνύμως τὴν ὑπερώνυμον ἐκείνην ὀνομαζομένην ἴσθι, ἅτε φυσικῶς αὐτὴ προσόντων». Βλ. ἀκόμη τοῦ ἰδίου, Κατὰ Γρήγορα, Λόγος B’, 63, Π. Χρήστου Δ’, σέλ. 309.  [4] Augustini, De Trinitate, liber septimus, 10, PL 42, 942-943.  [5] ὅπ.π.  [6] Ι. Ι. Δ. Παπαγεώργης, Οἱ Θεολογικὲς καὶ Φιλοσοφικὲς Προϋποθέσεις τῆς Πνευματολογίας τοῦ Βαρλαὰμ Καλαβροῦ, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 2020, σσ. 365-383.  [7] Augustini, De Trinitate, liber secundus, 12, PL 42, 853 καὶ ὅπ.π., 16, 855.  [8] Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἄποψη τοῦ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλου ὅτι στὸν Ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη τὸ ὂν ἕπεται τοῦ ἀγαθοῦ, καθότι τὸ ἀγαθὸ στὴν προκειμένη περίπτωση ὑποτίθεται ὅτι ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη ὀντολογικὴ κατηγορία, δὲ μπορεῖ νὰ εὐσταθεῖ σὲ καμία ἀπολύτως περίπτωση, λαμβάνοντας ὑπόψιν μας τὴν πατερικὴ ὁμωνυμία. Βλ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, «Θωμᾶς Ἀκυινάτης καὶ Ἀριστοτέλης», στὸ: Thomas Latinus – Thomas Graecus: Ὁ Θωμᾶς Ἀκυινάτης καὶ ἡ πρόσληψή του στὸ Βυζάντιο. Πρακτικὰ συνεδρίου (Ἀθήνα, Κέντρο πολιτισμοῦ «Ἵδρυμα Σταῦρος Νιάρχος», 14 – 15 Δεκεμβρίου 2017), Ι. Α. Δημητρακόπουλος καὶ Χ. Δενδρινὸς (ἐπιμέλεια), Ἄρτος Ζωῆς: Ἀθήνα 2020, σελ. 79. Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ἡ ἀνωτέρω ἄποψη τοῦ κάθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλου δὲν ἀποτελεῖ τίποτε ἄλλο πέραν ἀπὸ μία κατὰ γράμμα ἀναδιατύπωση τῆς ἄποψης τοῦ Et. Gilson ὅτι στὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη προηγεῖται ἡ ὕπαρξη (ὂν) τοῦ ἀγαθοῦ, ἐνῶ στὶς ἀρεοπαγιτικὲς συγγραφὲς ὑποτίθεται ὅτι προηγεῖται τὸ ἀγαθὸ τῆς ὕπαρξης. Συνελόντι εἰπεῖν, ὁ Et. Gilson ἐπιχειρεῖ νὰ ἀποδείξει τὴ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ ὑπεροχὴ τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη ἔναντι τοῦ «νεοπλατωνικοῦ» συγγραφέα τοῦ corpus τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραφῶν, καθότι ὁ πρῶτος ὑποτίθεται ὅτι βρίσκεται πιὸ κοντὰ σὲ μία χριστιανικὴ ὑπαρξιστικὴ θεώρηση σὲ σχέση μὲ τὸ δεύτερο. Βλ. Et. Gilson, Τὸ πνεῦμα τῆς μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας, μτφρ: Χρ. Μαρσέλλος, ΠΕΚ, Ἡράκλειο/Ἀθήνα 2019, σσ. 119-120. Ὅμως, ὁ Ἅγ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης οὐδέποτε θεώρησε τὸ ἀγαθὸ ἢ τὴν ἀγαθαρχία ὡς ταυτόσημη μὲ τὴν ὑπερούσια οὐσία ἢ κρυφιότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐν ὀλίγοις, τὸ ἀγαθὸ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ (ἀνὰ)δημιουργικὴ ἐνέργεια ἢ πρόοδος τῆς ὑπερούσιας οὐσίας, πράγμα ποὺ τοποθετεῖ τὸν Ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη ἐκτὸς τῆς μακρᾶς πλατωνικῆς παραδόσεως, καὶ τοῦτο, διότι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι ἐπέκεινα ἀκόμη καὶ τοῦ Ἀγαθοῦ τοῦ Πλάτωνος. Βλ. Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων, ΧΙΙΙ, 3, PTS 33, σσ. 229-230: «Καὶ οὐδὲ αὐτὸ τὸ τῆς ἀγαθότητος ὡς ἐφαρμόζοντες αὐτὴ προσφέρομεν, ἀλλὰ πόθω τοῦ νοεῖν τί καὶ λέγειν περὶ τῆς ἀρρήτου φύσεως ἐκείνης τὸ τῶν ὀνομάτων σεπτότατον αὐτὴ πρώτως ἀφιεροῦμεν». Ἑπομένως, ὅποτε γίνεται λόγος ἀπὸ τὸν Ἅγ. Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη περὶ τοῦ ἀγαθοῦ ὡς ὑπερουσίου οὐσίας, ἐννοεῖται πάντοτε μὲ τὸν τρόπο τῆς ὁμωνυμίας. Τώρα σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὁ ἴδιος ἀναφέρει ὅτι τὸ ὂν εἶναι «προγενέστερο» τοῦ ἀγαθοῦ μονάχα κατ’ἐπίνοια ἢ κατὰ τὸν λόγο (secundum rationem) καὶ ὄχι στὴν πραγματικότητα (ST I, q. 5 a. 2). Ἑπομένως, δὲν ἰσχύουν οἱ ἀνωτέρω ἀναφορὲς τῶν Gilson καὶ Δημητρακόπουλου σχετικὰ μὲ τὸ ὅτι τὸ ὂν προηγεῖται τοῦ ἀγαθοῦ, οὔτε καὶ γιὰ τὸ Θωμᾶ Ἀκινάτη.  [9] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 2, 11, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 665-666. Βλ. καὶ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, Περὶ θείων ὀνομάτων II, 7, PTS 33, σέλ. 131 (PG Migne 03, 645B): «Οἶον, εἰ τὴν ὑπερούσιον κρυφιότητα θεὸν ἢ ζωὴν ἢ οὐσίαν ἢ φῶς ἢ λόγον ὀνομάσαιμεν, οὐδὲν ἕτερον νοοῦμεν ἢ τὰς εἰς ἡμᾶς ἐξ αὐτῆς προαγομένας δυνάμεις ἐκθεωτικὰς ἢ οὐσιοποιοὺς ἢ ζωογόνους ἢ σοφοδώρους». Βλ. ἐπίσης Γρηγόριος Παλαμᾶς, Πρὸς Ἰωάννην Γαβρᾶν, 25, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 352.  [10] Ἁγειορίτικος Τόμος, 4, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 573-574 καὶ Ἰ. Ρωμανίδης, Εἰσαγωγὴ εἰς Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες, τόμος Ι΄, ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 153-154.  [11] J. Demetracopoulos, Is Gregory Palamas an existentialist? The restoration of the true meaning of his comment on Exodus 3, 14: «Ἐγὼ εἰμι ὁ ὤν», ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1996, p. 33.   [12] ὅπ.π., p. 38.  [13] L. Ott, Compendio di Teologia Dogmatica, Zovvo Releaser, p. 63.  [14]  Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 11, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 77: «Προσέθηκε δὲ τὸ ἀσχέτους εἶναι ταύτας, ἵνα μή τις νομίση ταύτας εἶναι τὰ ἀποτελέσματα, οἷον τὴν ἑκάστου τῶν ὄντων οὐσίαν ἢ τὴν ἐν τοῖς ζῶσιν αἰσθητὴν ζωὴν ἢ τὸν τοῖς λογικοῖς καὶ νοεροῖς ἐνόντα λόγον τε καὶ νοῦν».

Previous Article

Δημοσιογράφος εἰς Κύπρον ἀπαξιώνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐν μέσῳ “σιωπῆς’’

Next Article

Οὐκρανικὸ Ἐκκλησιαστικὸ ζήτημα: Μὶα ἀνοικτὴ πληγὴ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία