Μία συστηματικὴ παρερμηνεία τῶν παλαμικῶν κειμένων ἀπό τόν κ. Γ. Ἀ. Δημητρακόπουλον – 3oν

Share:

Γράφει ὁ κ. Παντελεήμων Τομάζος, ὑπ. διδάκτωρ Δογματικῆς Θεολογίας

3ον – Τελευταῖον

  Τὴν πραγματικὴ διάκριση (distinctio realis) μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν στὴν ἄκτιστη θεότητα, ἡ ὁποία ἀποδίδεται ἐσφαλμένα στὴ διδασκαλία περὶ τοῦ ἀκτίστου ὄντος τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὑποστηρίζει ἡ πλειονότητα τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας ποὺ ἀσχολεῖται μὲ θεματολογίες ποὺ ἀφοροῦν στὴ βυζαντινὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία [24]. Ἐπίσης, στὸ λεκτικὸ σφάλμα τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς διάκρισης μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῆς ἐνέργειας στὸ Θεὸ ὡς πραγματικῆς φαίνεται νὰ πέφτει καὶ ὁ Ἰ. Ρωμανίδης [25]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὡς πραγματικὴ διάκριση στὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία ἐννοεῖται ἡ διάκριση – διαχωρισμὸς μεταξὺ δύο ὑποστάσεων, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὰ διακρινόμενα ὄντα ὑφίστανται ὡς αὐθυπόστατες πραγματικότητες καὶ συνεπῶς ὡς ξεχωριστὰ πράγματα [26]. Τοῦτο, ὅμως, δὲν ὑφίσταται σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴν ἄκτιστη θεότητα, καθότι οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, δὲν ἀποτελοῦν ὑπόσταση μὲ τὴ φιλοσοφικὴ ἔννοια, δηλονότι αὐθυπόστατη πραγματικότητα, ἀλλὰ τὶς οὐσιώδεις ἢ φυσικὲς προόδους καὶ δυνάμεις τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲ διαχωρίζονται ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως, παρότι διακρίνονται αὐτῆς κατὰ τὸ αἴτιο, τὸ ἀμέθεκτο καὶ τὴν τάξη. Συνεπῶς, μόνον ἐὰν ὑποστηριχθεῖ ὅτι ἡ ὁρατὴ καὶ μετεχόμενη θεότητα εἶναι κτιστή, κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, διαχωρίζονται καὶ διακρίνονται πραγματικὰ ἡ οὐσία καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι διθεΐτης καθίσταται μόνον ὅποιος δέχεται κτιστὴ καὶ ἄκτιστη θεότητα ἤ, ἀλλιῶς, πραγματικὴ διάκριση μεταξὺ οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν [27]. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο ἡ ἐνέργεια, ὅπως ἐπισημαίνει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, δὲν εἶναι αὐθυπόστατη, ἤτοι ἄλλο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ὑπερούσια οὐσία τῆς ἀκτίστου θεότητας, ἀλλὰ ἐνυπόστατη, τουτέστιν προσυπάρχει στὴ θεία φύση μὲ φυσικὸ τρόπο, ἤτοι ὡς ἄκτιστο ἔργο τῆς φύσεως ἢ οὐσίας τῆς ἀκτίστου θεότητας [28]. Ἐν κατακλεῖδι, ὅπως πολὺ ὀρθὰ παρατηρεῖ καὶ ὁ (π.) Ν. Λουδοβῖκος, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν ὑποστηρίζει οὔτε τὴν πραγματικὴ διάκριση μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν στὴν ἄκτιστη θεότητα, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἐπέφερε ἀναγκαῖα τὴν παραδοχὴ δύο εἰδῶν θεοτήτων, μίας μείζονος καὶ μίας ἐλάσσονος, οὔτε καὶ αὐτὴν τῆς τυπικῆς ἢ λογικῆς, γεγονὸς ποὺ θὰ καθιστοῦσε τὶς ἐνέργειες ὀνόματα κενοῦ περιεχομένου ἢ σημασίας (flatus vocis) [29]. Συν­ελόντι εἰπεῖν, ἡ κατ’ ἐπίνοιαν – λογικὴ διάκριση ταυτίζεται μὲ τὴν πραγματική, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι μέσῳ τῆς πρώτης ἀποφεύγεται ὁ διαχωρισμὸς τῆς ἀκτίστου θείας φύσεως ἀπὸ τὰ φυσικά της προσόντα, ἐνῶ μέσῳ τῆς δεύτερης ἀποφεύγεται ἡ ταυτότητα μεταξὺ τῆς θείας οὐσίας καὶ τῶν φυσικῶν της ἰδιοτήτων [30]. Ἑπομένως, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν ἐγκλωβίζεται στὸ σχολαστικὸ δίλημμα μεταξὺ πραγματικῆς ἢ λογικῆς διάκρισης ποὺ ἀφορᾶ στὴ θεία οὐσία καὶ τὶς ἰδιότητές της, καθότι δὲν ἐπιλέγει τὴ μία (πραγματικὴ) σὲ βάρος τῆς ἄλλης (λογική), ὅπως ὑποστηρίζουν ἐσφαλμένα οἱ ρωμαιοκαθολικοὶ δο-γματολόγοι [31]. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἁρμόζει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἡ πραγματικὴ διάκριση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ δύο ἀνεξαρτήτων ἢ αὐτόνομων ὑποστάσεων καλεῖται καὶ μεταφυσικὴ [32]. Ὁ,τιδήποτε, λοιπόν, ἰσχύει γιὰ τὴν πραγματικὴ διάκριση μεταξύ της οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν στὸ Θεό, τὸ αὐτὸ ἀκριβῶς ἰσχύει καὶ γι’ αὐτὴν τῆς «μεταφυσικῆς». Ἑπομένως, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν ὑποστήριξε οὐδέποτε τὴ μεταφυσικὴ διάκριση μεταξὺ τῆς οὐσίας καὶ τῶν οὐσιωδῶν ἐνεργειῶν της, ὅπως ὑποστηρίζει ἐσφαλμένα (γιὰ ἄλλη μία φορὰ) ὁ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος [33].

 Αἱ τριαδικαὶ ὑποστάσεις τῆς θεότητος ὡς μία ἀρχὴ τῆς κτιστῆς πραγματικότητας. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ, τὸ «δημιουργεῖν» δὲν εἶναι σὲ καμία περίπτωση ὑποστατικὸ ἢ προσωπικὸ [34]. Τὸν συσχετισμὸ τῆς φυσικῆς δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν τριαδικότητα τῶν θείων ὑποστάσεων ὑποστηρίζει ὁ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀνυπέρβλητη τριαδικότητα τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ εἶναι «σαφῶς» ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀρχὲς τῶν ὄντων (Ἕν, Νοῦς, Ψυχή), πράγματα ποὺ συναντῶνται στὴ φιλοσοφία τοῦ Πλωτίνου [35]. Σύμφωνα μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως, ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποτελεῖ τὴ μία καὶ μοναδικὴ δημιουργικὴ ἀρχὴ τῶν κτιστῶν ὄντων, ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη ἀνωτέρω, καθότι οἱ τριαδικὲς ὑποστάσεις τῆς ἀκτίστου θεότητας δὲ μερίζουν τὴ μία δημιουργικὴ ἀρχὴ σὲ τρεῖς. Συνεπῶς, δὲν εὐσταθεῖ οὔτε ἡ ἄποψη τοῦ καθ. Χρ. Σταμούλη ὅτι τὰ αἴτια τῆς δημιουργίας εἶναι τρία, ἤτοι ἀνάλογα μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, καθὼς ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀποτελοῦν μία αἰτία σὲ σχέση μὲ τὴν κτιστὴ πραγματικότητα καὶ σὲ καμία περίπτωση τρεῖς [36]. Ἀκόμη, τὸ πλωτινικὸ σχῆμα «Ἕν – Νοῦς – Ψυχὴ» φαίνεται ὅτι ἔχει ἐπιβιώσει, ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ καθ. Ν. Ξεξάκης, στὸ filioque τῆς ρωμαιοκαθολικῆς παράδοσης, καὶ τοῦτο, διότι ἡ Ψυχὴ προϋποθέτει τὸ Νοῦ καὶ τὸ Ἕν, ὅπως ἀκριβῶς τὸ Ἅγ. Πνεῦμα προϋποθέτει τὶς ὑποστάσεις τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πατρός, πρᾶγμα πού, ἀκολούθως, σημαίνει ὅτι ἡ ἀνωτέρω παρατήρηση γιὰ «πλωτινισμὸ» τοῦ χριστιανισμοῦ τοῦ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλου δύναται νὰ εὐσταθεῖ μόνο γιὰ τὴ δυτικὴ θεολογικὴ παράδοση, τόσο στὴ ρωμαιοκαθολική, ὅσο καὶ στὴν προτεσταντική της ἔκφραση [37].

  Κοιναὶ καὶ ἀκοινώνηται διακρίσεις. Τέλος, ὁ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος ὑποστηρίζει σὲ ἀναντιστοιχία μὲ τὰ παλαμικὰ κείμενα πὼς ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς πρεσβεύει ὅτι ἡ διάκριση τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν (κοινὲς διακρίσεις) εἶναι τόσο πραγματικὴ ὅσο αὐτὴ τῶν ὑποστάσεων τῆς Ἁγίας Τριάδας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐπιφέρει ἀναγκαίως τὴ σύγχυση μεταξὺ τῶν κοινῶν καὶ τῶν ἀκοινώνητων ἐπὶ τῆς ἀκτίστου θεότητας, τουτέστιν μεταξὺ τῶν ἑνώσεων καὶ τῶν διακρίσεων. Ὅμως, ὁ ὅρος «πραγματικὸς» εἶναι φιλοσοφικὸς (συγκεκριμένα σχολαστικός), ὅπως ἀναφέρθηκε ἀνωτέρω, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲ μπορεῖ νὰ ἀποδοθεῖ στὴν ἄκτιστη θεότητα σὲ καμία ἀπολύτως τῶν περιπτώσεων, καθότι ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς κάνει λόγο γιὰ κοινὲς (ἐνέργειες) καὶ ἀκοινώνητες (ὑποστάσεις) διακρίσεις καὶ ὄχι γιὰ πραγματικὲς διακρίσεις, ὅπως θὰ ἤθελε ὁ καθ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει, ἐνίοτε μέχρι σημείου ἰδεολογικῆς ἐμμονῆς, ὅτι ἡ «παλαμικὴ» θεολογία καταλύει τὴ θεία ἁπλότητα καὶ ἑνότητα, καὶ τοῦτο, διότι ἔχει τὴν τόλμη νὰ μὴ συμφωνεῖ μὲ τὴ θωμιστικὴ ἢ αὐγουστίνεια θεώρηση τῆς θείας ἁπλότητας καὶ ἑνότητας [38]. Ὁ ὅρος πραγματικός, ὅταν ἀποδίδεται στὶς ὑποστάσεις, κατὰ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, δεικνύει τὴν ἀμοιβαιότητα, τουτέστιν τὸ ἴδιο τὸ Filioque [39]. Ἑπομένως, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδίδεται στὶς τριαδικὲς ὑποστάσεις, καθότι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἀντιπαρατίθεται κατὰ τὸ πρὸς τί σὲ σχέση μὲ τὸν Υἱό, τουλάχιστον κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο Παλαμᾶ [40]. Ἐπίσης, ἐὰν ἀποδώσουμε τὸν ὅρο «πρα-γματικὸς» στὶς ἄκτιστες ἐνέργειες, τότε θὰ πρέπει νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι ὁ κτιστὸς κόσμος συν­υπάρχει μὲ τὸν Θεό, ἕνεκα τῆς προαναφερθείσας ἔννοιας τῆς ἀμοιβαιότητας. Ἀκόμη, ὁ ἀνωτέρω καθηγητὴς φτάνει στὸ σημεῖο νὰ ὑποστηρίξει τὸ ἑξῆς παράδοξο: «Obviously, Palamas regarded the division between God’s essence and energies as radically different and thus greater than (in fact, as we will see, infinite) that between the persons of the Holy Trinity», πρᾶγμα, ὅμως, τὸ ὁποῖο ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς δὲν ὑποστήριξε ποτέ του [41]. Ἐάν, οἱ κοινὲς διακρίσεις ἦταν πιὸ σημαντικὲς ἀπὸ τὶς ἀκοινώνητες, τότε ἡ θεία οἰκονομία θὰ ἦταν ἀνώτερη τῆς θεολογίας, ἤτοι τοῦ τρόπου ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα ἀπαράδεκτο γιὰ ὅλους τοὺς Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθότι ἡ δεύτερη εἶναι ἐκείνη ποὺ θεμελιώνει τὴν πρώτη ἤ, ἀλλιῶς, ἐκ τῆς τρισυπόστατης οὐσίας προέρχεται ἡ ἐνέργεια, καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἄκτιστη.

Σημειώσεις:

[24] Βλ. ἐνδεικτικὰ Β. Τατάκης, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, μτφρ. Εὔας Καλπουρτζῆ, ἐποπτεία καὶ βιβλιογραφικὴ ἐνημέρωση Λίνου Γ. Μπενάκη, Ἑταιρεία Σπουδῶν Νεοελληνικοῦ Πολιτισμοῦ καὶ Γενικῆς Παιδείας, Ἀθήνα 1997, σελ 254, Κ. Νιάρχος, Ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία κατὰ τὴν Βυζαντινήν της Περίοδον, ἐκδόσεις Συμμετρία, Ἀθήνα 20094, σελ. 115, J. Demetracopoulos, «Palamas Transformed. Palamite Interpretations of the Distinction between God’s Essence and Energies in Late Byzantium», στὸ: Greeks, Latins and Intellectual History 1204-1500, edited by M. Hinterberger and C. Schabel, Bibliotheca 9, Peeters: Leuven 2011, p. 272, τοῦ ἰδίου, «Christian Scepticism: The Reception of Xenophanes’s B34 in Heathen and    Christian Antiquity and its Sequel in Byzantine       Thought», A. K. Frazier, P. Nold (ἐπιμέλεια), Essays in Renaissance Thought and Letters in Honor of John Monfasani, Brill Studies in Intellectual History 241, E. J. Brill, Λέιντεν 2015, p. 403, Y. Spiteris, Palamas: la grazia e l’ esperienza. Gregorio Palamas nella discussione teologica, Lipa, Rome 1998, p. 74, 102, A. Fyrigos, «Gregorio Palamas e il palamismo», στὸ: Eastern Theological Journal, τχ. 2 (2015), p. 240 καὶ G. Russo, «Rahner and Palamas: A Unity of Grace», στὸ: St. Vladimir’s Quarterly, 32, n. 2, 1988, p. 175.

[25] Βλ. J. S. Romanides, «Notes on the Palamite Controversy and Related Topics», στὸ: The Greek Orthodox Theological Review 6, No 2 (1960), p. 189-190.

[26] Βλ. Et. Gilson, Τὸ Ὂν καὶ ἡ Οὐσία. Τὸ πρόβλημα τῆς ὕπαρξης στὴ δυτικὴ φιλοσοφία ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὥς τὸν εἰκοστὸ αἰώνα, εἰσαγωγὴ – μτφρ: Θάνος Σαμαρτζής, ΠΕΚ, Ἡράκλειο/Ἀθήνα 2020, σελ. 226.

[27] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Διάλογος Ὀρθοδόξου μετὰ Βαρλααμίτου, 19, Π. Χρήστου Β΄, σελ. 182.

[28] ὅπ.π., 26, σελ. 188.

[29] (π.) Ν. Λουδοβῖκος, Ὁ μόχθος τῆς μετοχῆς. Εἶναι καὶ Μέθεξη στὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ καὶ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 2010, σελ. 30.

[30] Εἰρ. Μπούλοβιτς, Τὸ Μυστήριον τῆς ἐν Ἁγίᾳ Τριάδι διακρίσεως τῆς θείας οὐσίας καὶ ἐνεργείας κατὰ τὸν ἅγιον Μᾶρκον Ἐφέσου τὸν Εὐγενικόν, Ἀθήνα 2019, σσ. 140-171.

[31] J. Pohle, God: His Knowability, Essence, and Attributes, Dogmatic Theology I, B. Heirder: Freiburg-London 1911, p. 146 καὶ L. Ott, Compendio di Teologia Dogmatica, Zovvo Releaser, p. 51-52.

[32] D. Bradshaw, Aristotle East and West. Metaphysics and the Division of Christendom, Cambridge University Press, Cambridge 2004, p. 261.

[33] J. Demetracopoulos, «Thomas Aquinas’ Impact on Late Byzantine Philosophy: The Issues of Method or Modus Sciendi and Dignitas Hominis», A. Speer, Ph. Steinkruger (ἐπιμέλεια), Knotenpunkt Byzanz. Wissensformen und kulturelle Wechselbeziehungen, Miscellanea Mediaevalia 36, De Gruyter, Berlin 2012, p. 410.

[34] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Α΄ ἐπιστολὴ πρὸς Ἀκίνδυνον, 7, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 209-211.

[35] Γ. Α. Δημητρακόπουλος, Αὐγουστῖνος καὶ Γρηγόριος Παλαμᾶς: τὰ προβλήματα τῶν ἀριστοτελικῶν κατηγοριῶν καὶ τῆς τριαδικῆς ψυχοθεολογίας, ἐκδόσεις Παρουσία, Ἀθήνα 1997, σελ. 166.

[36] Χρ. Σταμούλης, Περὶ Φωτός. Προσωπικὲς ἢ φυσικὲς ἐνέργειες; Συμβολὴ στὴ σύγχρονη περὶ Ἁγίας Τριάδος προβληματικὴ στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο, ἐκδόσεις Παλίμψηστον, {Λειμὼν Ἀμφιλαφὴς – 4}, Θεσσαλονίκη 20072, σελ. 122

[37] Ν. Ξεξάκης, Ἰωάννης Βέκκος καὶ αἱ θεολογικαὶ ἀντιλήψεις αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1981, σελ. 142.

[38] J. Demetracopoulos, «Palamas Transformed. Palamite Interpretations of the Distinction between God’s Essence and Energies in Late Byzantium», στὸ: Greeks, Latins and Intellectual History 1204-1500, edited by M. Hinterberger and C. Schabel, Bibliotheca 9, Peeters: Leuven 2011, p. 273.

[39] ST I, q. 28 a. 1; q. 28 a. 4. Ἡ πραγματικὴ ἢ ἀμοιβαία σχέση εἶναι ἐκείνη τῆς ἀντιθετικῆς σχέσης προέλευσης (filioque), ἡ ὁποία ὑποστηρίζει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πρέπει νὰ ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, προκειμένου νὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ Αὐτόν. Σύμφωνα μὲ τὸν Θωμᾶ Ἀκινάτη, στὸ Θεὸ ἔχουμε τέσσερις σχέσεις, τρία πρόσωπα καὶ δύο προόδους. Οἱ σχέσεις εἶναι αὐτὲς τῆς ἐνεργητικῆς γέννησης, τῆς παθητικῆς γέννησης, τῆς ἐνεργητικῆς ἐκπόρευσης καὶ τῆς παθητικῆς ἐκπόρευσης. Τὰ πρόσωπα εἶναι ὁ Πατὴρ ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἐνεργητικὴ γέννηση (πατρότητα), ὁ Υἱὸς ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν παθητικὴ γέννηση (υἱότητα), καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν παθητικὴ ἐκπόρευση (ἐκπορευτότητα). Ἡ σχέση τῆς ἐνεργητικῆς ἐκπόρευσης δὲν εἶναι πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ πράξη τῆς κοινοποίησης τῆς ἐκπορευτικῆς ἰδιότητας ἐκ Πατρὸς στὸν Υἱό. Τέλος, οἱ πρόοδοι εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ βούληση.

[40] Γρηγόριος Παλαμᾶς, Λόγοι Ἀποδεικτικοί, Α΄, 6, Π. Χρήστου Α΄, σσ. 33-34.

[41] J. Demetracopoulos, «Palamas Transformed. Palamite Interpretations of the Distinction between God’s Essence and Energies in Late Byzantium», στὸ: Greeks, Latins and Intellectual History 1204-1500, edited by M. Hinterberger and C. Schabel, Bibliotheca 9, Peeters: Leuven 2011, p. 274.

 

Μία συστηματικὴ παρερμηνεία τῶν παλαμικῶν κειμένων ἀπό τόν κ. Γ. Ἀ. Δημητρακόπουλον – 1ον –  2oν

Previous Article

Ὁ πατερικὸς ἀναλφαβητισμὸς τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ

Next Article

Αἱ τρομακτικαὶ συνέπειαι τῆς παπικῆς κακοδοξίας περὶ κτιστῆς χάριτος